Δρ Αντώνιος Χατζόπουλος
Άρχων Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε.
Σχεδόν όλοι oı κληρικοί όλων των βαθμίδων των Πατριαρχείων μας, στα 140 περίπου χρόνια λειτουργίας της ΙΘΣΧ, ήταν απόφοιτοί της και διδάσκονταν την εκκλησιαστική μουσική στη Σχολή, όπου η εκκλησιαστική πράξη και τάξη επέβαλε ορισμένα μαθήματα να ψάλλονται κατά το ήθος της Μεγάλης Εκκλησίας και με ιδιαίτερα μουσικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο μουσικοδιδάσκαλος Γ. Πρωγάκης στην περίφημη Μουσική Συλλογή παραθέτει το Φώς Ιλαρόν, το Κατευθυνθήτω με την σημείωση «όπως ψάλλονται εν τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης». Είχε δημιουργήσει η Χάλκη την δική της μουσική παράδοση με την εκφορά της μελωδίας και το ύφος, τον χρόνο και τον ρυθμό, την τυπική διάταξη, την χορωδιακή εκτέλεση και σχετικώς με τον τρόπο του ψάλλειν και του απαγγέλλειν. Όλα αυτά τα μετέφεραν στο Φανάρι οι απόφοιτοι κληρικοί, καθότι είχαν εξασκηθεί επί έτη με τις Ακολουθίες στο Ναΰδριο της Σχολής.
Η πρώτη εισαγωγή της μουσικής ως επισήμου μαθήματος σε ανώτερη Σχολή της Πόλης είναι το 1851, όταν η εκκλησιαστική μουσική εισάγεται στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης . Είναι το ανώτερο εκπαιδευτήριο, στο οποίο εισέρχεται για πρώτη φορά η εκκλησιαστική μουσική ως επίσημο μάθημα. Από τότε και μέχρι το 1971, που σταμάτησε η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής, διδάχτηκε ανελλιπώς, εκτός από τις περιόδους, όταν λόγω ανωτέρας βίας δεν λειτούργησε η ίδια η Σχολή. Στη ΙΘΣΧ δίδαξαν την εκκλησιαστική μουσική οι δοκιμότεροι ψάλτες της Πόλης και μεταξύ αυτών πολλοί πρωτοψάλτες του Πατριαρχικού Ναού. Παρ’ όλο που η επίσημη εισαγωγή της εκκλησιαστικής μουσικής αναφέρεται στα 1851, εν τούτοις ήδη το 1848-1850 αναφέρεται ο ιερομόναχος Νεόφυτος Ρυλιώτης, δάσκαλος σλαυωνικής στη Σχολή , αλλά παράλληλα και βαθύς γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής . Στα επόμενα χρόνια και από το 1851 και στο εξής οι κυριότεροι μουσικοδιδάσκαλοι που διδάσκουν στη Σχολή είναι οι Αμβρόσιος ιερεύς, 1851 και Γ. Βιολάκης από το 1865 έως το 1905 . Κατά τα χρονικά διαστήματα 1882-1883 και 1885-1888 διδάσκει την εκκλησιαστική μουσική στη Σχολή ο Κωνσταντίνος Φωκαεύς, υιός του μεγάλου μουσικοδιδασκάλου Θεοδώρου Φωκαέως .Ο ίδιος, γνώστης και της Ευρωπαϊκής μουσικής, διδάσκει το ίδιο διάστημα και σε διάφορα Παρθεναγωγεία της Πόλης. Ο Θεόδωρος Μαντζουρανής διδάσκει μεταξύ 1880-1882, ο Αλέξανδρος Βυζάντιος από το 1882 έως το 1898, ο Γ. Πρωγάκης επί 30ετία από το 1898 έως το 1928, ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης από το 1911 έως το 1939, ο Μιχαήλ Χατζηαθανασίου από το 1928 έως το 1948 και ο Κωνσταντίνος Πρίγγος από το 1948-1959 . Μετά τη διακοπή όμως της λειτουργίας του Θεολογικού Τμήματος της Σχολής το 1971, η εκκλησιαστική μουσική διδάσκεται από τον Πρωτοψάλτη Βασίλειο Νικολαΐδη, ο οποίος είχε αναλάβει το μάθημα από το 1959. Στη Σχολή μάλιστα συνέθεσε και πολλά από τα μουσικά του έργα, τα οποία και εξέδιδε με τη βοήθεια του πολυγράφου της Σχολής, αλλά και με προσωπικές δαπάνες. Σπάνια χρησιμοποιούσε κατά τη διδασκαλία το αρμόνιο της Σχολής, που είχε παραχωρηθεί από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο Κουκούζη κατά την δεκαετία του 1950. Δίδασκε δωρεάν την εκκλησιαστική μουσική στους μαθητές της Σχολής και ιδιαιτέρως.

Όσον αφορά τώρα τις ώρες διδασκαλίας στη Σχολή παρατηρούμε ότι το 1853 η εκκλησιαστική μουσική διδάσκεται στις πρώτες τρεις τάξεις από τις επτά που αποτελείται η σχολή αυτή την περίοδο . Το 1857 επίσης στις τρεις πρώτες ως εξής: «Κατά πάσαν Κυριακήν στιχηραρικόν και ειρμολογικόν» στην πρώτη, «παπαδικόν και καλοφωνικόν» στη δευτέρα και ιστορία της Μουσικής στην τρίτη . Στα 1867 διδάσκεται επίσης στις τρεις πρώτες τάξεις, στην πρώτη δύο ώρες ως προπαίδεια οκτάηχος, στη δευτέρα δύο ώρες στιχηραρικό μέρος και θεωρία της μουσικής και στην τρίτη δύο ώρες καλοφωνικόν και θεωρία της μουσικής . Από το 1919-20, που αρχίζει η δεύτερη περίοδος της λειτουργίας της Σχολής αρχίζει να διδάσκεται και η ευρωπαϊκή μαζί με την εκκλησιαστική από δύο ώρες η κάθε μία σε κάθε εξάμηνο και για τα πρώτα τέσσερα εξάμηνα. Το 1953 η εκκλησιαστική μουσική διδάσκεται μόνο μία ώρα την εβδομάδα στο γυμνασιακό τμήμα της σχολής. Η συνεχής τριβή με τις ιερές Ακολουθίες που ήταν καθημερινές, δημιουργούσε το πρακτικό υπόβαθρο, που ήταν απαραίτητο για την εφαρμογή και της θεωρητικής διδασκαλίας. Απόφοιτοι της Σχολής μεταφέρουν την ψαλτική τους τέχνη και εκτός Πόλης, ιδρύοντας Σχολές Μουσικής στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε άλλες περιοχές που κατοικούνται από ορθόδοξους.

Πηγές: Α. Μέξη, Η εν Χάλκη Ιερά Θεολογική Σχολή, Ιστορικά σημειώματα, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1933
Β. Σταυρίδου, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, β’ έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1988
Ι. Λαμπαδαρίου-Στεφάνου Α΄ Δομεστίκου, Πανδέκτης της ιεράς Υμνωδίας του όλου ενιαυτού, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1850
Αναμνηστικόν Μιχαήλ Χατζηαθανασίου (καθηγητού Βυζαντινής Μουσικής) επί τη πρώτη επετείω του θανάτου αυτού, 18.9.1948, Κωνσταντινούπολις, 1949
Κανονισμός της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1857
Το νέον πρόγραμμα της Θεολογικής Ακαδημίας Χάλκης, Εκκλησιαστική Αλήθεια, 44 (1920), σελ. 99-102
Ιούλιος, 2025
δρ Αντώνιος Χατζόπουλος