Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Αναλογιζόμενος τα πρόσφατα γραφόμενα στη διαδικτυακή στήλη «Εξάψαλμος», δεν μπορώ να μην σταθώ στην ετυμηγορία του συντάκτη, ο οποίος έσπευσε να βαφτίσει τα δικά μου σχόλια ως «απαξιωτική επίθεση». Πραγματικά, αναρωτιέμαι: σε ποια φράση, σε ποιο ψήγμα λόγου διείδε αυτή τη διάθεση; Ποια από τις σκέψεις που τόλμησα να καταθέσω δεν είναι ακέραιη αλήθεια; Αντί να εγκολπωθεί τη σπουδαιότητα της ειλικρίνειας, σπεύδει να μου φορέσει τον μανδύα της απαξίωσης και τούτο, ομολογώ, μου γεννά απορία.
Ας ανατρέξει, λοιπόν, ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου στα ίδια τα κείμενα της ιστοσελίδας του. Ας διαβάσει ξανά τις γραμμές που αναφέρονται στον Οικουμενικό Πατριάρχη, και τότε ας μιλήσει για «επιθέσεις». Γιατί, αν υπάρχει αιχμή, δεν βρίσκεται στον δικό μου λόγο, αλλά διαχέεται στις λέξεις εκείνων που, αντί για κριτική με αλήθεια και αγάπη, επιλέγουν τον δρόμο της προσωπικής στοχοποίησης.
Κι επειδή δεν είναι μόνο ένας ο «Εξάψαλμος», γιατί η πικρία και η παρερμηνεία βρίσκουν και άλλες φωνές, κι άλλες πένες πρόθυμες να υψωθούν ως κάνες, θεώρησα καλό, με αφορμή αυτή την απάντηση, να μοιραστώ με ειλικρίνεια σκέψεις που αφορούν ευρύτερα σε εκείνους που εμπλέκονται σ’ αυτό το πολυφωνικό, μα συχνά θορυβώδες, εκκλησιαστικό τοπίο.
Πολλές είναι οι επιθέσεις που έχει δεχθεί και συνεχίζει να δέχεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Όπως λέει ο Κύριός μας: «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν» (Ιω. 15,20), υπενθυμίζοντας πως η διακονία στην Εκκλησία συνοδεύεται αναπόφευκτα από δοκιμασίες και σκόπιμες παρεξηγήσεις.
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Οικουμενικού Πατριάρχου προσωπικώς, στηρίζονται κυρίως σε προσωπικές εκτιμήσεις και υποθέσεις οι οποίες χρειάζονται διευκρινίσεις και αντικειμενική ανάλυση. Όπως διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος: «Ου πάντων ενιαίται η κρίσις· πολλοί μεν γαρ εξ αγνοίας, άλλοι δε εξ κακοήθειας κρίνονται» (Επιστολή 22). Όπως σε όλες τις περιπτώσεις που διατυπώνονται σοβαροί ισχυρισμοί κατά προσώπων και θεσμών, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολλή σοβαρότητα και να προσεγγίζονται με νηφαλιότητα και τεκμηρίωση η οποία θα προκύπτει από διασταύρωση πηγών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχοντας ιστορική πρωτοκαθεδρία στην Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργεί ως ιερό κέντρο και «πρώτο μεταξύ ίσων» (primus inter pares) και κάθε ενέργεια ή παρέμβασή του βασίζεται σε κανόνες και αποφάσεις που έχουν διαμορφωθεί στην ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας. Όπως ορίζει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εν τη εκκλησία τάξις και ειρήνη κρατεί, ότε έκαστος την εαυτού διακονίαν επιτελεί». (PG 62, 153).
Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι και ούτε πρέπει να γίνει ποτέ αυλή βασιλέων. Βασίζεται στην αλήθεια του Ευαγγελίου και στην Ιερά Παράδοση και κύριο μέλημά της είναι η διακονία του λαού του Θεού με αγάπη και ταπείνωση. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Πάντα υμών ένεκεν, ίνα η χάρις πλεονάσασα… την ευχαριστίαν περισσεύση εις την δόξαν του Θεού» (Β’ Κορ. 4,15). Η ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει ότι η κριτική, όταν ασκείται με πνεύμα διάκρισης, δεν αποτελεί απρέπεια, αλλά συντελεί στην αλήθεια. «Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (Ιω. 7,24), μας διδάσκει ο Χριστός.
Πρέπει να υπάρχει όμως διάκριση μεταξύ εποικοδομητικής κριτικής και καταστροφικής αμφισβήτησης. Ασφαλώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί εποικοδομητική κριτική η απόδοση προσβλητικών χαρακτηρισμών όπως «Σύνοδος των Δημίων», για την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχου χαρακτηρισμοί όπως «εμπαθής» και «εκδικητικός» και τον παρομοιάζει περισσότερο με «κομματικό εισαγγελέα ολοκληρωτικού καθεστώτος, παρά πνευματικό ηγέτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που θυμίζει περισσότερο πατριό παρά πατέρα!». Η πατερική παράδοση υπενθυμίζει: «Μηδέν κατά του πλησίον ειπείν, ουδ’ αν πονηρός η» (Αββάς Ησαΐας). Η αμφισβήτηση της θεολογικής επάρκειας, της ακεραιότητας ή των κινήτρων των προσώπων που διακονούν την Εκκλησία δεν προάγει εποικοδομητικό διάλογο.
Βεβαίως είναι επικίνδυνο να ταυτίζεται το πρόσωπο με τον θεσμό. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως πρώτος μεταξύ ίσων, υπηρετεί τον θεσμό, δεν τον υποκαθιστά. Η αφοσίωση στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, όπως και σε κάθε ποιμενάρχη, έχει να κάνει με τον σεβασμό προς το έργο του και όχι σε άκριτη αποδοχή κάθε πράξης του. Όπως λέει ο Απόστολος: «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών, και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών» (Εβρ. 13,17).
Κανένα πρόσωπο εντός της Εκκλησίας δεν είναι υπεράνω κριτικής. Ωστόσο, η κριτική οφείλει να διακρίνεται από πνεύμα αγάπης, διάκρισης και σεβασμού και όχι να γίνεται εργαλείο δημόσιου διασυρμού. Ο Χριστός μας δίδαξε να ελέγχουμε με αγάπη και να οικοδομούμε την ενότητα και όχι να σπέρνουμε διχασμό. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13,35).
Κάθε πιστός έχει δικαίωμα στην αγωνία για την πορεία της Εκκλησίας και στην έκφρασή της, αλλά το ίδιο δικαίωμα στην υπεράσπιση της αλήθειας έχουν και όσοι διακονούν με ήθος και πίστη τον θεσμό. Ο Μέγας Αθανάσιος λέει: «Ει η αλήθεια διώκεται, πάλιν νικά· και μάρτυς η Εκκλησία» (Επιστ. προς Μοναχούς).
Ακόμη και στον εκκλησιαστικό χώρο, συχνά διακινούνται πληροφορίες αμφίβολης προέλευσης ή παραποιημένες εκτιμήσεις. Η Εκκλησία, ως φως στον κόσμο, καλείται να απαντά με διαφάνεια και αλήθεια. «Υμείς εστε το φως του κόσμου» (Ματθ. 5,14). Η Εκκλησία είναι σώμα ζωντανό, συλλογικό, με κεφαλή τον Χριστό. «Σώμα Χριστού εστε και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. 12,27). Η πρωτοκαθεδρία, είτε διοικητική είτε πνευματική, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πνεύμα της συνοδικότητας και της διακονίας. «Ουδέ εις των Αποστόλων ην υπέρ τους λοιπούς, αλλά πάντες ίσοι και ομότιμοι» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16,26).
Σε ό,τι αφορά προσωπικές ή διοικητικές αποφάσεις, ας αναγνωρίσουμε όλοι πως συχνά υπεισέρχονται λεπτές ισορροπίες, εκκλησιαστικές και ανθρώπινες, που δεν μπορούν να ερμηνευτούν μονοσήμαντα ούτε να αποδοθούν με απλές αφηγήσεις. «Ένθα πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β’ Κορ. 3,17).
Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αδικήθηκαν ή αδικούνται από την Εκκλησία. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να διαμαρτύρεται και να λέει ότι αδικήθηκε ή αδικείται. Και μόνο το γεγονός ότι είμαστε μέλη της Αγίας μας Εκκλησίας αποτελεί μεγάλο, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που θα μπορούσαμε να έχουμε, εφόσον χωρίς καμιά διάκριση μπορούμε να απολαμβάνουμε τις θείες δωρεές της. Από την πρώτη στιγμή η Εκκλησία με το Μυστήριο του Βαπτίσματος μας ανασύρει από την κόπρο και μας καθιστά παιδιά της, μας κάνει αρχοντόπουλα. «Όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Οπότε για ποια αδικία μιλάμε;
Με την ευκαιρία αυτή θέλω να ξεκαθαρίσω, με πάθος και ειλικρίνεια, ότι ουδέποτε επεδίωξα αξιώματα, ούτε ένιωσα ποτέ αδικημένος ή περιθωριοποιημένος. Η πορεία μου μέσα στην Εκκλησία, ειδικά υπό τη σκέπη της Κωνσταντινουπολίτιδας Μητρός Εκκλησίας, υπήρξε πάντοτε μια διακονία ταπεινή, εστιασμένη στην προσφορά προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αυτή η αιώνια Κιβωτός της Ορθοδοξίας, δεν αποτελεί για εμένα απλώς θεσμό, αλλά ζωντανή μήτρα πνευματικής μητρότητας, που αγκαλιάζει και στηρίζει με στοργή όλα τα παιδιά της, όπου γης.
Παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες μου, ό,τι προσέφερα και συνεχίζω να προσφέρω, το καταθέτω με δέος στα πόδια του Θεού και της Εκκλησίας μας. Μόνο Εκείνος, ο Πανάγαθος και Παντογνώστης Κύριος, έχει το δικαίωμα να κρίνει τα έργα μας, σύμφωνα και με το λόγο της Αποκάλυψης: «Μηδέ εις ανθρώπινην κρίσιν έλθητε· ο δε ετάζων καρδίας και νεφρούς Κύριος» (Αποκ. 2,23).
Κι όμως, δεν παύω να απορώ όταν κάποιοι, ίσως παρασυρμένοι από προκαταλήψεις ή προσωπικές ατζέντες, επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη βαθιά σύνδεση και αφοσίωσή μου προς τη Μητέρα Εκκλησία ως τάχα κίνηση συμφέροντος ή προσωπικής ωφέλειας. Πόσο άδικο και πόσο φτωχό είναι να μεταφράζει κανείς την αγάπη προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την πνευματική μας κιβωτό, που εδώ και αιώνες σταυρώνεται, μα ποτέ δεν παύει να ανασταίνεται, ως υπολογισμό ή υποκριτική στάση!
Η Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία δεν είναι απλώς η Εκκλησία των μεγάλων Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, αλλά η μητέρα όλων, που κρατά αμείωτη τη φλόγα της Ορθοδοξίας ανάμεσα σε δυσκολίες και ιστορικές καταιγίδες. Για εμένα, η αφοσίωση προς αυτή τη Μεγάλη Μητέρα είναι πράξη ευγνωμοσύνης και ταυτόχρονα βιωματική έκφραση της πίστης και της παράδοσής μας. Είναι, άραγε, παράλογο να νιώθει κάποιος αγάπη και ευγνωμοσύνη για την Εκκλησία που τον ανέθρεψε πνευματικά, που του χάρισε το φως της Χάριτος και το ανεκτίμητο δώρο της υιοθεσίας εν Χριστώ;
Αυτή η αγάπη δεν προέρχεται από συμφέρον, αλλά από τη βαθιά επίγνωση ότι οφείλουμε τα πάντα στην Εκκλησία και ειδικά στη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, που παραμένει ακοίμητος φρουρός της ενότητας, της αλήθειας και της πίστης.