ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ
Γένεση και εξέλιξη ενός φαινομένου
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Το λιμάνι μπορεί να γίνει εξίσου αιτία και σωτηρίας και κινδύνων.
Αυτό το γνωρίζουν όσοι διαπλέουν τη νοητή θάλασσα του μοναχικού
βίου. Θα είναι δε ελεεινό θέαμα να δει κανείς αυτούς πού σώθηκαν
από το πέλαγος, να ναυαγήσουν μέσα στο λιμάνι.
Ιωάννης της Kλίμακος, Λόγος δεύτερος. Περί απροσπαθείας, Kλίμαξ,
εκδ. I.M. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1989, σ. 50.
Σεβασμιώτατε,
Σοφολογιότατοι,
κ. Περιφερειάρχη,
κ. Δήμαρχε,
εντιμολογιώτατοι άρχοντες,
Αιδέσιμε,
σεβαστοί πατέρες,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
αγαπητές φοιτήτριες και αγαπητοί φοιτητές,
φίλες και φίλοι,
χαίρετε!
Ξεκινώ με τούτον τον αναστάσιμο χαιρετισμό του Χριστού, προς τις Μυροφόρες, καθώς εξέρχονται από το «κενό» μνημείο, προκειμένου να σημειώσω ευθύς εξαρχής ότι το μεγάλο πρόβλημα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού είναι πρωτίστως πρόβλημα απουσίας χαράς, τουτέστιν πρόβλημα απουσίας προσδοκίας και ελπίδας. Κυρίως, όμως και κατεξοχήν, είναι πρόβλημα αγάπης, διότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον»[1], όπως άλλωστε και η χαρά. Γι’ αυτό και τούτος ο αναστάσιμος χαιρετισμός, το «χαίρετε», που ο αναστημένος Χριστός απευθύνει στις Μυροφόρες, συνδέεται από τον ίδιο, ευθύς και αμέσως, με το «μη φοβείσθε»[2].
Χαίρετε, λοιπόν και καλώς ανταμωθήκαμε, σε αυτό το πρώτο Διεθνές Συνέδριο του Διεθνούς Παρατηρητηρίου Θρησκευτικού Φονταμενταλισμού, που στεγάζει με περισσό θάρρος και πολλή αγάπη η Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως και ο οπωσδήποτε ο Μητροπολίτης της κ. Άνθιμος. Ένας φορέας, εννοώ το Διεθνές Παρατηρητήριο, που γεννήθηκε από την ανάγκη δημιουργίας ενός αναχώματος απέναντι στον φανατισμό, τη βία, την παραμόρφωση, τον φόβο και τη διαίρεση, που κυοφορούν η παραπληροφόρηση, τα fake news, καθώς και η εκκλησιαστική και εκκλησιολογική ιδιώτευση. Ενός φορέα που στηρίζουν, όπως ήδη φάνηκε από τα κείμενα του Παναγιωτάτου και του Μακαριωτάτου, τόσο η Εκκλησία της Ελλάδος όσο και το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Στηρίζει, όμως, και η Ελληνική Πολιτεία, όπως φάνηκε από τον χαιρετισμό του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων, στα χέρια και κάτω από την ευθύνη της οποίας βρίσκεται η εκπαίδευση των Ελλήνων πολιτών. Και το λέγω τούτο, διότι θέλω να πιστεύω, πως σκοπός της εκπαίδευσης και ευρύτερα της παιδείας, αλλά και του συνόλου των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι το χτίσιμο γεφυρών. Το χτίσιμο, δηλαδή εκείνου του σταθερού εδάφους που ενώνει, χωρίς να καταργεί, τις ετερότητες που γεννά η ιστορία και ο πολιτισμός. Βρισκόμαστε, λοιπόν, εδώ, στην όμορφη και κομβική των Θρησκειών πόλη της Αλεξανδρούπολης, στην καρδιά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με χαρά και χωρίς φόβο αλλά με πάθος, επιστήμονες από πέντε διαφορετικές χώρες και ένδεκα διαφορετικά πανεπιστημιακά Τμήματα και Ινστιτούτα της Ελλάδας και του εξωτερικού, προκειμένου να μελετήσουμε τη γένεση και την εξέλιξη του Θρησκευτικού Φονταμενταλισμού και να συμβάλουμε, με τον τρόπο αυτό, στην «υπεράσπιση της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων»[3].
Και έρχομαι τώρα, μετά από τούτη την εισαγωγική και μαζί δομική, καθώς θεωρώ, παρατήρηση για τη θέαση του φαινομένου, στη γραμματική, ας το πούμε έτσι και το συντακτικό, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Η γραμματική του θρησκευτικού φονταμενταλισμού
Όπως όλοι γνωρίζουμε ο φονταμενταλισμός είναι δημιούργημα του προτεσταντισμού της Βόρειας Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αντιδραστικό προς το μοντέρνο κίνημα[4], το οποίο, με κέντρο του τη Νέα Υόρκη και την Φιλαδέλφεια, συγκρότησε το θεωρητικό του υπόβαθρο από το 1910 έως και το 1915. Κορύφωση αυτής της διαδικασίας άρνησης του παρόντος υπήρξε η ίδρυση, το 1919, της Παγκόσμιας Ένωσης των Χριστιανών Θεμελιοκρατών (World’s Christian Fundamentals Association)[5]. Σκοπός της «η αντίδραση προς τη μοντέρνα επιστήμη και η αποκατάσταση θεμελιωδών κατά τη γνώμη τους αντιλήψεων της Βίβλου που είχαν αμφισβητηθεί. Από την Ένωση-κίνηση αυτή ονομάστηκε το σχετικό φαινόμενο “φονταμενταλισμός”»[6].
Οι βασικές θέσεις του Προτεσταντικού Φονταμενταλισμού της Αμερικής συνοψίζονται, σύμφωνα με τον Ιωάννη Πέτρου, σε τέσσερα σημεία: «Πρώτο, υποστηρίζουν ότι η Αγία Γραφή είναι κατά γράμμα θεόπνευστη, πράγμα που οδηγεί και στην ανάλογη χρήση της. Δεύτερο, θεωρούν ότι κάθε μοντέρνα θεολογία και η επιστήμη γενικότερα, στο βαθμό που αντιτίθενται στη βιβλική πίστη, φυσικά όπως την κατανοούν αυτοί, είναι μια μηδαμινότητα. Τρίτο, πιστεύουν ότι όποιος δεν συμμερίζεται τις βασικές φονταμενταλιστικές απόψεις τους δεν είναι γνήσιος χριστιανός. Τέταρτο, καταδικάζουν επιλεκτικά ορισμένες μοντέρνες αντιλήψεις, μεταξύ των οποίων τη βασική αντίληψη της μοντέρνας πολιτικής για το χωρισμό εκκλησίας και κράτους»[7].
Πέρα, όμως, από τον Χριστιανικό φονταμενταλισμό υπάρχει τόσο ο Ισλαμικός όσο και ο Εβραϊκός φονταμενταλισμός[8]. Όλοι γινόμαστε μάρτυρες τα τελευταία χρόνια των αγριοτήτων και της βαρβαρότητας του ISIS. Ενός φονταμενταλισμού απόλυτα ολοκληρωτικού και εξάπαντος θεοκρατικού, ο οποίος έχει εξολοθρεύσει και συνεχίζει να εξολοθρεύει χιλιάδες ανθρώπους, εισάγει έντονα το στοιχείο της ανασφάλειας, -αρχή της νέας πραγματικότητας η 11η Σεπτεμβρίου-, δημιουργεί τα κύματα των μεταναστών και των προσφύγων -αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων-, που ξεχύνονται διά της Ελλάδος σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης και του κόσμου γενικότερα, και τέλος δυναμιτίζει την ενότητα του σύγχρονου κόσμου. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν από τους μεγαλύτερους σεισμούς στην ιστορία του πολιτισμού ο οποίος φέρνει βίαια τον άνθρωπο ενώπιον των υπαρξιακών του ορίων. Είναι η στιγμή που ο τραγουδοποιός λέγει, ότι θα πρέπει «ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις»[9].
Το επ’ εμοί, ξεκίνησα τη σπουδή στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, εδώ και χρόνια, από τον Ορθόδοξο φονταμενταλισμό. Αυτή ήταν και η αγωνία που γέννησε, όπως ήδη σημείωσε ο Σεβασμιώτατος, το Παρατηρητήριο. Και τούτο, διότι, όπως, λέγει ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Ιωάννου, «πετάω πέτρες εκεί που αγαπάω». Εντούτοις, οφείλω να σημειώσω, πως όλοι οι φονταμενταλισμοί, παρά τις διαφορές τους, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι και αγεφύρωτες, παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ή όπως με ακρίβεια λέγεται κοινά τυπολογικά στοιχεία. Υπάρχουν υπόγεια ρεύματα που φέρνουν μαζί πραγματικότητες που έως εκείνη τη στιγμή αδυνατεί ο νους να συνδυάσει. Η ένταση και η οριστική έκφραση μπορεί να διαφέρουν, όπως άλλωστε διαφέρει και η ουσία της θρησκευτικότητας που αυτοί κουβαλούν, αλλά μένει να τους ενώνει ο «τρόπος υπεράσπισης ή επιβεβαίωσης της αλήθειας των πίστεων»[10].
Στο σημείο αυτό και πάλι με δάνειο από τον Γιάννη Πέτρου, ο οποίος ουσιαστικά συμποσώνει τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας του Πανεπιστημίου του Σικάγο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βασικά τυπολογικά στοιχεία του φαινομένου του φονταμενταλισμού ή των φονταμενταλισμών είναι τα εξής:
«Πρώτο, το πρόγραμμα των φονταμενταλιστικών ομάδων είναι πολιτικό με θρησκευτική επένδυση. Αναζητούν να σχηματοποιήσουν έναν εχθρό που θα πολεμήσουν, για να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους, και να προσδιορίσουν την πορεία της ιστορίας με βάση τις δικές τους αντιλήψεις και επιδιώξεις.
Δεύτερο, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι αφενός ολοκληρωτικός, γιατί θεωρεί ότι έχει οδηγίες για όλες τις εκφάνσεις και τα ζητήματα της ζωής, και αφετέρου αντιπλουραλιστικός.
Τρίτο, οι θρησκευτικοί φονταμενταλιστές είναι πολιτικοί ακτιβιστές και αυτοκατανοούνται ως “αγωνιστές του Θεού”.
Τέταρτο, οι φονταμενταλιστές είναι, βέβαια, πιστοί των θρησκευτικών Γραφών, αλλά τις χρησιμοποιούν επιλεκτικά. Χωρίς να το κατανοούν αναφέρονται στο περιβάλλον του μοντέρνου, παρότι εμφανίζονται ως αντιμοντέρνοι. Στο πλαίσιο αυτό οι θρησκευτικές διδασκαλίες μεταβάλλονται σε πολιτικό πρόγραμμα.
Πέμπτο, όλες τις καθοδηγητικές θέσεις κατέχουν άνδρες. Οι γυναίκες αποτελούν εξαίρεση. Τη θέση-κλειδί κατέχει ένας “χαρισματικός” αρχηγός. Για την αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης, πρέπει να επισημανθεί ότι λέγοντας εδώ “χαρισματικός” αρχηγός ή ηγέτης, με βάση την περί εξουσίας τυπολογία του M. Weber, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι κάποιο πρόσωπο με πραγματικά ιδιαίτερα χαρίσματα, αλλά ένα πρόσωπο που προβάλλεται ως χαρισματικό με διάφορες αδιαφανείς διαδικασίες και μεθοδεύσεις, και το οποίο συνήθως ενεργεί αυταρχικά.
Έκτο, στην πραγματικότητα είναι κατά το ήμισυ ενταγμένοι στο μοντέρνο. Χρησιμοποιούν τα μοντέρνα τεχνολογικά μέσα για την πραγματοποίηση των σκοπών τους, αλλά αποποιούνται τις μοντέρνες πολιτισμικές αντιλήψεις, ιδίως την αρχή του υποκειμένου, υποστηρίζοντας τη συλλογική ευθύνη και την απόλυτη ένταξη στη συλλογικότητα. Αντιτίθενται απόλυτα στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη πολιτική δομή.
Έβδομο, ο φονταμενταλισμός βρίσκει ένα δημιουργικό πεδίο στο ανεκπλήρωτο πρόγραμμα των υποσχέσεων της πολιτισμικής νεοτερικότητας και στις δυσκολίες της εκκοσμίκευσης. Ως “εναλλακτική” πρόταση παρουσιάζει την “από-εκκοσμίκευση” ως αντίθεση προς την “απομάγευση” του κόσμου, την οποία περιέγραψε ο M. Weber ως ένα από τα χαρακτηριστικά του μοντέρνου.
Όγδοο, ο φονταμενταλισμός εμφανίζεται μέσω της πολιτικοποίησης των παγκόσμιων θρησκειών στις τοπικές κουλτούρες και τους περιφερειακούς πολιτισμούς»[11].
Το συντακτικό του θρησκευτικού φονταμενταλισμού
Βέβαια, η κατανόηση του φαινομένου του φονταμενταλισμού δεν εξαντλείται με την παρουσίαση της τυπολογίας του. Υπάρχουν, όπως άλλωστε έχουμε σημειώσει, και άλλοι παράγοντες που οδηγούν στην κατασκευή του φονταμενταλισμού και των φονταμενταλιστών. Ανάμεσα σε αυτούς εξέχουσα θέση κατέχουν οι ψυχολογικές ασθένειες και ιδίως αυτή της νευρωτικής ή παθολογικής αγωνίας.
Στο άκρως ενδιαφέρον βιβλίο του, με τίτλο Το θάρρος της Υπάρξεως, ο θεολόγος του συνόρου, Paul Tillich, περιγράφει με τρόπο εξαιρετικό τη φύση της παθολογικής αγωνίας. Εξαρχής τονίζει ότι τα χαρακτηριστικά της, σε αντίθεση με τις άλλες μορφές αγωνίας,δεν έχουν υπαρξιακή διάσταση. Γεγονός που σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν κάνει εύκολη τη σαφή διάκριση ανάμεσα στην υπαρξιακή αγωνία και την παθολογική αγωνία. Διαπίστωση που εισάγει την ανάγκη της συμβολής διάφορων επιστημών, έτσι ώστε κάτω από το φως μιας συγκροτημένης οντολογικής κατανόησης της ανθρώπινης φύσης, το υλικό που δίνεται από την ψυχολογία και την κοινωνιολογία να οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας συνεπούς και συστηματικής θεωρίας της αγωνίας.
Ας δούμε, όμως, καταρχήν, πως ο Tillich, ανατρέχοντας στον κοινό παρανομαστή όλων των σχετικών θεωριών, περιγράφει την αγωνία. «Αγωνία», λέγει, «είναι η συνειδητοποίηση άλυτων συγκρούσεων ανάμεσα στα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας, όπως λ.χ. είναι οι συγκρούσεις ανάμεσα στις ασυνείδητες ορμές και τους τύπους απωθήσεως, ανάμεσα στις διάφορες ορμές που προσπαθούν να καταλάβουν το κέντρο της προσωπικότητας, ανάμεσα σε φανταστικούς κόσμους και στην εμπειρία του πραγματικού κόσμου, ανάμεσα στις τάσεις για μεγαλωσύνη και τελειότητα και στην εμπειρία της ελαχιστότητας και της ατέλειας του ανθρώπου, ανάμεσα στην επιθυμία να γίνει κανείς δεκτός από τους άλλους ή την κοινωνία ή τον κόσμο και την εμπειρία της απόρριψης, συγκρούσεις ανάμεσα στη θέληση για ύπαρξη και στο ανυπόφορο βάρος της υπάρξεως, το οποίο προξενεί φανερή ή κρυφή επιθυμία για ανυπαρξία. Όλες τούτες οι συγκρούσεις, είτε ασυνείδητες, υποσυνείδητες ή συνειδητές, είτε απαράδεκτες ή δεκτές, κάνουν τον άνθρωπο να τις νιώθη σε αιφνίδιες ή παρατεταμένες καταστάσεις αγωνίας»[12].
Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι αρκετά από τα συμπτώματα της αγωνίας εκβάλουν στη συμπεριφορά του φονταμενταλιστή. Και τούτο διότι, πέρα από το γεγονός της διάκρισης ανάμεσα σε τύπους φονταμενταλιστών, πρέπει εξάπαντος να αποδεχτούμε και το γεγονός της ύπαρξης διαφορετικών εντάσεων φονταμενταλισμού. Άλλες από αυτές θα μπορούσαν να φωλιάζουν στη μήτρα της υπαρξιακής αγωνίας και άλλες στη μήτρα της παθολογικής αγωνίας. Και τούτο διότι, «η παθολογική αγωνία δεν είναι παρά η κατάσταση της υπαρξιακής αγωνίας, η οποία τελεί υπό ειδικούς όρους»[13]. Θα έλεγα ως εκ τούτου, ότι η παθολογική αγωνία είναι η πέραν των ορίων του επιτρεπτού ανάπτυξη συμπεριφορών που συνδέονται πλήρως με διαδικασίες φόβου. Διαδικασίες που κάνουν τον παθόντα να χάνει το θάρρος του και ως εκ τούτου αδύναμο να αναλάβει επάνω του την αγωνία του μηδενός. Άλλωστε, καθώς με σαφήνεια σημειώνει ο Tillich, «θάρρος είναι η αυτοκατάφαση “εις πείσμα”, δηλαδή εις πείσμα [της απειλής] του μηδενός»[14]. Συνεπώς, η μάχη δίνεται με το μηδέν. Το πρόσωπο διά της αγωνίας στρέφεται προς το θάρρος προκειμένου να νικήσει την απελπισία. Στο ενδιάμεσο θάρρους και απελπισίας στέκεται κατά τον Tillich η νεύρωση, η οποία αποτελεί «τρόπο αποφυγής του μη-Όντος με την αποφυγή του Όντος»[15]. Σε αυτήν την κατάσταση ανήκουν άνθρωποι από τους οποίους δεν λείπει η αυτοκατάφαση. Εξαιτίας, όμως, της αδυναμίας τους να λειτουργήσουν μια αυτοκατάφαση «σε πείσμα» της αγωνίας του μηδενός, αποκαλύπτουν εν τέλει μια αυτοκατάφαση μειωμένη, αδύναμη. Μια αυτοκατάφαση σαφώς μικρότερη από την «ουσιαστική ή δυνάμει ύπαρξη» τους, που με οδηγό τον φόβο γεννά επιθετικότητα και ένταση.
Ως εκ τούτου, «η πορεία, ανεξήγητα, αλλά όχι απρόσμενα, μοιάζει αδικαιολόγητα επική. Δημιουργεί την αίσθηση μιας “λυτρωτικής” εμμονής στην επιφάνεια των φαινομένων, χωρίς διάθεση για κατάβαση στον οικείο τόπο, στο χώρο άσκησης της αυτοσυνειδησίας, όπου κάθε αντικειμενική αντίληψη αποτελεί αμαρτία»[16]. Επικότητα και απόσυρση από τον χώρο του ρεαλισμού, συγκροτούν εκείνη την ύπαρξη που αδυνατεί να νοηματοδοτήσει το παρόν και αγωνίζεται μανιωδώς να το διαπομπεύσει. Η νευρωτική αγωνία κλείνει μέσα της στοιχεία απόδρασης∙ συγκροτείται από το υλικό της. Συνεπώς, καθώς σημειώνει ο Tillich, «η διαφορά ανάμεσα στη νευρωτική και στην υγιά (μολονότι δυνάμει νευρωτική) προσωπικότητα είναι η εξής: Η νευρωτική προσωπικότητα, με βάση τη μεγαλύτερη ευαισθησία της έναντι του μηδενός [μη-Όντος], και συνεπώς τη βαθύτερη αγωνία της, έχει καταλήξει σε μια σταθερή, μολονότι περιωρισμένη και μη ρεαλιστική αυτοκατάφαση. Θα λέγαμε πως αυτός είναι ο πύργος στον οποίο έχει αποσυρθή, και τον οποίο υπερασπίζεται με όλα τα μέσα της ψυχολογικής αντίστασης εναντίον των επιθέσεων, είτε τούτες εξαπολύονται από την πλευρά της πραγματικότητας είτε από την πλευρά του αναλυτή. Και τούτη η αντίσταση δεν είναι χωρίς κάποια ενστικτώδη σοφία. Ο νευρωτικός συνειδητοποιεί τον κίνδυνο από την κατάσταση, κατά την οποία η μη ρεαλιστική αυτοκατάφαση καταρρέει και δεν παίρνει τη θέση της καμμιά ρεαλιστική αυτοκατάφαση. Ο κίνδυνος έγκειται είτε στο ότι θα πέση πίσω σε μια άλλη καλύτερα αμυνόμενη νεύρωση, είτε στο ότι με την κατάρρευση της περιωρισμένης αυτοκατάφασης θα περιπέση σε μια απεριόριστη απελπισία»[17].
Και αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη διαφορά του μέσου ανθρώπου, του υποψιασμένου ανθρώπου, ο οποίος, όμως, δεν περνά στη γη της καχυποψίας, η οποία αποτελεί χώρο αποκλειστικό του νευρωτικού. Μιας καχυποψίας υπεύθυνης τόσο για την κατασκευή κόσμων φανταστικών, όσο και για την περιθωριοποίηση της ύπαρξης, η οποία αδυνατεί να υπάρξει σε ενότητα. «Ο νευρωτικός», σημειώνει ο Tillich, «είναι άρρωστος και χρειάζεται θεραπεία, εξαιτίας της σύγκρουσής του με την πραγματικότητα. Σε τούτη τη σύγκρουση τραυματίζεται από την πραγματικότητα, η οποία εισδύει στον αμυντήριο πύργο του και στον φανταστικό κόσμο του. Η περιωρισμένη και αμετακίνητη αυτοκατάφασή του τον προφυλάσσει από μία αβάσταχτη επίθεση της αγωνίας, αλλά ταυτοχρόνως τον καταστρέφει με το να στρέφη αυτόν εναντίον αυτού, και με το να δημιουργή μια άλλη αβάσταχτη επίθεση της αγωνίας. Η παθολογική αγωνία, παρά τις δημιουργικές της δυνατότητες, είναι αρρώστια και κίνδυνος και πρέπει να θεραπευθή με την αναγωγή της στο θάρρος του υπάρχειν, το οποίο είναι εκτατικό, αλλά και εντατικό»[18].
Η μανική σύγκρουση με την πραγματικότητα υποδηλώνει, βέβαια, πέρα από την έλλειψη αυτοκατάφασης και την παντελή έλλειψη αυτοσυνειδησίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τούτες οι δύο πραγματικότητες συμπορεύονται. Η απουσία της μιας αποκαλύπτει και την απουσία της άλλης. Η αδυναμία αυτοκατάφασης δηλώνει την απουσία αυτοσυνειδησίας[19]. Γεγονός που δεν επιτρέπει στην ύπαρξη το διάλογό της με την αλλαγή και αποκλείει ως εκ τούτου και οποιαδήποτε προσπάθεια λειτουργικής προσαρμογής στις ανάγκες του σώματος του καιρού. Σε αυτήν την περίπτωση ακόμη και «η αυτοκατάφαση του μέσου ανθρώπου γίνεται νευρωτική», καθώς απειλείται ακόμη και εκείνο «το αποσπασματικό θάρρος, με το οποίο κατανίκησε τα συνήθη αντικείμενα του φόβου»[20]. Βρισκόμαστε έτσι και κάτω από αυτές τις διαδικασίες, ενώπιον της μετατροπής μιας φυσιολογικής αυτοκατάφασης σε νευρωτική. Μιας μετατροπής η οποία εμφανίζεται συνήθως στη διάρκεια των κρίσιμων περιόδων της ιστορίας, κατά τις οποίες γεμίζουν οι πλατείες με όλων των λογιών κήρυκες και προφήτες της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου. Περίοδοι, που χαρακτηρίζονται από πολλές και γρήγορες αλλαγές, τις οποίες αδυνατεί ο άνθρωπος να ελέγξει και συνεπώς να κατανοήσει. Γεγονός που μετατρέπει «τον μέσο άνθρωπο» σε «φανατικό υπερασπιστή της κατεστημένης τάξης. Την υπερασπίζεται τόσο έντονα όσο και ο νευρωτικός υπερασπίζεται τον πύργο του φανταστικού κόσμου. Χάνει τη σχετική ανοικτότητά του προς την πραγματικότητα και εμβιώνει ένα άγνωστο μέχρι τώρα βάθος αγωνίας. Αν, όμως, δεν κατορθώση να αφομοιώση τούτη την αγωνία με την αυτοκατάφασή του, τότε η αγωνία του αυτή μετατρέπεται σε νεύρωση. Έτσι ερμηνεύονται οι νευρώσεις των μαζών, που συνήθως εμφανίζονται κατά το τέλος μιας εποχής […] Σ’ αυτές τις περιόδους, η υπαρξιακή αγωνία ανακατεύεται με τη νευρωτική αγωνία σε τέτοιο βαθμό, που οι ιστορικοί και οι αναλυτές αδυνατούν να σύρουν ακριβή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Πότε, λ.χ. η αγωνία της καταδίκης, η οποία υποστατώνει τον ασκητισμό, γίνεται παθολογική; Η αγωνία περί το δαιμονικό είναι πάντοτε νευρωτική ή ακόμη και ψυχωτική;»[21].

Η εποχή της μεγάλης καχυποψίας
Κυρίες και κύριοι, η εποχή που περιγράφει ο Paul Tillich είναι η σημερινή ή για να είμαι ακριβής είναι και η σημερινή. Ζούμε την εποχή, ζούμε στην εποχή, των αλγόριθμων και των μηχανών, του υπερανθρωπισμού και του μετανθρωπισμού, την εποχή του AI, που χαρακτηρίζεται από το υψηλό ρίσκο[22], την ανασφάλεια, αλλά μαζί και τη διάθεση τονισμού των ελευθεριών[23]. Ζούμε την εποχή της μεγάλης καχυποψίας.
Πριν από εννέα χρόνια, στις 8 Ιουλίου του 2016, είχα την τιμή να μιλήσω από αυτό το βήμα, ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και των Μητροπολιτών της Θράκης, στην πρώτη Πανθρακική Ιερατική Σύναξη. Στην ομιλία μου, με τίτλο: Ερχόμαστε από την τολμηρή πλευρά της ιστορίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο καινούριος κόσμος[24], σημείωνα τα εξής: «Ζούμε σε ένα κόσμο που φλέγεται. Δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Της Ορθοδοξίας δεν της πρέπει μια τέτοια στάση. Δεν της πρέπει μια τέτοια έκπτωση.
Η ίδρυση, η ιστορική ίδρυση της Εκκλησίας, σχετίστηκε με τον ευαγγελισμό του καινούργιου. Ο Χριστός ήταν το απόλυτα καινούργιο. Ένας καινούργιος κόσμος από Ανατολή σε Δύση και από Βορρά σε Νότο. Η αρχή μιας άλλης κίνησης, μιας στάσιμης κίνησης και μιας αεικίνητης στάσης, καθώς θα έλεγε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, και μαζί το τέλος αυτής της κίνησης, το κάλλος το άγιον, το “τελικό” αίτιο, στο οποίο επιστρέφει κάθε αγαθή δημιουργία, προκειμένου να χαθεί μέσα στην απεραντοσύνη της ενότητας[25].
Βέβαια, η ενότητα, είναι μια διαδικασία συνεχούς μαθητείας, συνεχούς κατάδυσης, στους κραταιούς “θανάτους” που επιβάλλει η αγάπη[26]. Μια πορεία αιμάτινη, που παλεύει να νικήσει τις οποιεσδήποτε φοβίες γεννά η συνήθεια και η ανέξοδη παραμονή σε “κεκτημένα” και δάφνες του παρελθόντος. Μια συνήθεια και μια ειδωλολατρική παραμονή, που αδυνατούν να δουν την αλήθεια που ευαγγελίζεται ο εκάστοτε καιρός∙ ο καιρός του ποιήσαι. Την αλήθεια ενός σώματος ζώντος, που συνεχώς αυξάνει και ταξιδεύει στη συνάντησή του με την προσδοκία των εσχάτων. Γι αυτό και έχει δίκιο ο ποιητής όταν λέγει, πως: “Μ’ αν είναι για χάρη της ομόνοιας να πνίγεται πάντοτε η αλήθεια […] μια τέτοια ενότητα καλύτερα να συντριβεί”[27].
Και τα λέγω τούτα, διότι η εικόνα που σήμερα διαμορφώνεται στη δημόσια πλατεία για την Εκκλησία δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Μια εικόνα, για την οποία δεν ευθύνονται πάντα οι εκτός των τειχών∙ αυτοί που συχνά και με απίστευτη ευκολία ονομάζονται “εχθροί” της Εκκλησίας. Αυτό, βέβαια, δεν αφαιρεί τις ευθύνες από τους πονηρούς της ιστορίας, οι οποίοι παραμονεύουν πάντα την Εκκλησία. Ξέρουμε, όμως, πως τα κάστρα πέφτουν από μέσα, από τους αλλοτριωμένους φρουρούς τους, από τους υπερασπιστές μιας τσαλακωμένης ή και ανύπαρκτης ιδεολογίας, τους μαχητές μιας χυδαίας ιδιοτέλειας, που μάχεται μετά μανίας την προφητεία. Εκείνη δηλαδή τη φλόγα η οποία με οδηγό την κριτική της διάθεση δεν διστάζει να κάψει βεβαιότητες και ασφάλειες που οδηγούν σε καθεστωτική νοοτροπία και στάση. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος όταν μιλάει, δεν μιλάει για τους εκτός, αλλά για τις αμαρτάδες των εντός, τις αμαρτάδες των μελών της κοινότητας. Συνεπώς, η επίρριψη όλων των κακών στις πλάτες των “εχθρών” της Εκκλησίας θα ήταν μια εύκολη, αλλά μαζί και υποκριτική λύση. Μια λύση, η οποία θα έσωζε μια ψευδή ενότητα, αλλά θα ακινητοποιούσε το πλοίο της Εκκλησίας στο λιμάνι της απόλυτης εσωστρέφειας.
Φονταμενταλισμοί άγριοι, ρητορική μίσους και αναξιοπρέπειας, κυνήγι μαγισσών, μαχαιρώματα αδελφών, απόδοση προθέσεων, μανικός εξευτελισμός προσώπων και αγώνων μιας ζωής, διαπόμπευση της διαφορετικότητας, συνωμοσιολογίες και απόλυτη ιδιωτικοποίηση και ως εκ τούτου στραγγαλισμός της ορθοδοξίας, αποτελούν σήμερα λίγα από εκείνα τα φερτά υλικά που φτιάχνουν το σκοινί που κρατά το πλοίο της Εκκλησίας δεμένο στο λιμάνι της παρακμής και της σταδιακής νέκρωσης.
Ίσως αυτές μου οι παρατηρήσεις να φαίνονται σκληρές, ίσως και απόλυτες, πολύ πιθανόν και άδικες. Έχω την αίσθηση, όμως, και οφείλω με ειλικρίνεια να το ομολογήσω, πως μοιάζει σήμερα η Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, να περνά τη δυσκολότερη φάση της νεότερης ιστορίας της. Μια πραγματικότητα, η οποία αναγκάζει πολλούς να παίρνουν το δρόμο της απολογητικής, προκειμένου να σώσουν ό, τι σώζεται, άλλους να υιοθετούν μια επιθετική πρακτική, ελπίζοντας στην άτακτη υποχώρηση του κακού και κάποιους, τέλος, αποκαρδιωμένους, να επιλέγουν την εύκαιρη παραμονή τους στο μυστήριο της σιωπής∙ αυτής της πραγματικότητας που κάποτε είναι χρυσός.
Βεβαίως, κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Και αυτά δεν είναι λίγα, ίσως να είναι και τα περισσότερα. Είμαι πεπεισμένος πως είναι τα περισσότερα. Μάλιστα, πολλές φορές μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις για την αποκάλυψη μιας άλλης Εκκλησίας, φιλάνθρωπης και ανοικτής, βουτηγμένης στην αγάπη της θυσίας του Σταυρού και της Ανάστασης, μιας Εκκλησίας για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όμως, η δύναμη και η ένταση του κακού είναι τέτοια που διεκδικεί, και πολλές φορές πετυχαίνει, την άχρι καιρού περιθωριοποίηση της πραγματικής παρουσίας. Γι’ αυτό και είναι πλέον, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αναγκαία η εντατικοποίηση της προσπάθειας. Να βρεθεί εκείνος ο τρόπος εξόδου της Εκκλησίας προς τον άλλον, το άλλο, το διαφορετικό. Την έξοδο στην κοινωνία, στον πολιτισμό, προκειμένου να επιτευχθεί η επέκταση του σώματος, ο ολοκληρωτικός ανακαινισμός του. Άλλωστε, καθώς σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης, “Οι ανανεώσεις έτσι γίνονται, με μια ζωή εντατικότερη, με μια ευκολότερη και ταχύτερη κυκλοφορία του αίματος, οι ζωντανοί οργανισμοί αφομοιώνουν και αυξάνουν, οι άρρωστοι οργανισμοί βγάζουν αποστήματα και δηλητηριάζονται. Είναι νόμος φυσικός. Το λιοντάρι, έλεγε ο Παύλος Valéry, είναι καμωμένο από αφομοιωμένο πρόβατο”. Έχω την αίσθηση, λοιπόν,», σημείωνα τότε, «πως τώρα είναι ο καιρός του ποιήσαι».
Ο καιρός του ποιήσαι
Τούτο το ποιήσαι, σήμερα, ύστερα από τα ανοιχτά τραύματα που άφησε η πανδημία, την εμπειρία που μας έδωσε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του Κολυμπαρίου -που κατέστησε δυνατή η αμετακίνητη αγάπη του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου- και όσα ακολούθησαν με το τέλος της, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ. Σήμερα που ο κόσμος βιώνει έναν ιδιότυπο πολιτικό και θρησκευτικό φασισμό από Ανατολή σε Δύση και από Βορρά σε Νότο, το ποιήσαι αποτελεί αίτημα ευθύνης και επιταγή αγάπης που όσο κι αν βάλλεται από κάποιους, αποκαλύπτει την καρδιά της Καινής Διαθήκης.
Φέτος, λοιπόν, που η εκκλησία γιορτάζει τα 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, οφείλουμε να αντλήσουμε από το φως της και να λειτουργήσουμε αναλογικά με το γενναίο πνεύμα της, που καθόλου δεν φοβήθηκε να αντιπαρατεθεί με τη στείρα παραδοσιαρχία[28] της αίρεσης -προάγγελο ή εξ αίματος συγγενή του σημερινού θρησκευτικού φονταμενταλισμού-, που εγκαλούσε τον μέγα Αθανάσιο επί νεωτερισμώ και αντιβιβλικότητα, διότι εισήγαγε στο σύμβολο της πίστεως τον αντιβιβλικό όρο «ομοούσιον»[29].
Σεβασμιώτατε,
Φίλες και φίλοι,
«Ο θρησκευτικός φανατισμός και ο φονταμενταλισμός», έλεγε σε συνέντευξή του στο περιοδικό Σχεδία, τον Ιανουάριο του 2018, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, «απομακρύνουν τους ανθρώπους από τον Θεό. Εάν, μάλιστα, ανεχτούμε κι εμείς οι Ορθόδοξοι τη δημιουργία τέτοιων φαινομένων στις ενορίες και στις κατά τόπους Μητροπόλεις, τότε να ξέρετε ότι τα παιδιά μας στο μέλλον δεν θα μπορούν να βρουν και να συναντήσουν βιωματικά τον Θεό της ειρήνης»[30]. Και λίγο αργότερα στις 18 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, στην Ομιλία του στη Διεθνή Διάσκεψη που διοργάνωσε στη Βιέννη, το «Διεθνές Κέντρο για τον Διαθρησκειακό και Διαπολιτισμικό Διάλογο – KAICIID», σημείωνε: «Ο φονταμενταλισμός σίγουρα δεν ανήκει στην ουσία της θρησκείας, αλλά μάλλον “αποτελεί έκφραση νοσηρής θρησκευτικότητας” όπως σημειώνεται και στην Εγκύκλιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας»[31].
Δεν χωρά αμφιβολία, πως οι παρατηρήσεις του Παναγιωτάτου, κραυγή αγωνίας που γεννά η ευθύνη, αποκαλύπτουν, εδώ και τώρα, πως έχουμε βαθιά ανάγκη από μια μετατόπιση του βλέμματος. Διότι, όπως λέγει ο ποιητής, «Εδώ το μάτι, εκεί το θέαμα»[32]. Έχουμε ανάγκη από ειλικρίνεια, διάθεση συνάντησης και καταλλαγής, επιθυμία υπέρβασης της κλειστότητας και κατάθεσης του εαυτού, προσωπικού και συλλογικού, στο ευαγγελικό πνεύμα, που αποτελεί τον χώρο εντός του οποίου υπερβαίνεται η αμαρτία του φονταμενταλισμού. Ένα ευαγγελικό πνεύμα που συμποσώνεται στη λειτουργική προσευχή «ίνα ώσιν εν», που στήνει ανένδοτο απέναντι στη βαθιά αμαρτία της διαίρεσης, η οποία ριζώνει, καταπώς λέγει ο άγιος του καιρού μας, ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, στην «αγωνία» και το «άγχος» θρησκευτικών ανθρώπων καθοδηγούμενων από τη σατανική ενέργεια. Γράφει σχετικά και μαζί αποκαλυπτικά: «Ο απώτερος σκοπός της θρησκείας μας είναι το “ίνα ώσιν εν”. Εκεί ολοκληρώνεται το έργο του Χριστού […] Για πολλούς, όμως, η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μία αγωνία κι ένα άγχος. Γι’ αυτό πολλούς απ’ τους “θρήσκους” τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Κι έτσι είναι πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν τη ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστια και μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, που ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, γίνεται άβουλος και ανίσχυρος, έχει αγωνία κι άγχος και φέρεται υπό του κακού πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι όλη αυτή η ταπείνωση είναι μια σατανική ενέργεια». Και λίγο παρακάτω, παρατηρεί: «Ποιο είναι το πιο καλό; Να είσαι πράος, ταπεινός, ήσυχος, να έχεις μέσα σου αγάπη ή να είσαι νευρικός, στενόχωρος, να διαπληκτίζεσαι με τους πάντες;. Ασφαλώς το ανώτερο είναι η αγάπη. Η θρησκεία μας έχει όλ’ αυτά τα καλά και είναι αλήθεια. Όμως πολλοί πάνε σε κάτι άλλο. Όσοι αρνούνται αυτή την αλήθεια, είναι άρρωστοι ψυχικά […]Και στις αιρέσεις πάνε όλοι οι μπερδεμένοι […] Όμως όλοι αυτοί οι μπερδεμένοι και απροσάρμοστοι έχουν ένα σθένος και μία επιμονή και κατορθώνουν πολλά πράγματα. Υποτάσσουν τους νορμάλ και τους ήσυχους ανθρώπους, διότι επηρεάζουν κι άλλους όμοιους τους και υπερτερούν και στον κόσμο, γιατί αυτοί είναι πιο πολλοί και βρίσκουν οπαδούς. Υπάρχουν κι άλλοι, που, ενώ δεν αρνούνται την αλήθεια, είναι μπερδεμένοι και άρρωστοι ψυχικά […] Το ουσιαστικότερο είναι να φεύγεις απ’ τον τύπο και να πηγαίνεις στην ουσία. Ό,τι γίνεται, να γίνεται από αγάπη»[33].
Και εάν εδώ ο άγιος αναφέρεται στα του οίκου, στο κεφάλαιο για την ιεραποστολή, σημειώνει νέτα σκέτα, τα εξής: «Να είμαστε ζηλωταί. Ζηλωτής είναι εκείνος που αγαπάει ολόψυχα τον Χριστό και στο όνομά Του διακονεί τον άνθρωπο. Αγάπη στον Θεό και στους ανθρώπους· αυτό είναι ζευγάρι, δεν χωρίζει. Πάθος, πόθος, δάκρυα, με κατάνυξη, όχι σκόπιμα. Όλα από καρδιά! Ο φανατισμός δεν έχει σχέση με τον Χριστό. Να είσαι χριστιανός αληθινός. Τότε κανένα δεν θα παρεξηγείς, αλλά “η αγάπη σου πάντα θα στέγει”. Και στον αλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδή να τον τιμάεις άσχετα με την θρησκεία του με έναν ευγενικό τρόπο. Μπορείς να περιποιηθείς έναν oθωμανό, όταν έχει ανάγκη, να του μιλήσεις, ν’ αναστραφείς μαζί του. Να υπάρχει σεβασμός της ελευθερίας του άλλου. Όπως ο Χριστός «ίσταται επί την θύραν και κρούει», χωρίς να την παραβιάζει, αλλά περιμένει την ψυχή μόνη της κι ελεύθερα να Τον δεχθεί, έτσι κι εμείς να στεκόμαστε στην κάθε ψυχή»[34].
Φίλες και φίλοι,
Είναι πρόδηλο, πως έχουμε ανάγκη από ένα «ανανεωμένο μαζί», που θα φωτίζεται από την ευαισθησία της αγιότητας, την κατάφαση στο μυστήριο της συνοδικότητας και την προοπτική των εσχάτων.
[1] Α Ιω 4, 18.
[2] Μτ 28, 1-10.
[3]Κανονισμός συστάσεως και λειτουργίας του Εκκλησιαστικού Ιδρύματος υπό την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΥ» της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, ΦΕΚ Β΄2108/07-04-2024.
[4] Για τη διάκριση ανάμεσα στους όρους modernity και modernism και όσα αυτή συνεπάγεται, βλ. στο Β. Μακρίδης, Fundamentalismus: Προβλήματα ελληνικής απόδοσης του όρου, ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, Τόμος Δ’, τεύχος 14 (Ιούνιος 1994), σ. 92: «Παραδείγματος χάριν, αν χαρακτηρισθούν οι fundamentalists απλά σαν φανατικοί, υπάρχει κίνδυνος να τους θεωρήσει κανείς σαν οπισθοδρομικούς και άλογους αρνητές της προόδου. Εν τούτοις αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Οι fundamentalists δεν είναι αρνητές της προόδου και της μοντέρνας τεχνολογίας, την οποία χρησιμοποιούν πολλές φορές σε εκπληκτικό βαθμό, όπως π.χ. στα πλαίσια της «ηλεκτρονικής εκκλησίας» στις ΗΠΑ. Λυτό που αρνούνται οι funtamentallsts είναι το πνεύμα του μοντερνισμού, το οποίο θέτει σε αμφισβήτηση απόλυτες αξίες και αρχές, σχετικοποιεί θρησκείες και ιδεολογίες και απωθεί τη θρησκεία από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα. Ο Lawrence (1989:1-3) κάνει στο σημείο αυτό μια σημαντική διάκριση μεταξύ των όρων modernity και modernism- οι fundamentalists αρνούνται μόνο τον δεύτερο».
[5] N. V. Lentfer, A History of the World’s Christian Fundamentals Association (1919-1952), [διδακτορική διατριβή], Bob Jones University, Greenville 2009.
[6] Ι. Πέτρου, Το φαινόμενο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 104-105. Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, Η ηθική υπέρβαση του φονταμενταλισμού, Σύναξη 56 (1995), σ. 67.
[7] Ι. Πέτρου, Το φαινόμενο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, σ. 106.
[8] Για μια ευρύτερη του θρησκευτικού περιβάλλοντος χρήση του όρου, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ενός σχεδόν παγκόσμιου γεωγραφικού χάρτη, βλ. ειδικά, R.S. Appleby, Fundamentalism. Genus and Species, Fundamentalismus als ökumenische Herausforderung, Volume Editor: Jennifer Wasmuth, εκδ. Brill, 2021, σ. 3-14 και γενικότερα το σύνολο των μελετών του συγκεκριμένου τόμου.
[9] Δ. Σαββόπουλος, Οι παλιοί μας φίλοι, Φορτηγό, Lyra 1966.
[10] Α. Γκίντενς, Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πως επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας, μετάφραση Κ. Γεώρμας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σ. 92.
[11] Ι. Πέτρου, Το φαινόμενο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, σ. 113-114.
[12] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Χ. Μαλεβίτση, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 1976, σ. 79-80.
[13] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 80.
[14] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 80.
[15] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 81.
[16] Χ.Α. Σταμούλη, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη2004, σ. 7.
[17] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 82-83.
[18] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 83.
[19] Είναι σαφές, πως η ισχυρή αυτοσυνειδησία επιτρέπει και την οντολογική ευρυχωρία του ανθρώπου. Γράφει, σχετικά, ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Επιθυμώ μόνο κλείνοντας το θέμα αυτό να πω παρενθετικά ότι πολύ θα ήθελα (και γι’ αυτό προσεύχομαι στον Θεό) εσείς να μην πλανηθείτε με όλα αυτά, αλλά να πιστεύετε ακράδαντα με την καρδιά και με το νου ότι υπάρχει πάνω στη γη εκείνη η Μία, Μοναδική και Αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος. Η Εκκλησία αυτή διατηρεί αλώβητη και ακέραιη τη διδασκαλία του Χριστού (και όχι ξεχωριστά μέλη της), κατέχει το πλήρωμα της γνώσεως και της χάριτος και είναι αλάθητη. Εκείνο που για μερικούς δεν φαίνεται να είναι πλήρης διδασκαλία, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά δυνατότητα για επιστημονική επεξεργασία που προσφέρει ο απεριόριστος και ανεξάντλητος πλούτος της. Αυτό όμως δεν συγκρούεται καθόλου με ό,τι είπαμε παραπάνω για την κατοχή του πληρώματος της γνώσεως. Η διδασκαλία της Εκκλησίας, που έλαβε την τελική της μορφή από τις Οικουμενικές Συνόδους, δεν επιδέχεται καμιά αλλαγή. Όλη η μετέπειτα επιστημονική εργασία πρέπει απαραίτητα να συμφωνεί με ό,τι ήδη δόθηκε στη θεία αποκάλυψη και διατυπώθηκε στη διδαχή των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας. Το ίδιο ισχύει και για τη χάρη. Το πλήρωμα της χάριτος μπορεί να κατέχει μόνο η μία και μοναδική Εκκλησία. Όλες όμως οι άλλες εκκλησίες διαθέτουν χάρη εξαιτίας της πίστεως στον Χριστό, όχι όμως στην πληρότητα», Αγώνας Θεογνωσίας. Η αλληλογραφία τους γέροντος Σωφρονίου με τον Δ. Μπάλφουρ, εκδ. Ιεράς Σταυροπηγιακής και Πατριαρχικής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 161-162.
[20] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 83-84.
[21] Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 84.
[22] Βλ. ενδεικτικά, K. Rasborg, Ulrich Beck: Theorising World Risk Society and Cosmopolitanism, εκδ. Palgrave Macmillan, New York 2021.
[23] Βλ. Ι. Πέτρου, Κοινωνιολογία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 186,195. Πρβλ. Χ.Α.Σταμούλης, Mind the Gap. Κείμενα για μια θεολογία στο ύψος της αγάπης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2025, σ. 25-53.
[24] Χ.Α.Σταμούλης, Φάγαμε ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2020, σ. 17-29.
[25] Βλ. Περί Θείων Ονομάτων 4, 7, PG 3, 704 Α.
[26] Άσμ. 8,6-7: «Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου, ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου∙ ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως άδης ζήλος∙ περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός, φλόγες αυτής∙ ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην».
[27] Τ. Πατρίκιος, Μαθητεία Ξανά, εκδ. «Διάττων», Αθήνα 1991, σ. 93.
[28]Για τη σχέση της παραδοσιαρχίας, αλλά και του φανατισμού, του ριζοσπαστισμού, του ζηλωτισμού και του αρχεγονισμού, με τον φονταμενταλισμό βλ. τις πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του Β. Μακρίδη, Fundamentalismus: Προβλήματα ελληνικής απόδοσης του όρου, ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, σ. 83-103.
[29] Αντίστοιχο είναι και το παράδειγμα του Νεστορίου, ο οποίος αρνιόταν την απόδοση του τίτλου Θεοτόκος στην Παρθένο Μαρία, που εισήγαγε με τέτοια ένταση στα θεολογικά γράμματα και ως εκ τούτου και στη θεολογία ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, διότι τον θεωρούσε αντιβιβλικό και αντισυνοδικό. Βλ. σχετικά, Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλης, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, σ. 159 εξ. Πρβλ. Χ.Α.Σταμούλης, Φάγαμε ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, σ. 182.
[30] https://www.shedia.gr/news/2017/dec/18/o-oikoymenikos-patriarxhs-apokleistika-sto-periodi/ (ανάκτηση 10/06/2025).
[31] «It is our deep conviction that the contribution of religion is crucial to overcoming the worldwide crisis, given that religion is a great spiritual power deeply rooted in the human soul, affecting human minds and hearts, and granting spiritual orientation — a power that fosters, preserves and promotes high values, wisdom and peace. All of these qualities risk becoming lost through the increase of secularism, atheism and materialism, and also through the outburst of religious fundamentalism and violence in the name of God, which is the negation of the essence of authentic religious belief, and a dehumanizing principle. Fundamentalism definitely does not belong to the essence of religion, but rather “constitutes an expression of morbid religiosity” (Encyclical of the Holy and Great Council of the Orthodox Church, par. 17)», His All Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew, Speech at the official Opening Ceremony of KAICIID, Promoting Peaceful Coexistence and Common Citizenship (Proceedings from the 2018 International Conference), Tudor Rose, Leicester 2018, σ. 15.
[32] Γ. Θέμελης, De rerum natura, Το πρόσωπο και το είδωλο, Ποιήματα I, Επιλογή: Ελένη Θέμελη-Κιτσοπούλου, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 116.
[33] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, εκδ. Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 210-212.
[34] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, σ. 394.