Με λαμπρότητα και την δέουσα εκκλησιαστική τάξη τελέστηκαν τα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της ιστορικής και μεγαλωνύμου ενορίας της Αμβέρσης, το Σάββατο 31 Μαΐου 2025.
Μετά τα απαραίτητα ανακαινιστικά και εξωραϊστικά έργα των τελευταίων ετών τελέστηκαν τα πρώτα εγκαίνια Ναού της ενορίας από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βελγίου και Έξαρχο Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου κ. Αθηναγόρα, συμπαραστατούμενο από τον Θεοφ. Επίσκοπο του Πατριαρχείου Γεωργίας κ. Δοσιθέου, ιερείς και διακόνους της Μητροπόλεως.
Συμπροσευχόμενοι παρίσταντο κατά την τελετή των εγκαινίων ο Καθηγούμενος της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίας Τριάδος Σπαρμού Ολύμπου και Πνευματικός της Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας Λυδία, Αρχιμανδρίτης κ. Νικάνωρ Παπανικολάου, ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Γεώργιος Valcu, ιερεατικώς προϊστάμενος της εν Αμβέρση ενορίας του Πατριαρχείου Ρουμανίας, κληρικοί της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου, οι Άρχοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Δρ. Κωνσταντίνος Βαμβακάς και κ. Γεώργιος Κρητικός, καθώς και πλήθος κόσμου.
Το αναλόγιο κατά τις εορτές των εγκαινίων λάμπρυναν ο μουσικολογιώτατος χοράρχης του βυζαντινού χορού “Τρόπος” κ. Κωνσταντίνος Αγγελίδης με την συνοδεία μελών της χορωδίας, μεταξύ των οποίων και ο τακτικός ιεροψάλτης του Ναού.
Αφ’ εσπέρας πραγματοποιήθηκε η υποδοχή τεμαχίων ιερών λειψάνων του αγίου ιερομαρτύρου Κυρίλλου Λουκάρεως, των Αγίων Θεοδώρων και των εν Σαμοθράκη Αγίων Πέντε νεομαρτύρων, τα οποία κατά τα Εγκαίνια κατετέθησαν στην Αγία Τράπεζα, και στην συνέχεια ο Μέγας Εσπερινός.
Κατά το πέρας των Εγκαινίων και της πρώτης Θείας Λειτουργίας αντηλλάγησαν οι προσήκουσες προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις μεταξύ του Μητροπολίτου Αθηναγόρου και του ιερατικώς προϊσταμένου της Ενορίας Αρχιμανδρίτου κ. Φιλαδέλφου Καφαλή, Πρωτοσυγκέλλου, ενώ ακολούθησε ελληνικό πανηγύρι σε πάρκο έναντι του Ναού.
Ιστορία της Ενορίας
Η ενορία της Αμβέρσης ιδρύθηκε στις αρχές του έτους 1900, επί Πατριαρχίας Κωνσταντίνου του Ε΄, από ευσεβή πόθο των παροικούντων στην πόλη τότε ναυτικών και εμπόρων, οι οποίοι λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν ιδρύσει την ελληνική κοινότητας Αμβέρσης.
Πριν την ίδρυση των εν Ευρώπη Ιερών Μητροπόλεων, η Μήτηρ Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ευλόγησε την πρωτοβουλία και απέστειλε από την Πόλη τον Αρχιμανδρίτη Γεννάδιο Θέμελη, τον Καλύμνιο, ο οποίος συνέστησε την ενορία και μερίμνησε για την αγορά του πρώτου κτιριακού συγκροτήματος, του πρώτου Ναού.
Μετά από την ίδρυση και την πάροδο 18 ετών λειτουργικής ζωής της ενορίας, τον Αρχιμανδρίτη Γεννάδιο διαδέχτηκε ο γεννημένος στην Τιφλίδα, Ελληνικής καταγωγής, Αγιοταφίτης Αρχιμανδρίτης Πατρίκιος Κωνσταντινίδης, ο οποίος διακόνησε για 35 έτη, προικίζοντας την ενορία με ιερά σκεύη και κειμήλια, ανεγείροντας τον δεύτερο κατά σειρά Ναό στην θέση του πρώτου, ο οποίος είχε περιέλθει σε κακή κατάσταση.
Στην συνέχεια διακόνησαν διαδοχικά οι Αρχιμανδρίτες Αιμιλιανός Τιμιάδης (μετέπειτα Μητροπολίτης Σηλυβρίας) και Σεραφείμ Πάτσιος και οι Πρωτοπρεσβύτεροι Γεώργιος Κριτσέπης και Άγγελος Καμαλίδης.
Οι τρεις πρώτοι πατέρες πέραν της ενορίας της Αμβέρσης διακονούσαν τις λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες των Βρυξελλών και άλλων περιοχών της Μπενελούξ, γεγονός που καθιστά την ενορία της Αμβέρσης πέραν από την πρώτη οργανωμένη ενορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί Βελγικού εδάφους, απαρχή την ορθόδοξης παρουσίας στις τρεις χώρες της σημερινής Ιεράς Μητροπόλεως.
Με την αναβάθμιση της περιοχής στην οποία βρίσκονταν και βρίσκεται το κτιριακό συγκρότημα της ενορίας, ο δεύτερος Ναός κατεδαφίστηκε για να δημιουργηθεί το σημερινό οικοδομικό τετράγωνο, εντός του οποίου στεγάζεται ο σημερινός τρίτος Ναός από του έτους 2009.