«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν» (Ἰω. 1, 14)
Ἡ συµπλήρωση 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴ σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου στρέφει τὴν προσοχή µας στὸν Δ´ αἰῶνα µ.Χ., ὅταν τὸ ἔτος 325 ἔλαβε χώρα ἕνα σηµαντικὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, θεµελιῶδες γιὰ τὴν καταγραφὴ τῆς ὀρθῆς πίστης µας σχετικὰ µὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔξοδος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς κατακόµβες καὶ τὸ τέλος τῶν διωγµῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν δὲν ὑπῆρξε µιὰ λιγότερο ὀδυνηρὴ περίοδος. Ἦταν ἡ περίοδος ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ δώσει σὲ διαφορετικὲς πλέον συνθῆκες τὸν ἀγῶνα της γιὰ τὴν ὕπαρξή της, γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς διδασκαλίας της καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας, τῆς ὁποίας ἦταν φορέας. Παράλληλα µὲ τὴ λαµπρὴ καὶ θριαµβευτικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τὴ γρήγορη καὶ ἀποτελεσµατικὴ ἐξάπλωση τοῦ σωτηρίου λόγου της ποὺ ὡς “βολὴ ἡλίου” ἄρχισε νὰ σκεπάζει σύµπασα τὴν Οἰκουµένην (Εὐσέβιος Καισαρείας, PG 20, 141B), ἐµφιλοχωρεῖ τὸ ἐσωτερικὸ ρῆγµα τῶν φθοροποιῶν δυνάµεων τῆς αἵρεσης καὶ τῆς κακοδοξίας. Εἶναι ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν καθολικότητα τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστης.
Τὸ ἐρώτηµα ποὺ τέθηκε τότε πολὺ ἔντονα εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ ἀκόµα καὶ σήµερα τίθεται ἀπὸ πολλούς: Τί ἦταν καὶ τί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Εἶναι Θεός, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καὶ Θεάνθρωπος, εἶναι ἕνας προφήτης, ὅπως διατείνεται τὸ Ἰσλάµ, εἶναι ἕνας φωτισµένος ἄνθρωπος, ἕνας πολιτικὸς ἐπαναστάτης, ἤ ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅπως στὴν πορεία τῆς ἱστορίας ὑποστήριξαν κάποιοι;
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ´ αἰώνα ἐµφανίστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας κληρικός, ὁ Ἄρειος, ὁ ὁποῖος µὲ τὴ διδασκαλία του ἀντιτέθηκε σ᾽ αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, σ᾽ αὐτὸ ποὺ πίστευαν καὶ κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, σ᾽ αὐτὸ ποὺ πίστευαν οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁµολογητὲς καὶ οἱ ἀπολογητές, σ᾽ αὐτὸ ποὺ πίστευαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία κήρυττε καὶ κηρύττει τὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς σάρκωσης τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὡς θεάνθρωπος ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Ὁ Ἄρειος ἔλεγε, ὅτι ὁ Λόγος δὲν ἦταν Θεὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κτίσµα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς δηµιούργησε κάποτε µέσα στὸ χρόνο («ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»), ἦταν ὅµως τὸ τελειότερο δηµιούργηµα ποὺ προέκοψε ἠθικὰ γιὰ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Ὁ δὲ Χριστὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ὅµως δὲν εἶχε ἀνθρώπινη ψυχή, ἀλλὰ τὴ θέση τῆς ψυχῆς του κατέλαβε µετὰ τὴ γέννησή του ὁ κτιστὸς Λόγος, ὅπως ἐκεῖνος τὸν ἐννοοῦσε καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου µόνο κτιστὴ Χάρις καὶ ἐνέργεια θὰ µποροῦσε νὰ προέλθει. Ἦταν ὅµως ποτὲ δυνατὸν ἕνα κτίσµα νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο τὸν πεπτωκότα στὴν ἁµαρτία; Εἶναι προφανές, ὅτι µιὰ λανθασµένη Τριαδολογία ὁδηγεῖ σὲ µιὰ λανθασµένη Χριστολογία ποὺ ἀποκλείει τὴν ἀνθρώπινη σωτηρία.
Γιατί ὅµως ὁ Ἄρειος ἔφθασε στὴ διατύπωση αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας; Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐπισηµαίνουν, ὅτι ἔφθασε σ᾽ αὐτὸ τὸ σηµεῖο ἀπὸ ζήλεια καὶ φθόνο στὸν τότε Ἐπίσκοπο τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, τὴ θέση τοῦ ὁποίου διεκδικοῦσε. Ἄλλοι θὰ ἀναζητήσουν κύρια θεολογικὰ αἴτια καὶ θὰ προβάλλουν τὴ συνύπαρξη τῶν ἀκραίων περὶ Λόγου ἀπόψεων τοῦ Λουκιανοῦ, διδασκάλου τῆς σχολῆς τῆς Ἀντιόχειας, ὅπου φοίτησε ὁ Ἄρειος, τὴν περὶ ὑποταγῆς (Subordinatio) θεώρηση τῆς σχέσης τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, ὅπως τὴ διατύπωσε ὁ ἀλεξανδρινὸς Ὡριγένης µαζὶ µὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ Φίλωνα τοῦ Ἰουδαίου περὶ τοῦ κοσµολογικοῦ Λόγου ὡς «δεύτερου Θεοῦ», µεσάζοντος καὶ ὀργάνου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ δηµιουργία τοῦ κόσµου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἄρειος θεωροῦσε τὸ Λόγο ὡς µιὰ µέση ὕπαρξη µεταξὺ τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καὶ τοῦ κόσµου. Τί ὅµως ἀναζητοῦσε ὁ Ἄρειος; Στὴν οὐσία ἀναζητοῦσε νὰ διασώσει τὸν ἕνα Θεό, ἐκλογικεύοντας τὴν πίστη. Δὲν µποροῦσε νὰ δεχθεῖ, ὅτι δεχόµαστε τὸν Πατέρα ὡς Θεὸ καὶ τὸν Υἱὸ ὡς Θεὸ καὶ ταυτόχρονα µποροῦµε νὰ µιλᾶµε γιὰ ἕνα Θεὸ καὶ ὄχι δύο Θεούς. Ἡ ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας θὰ καταδείξει, ὅτι ἡ προσπάθεια ἐκλογίκευσης τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσε τὴν Μητέρα τῶν αἱρέσεων.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου δηµιούργησε σοβαρὸ πρόβληµα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ καὶ στὴ συνοχὴ τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ πρωτοβουλία τοῦ τότε αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου γιὰ τὴ σύγκληση Συνόδου ποὺ πραγµατοποιήθηκε τελικὰ στὴ Νίκαια τὸ 325 καὶ στὴν ὁποία κλήθηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἦταν κάτι τὸ πρωτόγνωρο, δεδοµένου ὅτι καὶ πρὶν τὴ Νίκαια καὶ γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τοῦ Ἀρείου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση ἄλλων αἱρετικῶν, εἶχαν συγκληθεῖ τοπικὲς Σύνοδοι.
Ἡ πρωτοβουλία αὐτὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος «τοὺς ἐξ ἁπάντων ἐθνῶν παρ᾽ ἑαυτῷ συνεκρότει» (Εἰς τὸν Βίον Κωνσταντίνου ΙΙΙ, 1) εἶχε ἀντίκρυσµα στὴ διαµορφωµένη ἤδη συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, µιὰ µόνιµη δηλ. λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος, ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη µέχρι τὴν ἐνεργοποίηση µιᾶς Οἰκουµενικῆς συνόδου ποὺ θὰ περιφρουροῦσε τὴν αὐθεντικότητα τῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀληθινὴ µαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσµο. Ἡ συγκληθεῖσα Σύνοδος συγκροτήθηκε ἀπὸ τοὺς κανονικοὺς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ἔχοντας κατὰ τὸν Ἅγ. Εἰρηναῖο τό «charima veritatis certum», τό «χάρισµα τῆς ἀληθείας» (Ἔλεγχος 4, 26, 2. PG 7, 1053C-1054Α), τὶς ὁρατὲς κεφαλὲς τοῦ σώµατος τῶν ὑπ᾽ αὐτοὺς τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Γιὰ νὰ προσλάβει κάποιος τὴν ὀξύτητα τῆς διαµάχης ποὺ πολλὲς φορὲς κατέληξε καὶ σὲ βιαιότητες, πρέπει νὰ δώσει προσοχὴ στὰ ὅσα ἔγραψε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης (335-395) περιγράφοντας (PG 46, 557B) τὴν διελκυστίνδα ἀρκετὰ χρόνια µάλιστα µετὰ τὴ σύγκληση τῆς Νίκαιας: «Ὅλη ἡ πόλη εἶναι γεµάτη ἀπὸ χριστολογικὲς συζητήσεις, στοὺς στενωπούς, στὶς ἀγορές, στὶς πλατεῖες, στὰ σταυροδρόµια: Οἱ µικροπωλητὲς ἐνδυµάτων, οἱ µετατροπεῖς χρηµάτων, οἱ πωλητὲς τροφῶν: Δὲν παύουν νὰ συζητοῦν! Ζητᾶς ἀπὸ κάποιον νὰ σοῦ δώσει τὰ ρέστα καὶ αὐτὸς ἀρχίζει νὰ φιλοσοφεῖ γιὰ τὸν Γεννηθέντα καὶ τὸν Ἀγέννητο. Ἐὰν ζητᾶς νὰ µάθεις πόσο κοστίζει τὸ ψωµί, σοῦ ἀπαντοῦν ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἀνώτερος καὶ ὁ Υἱὸς κατώτερος. Ὅταν ρωτᾶς, ἐὰν τὸ λουτρὸ εἶναι διαθέσιµο, ὁ βοηθὸς σοῦ ἀπαντᾶ, ὅτι ὁ Υἱὸς ἔγινε «ἐξ οὐκ ὄντων», δηλ. ἀπὸ τὸ τίποτε. Δὲν ξέρω πῶς νὰ χαρακτηρίσω αὐτὸ τὸ κακό: Φρενίτιδα ἤ µανία…;».
Στὴ διάχυτη αὐτὴ σύγχυση ἔδωσε ἀπάντηση ἡ «Ἔκθεσις τῆς Πίστεως» ἤ τὸ Σύµβολο τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου: Μᾶς εἶπε µὲ σαφήνεια, ποιός εἶναι ὁ Λόγος, δηλ. τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ προσέλαβε σάρκα καὶ «ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν», δηλ. ὁ Χριστός. Ὁ Λόγος «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» εἶναι Θεός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώθηκε, ὁ ὁµοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα Του, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς, ὁ ἐρχόµενος καὶ πάλιν γιὰ νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκρούς.
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς κοινῆς µας παραδόσεως, ἡ κοινὴ πίστη ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δὲν πρέπει νὰ παραθεωρεῖται τὸ γεγονός, ὅτι ὅλες οἱ µεταγενέστερες Σύνοδοι ἐπανειληµµένα µὲ ἔµφαση τονίζουν, ὅτι ἀποδέχονται τὴ διδασκαλία τῶν προγενεστέρων. Ἡ ἀλήθεια µάλιστα τῆς πίστεως, τὴν ὁποία ἡ κάθε νέα Οἰκουµενικὴ Σύνοδος καταγράφει, ἀποτελεῖ ἑρµηνεία, διασάφιση, ἀνάπτυξη τῆς «διάνοιας», ἐπιβεβαίωση καὶ ἐπισφράγιση τῆς διδασκαλίας τοῦ Συµβόλου τῆς Νικαίας. Ἡ Νίκαια καὶ ὁ «Κανόνας τῆς πίστεως» γιὰ µᾶς τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι τὸ θεµέλιο καὶ ἡ κρηπίδα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Εἶναι ἡ αὐθεντικὴ συναγωγὴ καὶ ἐπιτοµὴ τοῦ «νοῦ» καὶ τῆς «διάνοιας» τῆς ἀποστολικῆς, τῆς εὐαγγελικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς παρακαταθήκης. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ Γ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος (Κανὼν 7) θὰ θέσει τὸ Σύµβολο τῆς Νικαίας ὡς κριτήριο Ὀρθοδoξίας καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ ἀπαγορεύσει τὴ σύνταξη ὁποιασδήποτε ἄλλης ὁµολογίας. Ὁ Πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας δὲν θὰ χαρακτηρίσει ἁπλὰ τὸ Σύµβολο τῆς Νικαίας ὡς τὸ ἀρραγὲς καὶ ἀκράδαντο θεµέλιο τῆς ἀµωµήτου πίστεως, ἀλλὰ θὰ τὸ προσδιορίσει καὶ ὡς «κατὰ λέξιν» θεόπνευστο (PG 77, 293AB. ACO I / I, 4).
Τὸ µήνυµα τῆς Ἐκκλησίας σήµερα, αὐτὸ ποὺ ἄρρηκτα µᾶς ἑνώνει ὅλους καὶ νοηµατοδοτεῖ τὴ ζωή µας, δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας καὶ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀναστὰς καὶ ὁ ἐρχόµενος πάλιν µετὰ δόξης. Ἡ βεβαιότητα αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲ συνιστᾶ µιὰ θεωρητικὴ ἔκφραση τῆς πίστης. Δὲν εἶναι ἀπολίθωµα τοῦ παρελθόντος. Περικλείει νόηµα ποὺ ἔχει ἀποφασιστικὴ σηµασία γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσµου. Ἀποκαλύπτει καίριες ἀλήθειες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξαρτᾶται ἡ ὕπαρξή µας καὶ τὸ νόηµα τῆς ζωῆς µας.
Γιὰ τὴ Νίκαια ὁ σαρκωθεὶς Λόγος εἶναι ὁ προϋπάρχων Λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀποτυπώνεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσµου. Προετοιµάζεται καὶ προϊστορεῖται ἡ πορεία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ µέλλουσα σάρκωση τοῦ Λόγου, γιὰ τὴν ὁποία ἔκαναν λόγο οἱ Προφῆτες. Ἡ χριστιανικὴ παράδοση µέσα ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν Δικαίων καὶ τῶν πολλαπλῶν διηγήσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔδιναν νόηµα στὴν ἱστορικὴ στοχοθεσία ἑνὸς ἐκλεγµένου λαοῦ ἀναγνώρισε τὶς ἀποκαλυπτικὲς θεοφάνειες τοῦ ἀσάρκου Λόγου πρὶν ἀκόµη ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση. Μὲ τὶς γενεαλογίες της καὶ τὶς τυπολογίες της µαρτυρεῖ καὶ ἀποκαλύπτει τὸ καινὸ Μυστήριο πάντα µὲ προοπτικὴ τὴ µέλλουσα ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Ἐπιφανῆ πρόσωπα καὶ δραµατικὰ σηµεῖα καὶ γεγονότα εἶναι ὁ τύπος ὅσων ἐπρόκειτο νὰ συµβοῦν. Ὁ ἄσαρκος Λόγος ἀποκαλύπτεται στὴν ἱστορία φανερούµενος κατὰ πρόληψιν.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ δηµιουργὸς τοῦ κόσµου, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀναστὰς καὶ πάλιν ἐρχόµενος. Εἶναι ἀναµφίβολο, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦµε πραγµατικότητα τοῦ κτιστοῦ κόσµου εἶναι στὴν οὐσία οἱ περιοριστικοὶ ὅροι τῆς φύσης µας. Αὐτὴ ἡ πραγµατικότητα ὅµως δὲν ἐξαντλεῖται µονάχα σὲ δεσµευτικὰ ἱστορικὰ περιθώρια. Μὲ τὸ Χριστὸ ὑπερβαίνονται οἱ περιορισµοὶ τῆς φύσης µας καὶ ἡ ὕπαρξή µας λαµβάνει νόηµα ἀπὸ ἕνα µέλλον, τὸ ὁποῖο διὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἤδη παρόν. Τὸ παρόν µας νοηµατοδοτεῖται ἀπὸ τὸ µέλλον µας. Στὸ µήνυµα τῆς Ἐκκλησίας τὸ παρὸν φωτίζεται ἀπὸ τὸ µέλλον ποὺ µᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς πληγὲς τῆς φθαρτότητας. Τὸ µέλλον µᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ παρελθόν. Κατανοοῦµε ἴσως, ὅτι οὐσιαστικὰ ἡ πραγµατική µας ταυτότητα δὲ βρίσκεται σ᾽ αὐτὸ ποὺ εἴµαστε, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὸ ποὺ µποροῦµε νὰ γίνουµε, ὅταν, σύµφωνα µὲ τὸ µήνυµα τοῦ Θεοῦ στὸν Ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη, κρατοῦµε τὴν ψυχή µας στὸν Ἅδη καὶ δὲν ἀπελπιζόµαστε (Ἁγίου Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ 2002, 50-51). Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ νόηµα τῆς ὕπαρξής του ὄχι κοιτώντας πίσω, ἀλλὰ κοιτώντας µπροστά, πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ τραγωδία ὁ τραγικὸς ἄνθρωπος εἶναι δέσµιος τοῦ παρελθόντος. Στή δική µας ὅµως ἐµπειρία µέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ τραυµατισµένος καὶ πληγωµένος ἄνθρωπος δὲν καθορίζεται ὀντολογικὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἤ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ εἶναι κατὰ τὴν ἔσχατη ἡµέρα, τὴ «µεγάλη» καὶ «ἐπιφανῆ».
Τὸ µέλλον εἶναι τὸ αἴτιο καὶ ὄχι τὸ αἰτιατὸ τοῦ παρελθόντος. Τὸ µήνυµα, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐκπέµψουµε σήµερα ἐµεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς συµπλήρωσης 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴ Νίκαια εἶναι, ὅτι ὁ Χριστιανισµὸς δὲν εἶναι µία θρησκεία, µία ἀνάµεσα στὶς ἄλλες, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσµο. Πολλὲς φορὲς συγχέουµε τὴν ἐκ Θεοῦ ἀποκάλυψη µὲ τὶς θρησκεῖες ποὺ διαµορφώθηκαν µὲ ἀφετηρία τὶς ἀνθρώπινες µεταφυσικὲς ἀναζητήσεις, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι τὰ µεγέθη αὐτὰ δὲν εἶναι συγκρίσιµα. Ἡ ἀποκάλυψη ἔχει τὴν ἀρχή της στὸ Θεὸ καὶ φανερώνει τὴν σωτηριολογικὴ παρέµβαση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσµο, ἐνῶ ἡ θρησκεία ἔχει ὡς ἀρχὴ τὸν ἄνθρωπο καὶ µὲ αὐτὸν ὡς ἀφετηρία ἐπιδιώκει νὰ ἀπαντήσει στὰ µεγάλα µεταφυσικὰ προβλήµατα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Εἶναι γνωστὴ ἡ θέση τοῦ Karl Barth ποὺ στὶς ἀρχὲς τοῦ περασµένου αἰώνα ταύτισε καὶ αὐτὸς τὴ θρησκεία µὲ τὴν ἀπιστία (“Unglaube”) καὶ θεωροῦσε τοὺς πιστούς της ὡς ἀθέους (“gottlos”), ἀφοῦ χαρακτήρισε τὴν θρησκευτικὴ ἐµπειρία τῶν θρησκειῶν ὡς ἱστορικοθρησκειολογικὸ φαινόµενο καὶ µάλιστα ὡς µιὰ πίστη χωρὶς Θεὸ καὶ ἕνα θρησκευτικὸ ἱερατεῖο χωρὶς πίστη. Παρότι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πνύκα δὲν ἀπαξίωσε τὴ θρησκευτικὴ πίστη τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων καὶ τοὺς εἶπε, ὅτι µὲ τοὺς βωµοὺς στοὺς θεούς τους «εὐσεβοῦν» (Πράξ. 17, 23), εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος µὲ παρρησία κήρυξε τὸν ἐξ οὐρανοῦ ἐπιφανέντα Θεό, τὸν σαρκωθέντα, τὸν σταυρωθέντα, τὸν ἀναστάντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ θρησκεία εἶναι τὸ γήϊνο καὶ κοσµικό, τὸ φθαρτὸ καὶ θνητὸ ἔνδυµα σὲ ἕνα εὐάλωτο «σῶµα» µέσα στὴν κακοήθεια καὶ τοὺς πειρασµοὺς τῆς ἱστορίας. Καὶ ὁ κίνδυνος αὐτὸς ἐµφιλοχωρεῖ ἴσως ὡς συνέπεια τοῦ κυριαρχοῦντος σήµερα πνεύµατος ἐκκοσµίκευσης ἤ µιᾶς στυγνῆς ἐπαγγελµατικῆς ἀντίληψης στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δὲν ὀρθοτοµεῖται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, µέσα ἀπὸ τὰ ποικίλα σκάνδαλα στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, µέσα ἀπὸ τὴν διακοπὴ τῆς ἄµεσης, ἐλεύθερης καὶ ἐνσυνείδητης σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν κατάλυση τῆς χαρισµατικῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων καὶ µὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ µεταξύ τους.
Βέβαια ἡ Ἐκκλησία παραµένει πάντοτε ἁγία, γιατὶ ἁγία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, παραµένουσα πάντα ὁ χῶρος ἐξαγιασµοῦ ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἁµαρτίας. Αὐτὸ µεταξὺ ἄλλων σηµαίνει, ὅτι τὸ µέτωπο στὸ ὁποῖο διεξάγεται καὶ ὀφείλει νὰ διεξάγεται ὁ ἀγώνας µεταξὺ πίστης καὶ ἀθεΐας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, «ὁ ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ὁ ἐνσαρκωθεὶς καὶ ἀναστὰς Χριστός, ὁ ἐκ τῆς οὐσίας καὶ οὐχὶ ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρὸς προελθὼν Λόγος (Μ. Ἀθανάσιος, Κατὰ Ἀρειανῶν Γ´) ποὺ διακηρύσσει ἡ Σύνοδος τῆς Νίκαιας. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει καµιὰ οὐσιαστικὴ θέση στὴ σύγχρονη ἐπικαιρότητα ποὺ κατατρύχεται ἀπὸ τὴν οἰκολογικὴ ἀπειλή, τὴν ἀπειλὴ ἑνὸς πυρηνικοῦ πολέµου καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία στὶς δοµὲς καὶ τοὺς ἁρµοὺς τῆς ἐξουσίας. Στὴ σύγχρονη κοινωνία µὲ ἴνδαλµα τὸ ὠφελιµιστικὸ κέρδος καὶ τὴν ἀκόρεστη ἡδονή, αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπών. Στὸ διάλογο µεταξὺ πίστης καὶ ἐπιστήµης καὶ πάλι ὁ Χριστὸς δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι παρών, δεδοµένου ὅτι τὸ κτιστὸ δὲν µπορεῖ νὰ διερευνήσει καὶ νὰ ἀναλύσει τὸ ἄκτιστο. Ἡ ἐπιστήµη παρὰ τὴν προφανῆ της χρησιµότητα στὸν ἀνθρώπινο βίο, δὲν µπορεῖ νὰ δώσει νόηµα ζωῆς. Ἡ δηµιουργία δὲν µπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν τυχαιότητα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ τυχαιότητα ἐξηγεῖ τὴ σοφία καὶ τὸ τέλος τῆς δηµιουργίας. Στὴν ὑµνογραφία τῆς Ἐκκλησίας µας λέµε, ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι Μυστήριο «ξένον» καί «παράδοξον», ἰδιαίτερα γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ξέρουν καὶ δὲν µποροῦν νὰ θαυµάζουν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὅπως οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ποιµένες τὴ φωτισµένη νύχτα τῆς γέννησης τοῦ θείου Βρέφους. Τὸ Μυστήριο δὲν ἐξηγεῖται καὶ δὲν κατανοεῖται λογικά. Τὸ Μυστήριο βιώνεται διὰ τῆς πίστεως καὶ µὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος.
Ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας φανερὰ ἤ συγκεκαλυµµένα πολεµήθηκε καὶ πολεµεῖται πολύ. Πολεµήθηκε ἀπὸ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα, ἀπὸ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα, ἀπὸ φιλοσόφους καὶ διανοητές. Ὁ Μάρξ, ὁ Feuerbach, ὁ Βολταῖρος, ὁ Hegel καὶ ὁ Renan ἦταν µερικοὶ ἀπὸ αὐτούς. Κάποιοι θεωροῦν τὸµυθιστόρηµα τοῦ Dan Braun «Κώδικας Da Vinci», ὅτι ἀποδίδει τὴν πραγµατικότητα καὶ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Αὐτοὶ ὅµως νίκησαν, ἐὰν νίκησαν, µιὰ ἀλλοιωµένη θρησκευτικότητα. Δὲν νίκησαν τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Ζήτησαν νὰ θανατώσουν τό «παιδίον», ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἡρώδης, ἀλλὰ στὴν οὐσία σκότωσαν, ὅσους τοὺς ἐµπιστεύτηκαν. Σκότωσαν ἀνθρώπους, ὅσους παγίδευσαν παραµένοντας στὴ δυστυχία τῆς ἀθεΐας.
Καµιὰ ἀπὸ τὶς ἀποδείξεις περὶ Θεοῦ, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ καταγράφονται στὰ ἐγχειρίδια Δογµατικῆς Θεολογίας δὲν µπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀληθινὴ πίστη, οὔτε ἡ κοσµολογική, οὔτε ἡ ἱστορική, οὔτε ἡ τελολογική, οὔτε ἡ ὀντολογικὴ ἀπόδειξη, οἱ ὁποῖες, µὲ ἐξαίρεση τὴν τελευταία, δὲν ἀπορρίπτονται ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ Θεολογία, γιὰ κάποιες δὲ ἀπὸ αὐτὲς θὰ µποροῦσε νὰ ἀνευρεθεῖ καὶ βιβλικὸ ἔρεισµα. Οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι ἀποδείξεις, ἀλλὰ ἐνδείξεις. Ἡ ἠθικὴ ἀπόδειξη τοῦ Immanuel Kant µὲ τὴν ἠθική της ἐπιταγὴ καὶ ὡς προϊὸν ὄχι τοῦ καθαροῦ λόγου (Reine Vernunft), ἀλλὰ τοῦ πρακτικοῦ λόγου (Praktische Vernunft) γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πληθούσης ἀδικίας στὸν κόσµο ἀφήνει ἕνα παράθυρο ἀνοικτὸ ὡς πιθανότητα. Αὐτὸ ὅµως δὲν φθάνει γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ κάποιος στὴν ἐµπειρία τῆς πίστης στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε ἀποµυθοποιεῖται ἀπὸ τὸν Bultmann, εἴτε ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὸν David Strauss, τὸ Bruno Bauer καὶ τὸ Renan, εἴτε ἐπιχειρεῖται νὰ ἀποδοµηθεῖ ἀπὸ σύγχρονους πλουραλιστὲς θεολόγους (J. Hick – P. Knitter), εἴτε ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν Friedrich Nitsche, ἀλλὰ καὶ στοὺς τελευταίους ὀλυµπιακοὺς ἀγῶνες στὸ Παρίσι ἀπὸ τὸ Θεὸ Διόνυσο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λατρείας, ἐξῆλθε καὶ ἐξέρχεται νικητὴς παρὰ τὶς προσπάθειες ἀποκαθήλωσής Του. Καὶ µαζὶ µὲ αὐτὸν καὶ ἡ Ἐκκλησία Του, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ κεφαλή. Ζοῦσε καὶ ζῇ στὴν πορεία τῶν αἰώνων στὴν ψυχὴ τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁµολογητῶν, τῶν κληρικῶν, τῶν µοναχῶν καὶ ἑκατοµµυρίων πιστῶν ποὺ προσβλέπουν σ᾽ Αὐτὸν ὡς σωτῆρα καὶ λυτρωτή.
Οἱ Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τοὺς ὁποίους τιµοῦµε σήµερα ὡς ἁγίους, µιὰ ἑορτὴ ποὺ καθιερώθηκε περὶ τὸ ἔτος 582 µ.Χ., ἐθεολόγησαν µὲ πνεῦµα εὐσέβειας καὶ εὐλάβειας χωρὶς νὰ ἐξαντλοῦνται σὲ στοχαστικὰ παραληρήµατα, κενολογία καὶ φλυαρία, ἔχοντας ἐπίγνωση, ὅτι αὐτὸ ποὺ ὑπερασπίζονταν δὲν ἦταν δικό τους ἐφεύρηµα, προφυλάσσοντας ἄλλη µιὰ φορὰ τό «παιδίον», τὸ ὁποῖο καὶ στὴ δική τους ἐποχὴ οἱ αἱρετικοὶ ζήτησαν νὰ θανατώσουν. Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων, ἡ Θεολογία τοῦ ὁµοουσίου, δὲν ἦταν προϊὸν Γραφείου, ἀλλὰ καρπὸς βαθειᾶς ἐµπειρίας τῆς ἐξαγιασµένης τους ὕπαρξης.
Τὸ τρέχον ἔτος 2025 ἀναλαµβάνονται πολλὲς πρωτοβουλίες ἀπὸ Θεολογικὲς Σχολές, Ἐκκλησίες διαφόρων χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν, Οἰκουµενικὰ κέντρα καὶ Ἰνστιτοῦτα καὶ ἄλλους φορεῖς γιὰ τὸν ἑορτασµὸ τῆς ἐπετείου τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴ σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια. Ὅλες αὐτὲς οἱ πρωτοβουλίες µποροῦν νὰ βοηθήσουν σὲ πολλὰ θέµατα καὶ ἐρωτήµατα ποὺ σχετίζονται µὲ τὴ Νίκαια, στὸ ἂν δηλ. κρατήθηκαν Πρακτικά, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια χάθηκαν καὶ δὲ διασώζονται, στὸ ποῖος εἶχε τὴν Προεδρεία τῆς Συνόδου, στὸ πόσοι ἀκριβῶς σὲ ἀριθµὸ ἦσαν οἱ Πατέρες οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν τὴ Σύνοδο, δεδοµένου ὅτι κλήθηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, δὲν κατέστη ὅµως δυνατὸν γιὰ ποικίλους λόγους νὰ προσέλθουν ὅλοι. Θὰ γίνει ἀκόµα ἀναφορὰ στὴν ἀπόφασή της νὰ ἑορτάζεται τὸ Πάσχα «ἐν µιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ» (Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου, ΙΙΙ, 19) ἀποδοκιµάζοντας τὴν πράξη τῶν Ἐκκλησιῶν Συρίας, Μεσοποταµίας καὶ Κιλικίας ποὺ ἑόρταζαν τὸ Πάσχα πρὸ τῆς ἐαρινῆς Ἰσηµερίας καὶ µαζὶ µὲ τοὺς Ἰουδαίους, συντασσόµενη µὲ τὴν πράξη τῶν περισσοτέρων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες τὸ ἑόρταζαν κατὰ τὴν πρώτη Κυριακὴ µετὰ τὶς 14 τοῦ µηνὸς Νισάν, δηλ. τὴν πρώτη Κυριακὴ µετὰ (ἤ κατά) τὴν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσηµερίας.
Θὰ πρέπει νὰ ἐπισηµανθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ ἀπὸ παλαιὰ διαφοροποίηση στὸ ἡµερολόγιο δὲν ἐπέφερε τὴ διακοπὴ κοινωνίας µεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, κάτι ποὺ δὲν δικαιολογεῖ ἀσφαλῶς καὶ σήµερα τὴν ἀποκοπὴ τῶν Παλαιοηµερολογητῶν ἀπὸ τὴν κανονικὴ Ἐκκλησία. Θὰ ὑπάρξει ἀκόµη εὐκαιρία νὰ γίνει ἀναφορὰ στὸ σχίσµα τοῦ Μελιτίου Λυκοπόλεως, ὁ ὁποῖος στὴν προσωπική του ἀντιπαράθεση µὲ τὸν Πέτρο Ἀλεξανδρείας ἐξ αἰτίας τοῦ τρόπου µὲ τὸν ὁποῖο ἐνέτασσε στὴν Ἐκκλησία τοὺς «πεπτωκότες» (lapsi) στοὺς προηγηθέντες διωγµούς, υἱοθέτησε (ὁ Μελίτιος) αὐστηρὴ στάση ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναδεικνυόµενος σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας. (Αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα προκύπτουν ἀπὸ ἐπιστολὴ τῆς Συνόδου πρὸς τὶς Ἐκκλησίες Αἰγύπτου, Πενταπόλεως καὶ Λιβύης). Πολὺ ἐνδιαφέροντες εἶναι ἐπίσης οἱ 20 Ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ὅπως οἱ κανόνες 4 καὶ 5, σηµαντικοὶ γιὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ συνοδικοῦ συστήµατος στὸ πλαίσιο τῆς κάθε Ἐπαρχίας, οἱ Κανόνες 6 καὶ 7, οἱ ὁποῖοι ἀπέδωσαν τὰ λεγόµενα Πρεσβεῖα στοὺς θρόνους Ρώµης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύµων καὶ οἱ ὁποῖοι µὲ τὴν ἀπόδοση (ἴσων) Πρεσβείων µὲ τὴ Ρώµη στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως µὲ τὸν Κανόνα 3 τῆς Β´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου ἀπετέλεσαν τὴ βάση καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴ διαµόρφωση τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήµατος στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Πενταρχία. Ἄλλοι Κανόνες τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου ρυθµίζουν τὴν εἴσοδο στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία διαφόρων αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν (Παυλιανίσαντες, Καθαροὶ κ.λπ.). Ἐκτὸς τούτων σύµφωνα µὲ τὸν ἱστορικὸ Γελάσιο Κυζίκου (PG 85, 1336-1337) ὑπεβλήθη στὴ Σύνοδο καὶ ἡ πρόταση γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαµίας τοῦ κλήρου, ἡ ὁποία ὅµως δὲν ἔγινε δεκτὴ µετὰ τὴν ἀπόρριψή της ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Παφνούτιο.
Ὅλα τὰ παραπάνω θέµατα εἶναι σηµαντικά, παρότι κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν χάσει τὴν ἐπικαιρότητά τους. Σηµαντικὲς εἶναι λοιπὸν ὅλες οἱ πρωτοβουλίες ποὺ ἀνελήφθησαν καὶ θὰ ἀναληφθοῦν φέτος γιὰ τὸν ἑορτασµὸ τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καὶ τὴν ἀπόδοση τιµῆς σὲ αὐτοὺς ποὺ τὴ συγκρότησαν. Ἐὰν ὅµως αὐτὲς οἱ πρωτοβουλίες δὲν ἐµπνεύσουν καὶ δὲν ἐνισχύσουν τὴν πίστη µας στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν σταυρωθέντα, τὸν ἐνανθρωπήσαντα, τὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα καὶ πάλιν ἐρχόµενον Κύριον, οἱ πρωτοβουλίες αὐτὲς θὰ χάσουν τὸν κύριο στόχο τους. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐπαναλαµβάνουµε τὸ Σύµβολο τῆς Πίστεως µηχανικὰ καὶ χωρὶς ἐπίγνωση. Χρειάζεται νὰ βιώνουµε τὸ Εὐαγγέλιο, τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐδοκία τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου, τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἀναστὰς συνανέστησε παγγενῆ τὸν Ἀδάµ», µὲ τὴν ἀδιάψευστη προσδοκία τῆς ἐσχάτης ἡµέρας µετέχοντες στὸ πασχάλιο δεῖπνο τοῦ «συµποσίου τῆς πίστεως» καί «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος». Ἂν συµβεῖ πραγµατικὰ αὐτὸ ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ µας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος θὰ µᾶς χαρίζει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα βιώνοντας τὴν ἐµπειρία τῆς «καινῆς κτίσεως» τοῦ Ἐνσαρκωθέντος καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ.