27.8 C
Athens
Πέμπτη, 8 Μαΐου, 2025

Η ομιλία του Αυστραλίας Μακαρίου κατά την αναγόρευσή του σε Επ. Διδάκτορα Ε.Κ.Π.Α.

«Vox Populi[1] (Φωνὴ λαοῦ) στὸ διαδίκτυο.

Ἡ σύγχρονη ἀπειλὴ ἀλλοιώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ δημοκρατικοῦ φρονήματος».

 Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ.κ. ΜΑΚΑΡΙΟΥ,

κατὰ τὴν τελετὴ ἀναγορεύεσεώς του σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα

τῶν Τμημάτων Θεολογίας καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας & Θρησκειολογίας

τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ε.Κ.Π.Α.

(Ἐν Ἀθήναις, τῇ 7ῃ Μαΐου 2025)

Παναγιώτατε καὶ Θειότατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος,

Ἐλλογιμώτατε κ. Πρύτανι τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ

Ἐκλεκτοὶ παρόντες,

Χριστὸς Ἀνέστη!

  1. Εἰσοδικὸν χαριστήριον.

Ὁ ἀγῶνας εἶναι νὰ πῆ ὁ ἄνθρωπος, ὅσο γίνεται, μὲ πιὸ λίγα τὰ πολλὰ καὶ στὸ τέλος νὰ τὰ πῆ ὅλα μὲ τὴ σιωπή του καὶ κυρίως μὲ τὴ ζωὴ του[2]. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ φρονιμότερο θὰ ἦταν νὰ σιωπήσω τούτη τὴν ἱερή στιγμή, ὅταν μάλιστα ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ πρώτου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τοῦ καὶ σεπτοῦ Γέροντός μου, ὁ ὁποῖος ἔχει τιμηθεῖ, ἐπαξίως καὶ δικαίως, ὑπό ἑκατοντάδων, στὴν κυριολεξία, Πανεπιστημίων, ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ ὑπό πολλῶν ἄλλων ἀκαδημαϊκῶν, κρατικῶν καὶ διεθνῶν Ὀργανισμῶν.

Ὅμως, χρέος τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης μοῦ ἐπιβάλλει νὰ μοιραστῶ μαζί σας ὀλίγες, ταπεινὲς καὶ ἄσημες σκέψεις ὄχι γιὰ νὰ πῶ κάτι, δῆθεν, σπουδαῖο καὶ μεγάλο, ἀλλά κυρίως γιὰ νὰ καταθέσω ἐγκάρδιο εὐχαριστήριο καὶ ταπεινὸ ἀντιδώρημα γιὰ τὴν ὑψίστη αὐτὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό μου, τὴν ὁποίαν, ἀσφαλῶς, ἐκδέχομαι ὡς μιὰ ἐξιδιασμένη διάκριση ποὺ ἀντανακλᾷ πρὸς τὸν Ἀποστολικὸ καὶ Οἰκουμενικὸ Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στὸν ὁποῖο ἀνήκω, πρὸς τὸ ὑπερσέβαστο Πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου μας καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Αὐστραλίας, τὴν ὁποία μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ διαποιμένω.

Ἱστάμενος, λοιπόν, ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ τούτου βήματος τοῦ σεπτοῦ Τεμένους τῶν Μουσῶν καὶ συναισθανόμενος τὴ μικρότητά μου καταθέτω τὶς εὐγνώμονες καὶ ἐγκάρδιες εὐχαριστίες μου πρὸς τὴν Α.Θ.Π., τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, γιὰ τὴν ἐξόχως τιμητικὴ καὶ εὐλογητὴ παρουσία του σὲ αὐτὴ τὴν σημαντικὴ στιγμὴ τῆς ταπεινῆς μου πορείας,

πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο, τὸν συνετὸ καὶ διακριτικὸ οἰακοστρόφο τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,

πρὸς τὴν Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, μέλη τῆς ὁποίας μὲ πολλὴ ἀγάπη, τιμὴ καὶ σεβασμὸ συμμετέχουν στὸ γεγονός,

πρὸς τοὺς τετιμημένους καὶ ἐκλεκτοὺς ἀδελφοὺς Ἱεράρχες,

πρὸς τὸν εὐλαβέστατο κλῆρο καὶ τὶς μοναστικὲς ἀδελφότητες, ἰδιαιτέρως πρὸς τοὺς παρισταμένους ἁγιορείτες Ἡγουμένους καὶ λοιποὺς ἁγιορείτες πατέρες,

πρὸς τοὺς Ἐξοχωτάτους Ὑπουργοὺς καὶ Ὑφυπουργοὺς, ἰδιαιτέρως πρὸς τὴν Ἐξοχωτάτη Ὑπουργὸ Παιδείας κ. Σοφία Ζαχαράκη, ἐκπρόσωπο τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καὶ τοῦ Πρωθυπουργοῦ, καθὼς καὶ πρὸς τὴν Ἐξοχωτάτη Πρέσβειρα τῆς Αὐστραλίας ἐν Ἑλλάδι κ. Alison Duncan, ἐκπρόσωπο τῆς Αὐστραλιανῆς Κυβερνήσεως καὶ τοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Πρωθυπουργοῦ, 

πρὸς τὶς Πρυτανικὲς Ἀρχὲς τοῦ Ε.Κ.Π.Α. καὶ πρὸς τὴν Κοσμητεία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ δὴ πρὸς τὸν Πρύτανι, Ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Ἰατρικῆς κ. Γεράσιμο Σιάσο, καθὼς καὶ πρὸς τὸν Κοσμήτορα, Ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Θεολογίας κ. Ἐμμανουὴλ Καραγεωργούδη,

πρὸς τὶς Δικαστικὲς, τὶς Στρατιωτικές, τὶς Δημοτικὲς καὶ λοιπὲς Ἀρχές τῆς χώρας,

πρὸς τοὺς δύο Προέδρους τῶν Τμημάτων τῆς Θεολογικῆς μας Σχολῆς καθὼς καὶ πρὸς τὸ σύνολο τῶν διδασκόντων συναδέλφων καθηγητῶν γιὰ τὴν ὁμόφωνη καὶ πανηγυρικὴ αὐτὴ ἀπόφαση τῆς περιενδύσεώς μου μὲ τὴν τήβεννο τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος. Μία τιμὴ ποὺ τὸ ἀρχαιότερο Πανεπιστημιακὸ Καθίδρυμα τῆς Χώρας μας ἐπεφύλαξε, διαχρονικῶς, γιὰ σημαίνουσες προσωπικότητες τῆς ἐπιστήμης, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τέχνης καί, ἐν γένει, τοῦ πνεύματος καὶ σήμερα δωροφορεῖ καὶ στὴν ἐλαχιστότητά μου.

Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους ἀπό καρδίας.

  1. Vox Populi. Νύξεις καὶ προεκτάσεις.

Εἶναι, μᾶλλον, προφανὲς ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς ὁμιλίας μου ὅτι θὰ προσπαθήσω ἁδρομερῶς καὶ ἀκροθιγῶς νὰ σκιαγραφήσω ὁρισμένες πτυχὲς ἑνὸς συγχρόνου ζητήματος ποὺ ἀπασχολεῖ τόσο τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ τὴν κοινωνία γενικότερα, προηγουμένως ὅμως θὰ κάμω μία μικρὴ ἱστορικὴ περιδιάβαση σὲ ἀλλοτινὲς ἐποχές, διότι «Ἡ ἱστορικὴ εὐαισθησία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν θεολόγο. Εἶναι ὁ ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοσδήποτε εἶναι ἀναίσθητος πρὸς τὴν ἱστορία δύσκολα θὰ εἶναι καλὸς χριστιανός»[3], κατὰ τὴν ἀπόφανση τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκυ.

Ἐπιτρέψτε μου, λοιπόν, νὰ Σᾶς πάρω μαζί μου σ᾽ ἕνα νοητὸ ταξίδι στὴ Βόρειο Ἰταλία καὶ συγκεκριμένως στὰ Μεδιόλανα, ὅπου ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, παρὰ τὴν ὕφεσή της στὴν Ἀνατολή, ἐπικρατεῖ καὶ ἀκμάζει. Στὶς ἀρχὲς τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 373 ὁ ἀρειανόφρων Ἐπίσκοπος τῶν Μεδιολάνων Αὐξέντιος ἐξεμέτρησε τὸ ζῆν καὶ τὸ θέμα τῆς διαδοχῆς πυροδότησε γενικευμένες ἀναταραχὲς στὴν πόλη. Ὁ Ἔπαρχος τῆς πόλεως Ἀμβρόσιος προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὰ πνεύματα, ὥσπου μέσα ἀπὸ τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος μιὰ παιδικὴ φωνὴ ἀκούστηκε “Ambrosium episcopum” καὶ τότε σύσσωμος ὁ λαὸς ἐπανέλαβε «ὁ Ἀμβρόσιος Ἐπίσκοπος»[4]. Ἦταν, λοιπόν, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ (Vox populi), ἡ ὁποία ὡς φωνὴ τοῦ Θεοῦ (Vox Dei) ἀνέδειξε τὸν κατηχούμενο καί, ἄρα ἀβάπτιστο μέχρι τότε, Ἔπαρχο Ἀμβρόσιο σὲ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τῶν Μεδιολάνων, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη στὴν πορεία σὲ μεγάλο Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας[5]. Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, καὶ ὁ ἕτερος μέγας φωστὴρ τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Καισαρείας Βασίλειος θὰ γράψει πρὸς τὸν Ἀμβρόσιο: «αὐτός σε ὁ Κύριος, ἀπὸ τῶν Κριτῶν τῆς γῆς, ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῶν Ἀποστόλων μετέθηκεν»[6].

Ἄς ταξιδέψουμε τώρα, μὲ τὸ ἅρμα τοῦ πανδαμάτορος χρόνου, στὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας, στὴ Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, λίγες δεκαετίες ἀργότερα, κατὰ τὶς παραμονὲς τῆς ἁγίας ἐν Ἐφέσῳ Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου οἱ Χριστολογικὲς ἔριδες μαίνονται καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, εἰσηγητὴς τῆς αἱρέσεως ποὺ τελικῶς ἔλαβε τὸ ὄνομά του, ἀρχίζει νὰ ἀποδοκιμάζει δημόσια τὸν ὅρο «Θεοτόκος», γεγονὸς ποὺ ὄχι μόνον προσέβαλλε βάναυσα τὴν εὐσέβεια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀλλὰ ἐνεῖχε καὶ ἐπικίνδυνες σωτηριολογικὲς προεκτάσεις[7]. Σὲ μιὰ τέτοια δημόσια ὁμιλία τοῦ Νεστορίου παρενέβη δυναμικὰ ὁ λαϊκός τότε, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Δορυλαίου Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος μὲ δριμύτητα ἀπεδοκίμασε τὰ βλάσφημα δόγματα τοῦ αἱρετίζοντος Ἀρχιεπισκόπου. Περιγράφει, χαρακτηριστικῶς, τὸ περιστατικὸ ὁ σύγχρονος τῶν γεγονότων ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας: «ἀνήρ τις τῶν ἅγαν ἐπιεικῶν, καὶ τελῶν μὲν ἐν λαϊκοῖς ἔτι… θερμῷ τε καὶ φιλοθέῳ κεκίνηται ζήλῳ, καὶ τορόν τι κεκραγώς, αὐτὸν ἔφη τὸν προαιώνιον Λόγον καὶ δευτέραν ὑπομεῖναι γέννησιν…»[8]. Οἱ δὲ παριστάμενοι τάχθηκαν ἀμέσως μὲ τὸ μέρος τοῦ Εὐσεβίου καὶ τὸν ἐπήνεσαν: «ὡς εὐσεβῆ τε, καὶ συνετώτατον, καὶ τῆς τῶν δογμάτων ὀρθότητος οὐκ ἠμοιρηκότα»[9]. Ὁ πιστός, λοιπόν, Εὐσέβιος μὲ «φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν»[10] ὑπερασπίζεται τὰ ἅγια τῆς Ἐκκλησίας δόγματα καὶ συνεγείρει τὸν λαὸ σὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία καὶ ἔτσι ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ (Vox Populi) ἀναδεικνύεται φωνὴ τοῦ Θεοῦ (Vox Dei).

Στὰ δύο αὐτὰ ἐνδεικτικὰ παραδείγματα καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία[11] ψηλαφοῦμε, νομίζω μὲ ἐνάργεια, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε φωνὴ λαοῦ (Vox Populi) ἢ ὅπως θὰ λέγαμε διαφορετικὰ, τὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὡς φωνὴ λαοῦ (Vox Populi) θὰ μπορούσαμε νὰ ὁρίσουμε τήν «ἔκφραση τῆς συνείδησης τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως δὲν εἶναι θεσμοποιημένη ἀλλὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ καθορίζει τὴν ἐγκυρότητα τῶν συνόδων, τὴ δογματικὴ ἀρτιότητα κρατικῶν ἀποφάσεων καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας τῶν προσώπων»[12]. Εἶναι βεβαίως ἀναγκαῖο, στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ δὲν ὑφίσταται ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας ἢ – κι αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ νὰ τὸ τονίσουμε – ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ σύνολη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ποὺ κατέχει καὶ ἐκφράζει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως. Ὅταν δηλαδή, ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἑνὸς κράτους ἤ μιᾶς κοινότητος διεκδικήσει ἤ ὑποστηρίξει θέσεις καὶ αἰτήματα τὰ ὁποῖα δὲν συμβαδίζουν μὲ τὴν σύνολη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας τότε δὲν θεωροῦμε ὅτι ἀκούγεται φωνὴ λαοῦ. Ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ συνυπάρχει καὶ συμπορεύεται μὲ τὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας ἤ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικὰ, id teneamus quod ubique, quod semper quod ab omnibus creditum est[13] (ἄς κρατήσουμε ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη[14]. Τότε, εἶναι σαφές, ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ βρίσκεται, γιὰ νὰ χρησιμοποίησω μία ἔκφραση ποὺ ἀκοῦμε συχνὰ ἐσχάτως, στὴ «σωστὴ πλευρὰ τῆς ἱστορίας», δηλαδή, ἐν τέλει, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ εὐσεβὴς καὶ θεοφόρος λαός -συνήθως μὲ τὴν καθοδήγηση κάποιου χαρισματικοῦ προσώπου- ἐκφράζει τὴν αὐθεντία τῆς πίστεως.

Ἑπομένως, ὅταν ἀναφερόμαστε στὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ καὶ στὸ λαό, τονίζουμε ὅτι ἐννοοῦμε τὸν εὐσεβῆ, φιλόχριστο καὶ θεοφόρο λαό, διότι σὲ πολλὲς περιπτώσεις θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἄν δὲν ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις ὁ λαὸς θὰ βρεθεῖ στὴν ἀντίπερα ὄχθη καὶ θὰ πλανηθεῖ καὶ ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ δὲν θὰ εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος καθίσταται Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ μέγιστο μέρος τοῦ λαοῦ εἶχε ἀσπασθεῖ τὴν θεομάχο αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Σᾶς ὑπενθυμίζω, ἐν προκειμένῳ, καὶ μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὶς σκηνὲς τοῦ θείου δράματος, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσίασε πρὸ ἡμερῶν, κατὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ τότε ἀπαιτοῦσε «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. ιθ’, 15), καὶ ἀσφαλῶς ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου δὲν ταυτιζόταν μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.

Ἐπιτρέψτε μου, στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά, σὲ μερικὰ ἱστορικὰ παραδείγματα τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ διασφαλίσει ἀκόμη καὶ μιὰ δημοκρατικὴ, πλειοψηφικὴ διαδικασία δὲν εἶναι πάντοτε ἡ φωνὴ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς λογικῆς ἢ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι πάντοτε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, γεγονὸς πού, σαφέστατα, ὑποδεικνύει  ὅτι ὁ λαὸς μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ λανθασμένες καί, κάποτε, καταστροφικὲς ἀποφάσεις. Ἄς δώσουμε μερικὰ παραδείγματα:

Ἐν ὀνόματι τῆς δημοκρατίας, δηλαδὴ τῆς φωνῆς τῆς πλειοψηφίας, ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση τῆς καταδίκης τοῦ Σωκράτη σὲ θάνατο, ἐδῶ στὸ Κλεινὸν Ἄστυ τὸ 399 π.Χ.[15]

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στὴν Ἀθήνα, τὸ 431 π.Χ. ἐνέκρινε τὴν ἀντιπαράθεση μὲ τὴ Σπάρτη καὶ ἔτσι ξεκίνησε μὲ λαϊκὸ ἐνθουσιασμὸ ἕνας πόλεμος ποὺ διήρκησε 27 ὁλόκληρα χρόνια, μὲ πεῖνα, πολλοὺς θανάτους καὶ κυρίως τὴν καταστροφὴ τῆς Ἀθήνας[16].

Στὰ νεώτερα χρόνια νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν Η.Π.Α. ἦταν ὑπὲρ τῆς δουλείας μέχρι καὶ τὸ 1861, πού ξεκίνησε ὁ Ἀμερικανικός Ἐμφύλιος. Μέχρι τότε δηλαδή, πολλὲς Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς ψήφιζαν ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τῆς δουλείας, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ δημοκρατικὲς διαδικασίες παρατεινόταν μία κατάφωρη παραβίαση ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων[17].

Μεγάλο μέρος τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ὑποστήριξε τὸν Στάλιν τὴ δεκαετία τοῦ 1930. Πέρα ἀπὸ τὶς μαζικὲς ἐκκαθαρίσεις καὶ τά γκούλαγκ, ὁ Στάλιν ἄφησε πίσω τοῦ ἑκατομμύρια νεκρούς ἀπὸ λιμούς, καταστολὲς καὶ τρομοκρατία, ἐνῷ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἄνθρωποι πέθαναν στὶς φυλακὲς γιὰ ἀδικήματα ποὺ δὲν εἶχαν διαπράξει[18].

Τὸ ναζιστικὸ κόμμα τοῦ Χίτλερ ἀνέβηκε στὴν ἐξουσία μέσα ἀπὸ δημοκρατικότατες ἐκλογικὲς διαδικασίες, παρὰ τὸ ὅτι ὁ Χίτλερ εἶχε ἐκφράσει ρατσιστικὲς καὶ βίαιες ἰδέες προεκλογικῶς, τὶς ὁποῖες ὅμως ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ὑπεστήριξε. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀναφέρουμε τίς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ ἐκλογικοῦ ἀποτελέσματος διότι εἶναι γνωστὲς σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα[19].

Νὰ θυμηθοῦμε, ἐπίσης, τὸ θερμὸ καλωσόρισμα τῆς λαϊκῆς μάζας τῆς Κίνας τὸ 1958, γνωστὸ ὡς καλωσόρισμα τοῦ Μεγάλου Ἅλματος πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ Μάο Τσετοῦνγκ ἀνακοίνωσε οἰκονομική ἀναγέννηση, ἡ ὁποία ὑποστηρίχθηκε μαζικὰ ἀπὸ τὸν λαό του, ἀλλὰ βασιζόταν σὲ ψευδεῖς ὑποσχέσεις παραγωγικότητας, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πρόκληση λιμοῦ, ποὺ σκότωσε πάνω ἀπό 30 ἑκατομμύρια ἀνθρώπους[20].

Ἡ ραδιοφωνικὴ ὑποκίνηση τοῦ λαοῦ τῆς Ρουάντας τὸ 1994, κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς καθοδηγήθηκε ἀπὸ καλὰ προετοιμασμένη ραδιοφωνικὴ προπαγάνδα, πού ἐνεθάρρυνε τοὺς πολίτες  νὰ σκοτώνουν τοὺς συμπολίτες τους. Ἔτσι, ἡ ἱστορία κατέγραψε μία γενοκτονία 800.000 ἀνθρώπων μέσα σὲ 100 ἡμέρες[21].

Ἡ πανηγυρική νίκη τοῦ Οὗγκο Τσάβες στή Βενεζουέλα τό 1998 πραγματοποιήθηκε μὲ ἐκλογές, τὶς ὁποῖες κέρδισε ἔχοντας παλλαϊκὴ ὑποστήριξη ἀπὸ τὰ φτωχὰ στρώματα τῶν πολιτῶν. Ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα ὅμως ἀπέδειξε ὅτι μετὰ τὴ νίκη του συγκέντρωσε τὴν ἐξουσία, περιόρισε τὶς ἐλευθερίες τοῦ λαοῦ του καὶ ὁδήγησε τὴ χώρα του σὲ οἰκονομικὴ κατάρρευση καὶ ἀπολυταρχισμό[22].

Σταματῶ ἐδῶ, διότι «ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος» (Ἑβρ. ια’,32) παραδείγματα καὶ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ κάποιες φορὲς δὲν βρέθηκε, τελικῶς, στὴ σωστὴ πλευρὰ τῆς ἱστορίας καὶ φυσικὰ δὲν ἐκπροσωποῦσε αὐτὸ ποὺ λέμε Vox Dei (φωνὴ Θεοῦ).

Ἐπανέρχομαι στὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διευκρινίζω ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ὡς πλήρωμα, κλῆρος καὶ λαός μαζί, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποφαίνεται γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἐφόσον, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὴν ἀλήθεια διὰ τοῦ πληρώματος κλήρου καὶ λαοῦ τίθεται αὐτονόητα τὸ ἐρώτημα: Πῶς ἡ Ἐκκλκησία ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια; Πῶς θὰ μάθουμε τὴ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποὺ θὰ ἀναζητήσουμε τὴ σωστὴ ἑρμηνεία καὶ προσέγγιση τῶν συγχρόνων προκλήσεων καὶ προβλημάτων; Ἢ γιὰ νὰ τὸ θέσω διαφορετικά: Αὐτὸ τὸ “Vox Populi” ποῦ μποροῦμε νὰ τὸ συναντήσουμε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ;

Τὴν ἀπάντηση στὰ παραπάνω ἐρωτήματα τὴν καταθέτουν οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διὰ τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ διαχρονικῶς ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴ σοφία τῆς πατερικῆς Θεολογίας μοιράζομαι μαζὶ σας μία ἀπάντηση στοὺς ἀνωτέρω προβληματισμοὺς ἑρανιζόμενος τὸν σοφὸ λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος τονίζει ὅτι ἡ «Ἐκκλησία γὰρ συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα»[23], δηλαδὴ «Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς μιὰ συνεχὴς σύνοδος»[24]. Ἀντὶ ἄλλου σχολιασμοῦ[25] στὴν παραπάνω ἀπόφανση τοῦ μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας θὰ προσκομίσω τοὺς εὔστοχους λόγους τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου, τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐξεφώνησε κατὰ τὴν πρώτη Πανηγυρικὴ Συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας. Εἶπε ὁ Παναγιώτατος κατὰ τὴν εὔσημο ἐκείνη ἡμέρα: «Ἡ συνοδική διακυβέρνησις τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾷ τήν μόνην ἀσφαλῆ ἁγιοπνευματικήν ὁδόν, ἥτις καθηγιάσθη ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ συνειδήσει, διά πλήθους ἱερῶν κανόνων καί ἀποφάσεων Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί συνόλου τῆς μακραίωνος καί ἀδιαστάτου πράξεως τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Ὁσάκις ἐν τῇ ἱστορικῇ διαχρονίᾳ παρατηρεῖται ἔκπτωσις τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦτο ὑποδηλοῖ παρακμήν, φαλκίδευσιν τῶν ἀληθῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων καί στρέβλωσιν τῶν ὑγιῶν ἀρχῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου»[26].

Βεβαίως, κατὰ τὴν ἀστασίαστη μαρτυρία τῶν πηγῶν, στὶς Συνόδους μετέχουν μόνον οἱ Ἐπίσκοποι ἢ κατ᾽ ἐξαίρεση κληρικοὶ ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Ἐπισκόπων τους[27], ἀλλά, σὲ κάθε περίπτωση, ὡς ὀργανικὰ μέλη τῆς Συνόδου θεωροῦνται οἱ Ἐπίσκοποι[28] καὶ τοῦτο, διότι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ προεστὼς καὶ πρόεδρος τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἄρα ἐνσαρκώνει καὶ ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τῆς ὑπ᾽ Αὐτὸν Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἡ βαθύτατα θεολογικὴ αὐτὴ ἀρχὴ εἶναι ποὺ καθιερώνει στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐπισκοπική σύνθεση τῶν Συνόδων[29]. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν κεφαλαιώδους σημασίας ἐκκλησιολογικὴ καὶ κανονικὴ διάσταση ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι δὲν συμμετέχουν στὶς συνόδους μόνον ὡς φορεῖς τῆς πληρότητος τῆς Ἀρχιερωσύνης τους – σὲ ἕνα εἶδος συλλογικοῦ ὀργάνου ἔκφρασης τῆς αὐθεντίας τῶν Ἐπισκόπων – ἀλλὰ μετέχουν ὡς οἱ ὁρατὲς κεφαλὲς τοῦ Σώματος τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προείπαμε, τῆς Ὁποίας τὸ φρόνημα καὶ τὴν κοινὴ συνείδηση καλοῦνται νὰ καταθέσουν ἐν Συνόδῳ[30]. Γιὰ νὰ τὸ θέσω κάπως σχηματικά, οἱ Ἐπίσκοποι μετέχουν τῆς συνόδου ὄχι ὡς «πρόσωπα» ἀλλὰ ὡς ἐκπρόσωποι, «ὡς ἐκ προσώπου» τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἐπισκοπῆς τους.

«Κάθε ἄλλη πρακτική, κάθε ἀλλαγὴ τῆς ἐπισκοπικῆς δομῆς καὶ σύνθεσης τῆς συνόδου, προωθεῖ τὴν ἐξατομίκευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἀλλοιώνει τὸ κοινοτικὸ ἦθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας»[31] καὶ δυστυχῶς, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ ἀλλοίωση τοῦ συνοδικοῦ φρονήματος μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου αἰῶνα, μὲ τὶς μεικτὲς συνόδους, τὶς κληρικολαϊκὲς δηλαδὴ συνελεύσεις, ὅπου πλὴν τῶν Ἐπισκόπων ἀποφασιστικὴ ψῆφο, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν ἀρχιερέων ἔχουν καὶ ἕτεροι κληρικοὶ ἀκόμη καὶ λαϊκοί. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ κληρικοὶ ἢ καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀντιπρόσωποι μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον ἔχουν δικαίωμα ἰσότιμης πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους ψήφου, μποροῦν νὰ ψηφίσουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τους, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ διάσπαση  τῆς ἑνότητας τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.

Ἄν, λοιπόν, ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, ἄν δηλαδὴ οἱ ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας διακανονίζονται ἀπὸ τὶς Συνόδους, τὸ εὔλογο ἐρώτημα ποὺ ἀναφύεται εἶναι «μὲ ποιὰ κριτήρια θὰ διακρίνει ἡ Ἐκκλησία τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ»; Καὶ ἀκόμα, «εἶναι πάντα τόσο ξεκάθαρη ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ, ὅσο ἦταν στὴν περίπτωση τοῦ Μεδιολάνων Ἀμβροσίου καὶ τοῦ Δορυλαίου Εὐσεβίου ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή»; Σίγουρα ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι μονοσήμαντη καὶ εὐδιάκριτη∙ χωρὶς νὰ ὑπεισέλθω σὲ ἀχρείαστες λεπτομέρειες καὶ κουραστικὴ περιπτωσιολογία ὑπογραμμίζω δύο βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές. Πρῶτον, ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως δὲν ἐκφράζεται «οὔτε ἀπὸ διασκορπισμένους ἰδιώτες, μοναχοὺς, θεολόγους, πρεσβυτέρους, διακόνους ἢ αὐτονομημένους ἐπισκόπους, οὔτε καὶ ἀπὸ ὁμάδες μοναχῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἄτυπα ἐκκλησιαστικὰ σώματα δὲν ἀποτελοῦν Ἐκκλησία ἀλλ᾽ ἀπλῶς καὶ μόνον μορφώματα ἐκκλησιαστικότητος»[32]. Καὶ δεύτερον, ποτὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν υἱοθέτησε τὴ λογικὴ τῶν ἀριθμῶν, διότι αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι σὲ ἱστορικὲς περιόδους, ποὺ ἡ πλειοψηφία εἶχε προσχωρήσει στὴν αἵρεση καὶ τὴν κακοδοξία, ἡ Ἐκκλησία θὰ ὄφειλε νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὴν ἄποψη τῶν πολλῶν. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ποτὲ δὲν ἐκδέχονται τὴν κοινὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μὲ κριτήρια ποσοτικά. Ἡ καθολικότητα τῆς ἀληθείας δὲν εἶναι μέγεθος ἀριθμητικό[33] καὶ ἑπομένως, «καμμία πλειοψηφία δικανικοῦ τύπου ἢ πλειονοψηφικοῦ ἀθροίσματος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει κριτήριο αὐθεντίας καὶ ἀλήθειας»[34] γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Νομίζω ὅτι ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπισήμανση περὶ τῆς λογικῆς τῶν ἀριθμῶν θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε μία ἀκόμα χρήσιμη διάκριση ἀνάμεσα σὲ αὐτὸ ποὺ ἤδη ἀναφέραμε ὡς Vox Populi (φωνὴ λαοῦ) καὶ ἑνὸς κοινωνικοῦ μεγέθους, τὸ ὁποῖο σχηματικῶς ἀποκαλοῦμε «κοινὴ γνώμη», καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μοιάζει μὲ τὴ Vox Populi ἐξωτερικῶς, ἀλλὰ διαφοροποιεῖται θεμελιωδῶς κατὰ τὴν οὐσία του. Ἡ πρώτη καὶ βασικὴ διαφορά, ἤδη ἐλέχθη. Ἡ «κοινὴ γνώμη» εἶναι πάντοτε μέγεθος ἀριθμητικό, ποσοτικὸ καὶ ἄρα μετρήσιμο. Ἐξ ἀντιθέτου, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ, δὲν εἶναι πάντοτε μέγεθος ἀριθμητικὸ καὶ ποσοτικό. Ἀκόμη, ἡ «κοινὴ γνώμη» διαμορφώνεται καὶ μεταβάλλεται ταχύτατα καί, μάλιστα, ὑπὸ τὸ κράτος τῆς καταιγιστικῆς ἐπικαιρότητας, ὅπως ἀναφέραμε χαρακτηριστικὰ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ραδιοφωνικῆς προπαγάνδας τοῦ λαοῦ τῆς Ρουάντα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ, διαμορφώνεται συνήθως σὲ μιὰ χρονοβόρα καὶ μακρόσυρτη καὶ ὄχι πάντα γραμμικὴ διαδικασία[35] καὶ σίγουρα δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν κοινὴ γνώμη, τῆς ὁποίας ἀποτύπωση, ἔστω καὶ βραχυπρόθεσμη, ἀποτελοῦν οἱ δημοσκοπήσεις. Βεβαίως, ἄν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἀντικειμενικοὶ καὶ ἐπιστημονικὰ ἀκριβεῖς ὑπάρχουν πάρα πολλὲς ἀντιρρήσεις στὸ ἂν τελικῶς «κοινὴ γνώμη» εἶναι αὐτὸ ποὺ μετροῦν τὰ ἱνστιτοῦτα δημοσκοπήσεων[36] μὲ κατευθυνόμενες ἐρωτήσεις, ἀλλὰ αὐτὸ θαρρῶ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο μιᾶς ξεχωριστῆς διάλεξης, ποὺ θὰ πρέπει νὰ δώσει κάποιος περισσότερο εἰδήμων σὲ σχέση μὲ τὸν ὁμιλοῦντα.

Θεωρῶ πάντως ὅτι αὐτὴ ἡ ψευδαίσθηση ὅτι ἡ «κοινὴ γνώμη» ταυτίζεται πάντοτε μὲ τὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ πάρα πολλὰ προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ὑπερτροφικὴ καὶ ἐξωθεσμικὴ ἔκφραση τῆς «κοινῆς γνώμης» πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὶς δημοκρατικὲς διαδικασίες, πρᾶγμα ποὺ ὠθεῖ τὴν κοινωνία σὲ μιὰ ὀχλοκρατία, ἐνῷ ἀντίθετα ἡ περιστολὴ τῆς ἐλεύθερης ἔκφρασής της μεταμορφώνει τὸ Κράτος σὲ καθεστὼς καὶ μάλιστα ἀπολυταρχικό.

  1. Διαδίκτυο. Παραφωνίες καὶ παράτιτλα.

Ἐμεῖς συνεχίζουμε μελετώντας τὰ δεδομένα τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ  στὸ διαδίκτυο, τὸ ὁποῖο, σὲ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις, ἔχει εἰσβάλει στὴν καθημερινότητά του σύγχρονου ἀνθρώπου καὶ ἀπειλεῖ νὰ κυριαρχήσει σὲ κάθε τομέα τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητος. Ἀνέφερα τὸν περασμένο Σεπτέμβριο, στὴ Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὅτι ἡ Τεχνητὴ Νοημοσύνη εἶναι μιὰ πραγματικότητα ἡ ὁποία ἦρθε καὶ δὲν θὰ φύγει. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε μὲ αὐτὴν τὴ νέα πραγματικότητα. Προφανῶς, ἡ σφαῖρα τῆς θρησκευτικότητος καὶ τῆς πίστεως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μείνει ἀλώβητη ἀπὸ αὐτὴν τὴ νέα κατάσταση. Ἡ βιβλιογραφία γιὰ τὴ σχέση διαδικτύου καὶ θρησκείας εἶναι πιὰ ἀπέραντη καὶ δὲν καταλείπεται οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι τὸ διαδίκτυο ἐπηρεάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας θρησκεύεται. Ἀπὸ σχετικὴ ἔρευνα μάλιστα, τοῦ ἔγκριτου Ἀμερικανικοῦ Ἰνστιτούτου Pew Research Center προκύπτει ὅτι τὸ 67% τῶν “religion surfers”, τῶν «θρησκευομένων τοῦ διαδικτύου», ἔχουν ἀναζητήσει πληροφορίες σχετικὲς μὲ τὴν δικὴ τους θρησκευτικὴ παράδοση, ἐνῷ τὸ 62% πιστεύει ὅτι στὸ διαδικτύο ὑπάρχει ὑλικὸ ποὺ προάγει τὴν ἀνεκτικότητα στὴ θρησκευτικὴ ἑτερότητα[37]. Τελικῶς, τὸ διαδίκτυο εἶναι ὁ ἰδανικὸς χῶρος γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουν νέοι κόσμοι, ποὺ μειώνουν τὶς ἀβεβαιότητες τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ διαδίκτυο δὲν σκοτώνει τὴ θρησκεία, σίγουρα ὅμως, ἀλλάζει δραματικὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἀνθρώπος σχετίζεται μὲ αὐτήν, μειώνοντας τὶς δεσμεύεις σὲ παραδοσιακὰ καὶ ἀποκλειστικὰ σχήματα καὶ προάγοντας μιὰ περισσότερο «πλουραλιστικὴ» προσέγγιση.

Παρὰ τὰ ἐνδεικτικὰ στοιχεῖα τῶν ἐρευνῶν ποὺ παρουσιάστηκαν καὶ δείχνουν μιὰ ἐνίσχυση τῆς θρησκευτικῆς ἀνεκτικότητας στὸ διαδίκτυο, ὑπάρχει, ὅπως πάντοτε, καὶ ἡ ἄλλη πλευρά. Στὰ καθ᾽ ἡμᾶς, δηλαδὴ στὸ ἑλληνόφωνο διαδίκτυο, παρουσιάζεται μία μερίδα πιστῶν – οἱ ὁποῖοι μάλιστα αὐτοπροσδιορίζονται καὶ ὡς ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξοι – οἱ ὁποῖοι, πιστεύοντας ὅτι εἶναι κάτι ἀνάμεσα στὸν προφήτη Ἡλία ποὺ διέταξε τὴ σφαγὴ τῶν ἱερέων τοῦ Βαὰλ[38] καὶ τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐπισκόπου Ἐφέσου, τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέγραψε τὸν ὅρο τῆς Ἑνώσεως τῆς Συνόδου τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας[39], ἔχουν ἀποδυθεῖ σ᾽ ἕναν ἀνηλεῆ πόλεμο κατὰ Προκαθημένων, Ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ πρὸς κάθε θεσμικὴ ἔκφανση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι τὰ διάφορα συνοδικὰ ὄργανα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νομίζοντας ὅτι ἐκφράζουν τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἢ ἀκόμα χειρότερα τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἐκστομίζουν ἀκατονόμαστες κατηγορίες, ἐνίοτε καὶ ὕβρεις μὲ τὸ πρόσχημα τῆς δῆθεν ὁμολογίας τῆς Πίστεως καὶ τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν, ποὺ οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν, κατὰ τὴν ἄποψή τους, ἐκποιήσει.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία διὰ στόματος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προειδοποιεῖ ὅτι ὅσοι ἐπιχειροῦν τὴν κατασυκοφάντηση ἐκκλησιαστικῶν προσώπων εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι: «τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐταξίαν συγχεῖν καὶ ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καὶ συκοφαντικῶς αἰτίας τινὰς κατὰ τῶν οἰκονομούντων τὰς ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδὲν ἕτερον, ἢ χραίνειν τὰς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καὶ ταραχὰς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες»[40]. Καὶ τοῦτο, διότι «Οὐκ ἐπαύσατο ποτὲ ὁ πολέμιος ἡμῶν Σατὰν διὰ συκοφαντίας μολύνων τὰς ὑπολήψεις τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων, καὶ μᾶλλον τῶν ἐπισκόπων»[41], κατὰ τὸ σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 12ο αἰ. καὶ ὁ ὁποῖος, ἀδυνατῶ νὰ φανταστῶ σὲ ποιό σχολιασμὸ θὰ προέβαινε ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας καὶ διεπίστωνε τὸ μίσος ποὺ ἔχει κατακλύσει τὸ  διαδίκτυο, τὸ ὁποῖο δηλητηριάζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλλὰ καί, ἐν γένει, τὴν κοινωνικὴ ζωή. Διότι, γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ δὲν διαθέτουμε τὴν ἀποκλειστικότητα σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὁποιoδήποτε πρόσωπο κινεῖται στὴ δημόσια σφαῖρα, ἔχει βρεθεῖ κάποια στιγμὴ ἢ βρίσκεται ἐξακολουθητικῶς στὸ «μάτι τοῦ κυκλώνα» τῆς συκοφαντίας.

Βεβαίως, ὅλοι τὸ γνωρίζουμε ὅτι ἡ συκοφαντία εἶναι ἡ δύναμη τῶν δειλῶν, ὅλων αὐτῶν ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὸ πληκτρολόγιο καὶ πολεμοῦν ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, μὲ ἀνώνυμους καὶ κρυφοὺς λογαριασμοὺς στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, διότι πίσω ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία τοῦ διαδικτύου, νιώθουν ἰσχυροὶ, κυρίως μάλιστα, ὅταν καταφέρονται ἐναντίον δημοσίων καὶ θεσμικῶν προσώπων. Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα κινοῦνται καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐπικαλούμενοι, δῆθεν, λόγους πίστεως ἢ ἀντίστοιχα τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, ἀσκοῦν κριτικὴ μόνο ἀρνητική, στοχευμένη καὶ κακοπροαίρετη. Κριτικὴ δηλαδὴ ποὺ δὲν οἰκοδομεῖ ἀλλὰ καταστρέφει. Αὐτὴ ἡ στάση βέβαια, φανερώνει ὄχι μόνο μιὰ φοβερὴ οἴηση καὶ ὑψηλοφροσύνη, ἡ ὁποία βαπτίζεται ζῆλος ἢ δικαίωμα στὸ δημόσιο λόγο, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἀποδεικνύει ὅτι στὸ βάθος ὑπάρχουν τεράστια συμπλέγματα καὶ διαταραχὲς τοῦ ψυχισμοῦ καὶ συνάμα ἀπουσία πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ζωῆς καὶ κοινωνίας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον ἡ ὕπαρξή τους δὲν νοηματίζεται ἀπὸ τὸν Χριστό, κάπως πρέπει τὸ ὑπαρξιακὸ αὐτὸ κενὸ νὰ πληρωθεῖ. Ὅταν δὲν ζῶ μὲ πληρότητα τὴ δική μου ζωὴ, τότε ἀρχίζω νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὶς ζωὲς τῶν ἄλλων. Ὅταν δὲν ζῶ μὲ πληρότητα τὴ δική μου ζωὴ, τότε ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἐχθρὸ γιὰ νὰ ὑπάρξω, ἀντλῶ νόημα ζωῆς ὅταν ἔχω κάποιον ἀπέναντί μου νὰ πολεμήσω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει κάποιος ἐχθρὸς γιὰ νὰ συγκρουστῶ μαζί του, πρέπει νὰ τὸν κατασκευάσω, διότι χωρὶς ἐχθροὺς θὰ ἀπομείνω νὰ ἀναρωτιέμαι σὰν τὸν Καβάφη:

«Καὶ τώρα τί θὰ γένουμε χωρὶς βαρβάρους.

Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις»[42].

  1. O tempora! O mores!”[43]– Ἐπικίνδυνες παραμορφώσεις.

Δυστυχῶς, ἡ πραγματικότητα τοῦ Διαδικτύου δὲν εἶναι δι᾽ ὅλου ποιητική. Τὸ φαινόμενο τῶν συκοφαντικῶν ἐπιθέσεων, τῶν χυδαίων ὕβρεων, τῶν ἀνυπόστατων κατηγοριῶν μὲ τὶς πιὸ ἀπίθανες ἀφορμὲς ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ μιὰ πραγματικὴ καὶ ἀνεξέλεγκτη μάστιγα. Ἔτσι ἔχει δημιουργηθεῖ τὸ φαινόμενο τῶν “haters” τοῦ διαδικτύου –«ἄνθρωποι ποὺ μισοῦν», ἴσως εἶναι μιὰ ἀπόδοση τοῦ ὅρου στὰ ἑλληνικά- ἐφόσον στὶς ἀναρτήσεις τους ἐκφράζουν συστηματικὰ ἀρνητικότητα, εἰρωνεία καὶ ἐπιθετικότητα. Μερικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν “haters” εἶναι ὅτι προσβάλλουν ἢ ὑβρίζουν χωρὶς λόγο καὶ μὲ πρόφαση τὴν καλόπιστη κριτική. Χλευάζουν καὶ γελοιοποιοῦν, κάνοντας τοξικὰ καὶ κακεντρεχῆ σχόλια γιὰ νὰ προκαλέσουν. Στοχοποιοῦν ἐπανειλημμένως κάποιο πρόσωπο (cyberbullying) καὶ ἐνεργοῦν μὲ ἀνωνυμία ἢ ψευδώνυμο. Διακατέχονται ἀπὸ ἀνασφάλεια καὶ φθόνο. Ἐπιθυμοῦν νὰ ἑλκύσουν τὴν προσοχὴ τῶν ἄλλων. Κυνηγοῦν τὸ αἴσθημα τῆς ἀνωτερότητος, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐλέγχουν κακόπιστα θεσμικὰ καὶ ὑψηλόβαθμα δημόσια πρόσωπα. Ἐπιδιώκουν νὰ ἐπιβάλλονται καὶ ἐνθαρρύνονται ἀπὸ τὸ λεγόμενο ἀνώνυμο θάρρος (δηλαδὴ γράφουν πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἔλεγαν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο) καὶ ἀσφαλῶς ἔχουν ἔλλειψη παιδείας καὶ ἐνσυναίσθησης. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, μάλιστα, οἱ “haters” εἶναι καὶ ψυχικῶς διαταραγμένες προσωπικότητες. Ἀσφαλῶς σὲ ὅλα αὐτὰ συντελεῖ ὄχι μόνον ἡ τεράστια ἀνάπτυξη τοῦ διαδικτύου καὶ ἡ μαζικὴ συμμετοχὴ τῶν ἀνθρώπων στά, λεγόμενα, μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπουσία ἀποτελεσματικοῦ ρυθμιστικοῦ πλαισίου ποὺ νὰ περιορίζει ἤ νὰ ἐλέγχει τὸ φαινόμενο. Ὅλα αὐτὰ κάνουν τὸ πρόβλημα νὰ μοιάζει ἀκόμη μεγαλύτερο καὶ τὶς προοπτικὲς ἀνάσχεσής του, μᾶλλον, δυσδιάκριτες. Δὲν ξέρω ἂν αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπαισιόδοξη θέαση τῆς πραγματικότητος, σίγουρα ὅμως εἶναι ἀρκετὰ ρεαλιστική.

Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία δὲν πορεύεται στὴν ἔγχρονη προοπτική Της μὲ τὸν ρεαλισμό -οὔτε ἀσφαλῶς μὲ τὴν οὐτοπία- ἀλλὰ προσηλωμένη στὴν ἐσχατολογικὴ αἰσιοδοξία τῶν λόγων τοῦ Κύριου: «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», (Μτ. ιϚ’, 18). Τοῦτο, ἀσφαλῶς, δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἐθελοτυφλοῦμε καὶ νὰ ἀφήνουμε τὴ σήψη νὰ ἐπεκτείνεται, ἀντιθέτως χρειάζεται ἐγρήγορση ἀλλὰ καὶ συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους καὶ τοῦ βάθους τοῦ προβλήματος, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ διαμάχη, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπῆρξαν, μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ μιὰ νεοφανής κατάσταση, πραγματικότητα, ἐνδεχομένως καὶ αἵρεση, ποὺ δυναμιτίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπειλεῖ νὰ διαβρώσει τὸ ἦθος τῶν πιστῶν, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ εἶναι ἐσχατολογικὸ καὶ ὄχι κοσμικό[44]. Τὸ ἴδιο, βεβαίως, μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ κατ᾽ ἀναλογίαν στὸ δημοκρατικὸ φρόνημα τῶν ἀνθρώπων ἄν οἱ κρίσεις ἐργαλειοποιηθοῦν καὶ ἄν τὰ πρόσωπα στοχοποιηθοῦν μεθοδευμένα καὶ ἐντατικὰ ἀπὸ τὸ διαδίκτυο.

Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα τίθεται, τὸ ὀχληρὸ ἐρώτημα: Ἀλλοιώνεται τὸ ἦθος καὶ ἡ ποιότητα τῆς Δημοκρατίας ὅταν τὰ παιδιά μας μεγαλώνουν σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ συνεχῶς ἀρνεῖται, ὑβρίζει, συκοφαντεῖ καὶ ἐξουθενώνει τοξικὰ θεσμοὺς καὶ πρόσωπα; Ἀλλοιώνεται τὸ δημοκρατικὸ φρόνημα ὅταν σήμερα μεγάλο μέρος τῶν διαδικτυακῶν σχολιασμῶν προέρχεται ἀπὸ τούς “haters”; Ἄν θεωρήσουμε ὅτι οἱ “haters” ἔχουν καταφέρει, κάποιες φορὲς νὰ διαβρώσουν, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σκέφτονται καὶ ἐκφράζονται καί, ἑπομένως, ἀποφασίζουν οἱ πολίτες, τότε φαίνεται νὰ ὑπάρχει πρόβλημα. Μπορεῖ παραδοσιακὰ οἱ “haters” νὰ μὴν ἀπειλοῦν ἄμεσα τὴ δημοκρατία ἢ τὸ Σύνταγμα μιᾶς χώρας μὲ τὴν ἔννοια τῆς παρεμβάσεως σὲ ἐκλογικὲς διαδικασίες, ὅμως διαβρώνουν τὴν ποιότητα τοῦ λόγου καὶ τὴ συμμετοχὴ στὸ δημόσιο διάλογο. δημιουργοῦν κλίμα φόβου καὶ σιωπῆς, ἀφοῦ κάποιοι πολίτες ἐξ αἰτίας τους διστάζουν νὰ ἐκφράσουν τὴν ἄποψή τους στὸ διαδίκτυο, γιατὶ θὰ δεχθοῦν ἐπιθέσεις, εἰρωνεῖες καὶ δημόσιο εὐτελισμό. σπέρνουν πόλωση καὶ διχασμό, ἀφοῦ συνήθως εἶναι ἀπέναντι σὲ ὅλα (εἶναι ἀντί). ὑπονομεύουν τὸ δημόσιο διάλογο μὲ φωνὲς ποὺ θολώνουν. δημιουργοῦν θόρυβο χωρὶς λογικὴ ἐπιχειρηματολογία. παραπληροφοροῦν μὲ ψευδεῖς εἰδήσεις καὶ θεωρίες συνωμοσίας ἢ μὲ διαστρέβλωση τῶν γεγονότων. καὶ τέλος, στοχοποιοῦν πρόσωπα. καὶ ὅταν τὰ κάνουν ὅλα αὐτά, τότε ναὶ, ἔχουμε μιὰ φτωχότερη καὶ ρηχὴ δημοκρατία καὶ μιὰ λαϊκὴ βούληση βασισμένη στὸ ψέμα, στὴν παραπληροφόρηση καὶ στὴν προπαγάνδα. Τότε ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ (Vox Populi) δὲν εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ (Vox Dei) ἀλλά μετατρέπεται σὲ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄν καὶ ὁ Θεὸς δὲν ὀργίζεται ἀλλὰ ἀναφέρομαι, ὅπως καταλαβαίνετε, σὲ μιὰ παράφραση τοῦ θυμόσοφου λαοῦ μας ποὺ λέει: «Φωνὴ λαοῦ, ὀργὴ Θεοῦ».

  • Εὐχαριστήριος ἀποφώνησις.

Τελειώνοντας θὰ ἤθελα νὰ μοιραστῶ μαζὶ σας κάποια στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἐνθαρρυντικὰ καὶ αἰσιόδοξα. Οἱ λεγόμενοι “haters,” ποὺ φαίνεται νὰ ἀντιπροσωπεύουν τὴ φωνὴ τοῦ διαδικτύου, εὐτυχῶς εἶναι οἱ λίγοι. Σύμφωνα μὲ πολλὲς κοινωνιολογικὲς καὶ ψυχολογικὲς μελέτες μόλις τὸ 1 ἕως 5 % τῶν χρηστῶν τοῦ διαδικτύου εἶναι τοξικό καὶ παράγει μισαλλόδοξο περιεχόμενο. Αὐτὸ τὸ ποσοστὸ δυστυχῶς εἶναι ὑπερδραστήριο στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως καὶ παράγει δυσανάλογα μεγάλο ὄγκο ἀναρτήσεων καὶ σχολιασμῶν μὲ ἀρνητικὸ περιεχόμενο, εἶναι συχνὰ ὀργανωμένο, ἔχει, ὅπως εἴπαμε, ἐπιθετικὸ χαρακτῆρα καὶ στοχεύει στὸ νὰ ἐκφοβίσει τοὺς ὑπολοίπους ἤ καὶ νὰ τοὺς φιμώσει.

Ὡστόσο, ἡ πλειοψηφία, δηλαδὴ τὸ 70-90%, εἶναι σιωπηλή καὶ δὲν συμμετέχει ἐνεργὰ σὲ σχόλια ἤ ἀντιπαραθέσεις. Αὐτὸ τὸ κοινὸ ὀνομάζεται «σιωπηλή πλειοψηφία» (silent majority) ἢ «παθητικὸ κοινὸ». Πολλοὶ σιωποῦν ἀπὸ φόβο διότι δὲν ἀντέχουν τὴ φθορὰ τοῦ διαδικτυακοῦ διασυρμοῦ. Ἄλλοι σιωποῦν ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ μιλήσουν καὶ νὰ ἐμπλακοῦν σὲ ἕναν τοξικό ψηφιακὸ διάλογο, μὲ ἕναν διαλεγόμενο ἑταῖρο ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος φθόνο καὶ δὲν πρόκειται νὰ πεισθεῖ περὶ τῆς ἀντιθέτου ἀπόψεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε κατ᾽ ἀκρίβειαν τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ (Vox Populi) στὸ διαδίκτυο, διότι ἐκεῖ ἐπικρατεῖ περισσότερο ὁ θόρυβος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ φωνασκοῦσα μειονότητα παρὰ ἡ ἀλήθεια ἡ ὁποία δὲν ἐκφράζεται ἀπὸ τὴ σιωπῶσα πλειονότητα.

Πιστεύω ὅτι ἀξίζει στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἀπευθυνθοῦμε σήμερα σὲ ὅλα τὰ δημόσια πρόσωπα, εἴτε αὐτὰ εἶναι πολιτικά εἴτε ἀκαδημαϊκά εἴτε ἐκκλησιαστικά, καὶ νὰ τοὺς προτρέψουμε νὰ μὴν ἀναλώνονται, νὰ μὴν ἀναλωνόμαστε – βάζω καὶ τὸν ἑαυτό μου μέσα – καὶ νὰ μὴν καταναλώνουμε ἀνθρώπινη ἐνέργεια, προσπαθώντας νὰ ἑρμηνεύσουμε ἢ νὰ κατανοήσουμε τὰ τοξικὰ σχόλια τοῦ διαδικτύου. Ἀντ᾽ αὐτοῦ θὰ ἦταν ὠφέλιμο καὶ λυσιτελὲς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν κοινωνία καὶ γιὰ τὴ δημοκρατία, νὰ ἀσχοληθοῦμε ὅλοι οἱ τὰ κοινὰ φέροντες μὲ τὴν πλειοψηφία. Καὶ ξέρετε ποιὰ εἶναι ἡ πλειοψηφία;

«Μιὰ μεγάλη μάστιγα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ μοναξιά, ἡ ὁποία ἀγγίζει ἑκατομμύρια συνανθρώπους μας δίχως ἐξαιρέσεις. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄσημοι καὶ διάσημοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, ὅλοι μας εἴχαμε κάποτε, κάποια ἐμπειρία μοναξιᾶς. Βέβαια, ἡ πιὸ σκληρὴ μοναξιὰ δὲν εἶναι ὅταν εἶσαι μόνος ἀλλὰ ὅταν, ἐνῶ βρίσκεσαι ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, αἰσθάνεσαι μόνος. Ἡ πιὸ σκληρὴ μοναξιὰ εἶναι ὅταν εἶσαι μὲ κάποιο πρόσωπο ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ μιλήσεις ἐλεύθερα ἤ ὅταν λὲς ἕνα ἁπλὸ καὶ εὔκολο «καλὰ εἶμαι» γιὰ νὰ μὴ σὲ ρωτήσουν κάτι παραπάνω. Ἡ πιὸ σκληρὴ μοναξιὰ εἶναι ὅταν ἐνῶ βρίσκεσαι σὲ μιὰ σχέση, δὲν αἰσθάνεσαι τὸ «μαζί» ἤ τὸ «ἐμεῖς». Αἰσθάνεσαι ὅτι βρίσκεσαι ἐκεῖ γιὰ νὰ καλύψεις κενὰ καὶ ἀνάγκες χωρὶς ὅμως νὰ βιώνεις τὸ αἴσθημα τῆς πληρότητας. Κυρίως καὶ πρωτίστως ὅμως, ἡ πιὸ σκληρὴ μοναξιὰ εἶναι ὅταν βιώνεις τὴν καθημερινότητά σου χωρὶς τὸν Θεὸ »[45].

Ἡ πλειονότητα τοῦ λαοῦ μας εἶναι αὐτοὶ πού βασανίζονται ἀπὸ μοναξιά. Ἄν καταφέρουμε νὰ μιλήσουμε στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς ἐνεργοποιήσουμε, τότε θὰ ἀλλάξουν πολλὰ καὶ σίγουρα ἡ ὑγιὴς φωνὴ θὰ διαχυθεῖ στὸ διαδίκτυο καὶ θὰ ὑπάρξει καὶ ἐκεῖ ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ. Ὁ λαὸς μας λέει ὅτι: «τὸ κακὸ θεριεύει ὅταν οἱ καλοὶ ἄνθρωποι δὲν κάνουν τίποτε». Ξέρετε, ὑπάρχουν πολλοὶ καλοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν κάνουν τίποτε. Ἡ ἁδράνεια τῆς σιωπηλῆς πλειοψηφίας εἶναι τελικῶς ποὺ ἐπιτρέπει στοὺς λιγοστοὺς τοῦ διαδικτύου νά διαμορφώνουν εἰκόνα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ Δημοκρατία, ἡ ὁποία ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινή.

Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀπειλεῖται ἀπὸ διωγμοὺς. Ἡ Δημοκρατία ἀντιστοίχως δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ δικτάτορες ἢ ὅπλα. Τόσο τὸ ἐκκλησιαστικό ὅσο καὶ τὸ δημοκρατικό φρόνημα ὅμως ἀπειλοῦνται ἀπὸ τὴ διάβρωση τῆς ποιότητας τοῦ διαλόγου καὶ ἀπὸ τὴ διάχυση ψηφιακῆς τοξικότητας. Ἄν αὐτὸ τὸ φαινόμενο δὲν τὸ ἀντιμετωπίσουμε ἐνεργὰ μὲ τὴ θετικὴ συμμετοχή μας στὸν δημόσιο διαδικτυακὸ διάλογο τότε κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε ὄχι τὸ δικαίωμα νὰ μιλοῦμε ἀλλὰ τὴ διάθεση νὰ ἀκοῦμε.

Ἐπιτρέψατέ μου, κλείνοντας, νὰ σημειώσω μιὰ σκέψη, μιᾶς καὶ βρισκόμαστε μέσα στὴν ἀναστάσιμη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου μετὰ τὴ Σταύρωση του Διδασκάλου, κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸν φόβο, ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς, τοὺς βρίσκει πίσω ἀπὸ κλεῖστες θύρες «διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. κ, 19), σιωπηλοὺς καὶ τρομοκρατημένους ἀπέναντι στὸ κατεστημένο. Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς δίδει θάρρος; Ἀσφαλῶς, ἕνα καὶ μόνον∙ ὅ,τι πιστοποιοῦν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, βλέπουν τὸν Ἀναστημένο Κύριο καὶ τότε συνειδητοποιοῦν τί σήμαιναν τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ λίγο καιρὸ πρίν: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. ιϚ’, 33).

Αὐτὴ ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση εἶναι ποὺ θὰ τοὺς κάνει νὰ ξανοιχτοῦν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα γιὰ νὰ φέρουν τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ τοὺς φοβίζει τίποτα καὶ κανείς. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, δὲν φοβᾶται τίποτα καὶ κανέναν, οὔτε τοὺς “haters”, oὔτε τοὺς ὑβριστές, οὔτε τοὺς συκοφάντες, διότι πιστεύει στὴν Ἀνάσταση καὶ δὲν κρύβεται πίσω ἀπὸ κλειστὲς θῦρες. Αὐτὸ πρέπει νὰ κάνει ὁ λαός μας, μὲ ἀκλόνητη πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν ὀχυρώνεται πίσω ἀπὸ κεκλεισμένες διαδικτυακὲς θῦρες ἀλλὰ μὲ θάρρος, παρρησία, κοσμιότητα, εὐγένεια καὶ ἦθος νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη του, καὶ νὰ καταθέτει τὸν λόγο του γιὰ τὰ κοινά, παντοῦ καὶ πάντα, καὶ ἀσφαλῶς καὶ στὸ διαδίκτυο.

Καὶ τότε ἡ φωνή τοῦ λαοῦ θὰ εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ!

               Παναγιώτατε Σᾶς εὐχαριστῶ.

               Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους γιὰ τὴν ὑπομονὴ σας καὶ τὴν προσοχὴ σας.


[1] Ἡ φράση, συνήθως, ἀπαντᾶ ὡς “Vox Populi, Vox Dei” (φωνὴ Λαοῦ, φωνὴ Θεοῦ) καὶ στὴν ὁλότητά της ἔχει ὡς ἑξῆς: “Nec audiendi qui solent dicere: Vox populi, vox Dei. Cum tumultuositas vulgi semper insaniae proxima sit”. Ἀποδίδεται στὸν Ἀλκουῖνο τῆς Ὑόρκης, Flaccus Albinus Alcuinus‎‎, Ep. CLXVI- Capitulare Admonitionis ad Carolum IX, PL 100, 438 A.

[2] Πρβλ. Ἀρχιμ. Βασιλείου (Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων), Ἀποτυπώματα, Ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος, 2024, σ. 7.

[3] Γ. Φλορόφσκυ (μετ. Π. Πάλλη), Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1979, σ. 224-225.

[4] Paulinus Mediolanensis, Vita sancti Ambrosii, PL 14, 29 A.

[5] Περὶ τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου γενικῶς, βλ. Σ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα, 1990, σ. 644-666∙ A. Berardino & J. Quasten, Patrology, v. IV, Christian Classics Inc., Westminster, Maryland, 1980, σ. 144-180.

[6] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἐπ. ρϰζ΄, Ἀμβροσίῳ Ἐπισκόπῳ Μεδιολάνων, PG 32, 709 D.

[7] Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α΄, Ἀθήνα, 32002, σ. 604 καὶ ἑξ.

[8] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις, PG 76, 41D.

[9] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἔνθ. ἀν., 44Α.

[10] Λουκιανοῦ τοῦ Σαμοσατέως, Διόνυσος, στὸ Lucian, with an English Translation: Loeb Classical Library (Ed. A. M. Harmon), v. 1, The MacMillan Co, New York, 1913, σ. 57

[11] Βλ. περισσότερα παραδείγματα στὸ Ε. Λιανοῦ-Λιάντη, «Παράγοντες Διαμόρφωσης τοῦ Vox Populi στὴν Ἱστορικὴ Πορεία τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ», ἱστοσελίδα https://www.parathemata.com/2014/05/vox-populi.html, (προσπέλαση 8/04/2025).

[12] Ε. Λιανοῦ-Λιάντη, ἔνθ. ἀν.

[13] Vincentii Lerinensis, Communitorium Primum II, PL 50, 640.

[14] Ἁ. Ἀλιβιζάτου, «Περὶ τῆς Φύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐξ Ἐπόψεως Ὀρθοδόξου», Θεολογία ΚΑ΄ (1) 1950, σ. 35.

[15] Βλ. Socrates (469-399 B.C.) στὸ Τhe Cambridge Dictionary of Philosophy (Ed. R. Audi), Cambridge University Press, N. York, 21999, σ. 859-860.

[16] «Ὁ Πελλοπονησιακὸς Πόλεμος» στὸ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδ. Ἀθηνῶν (Παραπολιτικὰ Ἐκδ. Α.Ε.), Ἀθήνα, 32015, τ. 5, σ. 180-236 & τ. 6, σ. 13-91.

[17] G. Phillips & L. Sandy, “Slavery and the ‘American Way of War’, 1607–1861”, Comparative Studies in Society and History, 63 (4), 2021, pp. 825 – 850.

[18] K.-G. Karlsson & M. Schoenhals, Crimes against humanity under communist regimes, Forum for Living History, Stockholm, 2008, σ. 9-87.

[19] R. J. Evans, The Coming of the Third Reich, Penguin Books, NewYork, 2005, σ. 367 κ. ἑξ.

[20] Y. Jisheng, Tombstone: The Great Chinese Famine 1958-1962, Farrar, Straus and Giroux, NewYork, 2012, σ. 403 κ. ἑξ.

[21] https://www.bbc.com/news/world-africa-26875506, (προσπέλαση 8/04/2025).

[22] https://www.hrw.org/news/2013/03/05/venezuela-chavezs-authoritarian-legacy, (προσπέλαση 8/04/2025).

[23] Ἰωάννου τοῦ Χρυστοστόμου, Εἰς τὸν ρμθ’ Ψαλμόν, PG 55, 493.

[24] Ἱεροθέου (Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου), Τὸ Συνοδικὸ καὶ Ἱεραρχικὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ Ἀναφορὰ στὸ Οὐκρανικὸ Πρόβλημα, Ἑκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) Λιβαδειά, 2019, σ. 194.

[25] Βλ. γιὰ γενικότερο σχολιασμὸ Ἱεροθέου (Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου), «Ἐκκλησία Συστήματος καὶ Συνόδου ἐστὶν ὄνομα» στὸ Ἀχιλλίου Πόλις (3) 2020, σ. 39-46.

[26] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, «Νουθετήριος Λόγος κατά τήν Α´ Πανηγυρικήν Συνεδρίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας», Σύδνεϋ, 6 Ὀκτωβρίου 2024, (Ἀδημοσίευτος).

[27] Νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὴν πρὸ τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας περίοδο, στὴ Σύνοδο μετέχουν σὲ κάποιες ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις περιπτώσεις ἀκόμη καὶ λαϊκοί, ἀλλ᾽ αὐτὸ συνέβαινε γιὰ εἰδικοὺς λόγους καὶ ἦταν ἐξαίρεση.

[28] Β. Φειδᾶ, «Ἡ Αʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος: προβλήματα περὶ τὴν σύγκλησιν, τὴν συγκρότησιν καὶ τὴν λειτουργίαν τῆς συνόδου», Συνοδικά (Ι) 1976, σ. 163-169.

[29] Ἰ. Ζηζιούλα (Μητρ. Περγάμου), «Ὁ Συνοδικὸς Θεσμός. Ἱστορικά, Ἐκκλησιολογικὰ καὶ Κανονικὰ Προβλήματα», Θεολογία Π’ (2) 2009, σ. 12-13.

[30] Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α΄, Ἀθήνα, 32002, σ. 864.

[31] Κ. Δεληκωσταντῆ, «Συνοδικότητα: Τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐλευθερίας. Σύγχρονες Θεολογικὲς Προσεγγίσεις», Θεολογία Π’ (2) 2009, σ. 217.

[32] Χρυσοστόμου (Μητρ. Μεσσηνίας), «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τὸ πρόβλημα τῆς πρόσληψης (réception) αὐτῶν» στὴν ἱστοσελίδα https://apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=dogma&NF=1&content=contents.asp&main=texts&file=41.htm (προσπέλαση 8/04/2025).

[33] Μ. Κολοβοπούλου, Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τ. Α΄, Ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2019, σ. 234-235.

[34] Χρυσοστόμου (Μητρ. Μεσσηνίας), ἔν. ἀν.

[35] Ε. Λιανοῦ-Λιάντη, ἔνθ. ἀν.

[36] Βλ. Patrick Champagne, Ἡ Κατασκευὴ τῆς Κοινῆς Γνώμης, (μετ. Στ. Μανδηλαρᾶ), Ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2014, σ. 49 κ. ἑξ.

[37] Ε. Larsen, “CyberFaith: How Americans Pursue Religion Online” στὴν ἱστοσελίδα https://www.pewresearch.org/internet/2001/12/23/cyberfaith-how-americans-pursue-religion-online/ (προσπέλαση 8/04/2025).

[38] «Κα επεν ᾿Ηλιο πρς τν λαόν· συλλάβετε τος προφήτας το Βάαλ, μηδες σωθήτω ξ ατν· κα συνέλαβον ατούς, κα κατάγει ατος ᾿Ηλιο ες τν χειμάρρουν Κισσν κα σφαξεν ατος κε», Γ’ Βασ. 18, 40).

[39] Β. Φειδᾶ, κκλησιαστικ στορία Β΄, Ἀθήνα, 21998, σ. 620 καὶ ἑξ.

[40] 6ος/Β’ Οἰκουμενικῆς σὲ Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ἔνθ. ἀν., σ. 180.

[41] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, νθ. ν., σ. 184.

[42] Κ. Π. Καβάφη, «Περιμένοντας τοὺς Βαρβάρους» στὸ Κ. Π. Καβάφη, Ἅπαντα Ποιήματα καὶ Πεζὰ στὴ σειρὰ Τὰ Ἀριστουργήματα τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνιας, Ἐκδ. Πάπυρος, Ἀθήνα 1995, σ. 33.

[43] Cicero, In Catilinam I & II (Ed. H. E. Gould & J. L. Whiteley), M. Tulli Ciceronis, Invectivarum in L. Catilinam, Libri Duo-Oratio Prima “Habita in Senatu”-1.2, Bristol Classical Press, London, 2004, σ. 1.

[44] . Ζηζιούλα (Μητρ. Περγάμου), «Ἐκκλησία καὶ Ἔσχατα» στὸ Ἔργα Α’-Ἐκκλησιολογικὰ Μελετήματα (Ἐπ. Στ. Γιαγκάζογλου), Ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα, 2016, σ. 529-532 & «Ἡ Εὐχαριστία ὡς Ἑστία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας» στὸ ἴδιο σ. 537-551.

[45] Μακαρίου (Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας), Ἐγκύκλιος ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Πάσχα 2025, στὴν ἱστοσελίδα: https://greek.vema.com.au/2025/04/19/afstralias-makarios-otan-pistevoume-stin-anastasi-tou-christou-i-monaxia-den-apogoitevei-kai-den-katathlivei/?fbclid=IwY2xjawKAXChleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETBtdVZNcFFXYnpZR2ZCeGtTAR6_YTw3iaxWHoiy_UspIPaE3qykke9qUFeRDB5gVM3tAGQ7z1zOnhCk9x8rCA_aem_gfBHr3yhvyI4ibJ2nWxC7w, (προσπέλαση 25/04/2025).

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ