Ο Μικρασιατικός Σύλλογος «Άγιος Γεώργιος» Νέου Ψυχικού του Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού, πραγματοποίησε εκδήλωση με τίτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΨΥΧΙΚΟ», την Κυριακή 27 Απριλίου 2025 (Κυριακή του Θωμά), το απόγευμα, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ν. Ψυχικού.
Στην αρχή της εκδήλωσης μίλησε ο προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, αρχιμ. Μιχαήλ Σταθάκης, ο οποίος μίλησε για την ιστορία της εικόνας του Αγίου Γεωργίου του Μικρασιάτη και την εγκατάστασή της από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας στον Ιερό Ναό του Νέου Ψυχικού.
Ομιλητές ήταν επίσης ο πρόεδρος της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας, Φώτης Καραλής, όπως και η αντιπρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες», Αθηνά Δασκαλάκη.
Το μουσικό μέρος της εκδήλωσης παρουσίασαν: η ειδική στο παραδοσιακό τραγούδι Βιβή Βουτσελά, ο Μιχάλης Δανιάς με το βιολί του, ο Νίκος Μουργέλας με το κανονάκι του και ο Γιάννης Καραμάνης με την κιθάρα του. Επίσης, συμμετείχαν το τμήμα Παραδοσιακού τραγουδιού του Συλλόγου Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες» και η χορωδία Παραδοσιακού Συλλόγου Καλλιθέας «Το Χοροστάσιο».


ἀρχιμ. Μιχαήλ Χαρ. Σταθάκη
Ἱστορία τῆς εἰκόνος τοῦ ἁγ. Γεωργίου
ἡ μετεγκατάσταση ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἄσία στὸ Νέο Ψυχικὸ
καὶ ἡ διάδραση τῆς Μικρασιατικῆς Μνήμης
μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως δέκα ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση
τοῦ Μικρασιατικοῦ Συλλόγου Νεοῦ Ψυχικοῦ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Στή ζωή μας, κάποιες φορές, συμβαίνουν διάφορα περιστατικά τά ὁποῖα δέν εἴχαμε ὑπολογίσει, οὔτε σχεδιάσει, οὔτε κἄν προβλέψει. Ἄγνωστα σέ ἑμάς γεγονότα, κοντινά ἤ μακρινά, λειτουργοῦν σάν φυσικές δυνάμεις πού χαράσουν τήν τελική ἱστορική συνιστῶσα. Κάπως ἔτσι περίεργα, στό βάθος τοῦ χρόνου χάνεται ἡ ἀρχή καί βρίσκεται ὁ μίτος τῆς ἴδρυσης τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Νέου Ψυχικοῦ. Ἀς δοῦμε ὅμως τά γεγονότα κάτω ἀπό τό φῶς τῶν ἱστορικῶν κειμένων καί πηγῶν.
Στίς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1494 γεννιέται στή Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου ὁ δέκατος Σουλτάνος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ Σουλεϊμάν Α ́ ὁ Μεγαλοπρεπῆς ἤ Νομοθέτης, ὁ ὁποίος ἔλαβε ἐξαίρετη μόρφωση καί ἀναδείχθηκε ὁ σπουδαιότερος τῶν Σουλτάνων, ἀφού ἄφησε ἕνα πολύ σημαντικό νομοθετικό, μεταρρυθμιστικό καί πολτισμικό ἔργο, καθορίζοντας τήν ταυτότητα τῆς αὐτοκρατορίας γιά τούς ἐπόμενους αἰῶνες.
Ὑπήρξε μεγάλος θαυμαστής τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τόν ὁποίο καί προσπάθησε νά μιμηθεῖ, θέλοντας νά δημιουργήσει μία παγκόσμια αὐτοκρατορία. Ἡ κυριαρχία του ἐκτεινόταν ἀπό τήν Κεντρική Εὐρώπη ἔως τόν Ἰνδικό Ὠκεανό καί ἀπό τήν βορειοδυτική Ἀφρική ἔως τίς παρυφές τοῦ Καυκάσου. Οἱ νέες ἐπεκτατικές του βλέψεις ὅμως εἴχαν ἀνησυχήσει τούς Εὐρωπαίους μονάρχες, οἱ ὁποίοι προσπάθησαν νά ματαιώσουν τά σχέδιά του.
Στόν ἀντίποδα, στίς 28 Ἰουνίου τοῦ 1519, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἄαχεν τῆς Γερμανίας στέφεται Αὐτοκράτορας τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί Ἀρχιδοῦκας τῆς Αὐστρίας, ὁ ἤδη ἐστεμμένος βασιλιάς τῆς Ἱσπανίας, τῆς Γερμανίας καί τῆς Ἰταλίας καί Ἄρχοντας τῶν Κάτω Χωρῶν καί ὀρκισμένος ἐχθρός τοῦ Σουλτάνου, ὁ Καρολος Ε ́ ὁ Κουίντος, ὁ ὁποίος βασίλευσε ἔως τό 1558,ἔχοντας ὑπό τό στέμμα του περιοχές ἀπό τήν Ἄπω Ἀνατολή ἔως τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική.
Ὁ Κάρολος, ὁ μόνος σχεδόν ἰκανός ἀντίπαλος τῶν Τούρκων καί πρόμαχος τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης, κατόρθωσε νά ἀποκρούσει ἐπιτυχῶς τούς Ὀθωμανούς κατά τήν πολιορκία τῆς Βιέννης καί νά ἀνακόψει τήν τουρκική προέλαση στήν Κεντρική Εὐρώπη, κάτι τό ὁποῖο ἐάν εἴχε συμβεῖ θά εἴχε ἀλλάξει διαπαντῶς τήν εὐρωπαϊκή ἱστορία καί τήν ἐξέλιξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Τόν Κάρολο διαδέχθηκε στόν θρόνο ὁ γιός του ὁ Φίλιππος Β ́ τῆς Ἰσπανίας, ὁ ὁποίος συνέχισε τούς ἀγώνες τοῦ πατέρα του κατά τῆς ἐπέλασης τοῦ Σουλτάνου.
Ἀπό τό 1541 ὅμως ὁ σουλτανικός στόλος σημειώνει πολλές νίκες στή Μεσόγειο ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα καί ἀκολούθως τοῦ Πιαλῆ πασᾶ. Ὁ Σουλεϊμάν στρέφεται καί πολιορκεῖ ἀπό τίς 18 Μαϊου ἔως τίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1565 τή Μάλτα, ἡ ὁποία ἔχει στρατηγική θέση νότια τῆς Σικελίας καί μπορεῖ νά ἐλέγξει τήν κεντρική Μεσόγειο. Τή Μάλτα προασπίζουν Ἰωαννίτες ἱππότες καί Ἕλληνες κάτοικοι. Ἡ ἐπιχείριση ὅμως αὐτή ἔμελλε νά ἀποβεῖ ὁλέθρια γιά τό ναυτικό τοῦ Σουλτάνου ἐξαιτίας τῶν πολυαρίθμων ἰσπανικῶν ἐνισχύσεων πού κατέφθασαν.
Γιά νά ἀποκτήσουμε ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν, θά πρέπει νά μεταφερθοῦμε σέ μιά ἄλλη γωνιά τῆς Μεσογείου, στήν πολύπαθο Χίο. Ἐκεί ἔμελλε νά ξεσπάσει ἡ ἐκδίκιση τοῦ Σουλτάνου κατά τῶν Ἰσπανῶν νικητῶν.
Στή Χίο ἕδρευε ἡ γενουάτικη ἐμπορική ἑταιρεία «Μαόνα» ὑπό τή διοίκηση τοῦ Βιντσέντζο Τζουστινιάνι, ἡ ὁποία διοικοῦσε τό νησί καί διαχειρίζονταν τά κέρδη πού προέρχονταν ἀπό τόν φόρο γεωργίας. Τό σπουδαιότερο ὅμως ἦταν ὅτι, ἡ Χίος, μέ τήν συνεργασία τῶν γενουατῶν, παρέμενε τό κέντρο τῆς ἰσπανικῆς κατασκοπίας στήν καρδιά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, κάτι πού ἐνοχλοῦσε πολύ τόν Σουλτάνο.
Τήν Μ. Τετάρτη, 13 Ἀπριλίου 1566, ὁ ἡττημένος ἀπό τούς Ἰσπανούς στή Μάλτα σουλτανικός στόλος καταφθάνει στή Χιακή πρωτεύουσα καί ἀπαιτεῖ τήν καταβολή τῶν καθυστερημένων ἐπί δύο ἔτη φόρων ὑποτελείας στούς Τούρκους. Ἐνῶ οἱ διοικητές τῆς «Μαόνα» προσπαθοῦν νά καθησυχάσουν τόν πασᾶ, 10.000 Τούρκοι στρατιώτες ἀποβιβάζονται στό νησί, τό ὁποῖο καταλαμβάνουν ἀθόρυβα καί χωρίς καμμία ἀντίσταση. Τήν Μ. Κυριακή τοῦ Πάσχα, 17 Ἀπριλίου 1566, ὑψώνεται σέ ὅλη τή Χίο ἡ πράσινη σημαῖα μέ τήν τουρκική ἡμισέληνο.
Τούς μήνες πού ἀκολούθησαν ἐπικράτησαν στό νησί ἀναταραχές καί οἰκονομική δυσπραγία, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα δέν ξεπεράστηκε μέχρι τό 1578 ἐπί Σουλτάνου Μουράτ Γ ́. Αὐτό ὅμως εἴχε ἀποτέλεσμα νά πληγοῦν ἄμεσα οἱ ἑλληνικές κοινότητες τῆς Χίου καί πολλοί ἀπό τούς κατοίκους νά προσφύγουν στά γειτονικά μικρασιατικά παράλια καί ἄλλοι νά ὑποχρεωθοῦν σέ μετοικεσία (sürgüm).
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1566 καί 1567 γίνεται ἡ πρώτη ἐγκατάσταση χριστιανῶν στά Βουρλά, τόν ἀρχαῖο αὐτόν λιμένα στόν ἀπάνεμο Κόλπο τῆς Ἐρυθραῖας. Ὅπως μαρτυρεῖται στά φορολογικά κατάστιχα τῶν ἐτῶν 1467, 1478 καί 1528 δέν κατοικοῦσαν χριστιανοί στά Βουρλά. Μετά τό 1566 ὅμως 1.500 φορολογούμενοι χριστιανοί ἔχουν ἐγκατασταθεῖ σέ δύο συνοικίες, τήν Παναγία καί τόν Ἅγιο Γεώργιο. Προφανῶς οἱ χριστιανοί μετέφεραν τά ἱερά τους ἀπό τή Χίο καί ἵδρυσαν ἐκεί νέες συνοικίες καί ἐνοριακούς ναούς.
Ἔτσι τό ἔτος 1566 ἔχουμε τήν πρώτη γραπτή μαρτυρία περί τῆς συνοικίας «Ἅγιος Γεώργιος» στά Βουρλά μέ τόν ὁμώνυμο ἐνοριακό ἱερό ναό. Ἡ χρονολογία τῆς ἀνοικοδόμησης τοῦ ναϊκοῦ συκροτήματος εἶναι ἄγνωστη, ὅμως σίγουρα ὑπήρχε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνα. Βρισκόταν σέ ὕψωμα στά νότια τῶν Βουρλῶν καί ἦταν μικρότερος ἀπό τόν παλαιότερο ναό τῆς Παναγίας πού λειτουργοῦσε καί ὡς Μητροπολιτικός. Ὁ ρυθμός του ἦταν τρίκλιτη βασιλική μέ γυναικωνίτη. Τό 1881 προστέθηκε μαρμάρινο κωδωνοτάσιο ὕψους 22 μέτρων, τό ὁποῖο διακρινόταν ἀπό ὅλη τήν περιοχή, καί στό ὁποῖο τοποθετήθηκαν τέσσερεις ρωσικές καμπάνες, οἱ ὁποίες καταστράφηκαν κατά τόν βομβαρδισμό τῆς πόλης ἀπό τούς Ἄγγλους τό 1916. Ἔξω ἀπό τό ναό δέσποζε μία μαρμάρινη ἀνάγλυφη πλάκα μέ ὁλόσωμη ἀναπαράσταση τοῦ τροπαιοφόρου ἁγίου.
Τά Βουρλά μέχρι τό 1921 ὑπάγονταν στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐφέσου. Ἕδρα ἦταν τό Κορδελιό. Τό 1921 ἴδρύθηκε ἡ Μητρόπολη Βρυούλων μέ πρῶτο ἐπίσκοπο τόν Διονύσιο Μηνᾶ, τοῦ ὁποίου ὅμως ἡ ἐνθρόνιση δέν ἐπετράπη ποτέ. Στὸ ἀρχεῖο τοῦ Ναοῦ μας σώζεται ἕνα φωτοστατικὸ ἀντίγραφο βαπτιστηρίου ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1909 στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Βρυούλλων.
Ἡ ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου συμμετεῖχε οἰκονομικά στήν ἵδρυση τῆς περίφημης Ἀναξαγορείου Σχολῆς, τῶν Βουρλῶν, ἐνῶ τό 1870 ἱδρύθηκε τό Σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τό ὁποῖο καί συντηροῦσε ὁ Ναός.
Τό 1905 οἱ ἐνορίες τῆς πόλης εἴχαν 5 ἱερεῖς. Καύχημα ὅμως γιά τούςΒουρλιῶτες ἀλλά καί γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ τρείς ἅγιοι πού γεννήθηκαν ἐκεί:
α ́. ὁ νεομάρτυς Μιχαήλ (†16 Ἀπριλίου 1772),
β ́. ὁ ὁσιομάρτυς Νεκτάριος ὁ ἐκ Βρυούλων (†11 Ἰουλίου 1820) καί
γ ́. ὁ νέος ὁσιομάρτυς Νεκτάριος ὁ ἐκ Βρυούλων (†1922).

Ἡ λαίλαπα τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς ὁδήγησε στήν προσφυγιά τούς πατέρες μας. Μὲ τὴν Ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, τὸ 1923 ἔφτασαν στὴν Ἑλλάδα 1.500.000 περίπου Μικρασιᾶτες πρόσφυγες. Μαζὶ μὲ τὰ λιγοστὰ ὑπάρχοντα ποὺ κατόρθωσαν νὰ πάρουν μαζί τους, μετέφεραν κειμήλια ἀπὸ τὶς οἰκίες καὶ τοὺς ναοὺς γιὰ νὰ τὰ περισώσουν. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ περιγραφὲς τῶν ἱστορικῶν καὶ τῶν ἀρχαιολόγων τῆς ἐποχῆς ποὺ μαρτυροῦν ὅτι πολλὰ ἐκ τῶν ἱερῶν λειψάνων μεταφέρθηκαν κρυμμένα στοὺς κόλπους τῶν γυναικῶν!!! Οἱ πρόσφυγες ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικὰ σὲ πρόχειρους συνοικισμούς, οἱ ὁποῖοι στὴ συνέχεια ἐξελίχθηκαν σὲ ὀργανωμένες κοινότητες καὶ δήμους.
Πρόσφυγες ἀπό τά Βουρλά καί τό Μελί, τό μεσαιωνικό “Στυλάριον”, συναντήθηκαν στόν πικρό αὐτό δρόμο και ἔφτασαν στήν περιοχή τῆς Ἀττικῆς. Ἡ ἀρχική τους ἐγκατάσταση ἔγινε στήν περιοχή τοῦ Χαλανδρίου, ὅπου παρέμειναν γιά ἑπτά περίπου χρόνια, μέχρι τό 1929 ὅποτε τό Ὑπουργεῖο Κοινωνικῶν Ὑπηρεσιῶν, στις 09.12.1929 ἀπαλλοτρίωσε τήν περιοχή τοῦ Νέου Ψυχικοῦ τήν ὁποία καί τούς παραχώρησε. Ταυτοχρόνως συνεστήθη τό Σωματεῖο Στεγάσεως Προσφύγων, τό ὁποῖο φρόντισε γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Νέου Ψυχικοῦ καί τό 1932 κατασκευάσθηκε ὁ πρῶτος πλινθόκτιστος ναός τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, μέ ἐφημέριο τόν ἱερομόναχο Προκόπιο Καρδούλη. Μικρή ἐπέκταση τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγινε τό 1947. Ἂς σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν καταγραφὴ καὶ ἀποδελτίωση τοῦ καθηγητοῦ Ἀναστασίου Ὀρλάνδου ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1933 μὲ τὸν τίτλο «Μεσαιωνικὰ μνημεῖα τῆς πεδιάδος τῶν Ἀθηνῶν» δὲν ὑπῆρχε στὴν περιοχὴ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν ἅγιο Γεώργιο.
Μέχρι ὅμως νά καταφέρουν οἱ πρόσφυγες νά ὁρθοποδήσουν, ἕνα δεύτερο κακό χτύπησε τήν πατρίδα, ὁ Β ́ Παγκόσμιος Πόλεμος καί ἀκολούθως ὁ Ἐμφύλιος Σπαραγμός. Ὅταν ὅλα ἡρέμησαν, στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 1952 τέθηκε τό θεμέλιο τοῦ δευτέρου ναοῦ, ρυθμοῦ τρίκλητης βασιλικῆς, ὁ ὁποίος ἐπερατώθη τό 1956 καί τά ἐγκαίνιά του ἔγιναν 31 Μαρτίου 1957, ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Εὐρίπου Ἀλέξιο Ἰγγλέση, μετάπειτα Μητροπολίτη Ζακύνθου. Ἀς σημειωθεῖ ὅτι ὁ ναός λειτούργησε ὡς Μητροπολιτικός τοῦ Νέου Ψυχικοῦ ἔως τή δεκαετία τοῦ 1970.
Ἡ ἐσωτερικῆ μετανάστευση καί ἡ ἀστυφιλία αὔξησαν ραγδαῖα τόν πληθυσμό τοῦ προαστίου καί ὁ νέος ναός σύντομα δέν ἐπαρκοῦσε γιά νά καλύψει τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν. Κατόπιν αἰτήματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, στίς 09.02.1972 με Ὑπουργική Ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Κοινωνικῶν Ὑπηρεσιῶν παραχωρήθηκε δωρεάν οἰκοπεδική ἔκταση 2.130τ.μ., προκειμένου νά ἀνεγερθῆ σέ αὐτήν νέος μεγαλύτερος ναός. Τῶν ἐνεργειῶν καὶ τῆς σύλληψης τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖο πρώτη φορὰ θὰ ἐφαρμοζόταν, ἰθύνων νοῦς ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος συμπαραστατούμενος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βρεσθένης Δημήτριο Τρακατέλη. Στόχος ἦταν ἡ δημιουργία ἑνὸς ναοῦ ἱκανοῦ νὰ ἀνταποκριθεῖ τὶς σύγχρονες ποιμαντικὲς προκλήσεις καὶ ἀνάγκες.
Τήν Κυριακή πρό τῶν Χριστουγέννων, 21 Δεκεμβρίου 1975, ἐτέθη ὁ θεμέλιος λίθος, η πρῶτη θεία λειτουργία τελέσθηκε τήν Τρίτη 23 Ἀπριλίου 1991 καί τά θυρανοίξια ἔγιναν κατά τον πανηγυρικό Ἑσπερινό, τήν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, 22 Ἀπριλίου 1993 ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Εὐρίπου Βασίλειο Γιαννακόπουλο. Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τέλεσε ὁ συντοπίτης μας Μητροπολίτης Κορίνθου κ. Διονύσιος Μάνταλος, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Μελὶ τῆς Ἐρυθραίας, τὸ Σάββατο 6 Μαΐου 2017.
Στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Νέου Ψυχικοῦ φυλάσσεται ὡς ἐφέστιος ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴ Μικρὰ Ἀσία, παρέμενε μέχρι πρό τινος ἄγνωστη στὴν ἐπ.ιστημονική κοινότητα καὶ παρουσιάστηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Νικήτα Πάσσαρη καὶ τὸν ὁμιλοῦντα γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἀνακοίνωση στὸ ΣΤ΄ Συμπόσιο Νεοελληνικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης, ποὺ ὀργάνωσε ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακου Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2020 καὶ μάλιστα ἡ εἰκόνα μας ἦταν τὸ θέμα τῆς ἀφίσας τοῦ διήμερου Συμποσίου.
Ἡ εἰκόνα εἶναι ζωγραφισμένη σὲ δύο τεμάχια ξύλου. Εἰκονίζεται ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔφιππος νὰ φονεύει τὸν δράκοντα. Φορεῖ θώρακα διακοσμημένο μὲ μοτίβα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸ ροκοκὸ καὶ τὴ βενετσιάνικη ὑφαντουργία, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο διακρίνεται σκουρόχρωμος χιτῶνας, πουκαμίσα καὶ περισκελίδα. Πίσω του ἀνεμίζει ὁ ἐρυθρὸς μανδύας. Τὸ δεξιὸ πόδι του πατάει στὸν ἀναβολέα, ἐνῷ στὰ χέρια του κρατεῖ τὰ ἡνία καὶ δόρυ μὲ τὸ ὁποῖο φονεύει τὸν δράκοντα. Ὁ ἅγιος παριστάνεται νέος, ἀγένειος μὲ μικρὸ στόμα καὶ αὐτιὰ σχηματικὰ ἀποδοσμένα. Ἡ χωρὶς βοστρύχους κόμη του εἶναι σκούρου καστανοῦ χρώματος. Φέρει φωτοστέφανο διακοσμημένο μὲ φυτικὰ κοσμήματα. Τὸ ὑποζύγιο ὑψώνεται στηριζόμενο στὰ πίσω πόδια του, ἐνῷ ὁ ἅγιος διακατέχεται ἀπὸ ἐξωκοσμικὴ ἀπάθεια καὶ ἠρεμία, ὥστε ἀπαξιεὶ ἀκόμα νὰ στρέψει τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν στόχο του.
Στὰ νῶτα τοῦ ἵππου, πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο, εἰκονίζεται σὲ μικρότερη κλίμακα ἀγόρι ποὺ κρατάει κανάτι, γνωστὸ ὡς λεγενόμπρικο. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀπελευθερωθέντα ἀπὸ τὸν ἅγιο Μυτιληναῖο σκλάβο τῶν Ὀθωμανῶν. Στὰ ἐνδύματά του συνδυάζονται ἀνατολίτικα καὶ εὐρωπαϊκὰ στοιχεῖα, ὅπως ἡ στενὴ περισκελίδα-βράκα, οἱ ἐφαρμοστὲς μᾶλλον βαμβακερὲς κάλτσες καὶ τὰ ὑποδήματα μὲ τὸ μικρὸ τακούνι καὶ τὸν φιόγκο. Ὁ ἐξωτερικὸς ἐπενδύτης παραπέμπει στὸ πλατύχωρο, ἀνατολίτικο/βυζαντινὸ χειριδωτὸ πλατυμάνικο καβάδι. Στὰ δεξιὰ εἰκονίζεται ψηλὸ τεῖχος πόλεως, στὶς ἐπάλξεις τοῦ ὁποίου στέκεται τὸ βασιλικὸ ζεῦγος μὲ στρατιωτικὴ συνοδεία, ὡς θεατὲς τῆς θαυμαστῆς διάσωσης τῆς βασιλόπαιδος ἀπὸ τὸν ἅγιο, ἐνῷ ἡ τελευταῖα φαίνεται νὰ τρέχει πρὸς τὴν πόλη τρομαγμένη. Ὁ βασιλιᾶς Σέλβιος παραδίδει στὸν ἅγιο τὰ κλειδιὰ τῆς πόλεως.
Στὴν ἄνω ἀριστερὴ γωνία τῆς εἰκόνας παριστάνεται ὁ Χριστὸς καθήμενος κρατῶντας κλειστὸ εὐαγγέλιο μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ εὐλογῶντας μὲ τὸ δεξιό. Στὴν ἄνω δεξιὰ γωνία εἰκονίζεται ἄγγελος πάνω σὲ νέφος, ὁ ὁποῖος κρατάει ἄνθινο στεφάνι καὶ ἑτοιμάζεται νὰ στέψει τὸν ἅγιο. Στὸ κάτω ἥμισυ τῆς εἰκόνας ἀποδίδεται τὸ βραχῶδες τοπίο καὶ στὸ βάθος, πίσω ἀπὸ τὴν οὐρὰ τοῦ ἵππου διακρίνεται κυανῆ ταινία, ποὺ ὑποδηλώνει τὴ θάλασσα. Κάτω δεξιὰ εἰκονίζεται ὁ δράκος σὲ καστανὸ χρῶμα, μὲ σῶμα λιονταριοῦ, πόδια πτηνοῦ μὲ γαμψὰ νύχια καὶ δύο φτερά. Ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ τὸ πίσω μέρος τοῦ σώματός του ρέει ἐκ τῶν πληγῶν αἷμα.
Στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας διακρίνεται ἐπιγραφή, στὴν ὁποία ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα τῶν δωρητῶν μὲ τὴν χρονολογία, ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΣΥΜΒΙΑΣ, ΓΟΝΕΩΝ, ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΩΝ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΗΣΟΝ ΑΥΤΟΥΣ ˏΑΩΝˊ. Δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειας ἢ ὁ τόπος καταγωγῆς της, ὡστόσο, λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς ἐπιγραφῆς, θεωροῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ Ἕλληνες.
Δεύτερη ἐπιγραφὴ διακρίνεται κάτω ἀπὸ τὴν ὁπλὴ τοῦ μπροστινοῦ ἀριστεροῦ ποδιοῦ τοῦ ἵππου ΧΕΙΡ ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ, ποὺ δηλώνει τὸ ὄνομα τοῦ ζωγράφου, τὸν ὁποῖο γνωρίζομε λόγῳ τῆς πλούσιας δράσης του.
Ὁ Μιχαὴλ Πολυχρονίου γεννήθηκε στὴν Κρήτη στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα. Πατέρας του ἦταν ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο ζωγράφος Πολυχρόνιος.
Ὁ Μιχαὴλ Πολυχρονίου ἔζησε γιὰ 12 χρόνια (1809-1821) στὴ Συρία, ἐνῷ ἐργάστηκε ἐπίσης στὸν Λίβανο, στὴν Κύπρο, στὴν Κρήτη καὶ στὸ Σινᾶ ἱστορῶντας ναοὺς καὶ ζωγραφίζοντας φορητὲς εἰκόνες. Γιὰ τὴν παραμονὴ τοῦ ζωγράφου στὴ Συρία σώζεται ἡ μαρτυρία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τοῦ Στέφανου Νικολαΐδη, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει σὲ ἀνέκδοτο σημείωμα «Ὁ διδάσκαλός μου Μιχαήλ υἱός τοῦ ἀνωτέρω Πολυχρόνη διαμείνας δωδεκαετίαν ὅλην εἰς Δαμασκόν ὁποῦ ἐζωγράφησε τὸν ἐκεῖσε πατριαρχικὸν ναὸν καὶ ἐπιστρέφων κατὰ τὸ 1821 διῆλθε διὰ τῆς Κύπρου…».
Κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Μέση Ἀνατολὴ διηύθυνε ἐργαστήριο, καὶ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐκπαίδευση Μελχιτῶν ζωγράφων. Ἐργάστηκε κυρίως γιὰ Μελχίτες παραγγελιοδότες ζωγραφίζοντας ὁλόκληρους ναούς, τέμπλα καὶ εἰκόνες ἀπὸ τὸ 1811 ἕως τὸ 1820 καὶ ἔδωσε τὸ στίγμα του στὴν καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα. Στὸν Λίβανο σώζονται δεκάδες ἐνυπόγραφες χρονολογημένες εἰκόνες του σὲ ἀρκετοὺς ναούς, μονὲς καὶ ἰδιωτικὲς συλλογές. Λιγότερες ἐνυπόγραφες εἰκόνες του σώζονται σὲ ναοὺς τῆς Συρίας. Μία ἄλλη πτυχὴ τοῦ ἔργου τοῦ Μιχαὴλ Πολυχρονίου στὴ Μέση Ἀνατολὴ ἦταν ἡ συντήρηση καὶ ἐπιζωγράφιση παλαιότερων εἰκόνων. Ἐπίσης, μαρτυρεῖται ὅτι εἶχε ἁγιογραφήσει τὸν πατριαρχικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴ Δαμασκό, ὁ ὁποῖος κάηκε τὸ 1860.
Ὁ Μιχαὴλ Πολυχρονίου ἔφυγε ἀπὸ τὴ Συρία τὸ 1821 μὲ προορισμὸ τὴν Κρήτη, μὲ ἕναν ἐνδιάμεσο σταθμὸ στὴν Κύπρο. Στὴν Κρήτη ἐνυπόγραφα ἔργα του ἐντοπίζονται σὲ μνημεῖα του Ρεθύμνου καὶ τοῦ Ἡρακλείου. Τέλος δύο ἐνυπόγραφες εἰκόνες του ἐντοπίζονται στὴν Ἴο. Θεωρεῖται ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Μιχαὴλ Πολυχρονίου ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ ἔργου τῶν ἐπίσης Κρητικῶν ζωγράφων Γεωργίου (Ζώρζη) Καστροφύλακα (1719-1760) καὶ Ἰωάννου Κορνάρου (1745-1821).
Ἄγνωστοι παραμένουν ὁ τόπος καὶ ὁ ἀκριβὴς χρόνος θανάτου του. Παλαιότερα εἶχε διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Μιχαὴλ Πολυχρονίου τὸ ζῆν ἐξεμέτρησε περὶ τὸ ἔτος 1849 στὴν Κρήτη, ἐφ’ ὅσον ἡ τελευταία χρονολογικὰ γνωστὴ ἕως σήμερα εἰκόνα του ἔφερε τὴν χρονολογία 1848. Ἡ ἄποψη αὐτὴ φαίνεται ὅτι καταρρίπτεται σύμφωνα μὲ τὰ νέα δεδομένα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν εἰκόνα μας, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ τελευταῖο γνωστὸ μέχρι σήμερα ἔργο τοῦ ζωγράφου.
Στὴν εἰκόνα τοῦ Νέου Ψυχικοῦ συνταιριάζει στοιχεῖα ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅπως εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ τοπίου καὶ τῶν ἐνδυμάτων ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὰ βενετικὰ καὶ εὐρωπαϊκὰ ἐνδύματα τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰῶνα καὶ τὴν τέχνη τῆς Ἀνατολῆς ὅπως εἶναι ἡ πολυτελῇς διακόσμηση τῶν ἐνδυμάτων. Οἱ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ τέχνη περιορίζονται σὲ λεπτομέρειες. Ἀπὸ τοὺς Κρητικοὺς δασκάλους του Κορνάρο καὶ Καστροφύλακα υἱοθετεῖ τὴν ἀπόδοση τοῦ ὡραίου ἀλόγου καὶ τὰ ὠοειδῆ πρόσωπα στὶς δευτερεύουσες μορφές. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου στὸ Νέο Ψυχικὸ παρουσιάζει πολλὲς εἰκονογραφικὲς καὶ τεχνοτροπικὲς ὁμοιότητες μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Φανουρίου στὴ μονὴ Ὁδηγήτριας στὸ Ἡράκλειο, ἡ ὁποία εἶναι ἔργο τοῦ ἴδιο ζωγράφου καὶ χρονολογεῖται λίγα χρόνια νωρίτερα (1843).
Ἡ εἰκόνα φέρει στὸ ἄνω μέρος τῆς ὀπίσθιας ὄψης τρεὶς μεταλλικὲς ὑποδοχὲς γιὰ τὴν στερέωση κηρίων. Πρόκειται γιὰ μιὰ μικρὴ λεπτομέρεια τελετουργικοῦ χαρακτῆρα, ὄχι ὅμως ἀσήμαντη. Κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ στοὺς ἑορτάζοντας ἱεροὺς ναοὺς ἢ σὲ μεγάλες ἑορτές, προβλέπεται ἐκ τοῦ τυπικοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ τελεῖται ἐμβόλιμα, ἐνν. στὸν Ἑσπερινό, ἡ Ἀκολουθία τῆς Λιτῆς. Οἱ ἱερεῖς λιτανεύουν τὴν εἰκόνα τοῦ τιμωμένου ἁγίου ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος-Σκευοφυλακίου πρὸς τὴν Λιτή, ἢ ἀπουσία αὐτῆς (συνήθως στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς) στὸν Νάρθηκα. Ἔθος ἐπιβάλλει στὶς λιτανευτικές, μικροῦ πάντα μεγέθους εἰκόνες ἀφοῦ τοποθετοῦνται σὲ προσκυνητάρια, τὴν τοποθέτηση τριῶν κεριῶν στὸ ἄνω μέρος τους.
Ὁ ἑορταζόμενος ἅγιος, προβάλει ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιλύχνιο προσευχὴ «Φῶς ἰλαρον…», κατὰ τὴν ὁποία δοξολογεῖται ἡ ἁγία Τριάς, ἐνῷ οἱ πιστοὶ γίνονται μάρτυρες τῆς φωτοχυσίας τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός, καταυγάζοντος ἐκ Δυσμῶν τὸν ναό. Ἐξ Ἀνατολῶν προβάλει φωτισθεῖς ὁ τιμώμενος ἅγιος, ὡς μέτοχος τῆς θείας χάριτος καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς τῆς τρισηλίου Θεότητος, ποὺ ἐν ταπεινώτητι μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν κεριῶν.
Ἡ ὕπαρξη τῶν μεταλλικῶν ὑποδοχῶν μαρτυρὰ τὴν χρήση τῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία προοριζόταν γιὰ τὴν κοινὴ λατρεία σὲ κάποιον ναὸ ἀφιερωμένο στὸν τροπαιοφόρο ἅγιο καὶ δὲν προοριζόταν γιὰ ἰδιωτικὴ χρήση ἢ ναὸ μὴ ἀφιερωμένο σὲ ἐκεῖνον.
Ἡ ἔλλειψη γραπτῶν πηγῶν σχετικὰ μὲ τὴν προέλευση τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου Γεωργίου στὸ Νέο Ψυχικὸ μᾶς δίνει μόνον τὴ δυνατότητα διατύπωσης ὑποθέσεων σχετικὰ μὲ τὴν προέλευσή της. Θεωροῦμε ὅτι πιθανότατα προέρχεται ἀπὸ τὰ Βουρλᾶ τῆς Ἐρυθραίας στὴ Μικρὰ Ἀσία, καθὼς ἀπὸ τὴν κωμόπολη τῶν Βουρλῶν προέρχονταν ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Νέου Ψυχικοῦ. Στὰ Βουρλᾶ ἤδη ἀπὸ τὸ ἔτος 1566 ἔχουμε τὴν πρώτη γραπτὴ μαρτυρία περὶ τῆς συνοικίας «Ἅγιος Γεώργιος» μὲ τὸν ὁμώνυμο ἐνοριακὸ ἱερὸ ναὸ πάνω σὲ ὕψωμα. Τὰ Βουρλᾶ ὑπῆρξαν ἡ δεύτερη μεγαλύτερη πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μετὰ τὴ Σμύρνη καθὼς καὶ σημαντικὸ ἐμπορικὸ καὶ διαμετακομιστικὸ κέντρο στὴ χερσόνησο τῆς Ἐρυθραίας, ποὺ συγκέντρωνε Ἕλληνες ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς ἠπειρωτικῆς καὶ νησιωτικῆς χώρας. Εἶναι πολὺ πιθανὸν ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου νὰ ἱστορήθηκε ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Πολυχρονίου στὴν Κρήτη, ὡς παραγγελία ἢ ἀνάθημα γιὰ τὸν ὁμώνυμο ναὸ τοῦ ἁγίου στὰ Βουρλᾶ.
Στίς 3 Ὀκτωβρίου 2013, ἀνακαινίσθηκε η αἰθουσα τῆς Ἐνοριακῆς Νεανικῆς Ἑστίας τοῦ Ναοῦ μας και ἱστορήθηκαν σέ αὐτήν μεγάλες τοιχογραφίες πού διηγοῦνται τήν ἱστορία τῆς Ἑνορίας, ἀπό τόν ἁγιογράφο Ξενοφῶντα Μπόκο. Ἡ διάδραση τῶν παραστάσεων αὐτῶν στὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἀνθρώπων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν αἴθουσα τοῦ ναοῦ μας γιὰ τὶς ποικίλες καὶ πολλαπλὲς δράσεις ποὺ φιλοξενεῖ, ἦταν καταλυτικὴ ὡς πρὸς τὴν ἀναζωπύρωση τὴν Μικρασιατικῆς μνήμης καὶ ἐνσυναίσθησης τῶν ἀπογόνων ἱδρυτῶν τοῦ προαστίου μας.

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2013 μέ τήν συνεργασία τοῦ Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικοῦ καθιερώθηκαν ἐκδηλώσεις γιά τούς Μικρασιάτες προγόνους μας, ἡ τιμή τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης καθώς καί ἡ τέλεση ἀρχιερατικοῦ μνημοσύνου.
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 2016 καί 2017 συμπληρώθηκαν 450 χρόνια ἀπό τήν πρώτη ἐπίσημη γραπτή μαρτυρία τῆς Ἐνορίας τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στά Βουρλά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Τὸ 2015 ἱδρύθηκε ὁ Σύλλογος Μικρασιατῶν Νέου Ψυχικοῦ Ὁ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ καὶ αὐτὸ βοήθησε στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀναμόχλευση τῆς μνήμης τῶν ἐνοριτῶν. Στὰ δέκα χρόνια δράσης τοῦ Συλλόγου ἔχουν ἐπιτευχθεῖ πολλὰ βήματα ποὺ τὸν καταξίωσαν ἤδη ὡς εὐυπόληπτο μέλος τῆς Ὁμοσπονδίας Μικρασιατικῶν Σωματείων Ἑλλάδος.
Ὁ ἁγιος Γεώργιος, ὁ γοργός εἰς βοήθειαν, μᾶς ἀκολουθεῖ καί εἶναι ὁ πάτρωνάς μας, ὁ πολιοῦχος, ὁ πατέρας, ὁ ἀδελφός καί ὁ φίλος σέ αὐτό τό μακρύ ταξίδι στίς στροφές τῆς ἱστορίας καί στά κύματα τῶν συγκυριῶν.
Ἀς κλείσουμε μέ αὐτό πού λέχθηκε ἀπό τόν γεννημένο στά Βουρλά ἐθνικό μας ποιητή καί νομπελίστα, τόν Γεώργιο Σεφέρη: «…Δέ σοῦ γράφω τίποτα. Τί νά τά κάνεις τά λόγια; Δέν έχουν τέλος τά ὅσα ἔχουμε στήν καρδιά».

