π. Φιλοθέου Χρ. Δέδε
Η δημιουργία του ανθρώπου δεν είναι μια αναίτια και άσκοπη πράξη της θελήσεως του Θεού. Είναι το απαύγασμα του Χριστού-Αρχετύπου, που είναι κεκλημένο να ενδυθεί και να φανερώσει τη θεία δόξα, να καλλύνει συν-δημιουργικά το όλον της θείας Πνοής· να ασκηθεί για τη φανέρωση του κάλλους της, την απελευθέρωση δηλαδή της χρησιμότητας από τον εαυτό της. Κι έτσι το Αρχέτυπο, σαρκωμένο, έρχεται να φωτίσει τα σκότη για να λαμπρυνθεί ο κόσμος στη θεωρία της δόξας του Δημιουργού για την οποία πλάστηκε. Ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ μόνος στον κόσμο, είναι όμως πάντοτε μοναδικός. Η γνώση του Θεού –υπαρκτική αιτία του κτιστού και Πατήρ– είναι η χαρισματική πράξη της βουλητικής αποκαλύψεώς Του.
Η θεία πρωτοβουλία, να γνωσθεί ο Πατήρ, οδηγεί στο μυστήριο του Θεανθρώπου Χριστού. Είναι εκείνη που θα κάνει να αναβλύσει η τελείωση του ανθρώπου στην εκούσια θυσία του Υιού. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στο ερώτημα: «Τί ἐστιν Θεός;» καταθέτει την απάντηση: «Σύ, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου». Η θεία φιλανθρωπία αποκαλύπτει την προαιώνια απόφαση να σαρκωθεί ο Υιός του Πατρός, κάνοντας «τόπο» της τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο.
Από τις απαρχές του, ο άνθρωπος έχει μέσα του κάποιο μέτρο της γνώσεως του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «Το μέτρο της κατανόησης του Θεού που μπορείς να φτάσεις βρίσκεται μέσα σου», αλλά και ο Ωριγένης επίσης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Χάρη της θεωρίας αίρει τον άνθρωπο πάνω από τον εαυτό του».
Το κτιστό δεν επέλεξε να υπάρχει. Ο τρόπος του κτιστού είναι η υποταγή στην αναγκαιότητα. Η ύπαρξή του έχει έναρξη και πέρας, η διαδρομή από τη δεδομένη ύπαρξη στο υποχρεωτικό πέρας είναι μια συνεχής και προοδευτική έκ-σταση (< έξω-ίσταμαι, εξίσταμαι) από το υπάρχειν ή μια βαθμιαία έξοδος, έκσταση, πραγματοποιούμενη ως φθορά και βιούμενη ως χρόνος. Ο χρόνος και ο χώρος, η φθορά και ο θάνατος είναι δεδομένοι περιορισμοί που διαφοροποιούν το κτιστό από το Άκτιστο, αυτό δηλαδή που ερμηνεύουμε εικονολογικά ως πτώση.
Αν ο άνθρωπος-κτίσμα είχε δημιουργηθεί αθάνατος και απεριόριστος, εάν δεν ήταν ένα ον πεπερασμένο, δεν θα ήταν ο άνθρωπος, κτίσμα-δημιούργημα του Θεού· θα ήταν ομοούσιος με τον Θεό, δηλ. θα είχε τον ίδιο τρόπο υπάρξεως. Αλλά τότε θα έπρεπε «να έχει γεννηθεί» από τον Πατέρα, όπως ο Υιός, ή «να έχει εκπορευθεί» από τον Πατέρα, όπως το Άγιον Πνεύμα.
Ο τρόπος του Ακτίστου είναι η δίχως προδιαγραφές και περιορισμούς ελευθερία. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή: «Ο όρος ύπαρξη δεν λέγεται κυριολεκτικά για τον Θεό· διότι υπάρχει [σε Αυτόν] προΰπαρξη, δηλαδή κάτι ακόμη πριν από την ίδια την ύπαρξη» και: «Το θείον “δεν είναι” – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει κατανοηθεί· μην το καταλάβεις έτσι· αλλά ότι Αυτό ούτε καν “υπάρχει”· διότι αυτή είναι η γνώση που γεννιέται μέσα στην άγνοια».
Αυτή η παραπεμπτική λειτουργία των σημασιών του αγίου Μαξίμου διασώζει μια προϋποθετική δυνατότητα να συγκροτήσει η γλώσσα και η λογική την ελκτική αναφορικότητά της γι’ Αυτόν που ποθεί, τον ακατάληπτο και άφραστο Θεό, ως εμπειρία αναφοράς, ως άρωμα της ζωογόνου πνοής του αφετηριακού γεγονότος της, ως μνήμη καταγωγικής συγγένειας. Η εν αγνωσία γνώση δεν είναι άρνηση γνώσεως, αλλά αναζήτηση καθαρμού της μνήμης, αναζήτηση ενός εσχατολογικού ομιλητικού γεγονότος, καθ’ οδόν προς την καθολική γλώσσα της Εδέμ.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει πως δεν πρόκειται, πράγματι,
να γνωρίσουμε κάτι για τον Θεό, αλλά να έχουμε μέσα μας τον Θεό, όπως ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Πατρός έχει μέσα του εμάς. Κατά τον ίδιο πατέρα, «ὁ Θεὸς ὀνομάζει μακαριότητα ὄχι μερικὲς γνώσεις γι’ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν κατοικία του μέσα στὸν ἄνθρωπο». Οι Πατέρες, χρησιμοποιώντας όλο τον τεχνικό εξοπλισμό της ανθρωπίνης σκέψεως, δεν σταματούσαν ποτέ στη θεολογία των εννοιών, αλλά έτειναν «προς τη γνώση που γίνεται αγάπη», αντίθετοι σε ένα νέου τύπου παθητικό «κιετισμό» (ησυχασμός, από το γαλλ. quietisme < λατ. quietus = ήσυχος), ο οποίος αποτελεί και τον σύγχρονο πειρασμό που οδηγεί στη θεώρηση ότι η χριστιανική τελείωση έγκειται στην αγάπη του Θεού και στη δική μας απραξία χωρίς εξωτερικά έργα.
Οι ενέργειες –Χάρη του Θεού– απαιτούν την πράξη μας, γιατί είναι «σύμπραξις». Μολονότι ο Θεός χορηγεί και τις αρετές, ο άνθρωπος ωστόσο κλήθηκε να προσφέρει από μέρους του τον ιδρώτα κάθε αρετής του, κατά τον Αββά Ησαΐα. Ο Υιός του Πατρός, ο Κύριός μας στην προσευχή Του στη Γεσθημανή, προσφέρει την ανθρωπινότητά Του στον Πατέρα υπέρ ημών. Οι θρόμβοι αίματος που περιλούουν την ανθρώπινη και αναμάρτητη φύση Του δεν είναι οι αρετές του αλλά η «εκούσια» υπέρ του κόσμου παράδοση στο θέλημα του αποστείλαντος Αυτόν Πατρός. Το σωτήριο αίμα αρχίζει να περιλούει την ανθρωπότητα, δίδοντας Εαυτόν στη σχέση Του με τον Πατέρα και σε εμάς την τελείωση.
Πρόκειται για τελείωση του έργου που εκούσια ανέλαβε παρά του Πατρός και τελείωση του έργου της λύτρωσης του κτιστού από την υποταγή στην αναγκαιότητα της φύσεως. Αίμα δικαίου ήταν η ανάγκη μας για να δικαιωθούμε δι’ Αυτού ενώπιον του Πατρός, να εισέλθουμε στον οίκο του Πατρός αναλαμβανόμενοι και φερόμενοι υπ’ Αυτού αλλά και αναλαμβάνοντας και φέροντας τη δημιουργία δικαιωμένη, ήτοι σεσωσμένη, από την ασθένεια προς τον θάνατο.
Στην αρχιερατική Του προσευχή –κορύφωση και κατάδειξη της σχέσεως με τον Πατέρα– ο Κύριος αιμορραγεί για να αιματοδοτήσει τη θέλησή μας, να την καθαγιάσει δίδοντάς της «πνοὴ ζωῆς ἐν αἵματι», να εκχωρηθεί στο θέλημα του Πατρός, αγιασμένη από τη ζωοποιό ενέργεια του Πνεύματός του «ἵνα ὦσιν ἓν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. 17, 22), να μην αδικήσουμε εαυτόν και αλλήλους, αλλά «πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ο Χριστός πορεύεται προς «τὸ ἑκούσιον πάθος» γιατί, όπως διαβάζουμε στον ιερό Φώτιο, «Αὐτός μᾶς ἐρωτεύθηκε πρῶτος, ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε ἐχθροὶ καὶ ἀντίπαλοι … καὶ δὲν [μᾶς] ἐρωτεύθηκε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀτιμάστηκε γιὰ χάρη μας, καὶ χτυπήθηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ συγκαταλέχθηκε στοὺς νεκροὺς καί μέσῳ ὅλων αὐτῶν ἔθεσε μπροστά μας τὸν ἔρωτά του πρὸς ἐμᾶς». Το θείο Πάθος δεν είναι η αδυναμία του Θεού· Δεν ανεβαίνει ο Κύριος στον Σταυρό γιατί δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά, αλλά γιατί θέλει. Είναι ο «εσταυρωμένος εραστής». Έτσι προσκυνά το πάθος του Κυρίου της ευγνωμονούσα η Εκκλησία.
Ο Πατήρ προτείνει το ποτήριο των ανθρωπίνων αδυναμιών στον Υιό Του, να υπερβεί τον τρόμο, τη φρίκη της αδύναμης ανθρωπίνης φύσεως του κτιστού να λυτρωθεί καθ’ εαυτήν. Ο Υιός αναλαμβάνει να περάσει ως νικητής το φοβερό και μυστηριώδες πέρασμα από τις πύλες του θανάτου. Η κραυγή Του να απωθηθεί το ποτήριο δεν εισακούσθηκε από τον Πατέρα. Η ανθρώπινη ελευθερία Του δέχεται εκουσίως τον Σταυρό. Το θέλημα του Πατρός και αυτό της ανθρωπινότητας του Υιού ενώνονται. Η ανθρώπινη θέληση ανέρχεται και ολοκληρώνεται ελεύθερα συνταυτιζόμενη και ενούμενη με τη θέληση του Πατρός. Το Πνεύμα ενεργεί την αποδέσμευση από το «ίδιον θέλημα» και ελευθερώνει την ανθρωπινότητα του Υιού στην κραυγή «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ».
Στη κένωση του Σταυροῦ ο Θεός σιωπά και η ανθρωπότητα κραυγάζει. Ο Θεός παίρνει επάνω του την απάντηση με το δικό του εκούσιο πάθος, αναλαμβάνει την τελευταία συνέπεια της δημιουργικής του ενέργειας. Η αγάπη παίρνει επάνω της το αμάρτημα του κόσμου για να συγχωρήσει το κάθε κτιστό: «Έρχεται ο άρχοντας αυτού του κόσμου, αλλά δεν έχει τίποτα δικό του μέσα μου» (Ἰω. 14, 30). Η ανθρώπινη οδύνη φέρεται από τον Άνθρωπο του πόνου, τον Ελκόμενο Υιό του Πατρός, ο οποίος εκουσίως ανεβαίνει την κλίμακα, την στερεωμένη στο Σταυρό, για να εναποθέσει στα χέρια του Πατέρα τον θάνατο, την τυραννία του κτιστού. Επάνω στο Σταυρό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός γίνεται η αδαμάντινη γέφυρα ένωσης κτιστού και Ακτίστου. Απέναντι στην οδύνη, απέναντι σε κάθε μορφή κακίας, η μόνη απάντηση είναι να πούμε ότι ο Θεός είναι αδύνατος και ότι δεν μπορεί παρά να υποφέρει με μάς. Αυτή είναι η μοναδική απάντηση στη δίκη του αθεϊσμού, επάνω στη βασιλεία του κακού. Ο Θεός είναι ασθενής, όχι σε όλη του την παντοδυναμία, αλλά στην εσταυρωμένη Αγάπη Του, καθὼς άδεται: «σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ» (Ψαλμ. κα΄, στ. 7). Στον Σταυρό ο Χριστός φέρει αυτήν την ίδια τη θνητότητα. Η Εκκλησία, διά των Πατέρων και των Αγίων της, διδάσκει σχετικά πως η δύναμη του θανάτου βρίσκεται στην αυτονομία του, αλλά ο Χριστός δίδει τον θάνατό του στον Πατέρα και εκ μέρους μας, γι’ αυτό και είναι εν Χριστώ ο θάνατος που πεθαίνει στα χέρια του Πατέρα, που είναι η όντως Ζωή, και ο Υιός έτσι με τον θάνατό Του νίκησε τον θάνατο.
Έκτοτε κανείς άνθρωπος δεν πεθαίνει πλέον μόνος του. Ο Χριστός πεθαίνει με αυτόν για να τον αναστήσει με αυτόν. «Ὁ Θεὸς παρουσιάζεται καὶ δηλώνει τὴν ἀγάπη του, παρακαλεῖ ποὺ ἀνταμείβεται κάποιος … ἀπωθημένος, περιμένει στὴ θύρα… Γιὰ καθετὶ καλὸ ποὺ μᾶς κάνει, δὲν ζητᾶ σ’ ἀνταλλαγὴ αὐτοῦ παρὰ τὴν ἀγάπη μας σ’ ἀντάλλαγμα τῆς ἀγάπης μας, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ὅλη τὴν ὀφειλή μας», λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Κατά μία ορισμένη έννοια, παρότι μόνον ο Υιός σταυρώνεται αφού γι’ αυτό ενηθρώπησε, στη Σταύρωση κάθε πρόσωπο της αγίας Τριάδος έχει τον ιδιαίτερο τρόπο να είναι παρόν στο Μυστήριο, σιωπηλά και μυστικά. Βέβαια, όλα αυτά μακριά από κάθε υπόνοια έστω και αμυδρής νύξεως ανθρωπομορφισμού, που θα εισήγε τον θεοπασχητισμό στην αναλλοίωτη αιωνιότητα του Θεού.
Οι Πατέρες έχουν δει καλά την αντινομία του Ιδίου του Θεού. Ο Θεός είναι περισσότερο από ένα Απόλυτο, γιατί είναι απόλυτα Αυτός ο Ίδιος και ο Άλλος αυτός ο Ίδιος: ο Θεός-Άνθρωπος, και το όνομα του Θεού είναι σχετικό στον κόσμο. Ο Θεός είναι ταυτόχρονα απόλυτος και σχετικός, Θεός της ιστορίας και Θεός μέσα στην ιστορία, είναι το μυστήριο της αγάπης Του που υπερέχει την ίδια Του την υπεροχή και οφείλει να είναι σεβαστό μέσα στη σιωπή, κρύφιο και φοβερό, αλλά παρά ταύτα γεμάτο χάρη κι ελπίδα, χαρά εν τη προσμονή: «πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία» (Ἰω. 16, 22).
Ο πόνος της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού είναι αισθητός στην υπόστασή Του και μπορούμε να πούμε ότι κατέχει το ισότιμό Του στην Τριαδική ενότητα του Θεού. Όλη η Ευχαριστία, με την επίκλησή της στην Αγία Τριάδα, απευθύνεται σε Αυτήν και είναι συνάμα το έργο της Τριάδος. Ο τυραννικός φόβος του κτιστού κραυγάζει διά του Χριστού απευθύνοντας στον Πατέρα το πανανθρώπινο ερώτημα: «Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;», που θέλει να πει ότι το Πνεύμα δεν ενώνει πλέον τον Υιό με τον Πατέρα, ότι ο χορηγός της ζωής εγκαταλείπει τον Υιό, όπως ο Πατέρας Τον έχει εγκαταλείψει. Το Άγιο Πνεύμα είναι η χαρά όπου οι Τρεις χαίρονται μαζί και τώρα γίνεται επίσης και ο ανέκφραστος πόνος όπου και οι Τρεις ενώνονται: «Ο Ίδιος ο Χριστός, στις ημέρες της επιγείου σωματικής ζωής του, αφού προσέφερε δεήσεις και παρακλήσεις θερμές με κραυγή δυνατή και με δάκρυα προς τον Θεό, ο οποίος μπορούσε να τον σώζει από την αγωνία του θανάτου, εισακούστηκε χάρη στην άπειρη ευλάβειά του» (Ἑβρ. 5, 7).
Ο Πατέρας στερείται τον Υιό και ο Υιός περνά, σαν σε μία στιγμή αιωνιότητος, από το θείο άπειρο της μονώσεως-εγκαταλείψεως. Το Άγιο Πνεύμα, δι’ αυτής της χαρμολύπης, Δωρητής της ζωής που πονά, ιδιοποιείται με το τρόπο Του τον πόνο της θυσίας επί του Σταυρού. Οι αισιόδοξες θεοδικίες όμως θα δημιουργούν πάντοτε το ευθύγραμμο και ορθολογικό σύστημα των «φίλων του Ιώβ», οι οποίοι, σε κάθε εποχή, αγνοούν ότι τα όντα αληθεύουν μόνον ως διαδικασίες σχέσεως, ως προοδευτικά γεγονότα αναφοράς.
Η ανθρώπινη ελευθερία, η «δεύτερη ελευθερία», κατά πως λέγουν οι Πατέρες, για να είναι αληθινή, δηλαδή κατά τη θεία εικόνα, έπρεπε να είναι απρόβλεπτη επίσης για τον Θεό, να γίνεται τέτοια με την ελεύθερη απόφασή Του να ρίξει στη πανσοφία Του το κάλυμμα της κενώσεώς Του.
Όποιος αρνηθεί να άρει τον δικό του σταυρό, δηλαδή τον θάνατό του και το θάνατο κάθε μέλους της δημιουργίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να μεταλάβει το Μυστήριο του Εσταυρωμένου Θεανθρώπου. Θα στέκει μέσα στην ερημία του να προκαλεί τον Χριστό να αποδείξει τη θεότητά Του κατερχόμενος εκ του Σταυρού, να επιβάλει δηλαδή τη θεότητά Του καταργώντας την ανθρώπινη ελευθερία, να μην θέλει να Τον αναγνωρίζει ως Θεό επί του Σταυρού.
Όποιος αρνείται τον θάνατό του είναι ένα ον το οποίο αρνείται τη γέννησή του, ένα ανοντολογικό ον που μπορεί μόνο, με κάθε τρόπο και σε κάθε στιγμή, να φονεύει τον κάθε άλλον, καθ’ έξιν του φαντασιακού του αθανατισμού. Όποιος αρνείται να φέρει τον θάνατό του δεν θα γεννηθεί ποτέ εν τη Αναστάσει, διότι: «Ανάσταση είναι η μετα-θανάτια πρόσβαση στο μοίρασμα του βίου, στην κοινο-ποίηση της ύπαρξης», καθώς μόνο έτσι διαφεύγει το κτιστό από το μηδέν «ἐν τῆ χαρισματικῇ ἀναγνωρίσει τοῦ ἄλλου». Η ανάσταση δεν είναι παρά η ολοκλήρωση του θανάτου και του γνωστικού του βάθους, γιατί λησμονώντας τον θάνατο δεν υφίσταται ανάσταση. Αυτό μας προσφέρει ως τελείωση της δημιουργίας ο Πατήρ διά του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.
Τί κι αν μας πάρουν τον Θεό επάνω από τη γη, εμείς θα τον βρίσκουμε πάντοτε κάτω από τη γη. Εκεί όπου ο κόσμος φοβάται να κατέβει εμείς γνωρίζουμε ότι ο Θεός κατήλθε «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων» (Κολοσσ. 1, 18). Ο εξής ωραίος λόγος του αγίου Νικολάου Καβάσιλα είναι επιλογικός των όσων διελήφθησαν: «Μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, ἀπέραντη κοσμηματοθήκη ἀρκετὰ εὐρύχωρη γιὰ νὰ περιλάβει τὸ Θεό αὐτὸν τὸν ἴδιο… Τὸ μάτι δημιουργήθηκε γιὰ τὸ φῶς, τὸ αὐτὶ γιὰ τοὺς ἤχους, ὅλα τὰ πράγματα γιὰ τὸ σκοπό τους καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ ὁρμήσει στό Χριστό». Η καρδιά του ανθρώπου μεταβάλλεται σε κοσμηματοθήκη για να περιληφθεί ο Αναστάς Ιησούς Χριστός· καθίσταται απέραντη για να χωρέσει όλη τη δημιουργία και ευρύχωρη για να περιλάβει και όσους είναι περίλυποι· γίνεται όραση καλυμμένη από το αόρατο χέρι τοῦ Χριστοῦ και, όπως τα χέρια Του είναι τρυπημένα, βλέπουμε δια-μέσω Αυτού τη διαφάνεια του κόσμου και γίνεται ακοή για να ακούγεται ο κτύπος της καρδιάς του Θεού, ήτοι της αγωνίας Του επί του Σταυρού.
«Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεµαι τὸ πνεῦµά µου» θα πει: Παραδίδομαι στα χέρια του Πατρός των Φώτων, της αναστάσιμης ζωής. Το «τετέλεσθαι» του Κυρίου επί του Σταυρού δεν σημαίνει ένα τέλος επί του μηδενός αλλά ότι η δημιουργία ολοκληρώθηκε και η μετα-θανάτια πρόσβαση στο μοίρασμα του βίου, στη κοινο-ποίηση της ύπαρξης, μετέχει κατά χάριν στη ζωοποιό σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Είναι ήδη και για το κτιστό μία πραγματοποιημένη ανοικτή πρόσβαση διά της Αναστάσεως του Θεανθρώπου, ο Οποίος μετέχει σε αυτήν, φέροντας και εμάς στην όντως Ζωή.
Ο σκοπός της δημιουργίας υπήρξε το προαιώνιο σχέδιο του Πατρός, το οποίο ο Υιός ανέλαβε και στο Άγιο Πνεύμα αληθεύεται «ἕως ἄρτι».