23.8 C
Athens
Σάββατο, 19 Απριλίου, 2025

Οι τρεις αγχόνες

Του Σεβ. Μητροπολίτου Σουηδίας κ. Κλεόπα

Η κατανυκτική βραδιά της Μεγάλης Παρασκευής μου δίδει την αφορμή, να αναφερθώ στο βιβλίο «Night» (Νύχτα) του Νομπελίστα Elie Wiesel, που αποτελεί μια οδυνηρή αυτοβιογραφική αφήγηση της επιβίωσής του, ως έφηβος, στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου.

Στην εν λόγω μελέτη του, ο Wiesel αναφέρει τα εξής: «Μια μέρα τα Ες-Ες απαγχόνισαν τρεις εβραίους, δυο άντρες κι ένα αγόρι, μπροστά σ’ όλους τους φυλακισμένους. Ιδίως η μοίρα του αγοριού πάγωσε τους παραταγμένους θεατές. «Πού είναι ο φιλεύσπλαχνος Θεός; Πού είναι;», ρώτησε κάποιος πίσω μου. Μετά από λίγο ήρθε η ώρα να παρελάσουμε μπροστά από τα θύματα. Οι δυο άντρες είχαν πεθάνει. Όμως η τρίτη κρεμάλα ακόμη κουνιόταν: το παιδί ακόμα ανέπνεε. Κι αυτό συνεχίστηκε για πάνω από μισή ώρα, με το παιδί σε ρόγχο μεταξύ ζωής και θανάτου, να σπαρταράει μπροστά στα μάτια μας. Ακόμη ζούσε όταν πέρασα από μπρος του. Από πίσω μου άκουσα τον ίδιο άντρα να ρωτά: «Για τ’ όνομα του Θεού, πού είναι ο Θεός;» Και τότε άκουσα μέσα μου μια φωνή να απαντά: «Πού είναι; Εδώ ακριβώς είναι. Κρέμεται σ’ αυτές τις αγχόνες». (Ellie Wiesel, Night (μτφρ. από τα γαλλικά: Marion Wiesel), Hill & Wang, New York 2006, σσ. 64-65.)

Για τον Jurgen Moltmann, η αφήγηση του Elie Wiesel επιβεβαιώνει την αυτοταπείνωση του Θεού, όταν λέει: «κάθε άλλη απάντηση [σσ. πλην του ότι ο Θεός κρέμεται στις αγχόνες] θα ήταν βλασφημία. Δεν μπορεί να δοθεί άλλη χριστιανική απάντηση στο ερώτημα αυτού του βασανισμού. Το να κάνουμε λόγο για έναν Θεό που δεν θα μπορούσε να υποφέρει, θα έκανε τον Θεό δαίμονα». (Jurgen Moltmann, Ο σταυρωμένος Θεός, σ. 283).

Μετά από πολλά χρόνια, ο Elie Wiesel ρώτησε έναν ραβίνο: «Πώς μπορείς να πιστεύεις στον Θεό μετά το Άουσβιτς;» και ο ραβίνος του απάντησε, «Πώς μπορείς να μην πιστεύεις στον Θεό μετά το Άουσβιτς;», εξηγώντας ότι μόνο στον Θεό μπορεί να πιστεύει κανείς, από την ώρα που στο Άουσβιτς αχρειώθηκε και ηττήθηκε η ανθρωπότητα. (Elie Wiesel, All Rivers Run to the Sea: Memoirs, Schocken Books, New York 1995, σ. 403.) (Βλ., επίσης, Θανάση Παπαθανασίου, “Ο ΠΑΣΧΩΝ ΘΕΟΣ, Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΘΕΟΣ”)

Ο Χανς Γιόνας, στην μελέτη του, «Η έννοια του Θεού μετά το Αουσβιτς. Μία από Ιουδαίων φωνή», διερωτάται: «Τι είδους Θεός μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο;» (Σταύρου Ζουμπουλάκη, Ο Θεός μετά το Αουσβιτς κατά τον Χανς Γιόνας.)

«Τι κάνει ο Θεός μπροστά στον ανυπόφορο πόνο και στο αδιανόητο άδικο; Απλά παρατηρεί; Προδήλως υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν βλάσφημο ένα τέτοιο ερώτημα. Και όμως, αν πρόκειται για πραγματική κραυγή κι όχι για ρητορικό σχήμα, τότε είναι ερώτημα που μόνο πιστός μπορεί να ξεστομίσει. Είναι η κραυγή του Ιερεμία και η κραυγή του Δαβίδ, που θέτουν το αρχαίο ερώτημα για την αρχαία αγωνία: Κύριε, εσύ είσαι δίκαιος. Πώς μπορώ να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου; Όμως θέλω να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με τη δικαιοσύνη: Γιατί ευτυχούν οι ασεβείς; (Ιερ. 12:1)» (Θανάση Παπαθανασίου, “Ο ΠΑΣΧΩΝ ΘΕΟΣ, Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΘΕΟΣ”)

Εδώ τίθεται το πρόβλημα της θεοδικίας. Γιατί να δοκιμάζεται ο δίκαιος και να ευημερεί ο άδικος; Πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού στον κόσμο με την δικαιοσύνη και την ευσπλαχνία του Θεού; Η περίπτωση του Δικαίου Ιώβ είναι η πλέον αντιπροσωπευτική της θεοδικίας. Δοκιμάζεται η πίστη του Ιώβ, κατά Θεία παραχώρηση, υπομένει με καρτερία τις δοκιμασίες και η προσευχή του είναι: «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον!», για να επαληθευθεί ο λόγος του Προφήτου Αββακούμ: «Ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται».

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην προσωπική του εμπειρία, όταν λέγει: «εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.»

Ο Χριστός, ο κατ’ εξοχήν Πάσχων Δίκαιος, θανατώνεται. Η κραυγή του Χριστού επί του Σταυρού εκπληρώνεται ως προφητεία του 21ου Μεσσιανικού Ψαλμού: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» Το υψηλότερο αυτό σημείο της Θείας Κενώσεως, κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, η Σταυρική Θυσία, το παράδοξον του Σταυρού, ονομάζεται και Άκρα Ταπείνωσις και τελεία εγκατάλειψις, γι᾽ αυτό και εκφράστηκε ως κραυγή από τον Χριστό.

«Υπάρχει το Αουσβιτς, δεν μπορεί επομένως να υπάρχει Θεός», ανέφερε σε συνέντευξή του στον Ferdinando Camon ο συγγραφεύς Primo Levi, επιζήσας του Ολοκαυτώματος,  (Ferdinando Camon, «Conversations with Primo Levi»).

«Η δοκιμασία της πίστης είναι επομένως τρομακτικά σκληρή: Αναζητούσα όλη μέρα μιαν απάντηση στην ψωριασμένη γη και στις στάχτες του ουρανού, αναζητούσα να βρω αυτό που ένωνε τους θαλάμους αερίων με τον Θεό», αναφέρει ο Aaron Zeitlin στο έργο του, «Poems of the Holocaust and Poems of Faith».

Το ερώτημα της υπάρξεως του Θεού θέτουν οι ανωτέρω λογοτέχνες και αν, σε περιπτώσεις όπως το Άουσβιτς, ο Θεός παραμένει αδιάφορος και απαθής, ως deus absconditus,  κεκρυμμένος δηλαδή Θεός, ή και μήπως έχει ήδη πεθάνει;

Ο Θεός όντως πέθανε, αλλά πώς; Η θανάτωση του Θεού βιώνεται στο παράδοξο της Σταυρικής Του θυσίας, στην Άκρα Ταπείνωση, στο Θείον Πάθος, όπου ψάλλουμε: «Ὁ Σταυρός σου Κύριε, ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου».

Ιδού τι αναφέρει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, σε ομιλία του στην Μεγάλη Παρασκευή:  «Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο.

Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια; Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.

Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν;

Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).»

Δια του Θείου Πάθους, ο Θεάνθρωπος Κύριος μετέχει στο πάθος και τις δοκιμασίες της ανθρωπότητος. Πάσχει με τους πάσχοντες και, συγκακουχούμενος, Αναστημένος πλέον, συνοδοιπορεί με τον Λουκά και τον Κλεόπα στην πορεία προς Εμμαούς, βεβαιώνοντάς μας, ότι «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

Η Ανάστασις είναι το έσχατο που εισβάλλει στην ιστορία. «Η Ανάστασις», έχει επισημάνει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «αποκαλύπτει και συνεχίζει τη νίκη επί του Σταυρού.» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Επί του ξύλου του σταυρού», σ. 71.)

Η «θεόσωμος ταφή» είναι η μετοχή του ίδιου του Θεού στο πάθος της ανθρωπότητος. «Ιδού γαρ, εν νεκροίς λογίζεται ο εν υψίστοις οικών και τάφω σμικρώ ξενοδοχείται» (Μ. Παρασκευής Ωδή η΄, ο ειρμός)

Οι Χριστιανοί «πρέπει να κατανοούν, πως η κοινωνική αθλιότητα είναι η συνεχιζόμενη αγωνία του Xριστού, που υποφέρει ακόμη στο πρόσωπο των μελών του» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Το κοινωνικό πρόβλημα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία», στου ίδιου, Χριστιανισμός και Πολιτισμόςσ. 169)

Ο Χριστός «εξισώνει την αξία των ανθρώπων που πάσχουν, με την δική του αξία. Δείχνει ότι αυτός ο ίδιος πάσχει με τους πάσχοντες» (π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Η χριστιανική αντίληψη για το αίσθημα ευθύνης», Σύναξη 118 (2011), σ. 8)

«Ὅταν τά πάθη τοῦ Χριστοῦ γίνονται τιμή γιά τούς ἀνθρώπους, τότε μποροῦν νά γίνουν καί θεμέλιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μέ τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως βέβαια καί μέ τήν Ἐνσάρκωση καί τήν Ἀνάσταση, μαθαίνουμε τήν ὑπερβολή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς.» (Ευ. Αλ. Δάκας, Καταπάνω στον θάνατο.)

Η κατανυκτική βραδιά της Μεγάλης Παρασκευής είναι η μοναδική ευκαιρία, να οικειοποιηθούμε, χάριν της Αναστάσεως,  το δώρο της αιωνιότητος και της αθανασίας.

The three Gallows

By H.E. Metropolitan Cleopas of Sweden

The solemn and sacred evening of Holy Friday offers me the opportunity to reflect upon the book Night by the Nobel laureate Elie Wiesel — a painful autobiographical account of his survival as a teenager in the Nazi death camps.

In this harrowing work, Wiesel recounts: “One day the SS hanged three people — two men and a boy — in front of the entire camp. The child’s fate particularly shook the prisoners who had been forced to gather and watch the spectacle. ‘Where is our merciful God? Where is He?’, someone behind me asked. Not long after, it was time for us to march in front of the victims. The two men had died, but the child was still alive. He remained hanging, struggling between life and death, for more than half an hour. He was still alive when I passed by. Behind me, I heard the same man asking, ‘For God’s sake, where is God?’ And I heard a voice within me answering, ‘Where is He? He is there — hanging on those gallows.’”

Here we encounter the troubling question of theodicy: Why are the righteous tested while the unjust prosper? How can the existence of evil be reconciled with a just and merciful God?

The historic person of Job stands as the most emblematic example of theodicy. God allows his faith to be tested; however, he endures his trials with patience, and his prayer remains steadfast: “Blessed be the name of the Lord!” Thus, the words of the Prophet Habakkuk: “The just shall live by faith” and the words of St. Paul the Apostle: “I delight in weaknesses, in insults, in hardships, in persecutions, in difficulties, for Christ’s sake. For when I am weak, then I am strong” are both fulfilled.

In an interview with Ferdinando Camon, the writer Primo Levi (Ferdinando Camon, Conversations with Primo Levi) — a Holocaust survivor — stated: “If Auschwitz exists, then God cannot exist.”

And Aaron Zeitlin (Aaron Zeitlin, Poems of the Holocaust and Poems of Faith) pondered: “All day I sought an answer in the scabbed earth and the ashes of the sky. I tried to understand what connects the gas chambers to God.”

It is the writers and poets who dare to ask whether, in events like Auschwitz, God remains indifferent and aloof — a deus absconditus, a hidden God — or even, perhaps, whether He has already died.

God did die — but how? Christ, the quintessential Righteous One, was put to death. His cry from the Cross is the fulfillment of the 21st Messianic Psalm: “My God, my God, why have You forsaken me?”

This pinnacle of Divine Kenosis — the Sacrifice on the Cross — is also referred to as the Extreme Humility, the Divine Passion, the Paradox of the Cross, and the moment of complete abandonment.

St. Justin Popović writes in a homily on Good and Holy Friday: “Today, the devil has ‘taken on flesh’ in man, in order to destroy the God-Man. Today, God is judged by man.

Today, man decides that God is worth thirty pieces of silver. Was Judas the last among us who appraised Christ at thirty pieces of silver?

Never was there a more innocent convict. Never has the world seen a more absurd judge.

You drove nails through the hands of Christ — the hands that healed the sick, cleansed the lepers, raised the dead. Jairus, where are you? Lazarus, where are you? Widow of Nain, where are you to defend your Lord and mine?

You crucify the One who is the hope of the hopeless, the consolation of the comfortless, the eyes of the blind, the ears of the deaf, the resurrection of the dead!

And yet, what does the Lord think of the people below the Cross?
What only the God of love and meekness could ever think:
‘Father, forgive them, for they know not what they do.’” (Mark, 23: 34)

Through His Divine Passion, Jesus the God-Man shares in the suffering and trials of humanity. The “burial of God incarnate” represents His participation in human suffering. Thus, as one modern theologian affirms, “Christ’s continual agony is social misery, as he still suffers on behalf of His members.” (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Το κοινωνικό πρόβλημα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία», στου ίδιου, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σ. 169).

Christ “equalizes the value of those who suffer with His own. He shows that He Himself suffers with those who suffer.” (π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Η χριστιανική αντίληψη για το αίσθημα ευθύνης», Σύναξη 118 (2011), σ. 8)

He suffers with the suffering and those who suffer hardships together with him. Now Risen — He walks alongside Luke and Cleopas on the road to Emmaus, affirming His promise to us: “Behold, I am with you always, till the end of the age.”

“When the sufferings of Christ become an honor for humanity, then they can become the foundation of human life. Through Christ’s sufferings — as well as through His Incarnation and Resurrection — we learn the overwhelming measure of God’s love for us.” (Ευ. Αλ. Δάκας, Καταπάνω στον θάνατο)

This holy and solemn night of Good Friday is a unique opportunity to embrace the gift of eternity and immortality, thanks to the Resurrection!

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ