Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου
Καθηγητοῦ Ε.Κ.Π.Α.
Οἱ διαχρονικές καί πάντοτε ἐπίκαιρες καί ἀξιόπιστες ἐκδόσεις Gütenberg ἐξέδωσαν γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική γλῶσσα τήν Αὐτοβιογραφία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, μέ τόν τίτλο «Πάπας Φραγκῖσκος Ἐλπίδα» καί ὑπότιτλο: «Ἡ Αὐτοβιογραφία». Πρόκειται γιά μία Αὐτοβιογραφία ἱστορικά γιά πρώτη φορά γραμμένη ἀπό Πάπα, καί κατά τοῦτο σηματοδοτεῖ ἕνα πρωτόγνωρο γεγονός γιά τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ συγκεκριμένος Ποντίφικας χαρακτηρίζεται στή διαδρομή του ἀπό ἀρκετές πρωτειές καί πρωτοτυπίες.
Ὁ Πάπας Φραγκῖσκος εἶναι ὁ πρῶτος Πάπας Ἰησουΐτης. Ὁ πρῶτος Πάπας, ὁ ὁποῖος ἐπέλεξε νά φέρει τό ὄνομα τοῦ Φραγκίσκου τῆς Ἀσσίζης, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει στόν πρῶτο του Angelus στούς Καρδιναλίους, ἐπισκόπους καί τούς κληρικούς τῆς Curia Romana. Εἶναι ὁ πρῶτος Πάπας προερχόμενος ἀπό τήν Λατινική Ἀμερική καί βεβαίως ὁ πρῶτος Πάπας, ὁ ὁποῖος δημοσιεύει τήν Αὐτοβιογραφία του ἐνῶ βρίσκεται ἐν ζωῇ. Τό βιβλίο ἒχει ἢδη κυκλοφορηθεῖ παγκοσμίως σέ 80 χῶρες καί σέ 100 γλῶσσες ταυτόχρονα.
Ὁ Ποντίφικας, σέ συνεργασία μέ τόν Κάρλο Μοῦσο, ἐκκινεῖ τήν Αὐτοβιογραφία του ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα, μέ τήν περιπετειώδη μετανάστευση τῶν Ἰταλῶν προγόνων του στή Λατινική Ἀμερική, διέρχεται τήν παιδική του ἡλικία, τήν στροφή του στήν ἱερωσύνη, τήν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ἐνῶ καλύπτει ὁλόκληρη τήν παπική του θητεία μέχρι καί σήμερα.
Μέ ἐκφράσεις ἀνθρώπινες, ρεαλισμό σκέψης καί εἰλικρίνεια ἀναπτύσσει θαρραλέα καί παρουσιάζει μέ παρρησία τά κομβικά καί σημαντικά σημεῖα τῆς παπικῆς του διακονίας, σχολιάζοντας τά πιό σημαντικά ἀπό αὐτά, ὅπως τά πολυσυζητημένα θέματα τοῦ πολέμου, τῆς εἰρήνης, συμπεριλαμβανομένων τῶν συγκρούσεων στήν Οὐκρανία καί στή Μέση Ἀνατολή, τῆς μετανάστευσης, τῆς κλιματικῆς κρίσης, τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς, τῆς σεξουαλικότητας, τῆς τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, τοῦ μέλλοντος τῆς Εὐρώπης καί τοῦ κόσμου ἀλλά καί τοῦ ρόλου τῶν Θρησκειῶν.
«Ὁ πόλεμος» ἀναφέρει ὁ Ποντίφικας, «καταστρέφει μόνο τίς κοινότητες καί τό περιβάλλον, χωρίς νά προσφέρει λύσεις στίς συγκρούσεις, ἡ διπλωματία καί οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί χρειάζονται νέα ζωτικότητα καί ἀξιοπιστία. Οἱ θρησκεῖες, ἐπιπλέον, μποροῦν νά αντλήσουν ἀπό τήν πνευματικότητα τῶν λαῶν γιά νά ἀναζωπυρώσουν τήν ἐπιθυμία γιά ἀδελφοσύνη καί δικαιοσύνη, τήν ἐλπίδα γιά εἰρήνη».
Ὁ Πάπας Φραγκῖσκος ὡς πρός τή δομή, τήν ἐκδίπλωση τῆς σκέψης του καί τήν ἀνάπτυξη τῶν ἀπόψεών του ἀκολουθεῖ τήν ζωντανή ἀφηγηματικότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, τῆς συνοπτικῆς λεγομένης παράδοσης. Ξεκινᾶ μέ μία ἀφήγηση κάποιων προσωπικῶν στιγμῶν ἢ οἰκογενειακῶν γεγονότων τῆς καθημερινότητάς του, κυρίως στά χρόνια πρίν τήν ἐκλογή του ὡς Πάπα, καί πάνω σ’ αὐτήν τήν ἀφήγηση ἐξυφαίνει καί δομεῖ τήν σκέψη του γιά ὅσα θέματα ἐπιθυμεῖ νά θίξει.
Ἡ ἀνάγνωση της Αὐτοβιογραφίας του μᾶς φανερώνει τήν ἀνθρώπινη πλευρά τοῦ αὐτοβιογραφουμένου.
Μᾶς παρουσιάζει τί τόν ἐνέπνευσε καί τί τόν στήριξε ὃλα αὐτά τά χρόνια γιά νά πάρει ὁρισμένες ἀποφάσεις σημαντικὲς καί ἐν πολλοῖς ριζοσπαστικές γιά τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἐπιδραστικές ὃμως στόν ἂνθρωπο καί σέ ὃλο τόν κόσμο.
Ἡ κατάγωγή του ἀπό τήν Λατινική Ἀμερική, μέ τά τεράστια καί ζωτικῆς φύσεως κοινωνικά καί ἀνθρωπιστικά προβλήματα, εἶναι καθοριστική γιά μία «ἂλλη»-διαφορετική διερμηνεία τῶν ὅρων πίστεως τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τόν προκάτοχό του Βενέδικτο 16ο παρέλαβε τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας στή βάση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Ὁ Ἴδιος, ὅπως ἐπεσήμανε καί ὁ Καρδινάλιος Cosmastri, διεύρυνε τά ἑρμηνευτικά ὅρια πού ἔθεσε ὁ Πάπας Βενέδικτος καί μέ τόν τρόπο αὐτό μετακύλησε τό κέντρο βάρους τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας, στή σχέση της μέ τήν κοινωνία καί τόν κόσμο, ἀπό τήν ἀποκλειστικότητα στήν ἀνεκτικότητα καί στήν κοινωνική διάσταση τῆς ἑρμηνείας καί ἐφαρμογῆς της. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Πάπας Φραγκῖσκος ἐπεδίωξε, καί ἐν μέρει τό πέτυχε, νά καταστήσει τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐξωστρεφῆ, νά υἱοθετήσει τήν ἀνοικτότητα καί ὄχι τήν κλειστή ποιμαντική δραστηριότητα καί νά ὑποδείξει τήν συμπεριληπτικότητα καί τόν σεβασμό στήν ἑτερότητα χωρίς ὅμως νά διαφοροποιηθεῖ ἀπό τήν οὐσία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας. Κατανοώντας ρεαλιστικά τό θεολογικό περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου ἐργάζεται γιά μία Ἐκκλησία χωρίς ἀποκλεισμούς, μέ χαρακτηριστικές περιπτώσεις τίς φιλελεύθερες προτάσεις του γιά τήν δυνατότητα συμμετοχῆς στήν Θεία Κοινωνία τῶν διαζευγμένων, τῶν ὁμοφυλοφίλων καί τῶν μεταναστῶν ἤ τίς προτάσεις του γιά τό ἔγγαμον τοῦ κλήρου καί τόν διορισμό γυναικῶν σέ καίριες θέσεις στή διοίκηση τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Guria Romana.
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα ἐπισημαίνει: «Χρειάζεται νά γίνουμε μία Ἐκκλησία πού ἀφυπνίζεται, μιά Ἐκκλησία πού δέν κλείνεται στόν ἑαυτό της ἀλλά εἶναι ἱκανή νά προχωρήσει μπροστά…μία Ἐκκλησία πού ξεκινᾶ νά συναντήσει τόν κόσμο ἔχοντας τό θάρρος νά ἀνοίξει πόρτες στόν κόσμο».
Γιά ὃλα αὐτά βεβαίως ἔχει ὑποστεῖ τήν κριτική τῶν ἐπίδοξων διαδόχων του.
Ὁ Πάπας Φραγκῖσκος, ὅπως μαρτυρεῖται στήν Αὐτοβιογραφία του, ἔγινε πρωτοπόρος, καί ὡς πρός τήν ἀποδοχή ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας σειρᾶς ζητημάτων, τά ὁποῖα μέχρι σήμερα ἀποτελοῦσαν taboo γιά τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, καί τά ὁποῖα διαζωγραφοῦν τά ἔργα καί τίς ἡμέρες του. Στή βάση τῆς θεώρησης, ὃτι «ἡ παράδοση στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μουσεῖο ἀλλά ἡ ἐγγύηση τοῦ μέλλοντος. Ἡ ἰδέα τῆς διαρκοῦς ἐπιστροφῆς στίς στάχτες εἶναι ἡ νοσταλγία τῶν φονταμενταλιστῶν, ὅμως δέν πρέπει νά εἶναι αὐτό τό ἀληθινό νόημα τῆς λέξης παράδοση. Ἀντίθετα εἶναι μία ρίζα ἀπαραίτητη προκειμένου νά μπορεῖ τό δένδρο νά δίνει πάντα νέους καρπούς» (σελ. 114), ὑπερβαίνει τόν σκεπτικισμό τοῦ προκατόχου του Πάπα Βενέδικτου 16ου, ὁ ὁποῖος ἐνεργοῦσε καί ἀποφάσιζε πάντα ὑπό τόν «φόβο» τοῦ μεταρρυθμιστικοῦ προτεσταντισμοῦ καί τοῦ φιλελεύθερου προοδευτισμοῦ, τόν ὁποῖον ἔζησε ὁ ἴδιος στή Γερμανία.
Ἀντίθετα ὁ Πάπας Φραγκῖσκος συναναστρεφόμενος μέ τούς ἀνθρώπους τῆς καθημερινότητας καί ζῶντας τά προβλήματά τους, τά υἱοθετεῖ τίς περισσότερες φορές ὡς δικά του προβλήματα, ὁριοθετεῖ τήν δική του «κοινωνική θεολογία» καί καθορίζει τό περιεχόμενο τῆς ποιμαντικῆς του, στό πλαίσιο τῆς δικῆς του κληρονομιᾶς, ὡς συνεχιστής τῆς κοινωνικῆς δράσης τῶν Παπῶν Ἰωάννου ΚΓ΄, τοῦ Πάπα τῆς ἀγάπης, καί Παύλου τοῦ ΣΤ΄, τοῦ Πάπα τοῦ διαλόγου. Ἐπίσης ἀποδέχεται στήν κοινωνική του διδασκαλία, τίς προτροπές καί τίς υποδείξεις τῶν κανονιστικῶν κειμένων τῆς κοινωνικῆς πρότασης τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τίς Ἐγκυκλίους Laborem Exercens (Γιά τήν ἀνθρώπινη ἐργασία), Sollicitudo Rei Socialis (Ἡ κοινωνική μέριμνα) καί Centesimus annus (Τό ἐργατικό ζήτημα), ἐνῶ υἱοθετεῖ ἀπόλυτα τό περιεχόμενο τοῦ Κειμένου τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη (Pontifico Consiglio Della Giusticia e Della Pace) «Combedio della Dottrina Sociale della Chiesa» (Σύνοψη τῆς κοινωνικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας), σηματοδοτώντας συμπληρωματικά τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παποσύνη Του, μέ τήν «ἐλπίδα», τήν ὁποίαν θεωρεῖ ὡς τήν ἀρετή τῆς κίνησης καί τήν κινητήρια δύναμη κάθε ἀλλαγῆς (σελ. 11). Γιά τόν Πάπα Φραγκῖσκο «ἡ ζωή εἶναι ἡ τέχνη τῆς συνάντησης καί τῆς συνύπαρξης». Αὐτό εἶναι καί τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς ἐλπίδας, ὅπως τό ἀνέπτυξαν ὁ Jürgen Moltmann καί ὁ Ὀρθόδοξος θεολόγος Νικόλαος Νησιώτης, τό ὁποῖο ὁ Πάπας Φραγκῖσκος ὑλοποιεῖ.
Σέ αὐτό τό εὐρύ, πολύπλοκο, γοητευτικό καί οὐσιαστικό φάσμα κινεῖται ἡ ἀφηγηματική Αὐτοβιογραφία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, μέ ἀναμνήσεις, ἐνθυμήσεις, βιώματα καί ὁραματισμούς γιά τήν παρουσία καί τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινότητας τοῦ Χριστοῦ, μέσα στόν σύγχρονο κόσμο καί στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Ἀνάλογη ἀνοικτότητα καί ἐξωστρέφεια προσδίδει ὁ Πάπας Φραγκῖσκος καί στόν θεολογικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ἔχοντας προσανατολίσει αὐτόν ὥστε νά καταστεῖ «ἐποικοδομητικά διδακτικός» ὡς πρός τό ζήτημα, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος «ἄνοιξε», τήν Συνοδικότητα. Ἓνα θέμα taboo γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, τό ὁποῖο ἔχει θέσει ὡς τό κεντρικό θέμα στοχασμοῦ, συζήτησης, θεολογικοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ προβληματισμοῦ καί ὡς ἐρώτημα περί τοῦ ἀποφασιστικοῦ ἤ τοῦ συμβουλευτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων σέ ἀναφορά πρός τόν ἐπίσκοπο Ρώμης καί Πάπα.
«Οἱ Καθολικοί πρέπει νά μάθουν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους…γιά τό νόημα τῆς ἐπισκοπικῆς συλλογικότητας καί τήν παράδοση τῆς συνοδικότητας, δύο θέματα τόσο ἀντιπροσωπευτικά τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», ἀναφέρει ἀπευθυνόμενος σέ ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους.
Ὁδοδεῖκτες στήν προσπάθειά του αὐτή ἔχει τίς μελέτες δύο σημαντικῶν θεολόγων, τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper, κατά-ξιωμένου ἐκκλησιολόγου, καί τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα.
Ἐκλεκτό ἀκροατήριο·
Ἡ ἐφημερίδα Politico τῆς New York Post ἐπεσήμανε ὅτι ἡ ἐκλογή ἑνός Πάπα εἶναι πάντα καί γεγονός πολιτικῆς φύσεως, ἀφοῦ εἶναι βέβαιο ὃτι μέσα ἀπό αὐτήν ἀναδεικνύεται τό πρόσωπο ἐκεῖνο, τό ὁποῖο καθορίζει κάθε φορά καί τό περιεχόμενο τῆς λεγόμενης πολιτικῆς θεολογίας τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Πολιτική θεολογία πού ἐκφράζεται εἴτε ὡς ἐνασχόληση μέ τά πολιτικά θέματα (ὅπως ἡ περίοδος τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου τοῦ Β΄) εἴτε μέ τά εὐρύτερα κοινωνικά ζητήματα, ὡς μία ἂλλη «διάσταση» τῆς πολιτικῆς, καί μέ τά ὁποῖα διαμορφώνεται ἐπίσης μία ἀνάλογη κοινωνιολογική σκέψη, γι’ αὐτό μέ κάθε ἐκλογή Πάπα ἐκφράζεται καί μία ἀνάλογη κοινωνική πρόταση, ὃπως οἱ προτάσσεις του γιά εἰρηνευτική προσπάθεια στήν Οὐκρανία καί στή Γάζα ἤ οἱ ἀπόψεις του γιά τήν ἔννοια τῆς δημοκρατίας καί τήν μεταναστευτική πολιτική τῆς Εὐρώπης, τήν ὁποία τολμᾶ καί χαρακτηρίζει ὡς τήν «μεγαλύτερη μεταπολεμική καταστροφή», μιλῶντας γιά τήν μετατροπή τῆς Μεσογείου ἀπό mare nostrum σέmare mortumm.
Αὐτήν τήν εὐρεία, πολύπλοκη καί γοητευτική πολιτική καί κοινωνιολογική σκέψη τοῦ Πάπα Φραγκίσκου συναντᾶ ὁ ἀναγνώστης στήν παροῦσα Αὐτοβιογραφία «Ἐλπίδα», τήν ὁποίαν ἀπέδωσε μεταφραστικά ἂριστα ἡ κ. Ἄννα Παπασταύρου καί ἐξέδωσαν καλαίσθητα καί ἐπιμελημένα οἱ ἐκδόσεις Gütenberg, κεντρίζοντας πολλά ἀπό τά ἐνδιαφέροντά τῶν ἀναγνωστῶν τους.
Κατά τοῦτο εὔχομαι καί ἡ παροῦσα ἔκδοση, ὅπως καί ὅλες οἱ ἄλλες ἐκδόσεις, νά στεφθεῖ ἀπό ἐπιτυχία καί νά εἶναι καλοτάξιδη.
Σᾶς εὐχαριστῶ.