π. Ιωάννης Χρυσαυγής
Η αναπάντεχη, αλλά σίγουρα θεαματική και παταγώδης πτώση (τον Ιούλιο, 2024) και καταδίκη (τον Δεκέμβριο, 2024) του Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ, πρώην διευθυντή του τμήματος εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, ο οποίος ζει σήμερα σε κάποιο θέρετρο της Δημοκρατίας της Τσεχίας, κρούει προειδοποιητικά τον κώδωνα για κάθε κληρικό. Ουδείς αναμάρτητος, βέβαια, στην προσωπική, οικογενειακή ή κοινωνική του ζωή, γεγονός που ισχύει και για τον χώρο της Εκκλησίας. Διότι η αμαρτία είναι το κοινό, ανθρώπινο χαρακτηριστικό —το μόνο που μας συνδέει παράδοξα, έστω—πάνω και πέρα από τις οποιεσδήποτε διαφορές μας, είτε κοσμικές είτε πνευματικές. Είναι εμπειρικά γνωστό σε όλους ότι η θεία σκάλα χρησιμεύει για την άνοδό μας προς τον Θεό, αλλά η πτώση από αυτήν μπορεί να επιφέρει την συντριβή μας.
Γι᾽ αυτό, άλλωστε, δεν θα μπορούσα να νιώσω ικανοποίηση για την πνευματική κατάπτωση και εκκλησιαστική καταδίκη του Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ. Μπορεί σήμερα ο πρώην πανίσχυρος ιεράρχης να θρηνεί αλύπητα για τις αμαρτίες του «εξορισμένος» στην λουτρόπολη της Βοημίας, αλλά η ραγδαία άνοδός του και η φήμη που την ακολούθησε και στη συνέχεια η ανάλογη πτώση του από την χάρη, χρησιμεύουν ως πολύτιμη υπενθύμιση του εύθραυστου δοχείου, που είμαστε οι άνθρωποι, μέσα στο οποίο φέρουμε την εικόνα του Θεού. Γι᾽ αυτό, βλέποντας την πτώση του Ιλαρίωνα, δεν μπορώ παρά να ομολογήσω ότι μονάχα «χάριτι Θεού εἰμί ὅ εἰμί» (Α´ Κορ. 15.10).
Ωστόσο, αυτό που συνέβη στον Αλφέγιεφ θα πρέπει επίσης να αποτελέσει έντονη υπενθύμιση για το εύθραυστο του οικοδομήματος που συνιστά η εν τω κόσμω εκκλησία, ειδικά στην πατριαρχική της (με την έννοια του ανθρωπογενούς και ανδρογενούς) έκφραση και την ιεραρχική της (με την έννοια του εξουσιοκεντρικού) διάσταση. Δεν αναφέρομαι εδώ στον επισκοπικό ή διοικητικό εκκλησιαστικό θεσμό, τον οποίο κληρονομήσαμε πολύ εύκολα ως αναγκαίο κακό στον πεπτωκότα κόσμο. Εξάλλου, όπως μπορεί να συμβεί και συνήθως συμβαίνει με όλα τα ανθρώπινα και επίγεια, οι διαστάσεις αυτές εύκολα και φθίνουν και εκφυλίζονται, μιας και δεν είναι παρά ένα ανεπαρκές και εφήμερο ένδυμα του θείου και αιώνιου. Ωστόσο ήταν όντως εντυπωσιακό να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο, με τον οποίο ο αντικαταστάτης του Ιλαρίωνα—τόσο στην επαγγελματική θέση όσο και στη θεσμική δικαιοδοσία—έγινε τόσο άμεσα και με ιδιαίτερη χαρά αποδεκτός από τους ορθόδοξους προκαθημένους και ετερόδοξους ηγέτες, ωσάν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Πάντως το γεγονός ότι η εκκλησία, μετά από κατηγορίες για σεξουαλικά σκάνδαλα και οικονομικές ατασθαλίες—ακόμη μία από τις πάμπολλες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης και κατάχρησης εξουσίας—μπορεί τόσο απλά και άνετα να συνεχίζει την πορεία της, ουδόλως αντιπροσωπεύει ή αξίζει σε μία κατά τα άλλα υγιή παράδοση και συνεκτική εκκλησιολογία. Απεναντίας, το ότι απαράδεκτα παραπτώματα κρύβονται «κάτω από το χαλί» και έτσι συγκαλύπτονται, με το πρόσχημα πάντοτε της διαφύλαξης του κύρους και του γόητρου της εκκλησίας, όσο οδυνηρό και βασανιστικό κι αν είναι να το παραδεχτούμε, αναμφισβήτητα αποτελεί κορυφαίο σύμπτωμα μιας στρεβλής πλην όμως παγιωμένης πλέον πρακτικής, που και αυτή πρέπει κάποτε να εκτεθεί και επικριθεί. Επομένως, ξεκινώντας από μένα τον ίδιο και τις προσωπικές μου ατέλειες, κάθε κληρικός και ιδιαίτερα κάθε επίσκοπος θα πρέπει να κοιτάζεται στον καθρέφτη, και να ομολογεί: Mονάχα «χάριτι Θεού εἰμί ὅ εἰμί».
Αλλά πέραν της σεξουαλικής προσβολής και της κατάχρησης εξουσίας, υπάρχει και μια τρίτη μορφή κακοποίησης βαθιά ριζωμένη και λανθάνουσα μέσα στον μύθο που περιβάλλει τον Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ, που, για να είμαι ειλικρινής, με ενοχλεί πολύ περισσότερο στο εκκλησιαστικό χώρο αλλά, φυσικά και στον ευρύτερο, στην οποία θα πρέπει πρωταρχικά να εστιάσουμε την προσοχή μας. Στην έρημο, ο Χριστός βρέθηκε αντιμέτωπος με τρεις πειρασμούς: ο πρώτος σχετίζεται με τη σαρκική λαγνεία και ο τελευταίος με την απληστία για εξουσία. Ο δεύτερος πειρασμός—ο αναμφισβήτητα μεγαλύτερος που αντιμετωπίζουν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες—αφορά την περιφρόνηση του Θεού, τη δυσπιστία προς τον Θεό ή τον χλευασμό του Θεού. Κι εδώ ο Χριστός απαντά απερίφραστα: «Δεν θα βάλεις σε δοκιμασία [οὐκ ἐκπειράσεις] Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ματθ. 4.7). Διότι η υπόκυψη σ᾽ αυτόν πειρασμό συνιστά ύψιστη στρέβλωση της διακονίας της εκκλησίας, υπέρτατη παρωδία ψευδο-κηρύγματος, και απόλυτη ισοπέδωση της θείας χάρης και της αγάπης του Θεού.
Κι αυτό είναι που μου φάνηκε ως το πλέον προκλητικό και αποκρουστικό στην προκειμένη περίπτωση, διότι τουλάχιστον για μένα εκφράζει την απόλυτη απαξίωση ενός εκκλησιαστικού ηγέτη, που είναι η απουσία πίστης. Ουσιαστικά το πρόβλημα δεν είναι ότι ιεράρχες, όπως ο Ιλαρίων, δεν πιστεύουν στον Θεό. Είναι ότι δεν πιστεύουν σε τίποτα. Δεν έχουν ίχνος πίστης, σεβασμού και αφοσίωσης σ᾽ αυτούς που τους τιμούν ως ιστάμενους «εις τύπον και τόπον» Χριστού. Γι᾽ αυτό άλλωστε και διατυπώνουν πάντοτε αμφιλεγόμενες απόψεις για κάθε θέμα, σε κάθε περιβάλλον και σχεδόν ανά πάσα στιγμή. Ο Ιλαρίων από τη μια κατήγγελλε την Ουκρανία, ενώ από την άλλη ήθελε να φαίνεται ότι την υπερασπίζεται. Καταδίκαζε τον Παπισμό, ενώ καυχιόταν για τις διασυνδέσεις του με το Βατικανό. Κατηγορούσε την Κωνσταντινούπολη ότι διαιρεί την εκκλησία, ενώ κακολογούσε τους Ουκρανούς ότι δεν υποτάσσονταν στη Μόσχα. Υποστήριζε την ισότητα στην εκκλησία (σε πανορθόδοξο επίπεδο), ενώ προωθούσε την απολυταρχικό πνεύμα της ιεραρχίας (σε προσωπικό επίπεδο). Κατέκρινε την ομοφυλοφιλία στους άλλους, ενώ ανεχόταν την ακολασία στους κύκλους του. Περιφρονούσε τις δυτικές αξίες και τον δήθεν Αμερικάνικο τρόπο ζωής, ενώ συναντιόταν ιδιωτικά με τον υιό του διάσημου προτεστάντη Μπίλλη Γκράχαμ και τον ευαγγελικό αντιπρόεδρο Μάικ Πενς. Κήρυττε την διακονία των φτωχών, ενώ την ίδια στιγμή ταξίδευε με ιδιωτικό αεροσκάφος σε διεθνή συνέδρια. Όλα αυτά βέβαια δεν συμβαδίζουν με τον λόγο της Γραφής ή την νουθεσία της θείας λειτουργίας, όπου ο καλός ποιμένας καλείται «να ορθοτομεί τον λόγο της αλήθειας» (2 Τιμ. 2.15).
Ένα άλλο ανησυχητικό ζήτημα στην εκκλησία είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Πάντοτε προβάλλονται διάφορα προσχήματα σε περιπτώσεις κανονικών και ηθικών παραβάσεων όταν πρόκειται για ιεράρχες, οι οποίοι όπως «δεσμεύουσιν φορτία βαρέα και επιτιθέασιν επί τους ώμους» (Ματθ. 23.4) κατώτερων κληρικών. Έτσι ένας διάκονος ή ιερέας που υποπίπτει σε παράπτωμα αποδοκιμάζεται και εξοστρακίζεται, κάποτε αυθαίρετα και συχνά του αφαιρείται ο μισθός ή αποσχηματίζεται. Αντίθετα, ένας επίσκοπος δικαιούται εκκλήτου, αποσύρεται σε μοναστήρι ή κατοικία της επιλογής του, διατηρώντας συνήθως τον μισθό ή τη σύνταξη με όλες τις ιατρικές και άλλες παροχές. Στην περίπτωση του Ιλαρίωνα, ωστόσο, είναι η θέση εξουσίας που διέθετε η οποία εγγυάται την επιβίωσή του στην εκκλησία, επιτρέποντας του να επιπλεύσει σαν λάδι στο νερό, να τη «βγάλει λάδι», όπως λέει ο θυμόσοφος λαός. Το ιερό μυστήριο της χειροτονίας περιέχει τον εγγενή διαρκή πειρασμό της άσκησης εξουσίας επί των άλλων παρά την μεταμόρφωση του εαυτού μας—κι αυτό ισχύει περισσότερο στην περίπτωση της χειροτονίας ενός επισκόπου. Γι’ αυτό δεν θα προκαλέσει καμία έκπληξη αν ο Ιλαρίων, και μετά την απαξίωση και την πειθαρχική του δίωξη, καταφέρει να επανέλθει και να διεκδικήσει ακόμα τον πατριαρχικό θρόνο. Και τότε ασφαλώς, είμαι βέβαιος, ότι οι αδελφοί του ιεράρχες σίγουρα θα τον αποδεχθούν και θα υποκλιθούν και πάλι σε ένδειξη σεβασμού.
Λέγεται ότι, κατά τη χειροτονία του εις επίσκοπον, ο Ιλαρίων ισχυρίστηκε πως ένιωσε τη «δύναμη» του Θεού να διαπερνά ολόκληρη την ύπαρξή του. Αυτό κι αν δεν είναι ένα ξεκάθαρα δυσοίωνο σημάδι! Ουσιαστικά , πρόκειται για ένα ανησυχητικό σημείο που το ακούω συχνά από τα χείλη νεοχειροτονηθέντων. Αυτή η λανθασμένη αίσθηση για θεόσδοτα και εξαιρετικά προνόμια ανάγεται στην περίοδο των φαρισαίων και παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο ελκυστικό αλλά ολέθριο δέλεαρ για έναν πνευματικό ηγέτη, διότι επιτρέπει αλλά και νομιμοποιεί ό,τι λέγει και πράττει, με όλες τις παράπλευρες και καταιγιστικές συνέπειες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται για την εκκλησία συνολικά. Διότι όταν το από άμβωνος κήρυγμα αποπνέει ευσέβεια, οι χειρονομίες πνευματική υπόδειξη και η εξωτερική εμφάνιση θεϊκή επίφαση, οι άνθρωποι, δικαιολογημένα, σπάνια θα αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια ή την ακεραιότητα των πνευματικών τους πατέρων. Γι᾽ αυτό ακριβώς η θέση εξουσίας και εμπιστοσύνης που απονέμεται στον κλήρο συνιστά σοβαρή ευθύνη, αλλά και γι᾽ αυτό επίσης ακολουθεί τόση ζημία, όταν αυτή προδίδεται. Η τραγική ιστορία του Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ—πρώην μητροπολίτη Βολοκολάμσκ, άλλοτε προέδρου του τμήματος εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου της Μόσχας και ενδεχομένως εν δυνάμει διαδόχου του Πατριάρχη Κύριλλου—θα πρέπει να μας καταστήσει όλους πιο προσεκτικούς.