O ακατανόητος περιορισμός του Απεριόριστου: H Βηθλεέμ ανοίγει την Εδέμ
π. Φιλοθέου Χρ. Δέδε
Τα λειτουργικά βιβλία απονέμουν στην εορτή της Γεννήσεως τον τίτλο του «Πάσχα». Το λειτουργικό έτος της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτείνεται ή εμπεριέχεται μεταξύ δύο, ίσης σπουδαιότητος, πυλών: του Πάσχα της Γεννήσεως και του Πάσχα της Αναστάσεως. Το ένα διηγείται το άλλο! Ο Σταυρός είναι «κρίσις τῆς κρίσεως» καταθέτει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής. Προδήλως εννοεί ότι η σκέψη μας είναι σταυρωμένη, κτυπημένη δηλαδή από την αδυναμία του κτιστού, τραυματισμένη από το εξαιρετικά χαρούμενο και αναμενόμενο μυστήριο της Σαρκώσεως.
Ο μέγας προφήτης Ησαΐας, ο προφήτης της πίστεως, του «Πιστεύω της Γεννήσεως», ανοίγει τους νάρθηκες του Μυστηρίου· και πριν γεννηθεί ο Αγέννητος, ευαγγελίζεται «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ […], ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος·»(Ἠσ. 9, 6). Προτού το ακατανόητο μυστήριο τελεσιουργηθεί, η Εδέμ το προβάλλει στη Βηθλεέμ. Η γέννηση υπήρξε προαιωνίως στο σχέδιο του Θεού και γι’ αυτήν ομιλεί ο Ησαΐας «οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη», δηλαδή συνέβη, έγινε, πραγματοποιήθηκε.
Ο κόσμος «παθαίνει» χαρά, ευφραίνεται· η οραματισθείσα Γέννηση εντός του ενεστωτικού χρόνου της Εκκλησίας, που προγεύεται τον μέλλοντα χρόνο των Εσχάτων, συντελείται στην προφητική ρήση του Ησαΐα, ο οποίος μαρτύρησε επί του βασιλέως Μανασσή, και έγινε ο πιο άξιος μάρτυρας της Γεννήσεως. Η προφητεία έρχεται από τα Έσχατα και προβάλλεται στο ιστορικό παρόν, φωτίζοντάς το με το Φως του αγίου Πνεύματος. Προτού το Πνεύμα επελαύσει στην Παρθένο, έχει φωτίσει τον Ησαΐα. Το Πνεύμα, διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, είναι η αιώνια χαρά μεταξύ του Πατρός και του Υιού, είναι η χαρά της Γεννήσεως του Παιδίου. Το αόρατο μυστήριο του αναμενόμενου στο Πρωτευαγγέλιο πραγματώνεται στον ενεστωτικό, λειτουργικό, δοξολογικό και εσχατολογικό χρόνο της Εκκλησίας. Το προφητικό σημαίνον γεννάται στον παρόντα λυτρωτικό αιώνα. Η όγδοη ημέρα της Δημιουργίας ανέτειλε και ο σκοπός της αποκαλύπτεται. Ο κόσμος δημιουργήθηκε «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», δεν προήλθε από την ουσία του μόνου Όντος, του Θεού. Ο κόσμος δεν είναι «απόρροια» της άκτιστης Θείας Ουσίας. Είναι ο τελείως ἄλλος, διαφορετικός του Ακτίστου· ο κόσμος είναι κτιστός, ετερούσιος και όχι αυτοδημιούργητος. Φέρει μέσα του όμως το Φως του άστρου της Γεννήσεως και της Αναστάσεως. Αν και η δημιουργία συντελέστηκε «ἐν ακαρεῖ», μέσα της φέρει σπερματικές καταβολές, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Έτσι το άπαν σύμπαν και ο καθ’ όλου αγενής άνθρωπος, από σπερματική καταβολή, άρχισαν να οδεύουν στην οδό της εξέλιξης και της τελείωσης ακαταλήκτως. Αυτή είναι η πραγματική εσχατολογία, κτισιολογική και ιστορική. Η τολμηρή πίστη των Πατέρων μας από τις απαρχές της Θεολογίας, μιλάει με ενάργεια γι’ αυτό: ο κόσμος έγινε/ο άνθρωπος ποιήθηκε για να γεννηθεί ο Χριστός, εν ομοιώματι Υιός του ανθρώπου, να προσλάβει τη φύση και του κτιστού.
Καμία αποτυχία του κτιστού δεν μπορεί να αλλάξει τη Θεία πράξη της Δημιουργίας, ούτε να τη μειώσει, ούτε να εκτρέψει την κατεύθυνσή της προς τα Έσχατα. Τίποτε εκ μέρους του ανθρώπου δεν μπορεί να ακυρώσει ή να αλλοιώσει την ποιητική ποιότητα της Δημιουργίας.
Κάθε κτιστή ενέργεια μπορεί να αρνηθεί τον Θεό, μπορεί να δημιουργήσει έναν φανταστικό κόσμο, έναν αντι-κόσμο. Δεν μπορεί όμως να οδηγήσει τον Πατέρα στην ακύρωση του σκοπού της Δημιουργίας. Αυτή η πίστη οδηγεί τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, όταν εισπνέει τη ζωοποιό αύρα του αγίου Πνεύματος, να επινεύσει, φθάνοντας στο απόγειο της Θεολογικής του κατάθεσης: Ο άνθρωπος είναι «μοῖρα τοῦ Θεοῦ», κατά χάριν τμήμα της πανσθενουργού και ζωοποιητικής του πράξεως, γενόμενος μέτοχος και κοινωνός της δόξας του Πατέρα. Αυτό πράττει ο Πατέρας με τα δύο του χέρια, κατά τον Φιλάρετο Μόσχας, ήτοι τον Υιό που σαρκώνεται και το άγιο Πνεύμα που οδηγεί κάθε άνθρωπο που γεννιέται στην αναστάσιμη σχέση, διά Ιησού Χριστού, ο Οποίος γνωρίζει τον Πατέρα και εμείς γνωριζόμαστε από Αυτόν, παρά τον γνωρίζουμε αφ’ εαυτών. Αυτή η απουσία γνώσης, η αδυναμία να γνωσθούν οι ποιητικοί «Λόγοι τῶν ὄντων», οι οποίοι υπήρχαν αιώνια στη θέληση και του Υιού, με την κατά φύση γέννησή μας, μας έφεραν στο «είναι», να υπάρχουμε δηλαδή και για τον εαυτό μας. Αυτό ονομάζουμε «αμάρτημα του προπάτορα». Το «αμάρτημα» βεβαιώνει την αδυναμία κατανόησης αυτού του ελλείμματος, ότι δηλαδή το κτιστό, επειδή έχει αρχή έξω από τον εαυτό του, μπορεί να τελειωθεί ερχόμενο προς Αυτόν τον ζωοποιό Θεό. Αν οδηγηθούμε για λίγο στο αρχικό βιβλικό κείμενο, θα καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος ή καλύτερα η πρώτη κτιστή ανθρωπότητα (Αδάμ είναι η κτιστότητα), δεν γνωρίζει τον θάνατο γιατί υπήρξε επιλογή: η μη φωτισμένη ελευθερία του «υπογείου όντος», ήδη του πρωτόπτωτου, το φίδι, το οποίο μέσω του διαλόγου παραπλανητικά υπόσχεται αθανασία «ἰδίοις ἀδυνάτοις δυνάμεσι». Ο Αδάμ γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει. Αποκτά γνώση, ήτοι ατομική βούληση, μόλις στη βρώση του καρπού του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού.
Το φίδι έχει αρνηθεί την κίνηση, την γέννηση προς τον αναστάσιμο φωτισμό της εξέλιξής του. Παράγει δοξασίες αθανασίας, αρνούμενο να διακονήσει το μυστήριο της δημιουργίας. Δεν στοχεύει προς την οδό την άγουσα στην κοινή ζωή, αλλά εκτρέπεται και επαναφέρεται στον ίδιο εαυτό. Δεν ζει πλέον αλλά παρασιτεί. Προσκολλάται σε κάποιον «ξενιστή» για να πολλαπλασιάσει την ιδιώτευση εν εαυτώ, δεν εξίσταται για να συναντήσει το έτερο· αυτομολεί στην κλειστότητα του φανταστικού, ζει ψευδώς και ψευδόμενο. Το κτιστό ον δεν μπορεί το ίδιο να γεφυρώσει την άβυσσο της απόστασης από τον Άκτιστο Δημιουργό. Αυτή η απόσταση προκαλεί τρόμο, ειδικά όταν αποκτά γνώση θανάτου, δηλαδή γνώση περατότητος-τέλους. Ο τολμηρός λόγος των Πατέρων θα μιλήσει γι’ αυτό χωρίς φόβο ηθικής ερμηνείας του βιβλικού κειμένου: κι αν ο άνθρωπος δεν «έπεφτε» (αρνείται ότι η πτώση είναι ηθική, θέμα παρακοής) και πάλι ο Υιός του Πατρός θα σαρκωνόταν με έναν άλλο τρόπο, τον οποίο δεν μπορεί να γνωρίζουμε (ερμηνεύεται με σαφήνεια η πτώση ως υπαρκτικό έλλειμμα).
Ο θάνατος έρχεται απ’ έξω ως έλλειμμα γνώσης για κίνηση συμμετοχής στη δημιουργική πορεία ολοκλήρωσης του μυστηρίου της Δημιουργίας, η οποία είναι «καλὴ λίαν» αλλά δεν έχει τελειωθεί ακόμη, δεν είχε φθάσει ούτε ζούσε στο «καθ’ ὁμοίωσιν». Ο Θεός είναι δημιουργός της ζωής γιατί είναι η Ζωή, δεν δημιουργεί θάνατο. Ὀμως το «κατ’ εικόνα» εδόθη και καμία πράξη επιβολής της παρουσίας Του δεν μπορεί να επιβληθεί στο κτιστό.
Καλείται επομένως να δράσει το κτιστό εκστατικά, κατά τον τρόπο του Δημιουργού, για να ολοκληρώσει τη δημιουργία ἐν τῇ ὁδῷ, εν κινήσει, πάλι κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Διαφορετικά ο Θεός θα επέβαλλε εαυτόν, θα καταργούσε το κατ’ εἰκόνα, δίχως την προοπτική του καθ’ ὁμοίωσιν. Έχοντας ανάγκη μια τέτοια πρακτική θα αποδίδαμε στον Θεό το έλλειμμα, ένα ενδοτριαδικό κενό, το οποίο έπρεπε κατ’ ανάγκην να πληρωθεί. Η αναστάσιμη πορεία του Χριστού προς Εμμαούς κατανοείται και βοηθά στην ερμηνεία του πρωτοβιβλικού κειμένου ως εκστατική πράξη απελευθέρωσης της ελευθερίας από κάθε μορφή και τρόπο επιβουλευτικό του «κατ’ εἰκόνα». Ο Θεός είναι παρών στην «κάμινο τῶν τριῶν παίδων», ως ο τέταρτος που καθοράται από τους «βουλομένους ἰδεῖν Αὐτόν», ως «ἀποκαλυπτόμενος καὶ ἐν ταυτῷ παρὼν ἐν τῇ ἀπουσίᾳ Του» και αντίστροφα.
Το πρώτο και το τελευταίο κείμενο του Bιβλικού όλου είναι εσχατολογικά. O αφηγητής, κοινός και στα δύο, μιλά εκ των ένδον των Εσχάτων για την ιστορία, μέρος της οποίας είμαστε και εντός της οποίας κινούμεθα και υπάρχουμε. Θα λέγαμε επιπλέον και συμπληρωματικά ότι προβάλλει στην ιστορία, στον χρόνο που τείνει προς αυτό, τα ίδια τα Ἐσχατα, το τέλειο τέλος προς το οποίο οδηγούμεθα, γιατί μόνο μέσα από αυτήν την προβολή ο σκοπός είναι εφικτός και προσδίδει νόημα στο παρόν· νόημα κινητικό (εκστατικά δηλαδή ελκυστικό), και ορίζοντα δυνητικό επειδή το μέλλον, ο Παράδεισος δηλαδή του πρώτου κειμένου της Βίβλου, «έδρασε στο παρελθόν και ταυτόχρονα δρα σε κάθε ιστορικό παρόν και για την ολοκλήρωση του οποίου χρειάζεται τη δική μας μετοχή ως ελεύθερη σύμπραξη με τη Θεία θέληση για να τελειωθεί». Η ολοκλήρωση της Δημιουργίας είναι «η ομοίωση του κτιστού με την αιώνια εικόνα του μέσα στο Θεό» και με τη δημιουργική πνοή του αγίου Πνεύματος έχει αποδεσμεύσει το κτιστό από κάθε απρόσωπο προκαθορισμό. Η υπέρβαση των ορίων του κτιστού, δηλαδή του θανάτου, γίνεται με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως από τον ίδιο τον Θεό, στο ένα Θείο πρόσωπο του Υιού, ο Οποίος ενώνει τη φύση του κτιστού με τη θεία Φύση· να γεννηθεί ο Θεός στην ανθρωπότητα για να μπορέσει ο άνθρωπος να γεννηθεί στη θεότητα. Αυτή η ένωση είναι η οδός προς την αλήθεια για τη ζωή, απρόσβλητη από τον θάνατο –ή μάλλον νικῶσα τον θάνατο. Μόνο η ένωσή μας με τον Χριστό μπορεί να θρέψει την κτιστή φύση με το Σώμα του Ίδιου του νικητή του θανάτου που ομοιώθηκε με εμάς. Η λέξη Μεσσίας αποδίδει με ακρίβεια το νόημα και τον σκοπό της Γεννήσεως, καθώς σημαίνει ο ελευθερωτής.
Με τη θέλησή μας, από το λυκαυγές της εορτής, ξεκινούμε για Κάποιον πού έρχεται. Πού έρχεται και ξανάρχεται ενώ δεν μας έλειψε ποτέ για να ξανάρθει. Κι όμως ξανάρχεται κι εμείς Τον ποθούμε. Και γίνεται «ὁ ἀεὶ παραγενόμενος καὶ ὁ ἀεὶ παρών», αυτό ακριβώς που ψάλλει πολύ χαρακτηριστικά η Εκκλησία: «παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Όπως Τον θέλουμε: νέο παιδί, πού ανανεώνει την ελπίδα, που ημερώνει την ψυχή, πού ανακαινίζει τη ζωή· και ο ίδιος «ὁ πρὸ αἰώνων Θεός», για να ζηλέψουμε όλο το φως, να μεταμορφωθούμε, να γίνουμε «φῶς ἐκ φωτός». Τα Χριστούγεννα είναι για τον καθένα μας ο σταθμός του καθαρμού των σκέψεων και των προοπτικών. Αλλά και η ανανεούμενη αφετηρία, η οδός η άγουσα στην Εδέμ.
Για να υπερβαθεί το «αμάρτημα» του θανάτου πρέπει να αναστηθούμε εν Χριστώ, έχοντας συνταφεί μαζί Του διά του βαπτίσματος στον δικό Του θάνατο, ο οποίος τελέστηκε στο θείο πρόσωπό Του για να βλαστήσουμε στην επηγγελμένη Βασιλεία του Πατρός Του, επαγγελία ζωής απαλλαγμένης από γεύση θανάτου. Το «φίδι», ο «καρπός» και ο «νόμος» είναι τα σύμβολα της γνώσης του θανάτου, της γνώσης της απόστασης κτιστού και Ακτίστου. Η γέννηση του Χριστού είναι «η αδαμάντινη γέφυρα» που ενώνει τη ζωή στην αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού. Ο Θεός κατά τους Πατέρες δημιουργεί φύσεις και όχι θελήσεις. Χρειάζεται η θέλησή μας να είναι απελεύθερη κάθε φθηνού εορτασμού, ο οποίος φαντασιώνεται τη χαρά αποδίδοντάς την στο λεγόμενο «πνεύμα των εορτών», για να τραφεί από τους καρπούς του δέντρου της ζωής, το Σώμα και το Αίμα του ελευθερωτή Θεού, για να μην είναι η θλίψη που εμπεριέχεται σ’ ένα ασώματο και ψευδές εορταστικό πνεύμα, αλλά σ’ έναν κινούμενο, ευλογημένο όλον άνθρωπο. Μόνο έτσι γίνεται κατανοητός ο λόγος του αγίου Αθανασίου: «δεν γεννήθηκε για να πεθάνει αλλά για να πεθάνει γεννήθηκε». Η Γένεση του κτιστού έγινε για τη Γέννηση του Χριστού. Η Εδέμ φωτίζει τη Βηθλεέμ και η Βηθλεέμ ανοίγει την Εδέμ. Η πορεία προς Εμμαούς ερμηνεύει την πλήρωση του ελλείμματος του κτιστού ως κίνηση προς την Εδέμ. Γι’ αυτό «διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ». Η «πληροφορία» της πληρότητος υμνείται από τους Αγγέλους δοξολογικά για να τη ζήσουμε ως Εκκλησία σε κάθε ναό στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.