ΕΠΑΝΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΣΧΑΛΗ ΒΑΛΣΑΜΙΔΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΗΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ ΜΕΤΑ ΤΙΝΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ
Ο καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Πασχάλης Βαλσαμίδης σε συνεργασία με τον Εκδοτικό Οίκο Μπαρμπουνάκη εξέδωσε το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Μελισσηνού Χριστοδούλου μετέπειτα Επισκόπου Παμφίλου (1897-1914) και Μητροπολίτου Μαρωνείας (1914-1920) με τίτλο Η Θράκη και αι Σαράντα Εκκλησίαι μετά τινων διοικητικών εκκλησιαστικών ζητημάτων, που εκδόθηκε από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη, το 1897.
Ο καθηγητής Πασχάλης Βαλσαμίδης στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρει ότι αφορμή στάθηκε να επανεκδοθεί το βιβλίο όταν μία εκ των ημερών στη βιβλιοθήκη του ξεφύλλιζε βιβλία, που τον δώρισε ο αείμνηστος καθηγητής του της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Βασίλειος Σταυρίδης και έπεσε στην αντίληψή του.
Ο Μελισσηνός Χριστοδούλου γεννήθηκε στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης στις 21 Μαρτίου του 1855. Τα εγκύκλια γράμματα διδάχθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Συνέχισε τις σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, από την οποία αποφοίτησε αριστούχος το 1878. Επέστρεψε στην πατρίδα του και δίδαξε στα εκπαιδευτήρια των Σαράντα Εκκλησιών. Στη συνέχεια κατόπιν εξετάσεων εισήχθη στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε και αναγορεύτηκε «Διδάκτωρ του Δικαίου». Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στις Σαράντα Εκκλησιές άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Συγχρόνως καταπιάστηκε με συγγραφικό έργο και εξέδωσε αξιόλογες μελέτες ιστορικού και νομικού περιεχομένου. Σημαντικότερες είναι: Ιστοριογεωγραφική περιγραφή της Επαρχίας των Σαράντα Εκκλησιών, εν Αθήναις 1881, Πρόχειρον νομικόν βιβλίον πρώτον. Τα κωλύματα του γάμου εν τη Ορθοδόξῳ Ανατολική Εκκλησία, εν Κωνσταντινουπόλει 1889, Πρόχειρον νοµικόν βιβλίον δεύτερον. Η Μνηστεία εν τη Ανατολική Ορθόδοξω Εκκλησία, εν Κωνσταντινουπόλει 1895, Τα Ταταύλα. Ήτοι ιστορία των Ταταούλων, εν Κωνσταντινουπόλει 1913 κ.ά. Κατά το έτος 1893 χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος και διορίστηκε στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως. Μετά την προαγωγή του Επισκόπου Ναζιανζού Πανάρετου (1892-1897) από την Αρχιερατική Προϊσταμενία Ταταούλων στη Μητρόπολη Πρεσπών και Αχριδών (1897-1899) η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 30 Οκτωβρίου του 1897 τον εξέλεξε Επίσκοπο Παμφίλου και τον τοποθέτησε στη θέση του. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 προήχθη στη Μητρόπολη Μαρωνείας και επειδή η Κομοτηνή ήταν υπό Βουλγαρική κατοχή (1913-1919) ποίμανε την επαρχία του για μεγάλο χρονικό διάστημα από τη Θάσο, η οποία ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Μαρωνείας. Εκοιμήθη στις Σαράντα Εκκλησιές στις 2 Οκτωβρίου του 1920, όπου και ετάφη.
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη.
Το πρώτο μέρος αναφέρεται στη Θράκη και περιγράφει τη θέση της, τα όρια της, τις πεδιάδες, τους πορθμούς, τους ποταμούς, τις λίμνες και τους κατοίκους της, που ήταν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Εβραίοι και Αθίγγανοι. Στη συνέχεια ο Μελισσηνός κάνει λόγο για την πολιτική διοικητική διαίρεση της Θράκης των πέντε διαφόρων εποχών, για τις αρχαίες πόλεις και τις πόλεις και κωμοπόλεις της οθωμανικής περιόδου. Καταπιάνεται με την Κωνσταντινούπολη και τα προάστιά της, με την Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως, με τους ορθοδόξους ναούς και με τις παραλιακές πόλεις της Θράκης. Μετά παρουσιάζει το γεωγραφικό μήκος και πλάτος των πόλεων της Θράκης σύμφωνα με τον Πτολεμαίο και τον Χρύσανθο Νοταρά. Την εκκλησιαστική διοικητική διαίρεση της Θράκης, εκθέσεις, καταλόγους, συνταγμάτια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αρχιερατικές επιχορηγήσεις των μητροπολιτών και επισκόπων της Θράκης σύμφωνα με τους Γενικούς Κανονισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά ασχολείται με την εκκλησιαστική διοικητική διαίρεση της Θράκης, περί της διαρρυθμίσεως των ορίων των μητροπόλεων και επισκοπών της Θράκης και με την Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Συνεχίζει με τους δρόμους της Θράκης, οι οποίοι ήταν λιθοπλακόστρωτοι, με τους σιδηρόδρομους της Κωνσταντινούπολης, της Αδριανούπολης και του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολης). Το πρώτο μέρος κλείνει με αρχαία μνημεία, όπως τάφους κοινός τούμπες ή τύμβοι και τα αρχαία νομίσματα των αρχαίων πόλεων της Θράκης.
Το δεύτερο μέρος παρουσιάζει τις Σαράντα Εκκλησιές και αποτελείται από επτά κεφάλαια, που αναφέρονται στη θέση, στην έκταση των Σαράντα Εκκλησιών, στις ονομασίες της, στην ορθογραφία του ονόματός της, που ορισμένοι γράφουν το όνομα Σαράντα Εκκλησιές με αριθμό 40 δηλ. 40 Εκκλησιές, στην τουρκική, που ονομάζεται Κιρκ-κιλίσε (Kırklareli) και στη βουλγαρική Λόζενγκραντ (Лозенград), που σημαίνει Αμπελούπολη. Ακολούθως κάνει λόγο για την κτίση της πόλης, για τον πληθυσμό, για τις οικίες, που οι περισσότερες ήταν διώροφες με αυλές και κήπους, για τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία, τα χάνια, τις κλειστές αγορές (Μπεζεστένια) και για τα παζάρια. Παρουσιάζει τα δημόσια κτήρια, τις πλατείες, τις συνοικίες, τις βρύσες, τους χειμάρρους, τους ποταμούς, το κλίμα, τα προϊόντα, το εμπόριο, τη συγκοινωνία και τις τέχνες. Την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση, τα δικαστήρια και τα προξενεία. Στη συνέχεια ασχολείται με την εκκλησιαστική διοίκηση, τη δημογεροντία, τις Σαράντα Εκκλησιές, που ανήκαν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως και με τους ναούς. Ακόμα με τα οφίκια, τους ιερείς και με τη βελτίωση του κατώτερου κλήρου. Μετά με τους βουλγαρικούς ναούς, τα οθωμανικά τεμένη, τη συναγωγή, με τα σχολεία των Σαράντα Εκκλησιών και με τους δασκάλους της Ελληνικής Σχολής. Με τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Σαράντα Εκκλησιών, που ιδρύθηκε το 1865, τη Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα «Ελπίς» το 1872, την Αγαθοποιό Αδελφότητα «Ειρήνη» το 1871 και την Φιλόπτωχο Αδελφότητα «Ομόνοια» το 1870. Ακολούθως παρουσιάζει τα νεκροταφεία των Σαράντα Εκκλησιών. Τέλος, μελετά τα αρχαία μνημεία, τους αρχαίους τάφους και τα φρούρια.
Η επανέκδοση του βιβλίου είναι μία συμβολή στην περιορισμένη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης και απουσιάζει από πολλές βιβλιοθήκες.