Κωνσταντίνος Β. Τερψίδης
Ως των Αποστόλων Πρωτόκλητος και του Κορυφαίου, του Δεσπότου των όλων αυτάδελφος, ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας, ταπεινός ψαράς και «αλιεύς ανθρώπων», «Αἴρων τὰς Πύλας των ἀρχόντων ὑμῶν», ιδρύει, κατά την μακραίωνην παράδοσιν, εις την από 658 π.Χ. παράκτιον εν Βος-πόρω πόλιν των Μεγαρέων,* την «Επισκοπήν Βυζαντίου». Τελέσας τα θυρανοίξια της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και το εγκαίνιον της Αγίας Τραπέζης του Μεγάλου Μοναστηρίου «των του Χριστού πενήτων», εκήρυξε την έναρξιν θυσιαστικής πορείας για το Άγιον Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως μετά Θρόνου φιλοπόνου και ουχί φυγοπόνου, ψυχοπόνου και σπορογόνου, μετά Θρόνου κανόνος και αγώνος, μετά Θρόνου διακόνου της του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού πίστεως. Χειροτονών τον πρώτον επίσκοπον ως πλήρωμά Της, τον Απόστολον Στάχυν, εν έτει 38 μ.Χ. «ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης. Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ. Κύριος τῶν δυνάμεων». (23ος Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων)
Χαίρε Θρόνε αξεπέραστο σταυροδρόμι πνευματικής αλλαγής, διά της συναντήσεως του θαυμαστού εν ελευθερία διατελούντος Ελληνισμού και του Χριστιανισμού της πίστεως, της ασκήσεως και της Θείας Ευχαριστίας.
Χαίρε Θρόνε εκκωφαντικού «ψιθυρισμού», που τιμάς τους ευγενείς ενδόξους προγόνους και αγωνιάς για την αξιοσύνη των εν συγχύσει απογόνων σου, «περικρατών τα τιμαλφή του Γένους αλώβητα διά να τους τα παραδίδεις… έως της συντελείας των αιώνων». (1) νουθετώντας δια της σοφής συμβουλής του Πρωτόθρονου Οικουμενικού Πατριάρχου σου «να μη υψηλοφρονούν αλλά να παραμείνουν πάντοτε «πράοι και ταπεινοί τη καρδία» (πρβλ. Ματθ. ια´, 29). (2)
Χαίρε Θρόνε, υπεύθυνε και υπόλογε απέναντι στην ευκλεή ιστορία του Γένους σου, μόνος γνήσιος, επί αιώνες σκοτεινούς και μη, πιστός συνεχιστής της Ελληνικής γλώσσης «που βρίσκεται στο μεδούλι των κοκάλων μας, η ίδια γλώσσα που μιλούμε, ανασαίνουμε, υμνούμε και τραγουδάμε, η γλώσσα της Κλυταιμνήστρας που μιλά στον Αγαμέμνονα, της Καινής Διαθήκης, των ύμνων τού Ρωμανού και του Διγενή Ακρίτα, του Ερωτόκριτου» (Σεφέρης. Δοκιμές Α, 177-8).
Ολόκληρο το κείμενο στη συνέχεια