Στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου Ορθόδοξης Θεολογίας που πραγματοποιείται στην ΑΘήνα από 24 – 28 Νοεμβρίου 2024, έλαβε χώρα εργαστήριο (Τρίτη 26/11) στο οποίο παρουσιάστηκε εκτενώς το κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου “Υπέρ της του κόσμου ζωής. Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας” που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ακρίτας σε επιμέλεια π. Ι. Χρυσαυγή και D.B. Hart. Μετάφραση Νικόλαος Ασπρούλης.
Μίλησαν οι:
π. Ιωάννης Χρυσαυγής, Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου, Καθηγητής της Ελληνορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού και Διευθυντής του Οικουμενικού Ινστιτούτου Huffington της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού.
“For the Life of the World: On the Heels of the Holy and Great Council” [«Για να ζήσει ο κόσμος»: Στα χνάρια της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου].
Αristotle Papanikolaou, Professor at Fordham University, New York, Co-founding Director of the Orthodox Christian Studies Center, New York, USA
Ethics as Art: Reflections on For the Life of the World: Toward a Social Ethos of the Orthodox Church.
Σταύρος Γιαγκάζογλου, Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α..
Το κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το κοινωνικό ήθος ως δημόσια θεολογία.
Μιλτιάδης Βάντσος, Καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού του Α.Π.Θ.
Παραθέτουμε στη συνέχεια την ομιλία του Αρχιδιακόνου του Οικουμενικού Θρόνου π. Ιωάννου Χρυσαυγή.
«ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ»
π. Ιωάννης Χρυσαυγής
Θέλω πρώτα να παρατηρήσω πως το κείμενο «Υπέρ της του κόσμου ζωής» γράφτηκε πριν εμφανιστεί η κρίση της πανδημίας. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος του κειμένου—ιδίως η ενότητα που αναφέρεται στη σχέση θρησκείας και επιστήμης—απέκτησε ξεχωριστή επικαιρότητα καθώς η παλιά διαμάχη μεταξύ πίστης και επιστήμης ξαναεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν η Εκκλησία αναγκάστηκε να ξανασκεφτεί τον ρόλο και την ευθύνη της εν προκειμένω.
Και το λέγω αυτό γιατί κάτι που δυστυχώς κατέστη με οδυνηρό τρόπο εμφανές κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν η απουσία μιας συνεκτικής διδασκαλίας για το Ορθόδοξο κοινωνικό ήθος, μιας διδασκαλίας ικανής να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τόσο τους ηγέτες μας όσο και τους πιστούς μας σε θέματα που αφορούν στον ρόλο της θρησκείας στον δημόσιο χώρο, τη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, αλλά και τη σχέση πίστης και επιστήμης. Με τους περιορισμούς του υποχρεωτικού «εγκλεισμού» (lockdown), και ιδίως με το κλείσιμο των ναών, μερικές φορές ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς εάν οι θρησκευτικοί ηγέτες μας (στην Ελλάδα και άλλες παραδοσιακές Ορθόδοξες χώρες) ενδιαφέρονταν περισσότερο να «υπερασπίσουν» την πίστη τους από φανταστικούς εχθρούς προβάλλοντας θεωρίες συνωμοσίας. Η αλήθεια είναι ότι οι εκκλησίες μας παραμένουν απροετοίμαστες και πολλές φορές ακόμη και αδικαιολόγητα απρόθυμες να ανταποκριθούν στα πιο θεμελιώδη και κρίσιμα προβλήματα των πιστών τους στον σύγχρονο κόσμο.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το Covid-19 χαρακτηρίζεται ως κρίση. Και «κρίση», μεταξύ άλλων, σημαίνει πως θα κριθούμε για τον τρόπο που ανταποκρινόμαστε σε μια καθοριστική στιγμή σαν κι αυτή. Είναι κρίμα, ότι για πολλούς Ορθόδοξους κύκλους—τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και παγκοσμίως—η κρίση περιστράφηκε σχεδόν αποκλειστικά γύρω από μια επίμονη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο της θείας μετάληψης.
Για μένα τουλάχιστον, παρόμοια στιγμή–“κρίση” είναι η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το Ουκρανικό αποτελεί μια άλλη κρίση στον σύγχρονο κόσμο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αντιπροσωπεύει λυδία λίθο για την ετοιμότητα αλλά και την εντιμότητα των ορθοδόξων να ανταποκρινόμαστε στις σύγχρονες προκλήσεις. Αν ως ορθόδοξοι δεν μπορούμε να εκφράσουμε ξεκάθαρη άποψη σχετικά με την Ουκρανία, τότε πώς περιμένουμε να αντιδράσουν άλλοι; Πώς να μην αμφισβητούνται τα κίνητρα των ορθόδοξων όταν, σχεδόν τρία χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, με εξαίρεση τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ουδείς ορθόδοξος προκαθήμενος έχει καταγγείλει τις ανήθικες ενέργειες του Ρώσου Πατριάρχη; Τελικά ποιες είναι οι προτεραιότητες μας ως ορθόδοξοι; Και στις δύο κρίσεις—δηλαδή στην περίπτωση της πανδημίας και του πολέμου—φανήκαμε ασυγχώρητα απροετοίμαστοι να ανταποκριθούμε σε καίρια προβλήματα.
Ένα δεύτερο σημείο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι με δεδομένη την ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας, το πρωτοποριακό αυτό κείμενο αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το σημερινό συμφραζόμενο. Η Ανατολική Εκκλησία, για ιστορικούς κυρίως λόγους, φαίνεται να είναι συχνά επιφυλακτική ως προς το ενδεχόμενο να πάρει θέση απέναντι σε φλέγοντα κοινωνικά προβλήματα, ενώ αντιμετωπίζει με κάποια αβεβαιότητα τη θέση και τον ρόλο της στον κόσμο. Έτσι ως Ορθόδοξοι μιλούμε με περισσότερη άνεση για την επουράνια βασιλεία και λιγότερο για τα επίγεια προβλήματα. Η ένταση μεταξύ ιστορίας και εσχατολογίας, μεταξύ του «εν τω κόσμω» και του «αλλ᾽ ουκ εκ του κόσμου», οδήγησε σε μια απολιθωμένη πραγματικότητα που τείνει είτε να οπισθοχωρεί σε κάποιο ιδεατό παρελθόν είτε να καταφεύγει σε κάποιο μυθολογικό μέλλον, χωρίς ποτέ όμως να επιλέγει τον δημιουργικό διάλογο με το εκάστοτε παρόν.
Έτσι, λοιπόν, στο μακρύ βυζαντινό της διάβα, η Ανατολική Εκκλησία προτίμησε να ασχοληθεί με τα υπερβατικά και αιώνια, αφήνοντας στο κράτος την ευθύνη για τα κοσμικά και πρόσκαιρα – όπως τα διάφορα θέματα της «πόλης» και της πολιτικής, καθώς και τα ποικίλα ζητήματα της οικονομίας και της επιστήμης. Η Εκκλησία έτσι αγνόησε τις κοινωνικές αρχές του Ευαγγελίου, προτιμώντας τον ευσεβισμό, τον ορθολογισμό ή τον μυστικισμό που ευκολότερα διατηρούσαν μια εξωτερική επίφαση παραδοσιακής αυθεντικότητας ή πατερικής πιστότητας. Πιο πρόσφατα, όπως γνωρίζουμε και βλέπουμε, το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τα κοινωνικά ζητήματα εστίασε στον εθνικισμό σαν μέσο επιβίωσης σε καιρούς διωγμού ή και ραγδαίων κοινωνικών αλλαγών.
Ωστόσο, ένας ακόμη λόγος για τον οποίο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός απέφυγε στην πορεία της ιστορίας να διατυπώσει μία σαφή διδασκαλία για το κοινωνικό του ήθος είναι σίγουρα η τάση – ή απλώς ο πειρασμός – να περιφρονεί ή να κατακρίνει οτιδήποτε ενδέχεται να μοιάζει ή να αντικατοπτρίζει τον Δυτικό Χριστιανισμό. Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Η αρχαία και βυζαντινή Εκκλησία επί παραδείγματι, διέθετε έναν τολμηρό λόγο για θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Μια σύντομη ανάγνωση συγγραφέων του 4ου αιώνα, όπως ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αποκαλύπτει την εξέχουσα θέση του κοινωνικού πυρήνα της διδασκαλίας του Ευαγγελίου στη διακονία τους, ενώ ο Μέγας Βασίλειος από την πλευρά του αποδοκιμάζει έντονα κάθε απόσυρση ή φυγή του χριστιανού από τον κόσμο.
Εξαίρεση στην τάση αυτή φυγής της Εκκλησίας από τον κόσμο αποτελεί ενδεχομένως το κείμενο του Πατριαρχείου της Μόσχας που δημοσιεύθηκε το 2000 με τίτλο «Οι αρχές του κοινωνικού δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας», ένα κείμενο που αντιπροσωπεύει μια πρώτη μεν αλλά σημαντική προσπάθεια καταγραφής των κοινωνικών αρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία μετά από μια παρατεταμένη περίοδο καταστολής, ενώ επιχειρεί να καθορίσει τον ρόλο της Εκκλησίας σε έναν, ως επί το πλείστον, ανταγωνιστικό κόσμο. Όμως, η συνολική προσέγγιση αυτού του κειμένου υπήρξε μάλλον αρνητική προς τον κόσμο, ο οποίος θεωρήθηκε ως απειλή που έπρεπε να αντιμετωπισθεί και τελικά να νικηθεί.
Μια τέτοια αμυντική στάση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιβιώσει ή να ευδοκιμήσει υπό τις σημερινές συνθήκες οικουμενικής ανοικτότητας. Αυτό άλλωστε είναι που οδήγησε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε στενότερη επαφή μεταξύ τους και σε δημιουργικότερη επικοινωνία με τον σύγχρονο κόσμο. Κι αυτό πάλι είναι που τις οδήγησε στην ιστορική σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία εξέδωσε το «Μήνυμα», την «Εγκύκλιο», καθώς και ένα επίσημο συνοδικό κείμενο με τίτλο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω». Έτσι το παρόν κείμενο κατά κάποιο τρόπο συμπληρώνει και ολοκληρώνει το έργο της Μεγάλης Συνόδου που συγκλήθηκε τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη.
Το κείμενο λοιπόν αυτό θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα πρώτο βήμα προς τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής διδασκαλίας για τη θέση και τοποθέτηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Στόχος του είναι απλά να παρουσιάσει και να προσφέρει έναν οδοδείκτη για το πώς μπορούν να συνδυαστούν οι σύγχρονες προκλήσεις και οι πνευματικές παραδόσεις της Ορθοδοξίας, και πώς μπορεί να συνομιλήσει η Ορθόδοξη θεολογία με τους πιστούς και την ευρύτερη κοινωνία.
Περιλαμβάνει με αυτό τον τρόπο μια ευαίσθητη ποιμαντική προσέγγιση σε ποικίλα κρίσιμα και αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως ο ρατσισμός και η φτώχεια, ο πλούτος και η προσφυγική κρίση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η βιοηθική, η τεχνολογία και η κλιματική αλλαγή, οι έμφυλες σχέσεις και η σεξουαλικότητα, ο γάμος και η αγαμία. Τα συγκεκριμένα περιεχόμενα και επί μέρους κεφάλαια του κειμένου αφορούν τον ρόλο της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο, την πορεία της ανθρώπινης ζωής από την κύηση μέχρι την κοίμηση, την πρόκληση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την τραγωδία του πολέμου, τη σημασία του οικουμενικού και διαθρησκειακού διαλόγου, καθώς και τη σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Τέλος, το υπό συζήτηση κείμενο είναι καρπός της εργασίας δώδεκα θεολόγων και καθηγητών διαφόρων ειδικοτήτων (κληρικών και λαϊκών, ανδρών και γυναικών) απ᾽ όλο τον κόσμο (Αμερική, Ευρώπη και Ασία) επίσημα διορισμένων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η πρώτη μορφή του κειμένου συμπληρώθηκε στη συνέχεια και επικαιροποιήθηκε από διακεκριμένους ιεράρχες, μοναχούς, όπως επίσης και λαϊκούς επιστήμονες του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου απ᾽ όλο τον κόσμο, που συνέβαλαν σημαντικά στην τελική διαμόρφωσή του. Κι έτσι έτυχε τελικά συνοδικής αποδοχής, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μετάφραση και δημοσίευσή του σε πολλές γλώσσες. Δεν προτείνει έτοιμες ή πολύ περισσότερο εύκολες λύσεις σε φλέγοντα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Συζητά αντίθετα με παρρησία και διαλογικό πνεύμα ζητήματα τα οποία θα συνεχίζουν να μας απασχολούν στο εξής στην καθημερινότητά μας και τα οποία δημιουργούν έντονες προκλήσεις στους πιστούς μας. Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο περιγράφει συνοπτικά τους βασικούς άξονες του Ορθόδοξου ήθους με βάση τους οποίους οι χριστιανοί θα μπορούσαν να απαντήσουν με συνέπεια και φιλάνθρωπη στάση στα αιτήματα του 21ου αιώνα.
Αγαπητοί μου φίλοι, ο πρόλογος του κειμένου μας αναφέρει ότι η όλη προσπάθεια προσφέρεται σαν “ένα προκαταρκτικό βήμα προς την κατεύθυνση ενός διευρυμένου θεολογικού διαλόγου“. Γι᾽ αυτό και ο υπότιτλος είναι ιδιαίτερα σκόπιμος: “Προς ένα ορθόδοξο κοινωνικό ήθος”. Το κείμενο δεν αποτελεί κανόνα πίστεως ή εγχειρίδιο ηθικής. Είναι άνοιγμα για συνάντηση και συνδιαλλαγή. Ο διάλογος είναι πάντα πιο δύσκολος από την συνταγή. Και εννοώ διάλογο ακόμη με ότι ανησυχεί, με ότι αναστατώνει, με ότι ανατρέπει αυτά που θεωρούμε σαν δεδομένα. Γιατί μονάχα με αυθεντικό διάλογο διακρίνονται και κρίνονται “ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα“ (Φιλιπ. 4.8–9).