ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ
Τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Μακαρίου
στό Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν
«Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στόν 21ο αἰ.-Προκλήσεις & Προοπτικές»
(Κεντρικό Κτήριο ΕΚΠΑ, Ἀμφιθέατρο «Ἀλκης Ἀργυριάδης», 26/11/2024)
«Τεχνητή Νοημοσύνη καί Ὀρθόδοξη Θεολογία».
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Κύριε Πρόεδρε,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές
Ἐκλεκτοί Σύνεδροι,
Εἶναι ἰδιαίτερη ἡ χαρά καί ἡ τιμή πού περιποιεῖ στήν ἐλαχιστότητά μου ἡ πρόσκληση τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καί τοῦ Προέδρου αὐτῆς, Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Καθ. κ. Ἐμμ. Καραγεωργούδη, νά συνεισφέρω κάποιες ἐλάχιστες σκέψεις, ἀπό τήν ὀπτική τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, στήν προσπάθεια νά ἐξοικειωθοῦμε περισσότερο καί νά κατανοήσουμε κάπως ἕνα ἀπό τά τελευταῖα καί πλέον ἐντυπωσιακά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ∙ καί ἀναφέρομαι ἀσφαλῶς στήν Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Iteligence-AI), θεματική περιοχή τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Τεχνολογίας πού παραμένει, σέ μεγάλο βαθμό, terra incognita ἀκόμα καί γιά τούς εἰδικούς καί ἐπαΐοντες.
Οἱ ὅροι «διάνοια», «διανόηση», «νοημοσύνη», ὅλοι παράγωγα τῆς λέξεως «νοῦς» ἀκούστηκαν κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου καί, ἀσφαλῶς, θά ἀκουστοῦν καί στή συνέχεια. Δέν εἶναι στίς προθέσεις μου νά κάνω μιά λεξικογραφική[1] -ἐννοιολογική καί ἐτυμολογική- μελέτη τῶν ὅρων αὐτῶν θά προσπαθήσω ὅμως, ἀκροθιγῶς καί μόνον, νά ἀνιχνεύσω τόν ὅρο «νοῦς» μέσα στήν Πατερική σκέψη καί ἐν συνεχείᾳ, θά καταθέσω μερικές ἀρχικές παρατηρήσεις, οἱ ὁποῖες, νομίζω, θά ἀποβοῦν χρήσιμες στήν προσέγγιση τοῦ θέματος μας καί θά βοηθήσουν νά κατανοήσουμε ἄν καί κατά πόσον ὑπάρχει κάποιο σημεῖο ἐπαφῆς, ἤ ἄν ὑπάρχουν διλήμματα καί ἐρωτήματα πού προκύπτουν ἀπό τή χρήση τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογική καί ἀνθρωπολογική σκοπιά.
Ἐξ ἀρχῆς καί ἔχοντας ἐνώπιόν μας τά ὅσα παραθέτει ἡ σύγχρονη βιβλιογραφία γιά τήν Τεχνητή Νοημοσύνη, δέ φαίνεται νά προκύπτει κάποια θεμελιώδης καί οὐσιαστική συνάφειά της μέ τόν «νοῦ», ὅπως τόν κατανοεῖ διαχρονικά ἡ σκέψη καί ἡ θεολογία τῶν Πατέρων ἤ «ὁ νοῦς τῶν Πατέρων»[2] γιά νά χρησιμοποιήσω μία φράση τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Συνόδου αὐτῆς μέ τό τεράστιο κανονικό ἔργο. Παραθέτω εὐθύς δύο ὁρισμούς τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, ἄν καί σίγουρα εἶναι γνωστοί, ἁπλῶς γιά νά εἴμαστε κοινωνοί τῶν ἰδίων ἐννοιῶν καί νά μιλᾶμε, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, τήν ἴδια γλῶσσα. Τεχνητή Νοημοσύνη, λοιπόν, εἶναι: «ἐκεῖνος ὁ κλάδος τῆς ἐπιστήμης τῶν ὑπολογιστῶν πού ἀσχολεῖται μέ τόν σχεδιασμό εὐφυῶν ἠλεκτρονικῶν συστημάτων, μέ χαρακτηριστικά τά ὁποῖα σχετίζονται μέ τήν ἀνθρώπινη εὐφυΐα»[3]. Παρόμοιος, ἐπίσης, εἶναι καί ὁ δεύτερος ὁρισμός πού σημειώνει ὄτι: «Τεχνητή Νοημοσύνη εἶναι ἡ μελέτη τοῦ πῶς νά κάνουμε τούς ὑπολογιστές ἱκανούς νά κάνουν πράγματα, στά ὁποῖα πρός τό παρόν οἱ ἄνθρωποι τά καταφέρνουν καλύτερα»[4].
Μερικές παρατηρήσεις ἐπί τῶν ὁρισμῶν πού, ἔχω τήν ἄσθηση ὅτι εἶναι ἀξιοσημείωτες, πρίν προχωρήσω στό περισσότερο θεολογικό, οὕτως εἰπεῖν, καί λιγότερο τεχνικό μέρος αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως εἶναι οἱ ἑξῆς:
- Κατ᾽ ἀρχήν, ἡ Τεχνητή Νοημοσύνη δέν φαίνεται νά σχετίζεται οὐσιωδῶς μέ τήν ἔννοια τοῦ «νοῦ», ὅπως τήν κατανοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία.
- Ἡ Τεχνητή Νοημοσύνη σχετίζεται κυρίως μέ τήν εὐφυΐα, τήν ὁποία προσπαθεί νά μιμηθεῖ.
- Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Τεχνητή Νοημοσύνη εἶναι ἕνα καθαρῶς τεχνολογικό -μηχανιστικό ἄν θέλετε ἐπίτευγμα- πού μιμεῖται τή λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης νοημοσύνης διαφαίνεται μία τάση, ἔστω καί ὑφέρπουσα, ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ τῆς μηχανῆς καί τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ἔρχομαι τώρα στά καθ᾽ ἡμᾶς∙ μέσα στήν πατερική σκέψη ὁ νοῦς κάτεχει κεντρική θέση, ἄν καί δέν εἶναι πάντοτε ἀπολύτως ξεκάθαρα τά πράγματα, καθώς παρατηρεῖται μιά πολυσημία στίς ἔννοιες. Ἡ πατερική σκέψη θεωρεῖ τόν νοῦ ὡς τό καθαρότερο καί ἀκραιφνέστερο «μέρος» τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως. Στήν ἐρώτηση «τί δέ νοῦς», ὁ μέγας Μύστης τῆς ἀνατολικῆς θεολογίας ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀπαντᾷ: «Ψυχῆς τό καθαρώτατον καί λογικόν, εἰς θεωρίαν τῶν ὄντων καί προκατειλημμένων»[5]. Λίγο πρίν ὁ ἱερός Πατήρ θά σημειώσει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι: «οὐσία ἀσώματος, νοερά, ἐν σώματι πολιτευομένη, ζωῆς παραιτία»[6].
Μέ τό ἴδιο πνεῦμα προσεγγίζει τήν ἔννοια τοῦ νοῦ καί ὁ πατέρας τῆς Δογματικῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος σημειώνει: «ἡγεμονικόν μέν γάρ τῆς ψυχῆς καί τῆς σαρκός ὁ νοῦς∙ νοῦς δέ, τῆς ψυχῆς τό καθαρώτατον, ἀλλά καί νοῦς Θεός»[7] καί σέ ἄλλη συνάφεια τονίζει: «ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς»[8]. Καί βεβαίως πρέπει νά σημειωθεί ὅτι ὁ νοῦς εἶναι προικισμένος μέ τήν δύναμη τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: «ὁ μέν νοῦς δύναμιν ἔχει διακριτικήν νοητῶν καί αἰσθητῶν, προσκαίρων καί αἰωνίων· μᾶλλον δέ ψυχῆς ὑπάρχων δύναμις διακριτική, τῶν μέν αὐτήν ἀντέχεσθαι πείθει· τῶν δέ, ὑπεραίρεσθαι»[9], ὅπως λέγει καί πάλι ὁ θεῖος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Καί, ὅπως θά μᾶς πεῖ ὁ ἠγαπημένος Μαθητής, στήν γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσται ἡ αἰώνιος ζωή: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν», (Ἰω. 17, 3).
Ἡ δυνατότης αὐτή ἐνυπάρχει στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, διότι στόν νοῦ εἶναι πού ἐντοπίζουν οἱ Πατέρες τό «κατ᾽ εἰκόνα». Κατά τόν μεγάλο Πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «Τό γάρ κατ᾽ εἰκόνα τοῦτο, οὐχ ἡ τοῦ σώματος ἔχει θέσις, ἀλλ᾽ ἡ τοῦ νοῦ πάντως φύσις, οὗ μηδέν κατά φύσιν κρεῖττον. Εἰ γάρ ἦν τι κρεῖττον, ἐν ἐκείνῳ ὑπῆρχε τό κατ᾽ εἰκόνα»[10]. Στόν νοῦ, λοιπόν, στό καθαρότατο καί ἀκρότατο αὐτό μέρος τῆς ψυχῆς ἑδράζεται κατά τόν θεηγόρο Γρηγόριο τό δώρημα του «κατ᾽ εἰκόνα», πράγμα πού θά κάνει τόν ἱερό πατέρα νά ἀναφωνήσει μέ θαυμασμό: «Πόσον οὐρανοῦ κρείττων νοῦς, ὅς εἰκών τέ ἐστι Θεοῦ καί Θεόν οἶδε καί μόνος τῶν ἐγκοσμίων Θεός, εἰ βούλεται, γίνεται, συναναφέρων τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως;»[11].
Ὡς Ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί Ποιμένες, πιστεύω βαθύτατα ὅτι
ἡ μέριμνά μας πρέπει νά ἑστιαστεῖ στό νά φωτίσουμε καί νά προβαλουμε αὐτήν τήν ὀπτική τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἀνθρωπίνης ὀντολογίας, ὅπου ὁ νοῦς καί οἱ δυνάμεις καί ἐκδηλώσεις του, ὅπως ἡ νόηση, ἡ εὐφυΐα καί ἡ νοημοσύνη δέν πρέπει νά λειτουργοῦν μόνον γιά νά προάγουν τήν ἐπιστημονική καί τεχνολογική γνώση ἀλλά ὀφείλουν νά συντονίζονται μέ τήν ἀνάβαση καί ἐξύψωση τοῦ ἀνθρώπου στό «καθ᾽ ὁμοίωσιν». Στό 1ο Συνέδριο Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διακηρύχθηκε ἀπερίφραστα: «Στόν ἄνθρωπο ἔχει παραχωρηθῆ ἀπό τόν Θεό ἕνα μοναδικό «δικαίωμα», καί αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό «κατ᾽ εἰκόνα». Παράλληλα, ὅλοι ἔχουν προικισθῆ μέ τήν ἐξαίρετη δωρεά τῆς προοπτικῆς τοῦ «καθ᾽ ὁμοίωσιν». Συνεπῶς, ὀφείλουμε νά ἀγωνισθοῦμε, «τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος», ὥστε νά ὁδηγηθοῦμε στήν «αἰώνια καταξίωση τοῦ προσώπου», δηλαδή στή θέωση»[12]. Ἔχω τήν βαθύτατη πεποίθηση ὅτι αὐτό ἀκριβῶς τό στοιχεῖο εἶναι πού διαφοροποιεῖ τήν τεχνητή ἀπό τήν φυσική νοημοσύνη καί τόν ἄνθρωπο ἐν τῷ συνόλῳ του, ἀπό τό ὅποιο τεχνολογικό ἐπίτευγμα καί ἄρα καί ἀπό τήν Τεχνητή Νοημοσύνη καί νομίζω ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θά πρέπει νά ἑστιάσει στό σημεῖο αὐτό καί νά τό ἀναδείξει. Ὑπάρχει κάποια ἐσχατολογική προοπτική τῆς Τ.Ν. καί ἄν ὑπάρχει ποιά εἶναι αὐτή;
Δίχως ἀμφιβολία ἡ Τεχνητή Νοημόσυνη, ὅπως καί ὅλα τά τεχνολογικά καί ἄλλα ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου ἀκόμα καί τά ὑψηλότερα καί θαυμαστότερα εἶναι εἰκόνες τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ καί προφανῶς αὐτό τούς δίνει μιά ἀξία ἐπειδή εἶναι ἡ δημιουργική ἔκφραση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού καθορίζει τό «εἶναι» καί τό «ποιόν» τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, ὡς προϊόν τῆς ἐλεύθερης βουλήσεώς του καί τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας του. Αὐτή ἡ ἐλευθερία ὡς δώρημα τοῦ «κατ᾽ εἰκόνα», μπορεῖ νά ἀντανακλᾶ καί νά ἐκφράζεται στά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐγκλωβίζεται καί νά περιορίζεται σέ αὐτά, δέν μπορεῖ ἡ ἐλευθερία νά εἶναι τό ὑποκείμενο μιᾶς μαθηματικῆς φόρμουλας ἤ τό ἀντικείμενο ἑνός ὑπολογιστικοῦ προγράμματος. Ἡ ἐλευθερία εἶναι πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι ἄνθρωπος καί ἄρα δέν μπορεῖ νά εἶναι ταυτοτικό χαρακτηριστικό τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης[13].
Λέγοντας τά παραπάνω δέν ὑποστηρίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία πρέπει νά στέκονται ἀπορριπτικά ἀλλά κριτικά καί διαλεκτικά ἀπέναντι στό ὅποιο τεχνολογικό ἐπίτευγμα ὅσο ἀκραῖο καί νά φαντάζει. Καθώς ἡ συζήτηση γιά τήν ὁριοθέτηση τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης ἔχει μόλις ἀνοίξει καί τά ὅποια νομοθετήματα θά ἀναθεωροῦνται καί θά ἐκσυγχρονίζονται διαρκῶς, εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη ἡ Εκκλησιά μας καί ἡ Θεολογία μας νά ἐνημερωθεῖ πρωτίστως καί κατόπιν νά ἀποκτήσει λόγο καί ρόλο ἐπ᾽ ὠφελείᾳ τοῦ κοινοῦ καλοῦ καί γιά τήν προάσπιση τῆς ζωῆς, ἀσφάλειας, ἐλευθερίας, ἀξιοπρέπειας καί ἰδιοπροσωπίας τοῦ ανθρώπου. Ὀφείλουμε νά σταθοῦμε ἀντάξιοι συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνο δέν ἀπέρριπταν τήν κοσμική γνώση καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλ᾽ ἀντίθετα, ἐνθάρρυναν τούς Χριστιανούς νά μελετοῦν καί νά ἐξερευνοῦν τά τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐν ἐπιγνώσει ὅτι τό ποτάμι τῆς τεχνολογικῆς ἐξελίξεως δέν εἶναι δυνατόν νά γυρίσει πίσω, οὔτε νά παραμείνει στάσιμο, καλούμαστε, νά συμβάλλουμε θετικά καί καταλυτικά, ὥστε τό νερό νά ρέει καί νά φιλτράρεται μέσα ἀπό τίς ἠθικές ἀξίες τῆς Ἐκκλησίας καί τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Βέβαια, τό σύνθετο τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ, συνίσταται στό γεγονός ὅτι πολλοί ἐσχάτως ὑποστηρίζουν τήν ἠθική στροφή τῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, πλήν ὅμως, στήν πλειονότητά τους, ἐπικαλοῦνται μιά κοσμική ἠθική, ἡ ὁποία δέν ἔχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος, καί στήν ὁποία «ἀποθεώνεται» ὁ ἀτομικισμός καί ὁ δικαιωματισμός τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπουσιάζει ὁ Θεός, ὡς Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἔχω τήν πεποίθηση, ὅτι ὀφείλει νά προβάλλει μέ σύνεση τό Ὀρθόδοξο ἦθος, τό ὁποῖο ὑπερασπίζεται τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀτομικό δικαίωμα, ἀλλά ὡς δωρεά χορηγηθεῖσα ἀπό τόν Δημιουργό του. Γιά τό ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νοεῖται ἀπομονωμένος καί ἀποκομμένος ἀπό τόν Θεό καί τόν πλησίον· μιά ἀλήθεια, ἡ ὁποία θέτει πρό τῶν εὐθυνῶν μας ἅπαντες: τήν ἐπιστημονική Κοινότητα, τίς πολιτικές ἡγεσίες, τήν κοινωνία τῶν πολιτῶν καί τήν Ἐκκλησία, γιά τά ὅρια, μέσα στά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀξιοποιοῦμε τά ὅποια τεχνολογικά ἐπιτεύγματα γιά νά προάγουμε τήν ἀναγωγή τοῦ ἀνθρώπου στό «καθ’ ὁμοίωσιν», ὅπως προείπαμε, καί ὄχι γιά νά καλλιεργοῦμε τόν εὐδαιμονισμό, τήν ἠδονοθηρία, τόν δικαιωματισμό, τόν ἀτομισμό, τήν αὐτονόμηση καί, ἐν τέλει, τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό.
Ὡστόσο, ὠφείλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε σέ αὐτήν τήν τεράστια πρόκληση τῆς ἐποχῆς μας ὄχι μέ στεῖρα ἄρνηση καί φοβικότητα ἔναντι τῶν τεχνολογικῶν ἐξελίξεων, οὔτε ἀσφαλῶς μέ τήν βεβαιότητα καί τήν αὐθεντία, ὅτι ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοί εἴμαστε οἱ κριτές καί οἱ σωτῆρες τοῦ κόσμου. Πρέπει νά τό κατανοήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἡ κακή ἐπιστήμη καί ἡ καλή Ἐκκλησία πού μᾶς σώζει ἀπό τά λάθη τῶν ἐπιστημόνων. Διότι ὑπάρχει μιά γενικότερη θεωρία καί τοποθέτηση κάποιων ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν καί κηρύττουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ἀντί-κόσμος μέσα στόν κόσμο τόν ὁποῖον ζοῦμε. Ἀλλά αὐτό φυσικά δέν ἰσχύει. Θά παραπέμψω μόνο τήν Πρός Διόγνητον Ἐπιστολή[14], χωρίς νά ἀναφερθῶ διεξοδικά γιά τήν οἰκονομία τοῦ χρόνου. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν πρεσβεύει τό ἀξίωμα «νά σώσω ἐγώ τόν κόσμο» ἤ «νά προστατεύσω τήν κοινωνία ἀπό τά κακῶς κείμενα ἐλέγχοντας καί κρίνοντας». Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἀπευθύνεται στόν κάθε ἕνα ἀπό μᾶς προσωπικά καί μᾶς λέει, «εἶσαι ὑγιής πνευματικά ἑάν ἀναπαύεις αὐτόν πού κρίνεις». Αὐτό εἶναι ἐπιτυχία. Νά θέσουμε, λοιπόν, τέτοιες βάσεις, προσεγγίσεως τῆς ἐπιστήμης. Ὄχι νά αὐτοχριστοῦμε κριτές τῶν ἐπιτευγμάτων καί τῶν ἀνακαλύψεων, ἀλλά νά βεβαιώσουμε ὅτι ἡ κάθε παρέμβασή μας φανερώνει τή σωστική καί θεραπευτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί όχι ἐκδικητική μανία για τόν «ἐκτρεπόμενο» ἐπιστήμονα.
Τό διαπιστώνουμε ἄλλωστε καί στά καθ᾽ ἡμᾶς. Ὅταν ἕνας χαριτωμένος κληρικός ἤ μοναχός σοῦ μιλᾶ γιά τούς Ἱερούς Κανόνες, αἰσθάνεσαι τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ καρδιά σου γεμίζει γλυκύτητα καί χαρά. Ὅταν ὅμως ἕνας πλανεμένος κληρικός ἤ μοναχός σοῦ μιλᾶ γιά τούς Ἱερούς Κανόνες, συνήθως μέ ὀργή καί ἐμπάθεια, αἰσθάνεσαι φόβο γιά τήν Ἐκκλησία καί ἡ καρδιά σου γεμίζει μίσος καί φανατισμό.
Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων μας εἶναι πραγματικά ἕνας Ὠκεανός ὄχι ἁπλῶς γνώσης καί πληροφορίας ἀλλά σοφίας καί διακρίσεως καί ἄν τόν ἀξιοποιήσουμε μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει καί τά κριτήρια καί τά ἐχέγγυα γιά τήν διαμόρφωση τῶν θέσεων καί τήν λήψη τῶν ἀποφάσεων. «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σολ. 1, 13), ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο γιά νά ζήσει αἰώνια καί ὄχι γιά νά ὁδηγηθεῖ στή φθορά καί στόν θάνατο. Ἔτσι καί ἐμεῖς καταθέτουμε τόν λόγο μας καί τή μαρτυρία μας καί παράλληλα τήν ἀγωνία μας, ὄχι γιά νά ἐναντιωθοῦμε στήν ἐπιστήμη ἀλλά γιατί θέλουμε νά ζήσει ὁ κόσμος-γιά νά ζήσει ὁ κόσμος. Μιλώντας ὅμως γιά τήν ἐπιστήμη καί τόν ἐπιστήμονα πρέπει νά ἐπιλέξουμε σχεδιασμό προσεγγίσεως. Καί δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὅλοι, ἀκόμη καί οἱ ἐπιστήμονες ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τή στοργή τῶν ἁγίων καί ὄχι ἀπό τήν ὀργή τῶν δικαίων.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας.
[1] Γιά μιά πρώτη τέτοια προσέγγιση βλ. H. G. Liddell-R. Scott, Greek–English Lexicon, Revised Edition, Clarendon Press-Oxford, New York, 1996, σ. 1180∙ Ἰ. Σταμάτακου, Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἐκδ. Βιβλιοπρομηθευτική, Ἀθήνα 1999, σ. 658∙ Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν Ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἐκδ. Δομή Α.Ε., Ἀθῆναι 1953, τ. 10, σ. 4933-4934∙ Γ. Μπαμπινιώτη, Ἐτυμολογικό Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἐκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Ἀθήνα 2010, σ. 930.
[2] Πρβλ. Κανόνα ΙϚ’ τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Σύνοδου στό Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852, τ. Β’, σ. 339
[3] Κ. Γεωργούλη, Τεχνητή Νοημοσύνη-Μιά Εἰσαγωγική Προσέγγιση, Ἐκδ. ΣΕΑΕΒ, Ἀθήνα 2015, σ. 13.
[4] Κ. Γεωργούλη, ὅ. π., σ. 14.
[5] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περί Ψυχῆς, PG 91, 361 A.
[6] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, αὐτόθι. Ὁμοίως κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Ψυχή ἐστιν οὐσία γεννητή, οὐσία ζῶσα, νοερά, σώματι ὀργανικῷ καί αἰσθητικῷ, δύναμιν ζωτικήν καί τῶν αἰσθητῶν ἀντιληπτικήν δι’ ἑαυτῆς ἐνιοῦσα, ἕως ἄν ἡ δεκτική τούτων συνεστηκυῖα φύσις», Περί ψυχῆς καί Ἀναστάσεως ὁ Λόγος, ὁ λεγόμενος τά Μακρίνια, PG 46, 29 B. Περί ψυχῆς βλ. καί Μ. Χάλαρη (πρωτ.), Ἀ. Κοτσοπούλου, Δ. Μπατάκη & Ἐ. Καρακώστα, «Ὑπάρχει ψυχή; Σύντομη Μελέτη περί τῆς Ὑπάρξεως τῆς Ψυχῆς καί τῆς Θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἠλεκτρονικά διαθέσιμο στό https://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2021/09/%CE%A5%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%AE_-1.pdf
[7] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1005 B.
[8] Ἰωάννου τοῦ Δασκηνοῦ, αὐτόθι, 924 Β.
[9] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, PG 90, 412 D.
[10] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κεφάλαια Φυσικά, Θεολογικά, Ἠθικά τε καί Πρακτικά ΡΝ΄, PG 150, 1137 D.
[11] «Ὁμιλία ΝΓ’ Εἰς τήν πρός τά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί τόν ἐν Αὐτοῖς Θεοειδῇ Βίον τῆς Πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας» στό Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἅπαντα τά Ἔργα 11, Ε.Π.Ε 79, Θεσ/νίκη 1986, σ. 332
[12] 1ο Συνέδριο Βιοηθικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχειου, Ρέθυμνο 20-22/10/2023, https://www.imra.gr/ta-nea-tis-mitropoleos/articles/porismata-toy-1ou-synedrioy-bioithikis-toy-oikoymenikoy-patriarcheioy.html
[13] Σ. Γιαγκάζογλου, «Θεολογία καί Τεχνητή Νοημοσύνη» Θεολογία 91/3 (2020), σ. 118-119.
[14] Πρός Διόγνητον Ἐπιστολή, PG 2, 1167-1185.