10.1 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024

“Χρυσές Ψηφίδες” για τα 50χρονα της Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως

Σε μία κατάμεστη αίθουσα, στη Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» του Κ.Θ.Β.Ε., το βράδυ της Δευτέρας, 4 Νοεμβρίου 2024, η επετειακή μουσική εκδήλωση με τον εύγλωττο τίτλο: «Χρυσές Ψηφίδες» πρόσφερε στο ενθουσιώδες κοινό την ευκαιρία και τη χαρά να «ταξιδέψει» επί δυόμιση ώρες με σπουδαία τραγούδια αξιόλογων δημιουργών, που ερμήνευσε μοναδικά ο σημαντικός Κώστας Μακεδόνας υπό τη μουσική διεύθυνση του μαέστρου της ορχήστρας Κωνσταντίνου Βελλιάδη.

     Μαζί του ο πολυτάλαντος Σωκράτης Παπαϊωάννου, η αισθαντική Ευδοξία Κουτσαυτάκη και ο εκφραστικός Γιώργος Γιαμούκης, με την ουσιαστική σύμπραξη της Μεικτής Χορωδίας της Σχολής Βυζαντινής, Παραδοσιακής και Έντεχνης Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως «Ιωσήφ ο Υμνογράφος». Τα μοναδικά, γεμάτα θύμησες και νοσταλγία, κείμενα της εξαίρετης συγγραφέως Μαρίας Χατζηαποστόλου αφηγήθηκε με ξεχωριστή ευαισθησία η καταξιωμένη ηθοποιός Αλεξάνδρα Παλαιολόγου.

     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε και η εκτέλεση του τραγουδιού «Ψηφιδωτό» σε στίχους της ταλαντούχου στιχουργού και συγγραφέως Χρυσής Μαρούση, μουσική Σωκράτη Παπαϊωάννου και ερμηνεία του πρώτου και της Ευδοξίας Κουτσαυτάκη. Το εμβληματικό αυτό τραγούδι δημιουργήθηκε με αφορμή τα πενήντα χρόνια της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως και στη συνείδηση των ανθρώπων των Δυτικών συνοικιών έχει αποκτήσει διαστάσεις ύμνου, καθώς αφηγείται παραστατικά την προσωπική ιστορία εκείνων και των προγόνων τους.

     Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως σε συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

ΧΡΥΣΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ

Δρ Μαρία Χατζηαποστόλου Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.

Κ.Θ.Β.Ε., Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ Α΄

     Αιώνες πολλούς κατοικήσαμε σε τούτη τη γη της Ανατολής. Εδώ έμελλε να ζήσουμε τον Παράδεισο επί γης, μα και την Κόλαση πριν πεθάνουμε. Τι να πρωτοθυμηθώ; Πως να λησμονήσω; Σμύρνη κοσμοπολίτισσα και μυρωμένο Αϊβαλί, Έφεσος του Ηράκλειτου κι αρχαίοι της Περγάμου ναοί, Σάρδεις του Μεγαλέξανδρου και Ιωνία των φιλοσόφων, της Αποκάλυψης Φιλαδέλφεια κι αγιοτόκος Καππαδοκία, Βιθυνία των Οικουμενικών Συνόδων. Στην καρδιά μας τώρα η μόνιμη κατοικία σας. Πατρίδες του φωτός που γίνατε τόποι μαρτυρίου.

    Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μας που μέρευε με το πράσινο χάδι του το τραχύ βουνό. Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα, λουσμένο στο φως. Τα πατρογονικά τα κτήματα και τα μποστάνια φορτωμένα καρπούς. Όμως, τη γη δεν μπορείς να την κουβαλήσεις στον ώμο σου και να τραβήξεις γι’ αλλού. Όταν ο ήλιος θα κρύβονταν και σκότος βαθύ θ’ απλώνονταν πάνω από την αγαπημένη τη γη της Ιωνίας, εκείνα θα έμεναν για πάντα στην αγκαλιά της.

     Ένα μεσημέρι ξέσπασε ξαφνικά μεγάλη φωτιά στην αρμένικη συνοικία. Στο τέλος μαθεύτηκε πως την έβαλαν Τούρκοι και τότε μια θλίψη ανείπωτη βάρυνε την ψυχή μας. Ψυχανεμιστήκαμε το τέλος να κοντοζυγώνει, καλπάζοντας καταπάνω μας. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς που ολοένα δυνάμωνε και μας πλησίαζε απειλητικά. Θεριό ανήμερο που θα κατάπινε σε λίγο την ανυπεράσπιστη ζωή μας.

     Οι στιγμές της χαράς πυρπολήθηκαν μαζί με την Αγία Φωτεινή. Το καμπαναριό της εκκλησιάς μας, δεν ξανακούστηκε από τότε. Αλλά, αλίμονο, το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Το μαρτύριο του Δεσπότη μας που δεν εγκατέλειψε, σαν ξίφος μας διαπέρασε και μάτωσε την καρδιά μας. Δεν βρήκαμε ποτέ το σώμα του. Τίποτα. Μπήκε κι εκείνος στον χορό με τους άλλους μας αγίους να μην είναι μονάχος.

     Οι Τούρκοι γείτονες έκλαιγαν και μας παρακαλούσαν να μη φύγουμε. Η γιαγιά μας απαρηγόρητη. Ανέστησε παιδιά κι εγγόνια χρόνους τώρα. Σ’ αυτή τη γη γεννήθηκε, σ’ αυτήν ήθελε και να πεθάνει. «Βάι, ογλούμ! Εγώ δεν φεύγω!». Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τα δακρυσμένα μάτια της γιαγιάς. Ακόμη και τώρα ακούω τη φωνή της: «Αλίμονο, παιδί μου! Εγώ δεν φεύγω!».

     Ήταν το ’22, τέλος καλοκαιριού, όταν ξεκίνησε το μεγάλο κακό στη γη της Μικρασίας. Αύγουστος πικρός. Σεπτέμβρης ματωμένος. Το καλοκαίρι μας αποχαιρέτησε παντοτινά μαζί με την πρότερη ευτυχία. Οι φίλοι έγιναν σκιές και χώρες άγνωστες υψώθηκαν στους χάρτες του μυαλού μας.

     Αφήσαμε το τραπέζι μας, όπως ήταν, στρωμένο και φύγαμε. Τελέσαμε την τελευταία Λειτουργία, μεταλάβαμε, αποχαιρετίσαμε τους τάφους των προγόνων, πήραμε μαζί μας όσα εικονίσματα μπορούσαμε –μαζί με το ασήκωτο φορτίο της ψυχής μας και σκορπίσαμε σαν τα πουλιά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.     

     Ξεκινήσαμε νύχτα… Σώματα δίχως ψυχή. Άχνιζε η λαβωμένη γη. Κορμιά κομματιασμένα. Η θάλασσα γιόμισε αίμα. Κανείς δεν γλίτωσε από το στόμα της ρομφαίας. Τα μάτια των ανθρώπων είχαν γίνει απόκοσμα. Τα πρόσωπα γίναν χάλκινα προσωπεία. Που ήταν κρυμμένο τόσο μίσος;

     Κτηνωδία. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τούτη τη φράση. Τα ζώα κρύβουν μέσα τους πιότερη καλοσύνη. Όταν αφήσαμε στους γείτονες το σκυλάκι μας, τα μάτια του έτρεχαν… Τρεις μέρες έκλαιγε, μας είπαν αργότερα. Για πρώτη φορά συναντούσαμε την ανθρωπιά στα μάτια ενός ζώου.

     Είδα τον θύτη να κραδαίνει το μαχαίρι. Είδα μωρά στα βράχια του Πόντου να κείτονται σαν ανθάκια της άμμου. Είδα την Άβυσσο ν’ ανοίγει. Είδα τη μάνα ν’ ανάβει κρυφά το καντήλι να φωτίσει τους ανύπνωτους ίσκιους. Είδα τους δράκους να ξεπηδούν από το παραμύθι της γιαγιάς. Είδα τον ποιητή εξόριστο να σεργιανά στον Άδη.

     Κρατώ το πρόσωπό μου. Κρατώ στα χέρια μου νερό να δώσω του αδελφού μου. Τρύπιες παλάμες, γεμίσανε καρφιά. «Μνήσθητι μου, Κύριε!». Σκυλιά αλυχτούν. Της Αποκάλυψης όλα τα θεριά με καταδιώκουν. Το σκοτάδι είναι φίλος τους. Τη νύχτα θα ’ρθουν πάλι. Κρύψε το παιδί.

     Ξένος μες στη μοναξιά του κόσμου. Ξένος παντού. Εκεί Ρωμιός, εδώ Τουρκομερίτης. Οι πόρτες κλειστές. Πέρασε καιρός πολύς ν’ ανοίξουν. Η δεύτερη εξορία πόνεσε βαθύτερα απ’ την πρώτη. Ήταν η προδοσία από τους εδικούς μας. Ξυπνήσαν τ’ ανήμερο θεριό και μας ρίξαν στο αδηφάγο στόμα του. Γιατί; Η δίψα μας άσβεστη. Από τότε βλέπω κάθε νύχτα τη μάνα μου στον ύπνο: «Πιες να ξεδιψάσεις…».

     Γέμισε η Ακρόπολη σκηνές και πρόσφυγες που αναζητούσαν το χαμένο μεγαλείο μιας πατρίδας αλλοτινής. Οικοδομήσαμε σπιτάκια με πέτρες, σαν παιδιά που χτίζουν μ’ επιμονή τα κάστρα τους, στην άμμο. Κάθε φορά που έβρεχε, βρεχόμασταν κι εμείς. Κουρνιάζαμε σαν τα πουλιά κάτω απ’ τον ίσκιο του Θεού. Ο ουρανός δικός μας.

     Το καπνισμένο ταντούρι κρατούσε ακόμη κάτι απ’ την παλιά θαλπωρή. Τα κεριά αγρυπνούσαν μαζί με την καρδιά μας. Η παράγκα στένευε κι άλλο την ψυχή μας. Όμως, κάθε φορά που κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε στον τόπο μας. Σεργιανούσαμε στης Πόλης τα στενά και στα σοκάκια του Κορδελιού και τότε οι αισθήσεις μας γέμιζαν από μπαχάρια κι αρώματα. Μαλαματένιες οι καρδιές στου κόσμου τα σκοτάδια.

     Πώς έγινε μικρή η μεγάλη Ελλάδα; Πώς έγινε η μάνα, μητριά; Ελλάδα… Ελλάδα… Σαν το καράβι αιώνες τώρα ταξιδεύεις… Όμορφη και παράξενη πατρίδα. Τι άλλο ζητάς από εμάς; Χρόνους τώρα πολεμάμε μαζί σου στης Πίνδου τα χιονοστόλιστα βουνά. Μητέρα Μεγαλόψυχη. Η πληγή σου παραμένει πάντοτε ανοιχτή στο στήθος μας. Κι όμως. Αυτός ο έρημος τόπος θα γεμίσει κάποτε από φωνές παιδιών.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ Β΄

«Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως

ψωριάρες φτωχογειτονιές πού βρήκατε τόσο παχιά ομοιοτέλευτα;».

     Για όλους εμάς μίλησε ο ποιητής. Τους ταπεινούς και αγρυπνούντες. Τους ασθενείς και οδοιπορούντες. Τους ανθρώπους που ένιωσαν του κακού την ανάσα στον λαιμό και με καλό το ξόρκισαν. Εκείνους που έκαμαν το άδικο, δικαιοσύνη. Όλοι εμείς. Ήρωες μεγάλοι της μικρής ζωής. Ήλθαμε στον νέο μας τόπο. Ονόματα του δώσαμε να μας θυμίζουν την παλιά πατρίδα. Και δεν ξεχάσαμε ποτέ.

     Χρόνια χαμένα, λόγια λησμονημένα. Άδειασαν τα σπιτικά και γέμισαν οι δρόμοι με φωνές απελπισμένων. Έγινε δίκοπη η ζωή. Και η αυλή με τα γεράνια όλος ο κόσμος μας. Όταν ξυπνούν τα όνειρα, περπατάμε δίπλα στη θάλασσα. Όπου πέφτει ο ιδρώτας μας αγιάζει το χώμα. Κάθε που θυμόμαστε ένας πόνος διαπερνά την καρδιά. Και τότε το Αμήν γίνεται Αμάν και ο ψαλμός, ρεμπέτικο.

     Κάθε φορά που ο νόστος μας κυρίευε, ο σεβντάς έσβηνε κάθε βράδυ και κάθε αυγή επέστρεφε στο απόμερο καπηλειό, όπου τα παλικάρια έπιναν ρακή και χόρευαν. Και τότε τραντάζονταν το πάτωμα απ’ τον ασίκικο χορό τους, θαρρείς και χόρευαν αρχάγγελοι αντάρτες. – Εσύ, γιατί δεν πίνεις; με ρώτησαν ένα βράδυ. – Γιατί δεν θέλω να ξεχάσω.

     Δεν είναι μονάχα η ζωή που αφήσαμε. Είναι και η ζωή που έχουμε χρέος να συνεχίσουμε. Να πάρουμε το μηδέν στα χέρια μας και να το  κάνουμε μια νέα αρχή. Για να ’ρθουν οι επόμενοι να δικαιώσουν τους απαρηγόρητους ίσκιους. Όμως, να ’σαι σίγουρος. Αυτός που έσπειρε το κακό, θα θερίσει τους καρπούς του στο δικαστήριο των καιρών. Κοίτα! Έρχονται τ’ αηδόνια!

     Γιόμισε η Εσπερία με άνθη ξεριζωμένα της Ανατολής. Έσμιξαν Δύση κι Ανατολή, όπως το διψασμένο χώμα συναντά τη βροχή. Το ψηφιδωτό μας, έχει της ελπίδας το όνομα και χρώμα που δεν ξεφτίζει απ’ την κακοκαιριά.

     Χτίσαμε και δουλέψαμε κι ανθίσαμε τη γη. Κάμποι απέραντοι σαν τη θάλασσα που περίμεναν καρτερικά να τους οργώσουμε, χωριά πλουμιστά με τον αφέντη ήλιο για βασιλιά. Μαζί μας, κάθε πρωί, στα εργοστάσια και οι Νεομάρτυρες.

     Και εγένετο Μητρόπολις. Σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε που οι ψωριάρες φτωχογειτονιές απέκτησαν για πρώτη φορά δικό τους Επίσκοπο. Τον θυμάμαι καλά αυτόν τον άρχοντα των ταπεινών. Ένας Διονύσιος με μέτρο Απολλώνιο. Ιούνης ήταν όταν ανέβηκε στον θρόνο, Ιούνης κι όταν κατέβηκε. Γιατί αμέσως άρχισε να περπατά στις γειτονιές, να συναντά ανθρώπους, να παρηγορεί και να επουλώνει τις ανοιχτές πληγές.

     Και οι φτωχοί έθρεψαν τους φτωχότερους. Και οι ενδεείς έντυσαν τους γυμνούς. Και οι αναγκεμένοι προσέτρεξαν στους πένητες. Άκουσαν με λαχτάρα τον λόγο του Επισκόπου τους, που ανέστιος περιδιάβαινε δίχως Επισκοπείο, με μόνη έδρα την καρδιά, στους σκονισμένους δρόμους. Μακάριος να ’ναι… Έπραξε το καθήκον του. Μας ένωσε. Ανέτρεψε όλα τα δεδομένα. Μας θύμισε ποιοι είμαστε. Μας άνοιξε τον δρόμο.

     Και όταν ο Μωυσής κατάλαβε πως η σκιά του Αρχάγγελου ζυγώνει, παρακάλεσε τον Θεό και όρισε διάδοχο τον Ιησού του Ναυή που θα μας οδηγούσε στης Επαγγελίας την πολυπόθητη Γη. Μας άφησε Επίσκοπο να μη νιώσουμε ούτε στιγμή μόνοι. Να μην αισθανθούμε ξανά της ανάγκης τον βαρύ ζυγό και να ’χουμε φωνή δική μας, να παλεύουμε για τα όνειρά μας.

     Και το όνομα αυτού; Βαρνάβας. Που πάει να πει γιος παρηγοριάς. Θαρρείς και εκπληρώθηκε η αρχαία προφητεία και η παράκληση βρήκε την αληθινή της πραγμάτωση. Πρόσφυγας κι εκείνος, όπως και ο Διονύσιος, γνωρίζει της παρηγοριάς την ομορφιά, της στέρησης την αξία, της αγίας εργασίας τον αγώνα.

     Με μόνο δρόμο την αγάπη, παλεύει να κρατήσει ζωντανό της Ανάστασης το μήνυμα στην Ιστορία και μάχεται τον πόλεμο, τη σάρκωση του κακού στον κόσμο. Τώρα πια δεν φοβόμαστε, γιατί εκείνος μας λέει κάθε στιγμή πως είμαστε όλοι μαζί και πως η ομορφιά στο τέλος θα νικήσει. Εκείνη συναντά στα πρόσωπά μας, κάθε φορά που γεμίζει την ψυχή μας με της προσευχής το θυμίαμα.

     Άη Γιώργης Τροπαιοφόρος και Οδηγητής φέγγει τώρα κάθε στιγμή τα βήματά μας και φωτίζει τις ασέληνες νύχτες μας. Συντρέχτης στου κινδύνου τη στιγμή και μαχητής δικός μας. Και κάθε πρώτη Κυριακή του Νοέμβρη σαν άρχοντας καλεί στης σύναξης τη γιορτή τους τοπικούς αγίους. Κι εκείνοι έρχονται σαν τις πρώτες στάλες της βροχής να λυτρώσουν της ψυχής μας την αγωνία, άνθρωποι δικοί μας, φίλοι και οικογένεια.

      Θεμελιώσαμε πάλι τη ζωή μας από την αρχή. Χτίσαμε σπιτικά. Υψώσαμε ναούς. Χαράξαμε δρόμους. Και γεμίσαμε με φωνές αυτούς τους δρόμους. Και τώρα μονιασμένοι θα προχωρήσουμε. Σε δρόμους φωτεινούς θα διαβούμε.

     Αυτός είναι ο τόπος μας. Αυτή είναι η ιστορία μας. Έτσι θεμελιώσαμε τη ζωή μας και φτιάξαμε τις γειτονιές μας. Οικοδομήσαμε εκκλησιές σε φτωχικές παράγκες. Και οι παράγκες έγιναν ναοί και το Κύριε Ελέησον, Δόξα Σοι! Τον τόπο μας δεν τον ξεχάσαμε. Να μην βρούμε νερό να βρέξουμε τα χείλη μας, αν έστω και για μια στιγμή τον προδώσουμε. Πάνε τόσα χρόνια που γύρισε ο αιώνας, μα δεν λησμονούμε.

     Μη λησμονάς! Ακούς; Σου δίνω προσταγή! Εσύ που ξέρεις γράμματα, να τα καταγράψεις όλα αυτά για να σωθούν. Αυτή την ιστορία να τη λες στα παιδιά σου. Να μη την ξαναζήσει κανένας άνθρωπος. Τούρκος ή Ρωμιός. Να μην ξεχαστεί. Να μην ξαναγίνει. Να μην αξιωθεί άνθρωπος να δει τόσο θάνατο. Το νου σου… Έχε το νου σου…

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ Γ΄

     Εκτός των τειχών της πόλης κατοικώ. Ακρίτας στα τείχη σου τα βυζαντινά και της Άνοιξης γητευτής στο κράτος του χειμώνα. Του ανέμου θηρευτής και του απείρου ταξιδευτής σε τόπους δίχως σύνορα. Σε νέους δρόμους τώρα πορεύομαι. Αμασείας, Κεσσάνης, Πισιδίας, Μαδύτου, Μουδανιών, Ελλησπόντου, Αγίου Γεωργίου, Γεωργίου Σεφέρη. Σεφέρη…

     Εγώ ο Αλέξανδρος και ο Όμηρος, ο Λάζαρος κι ο Αναστάσης, εγώ ο Χρυσόστομος, εγώ και ο Πολύκαρπος. Εγώ η Φιλιώ και η Λωξάντρα, η Διδώ και η Σεβαστή, η Πολύμνια και η Ελένη. Ποιον δεν αφήνανε τ’ αηδόνια να κοιμηθεί στις Πλάτρες και ποιον δικάσανε τα χρόνια;

     Οι ιστορίες της γιαγιάς δεν πέθαναν μαζί της. Σαν λύχνοι μέσα στο σκοτάδι καίνε ακόμη η Σμύρνη, τα Βουρλά, η Μίλητος και η Μαγνησία. Εκεί γεννήθηκε το πρώτο φως. Η σκέψη του ανθρώπου. Εκεί περπάτησε τα πρώτα της βήματα και η γιαγιά, εκεί και τα τελικά.

     Άρχοντες πρόσφυγες με της αυλής τ’ αποσπερίσματα του δειλινού. Όλοι εμείς οι ήρωες οι αφανείς. Κρατήσαμε το κλειδί του σπιτιού μας, με κρυφή της επιστροφής την ελπίδα. Και τώρα κατοικούμε στην πόλη που κάθε τέλος είναι μια νέα αρχή.

     Στην Καλαμαριά το πρώτο μας φιλί. Χαράματα στη Τσιμισκή. Κι έπειτα πάνω στα Κάστρα ταπεινός προσκυνητής. Να κρατώ συντροφιά στου Γεντί Κουλέ τις αλύτρωτες ψυχές. Ταξίμι ανατολίτικο κι ατέλειωτος αμανές.

     Ξημέρωμα στο λιμάνι σου να με υποδέχεται ο ήλιος αρχηγός. Ο Άη Γιώργης να με καλωσορίζει μετά από κάθε επιστροφή. Της φωτιάς σου το ηλιοβασίλεμα και το καραβάκι στο λιμάνι, του κόσμου οδηγός. Και κάπου στα δυτικά, αν ανοίξεις τα μάτια καλά, θα δεις τον Παύλο των Εθνών να εισέρχεται από τη Ληταία Πύλη.

      Στων Ησυχαστών το φως θα βαπτιστώ και στου αγίου Γρηγόριου του Παλαμά τη μυστική τη σκέψη θα χαθώ. Με του Μυροβλήτη σου, την αρματωσιά θα υπερασπιστώ, όσα το αίμα μου πόθησε να διασώσει.

     Σαββατόβραδο στην Αριστοτέλους και Αγρυπνία στην Αχειροποίητο, συνάντηση στη νικηφόρα Καμάρα και κρυφτό στον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας, με τον Πύργο τον Λευκό να γίνεται κάποτε του Βενιζέλου το προπύργιο.

    Οι φίλοι, οι μουσικές, οι αγκαλιές, οι όρκοι. Τα στενά σου με τ’ αγιόκλημα και τον βασιλικό. Να με μεθά το κρασί σου και τους χειμώνες να με ζεσταίνει τ’ αγιασμένο σου τσίπουρο. Και η θαλασσογραφία σου να κουβαλά το γαλάζιο του σύμπαντος.

     Το εισιτήριό σου είναι πάντα μετ’ επιστροφής. Με τα μάτια γεμάτα υπόσχεση, στους σταθμούς και στο αεροδρόμιο αγρυπνάς. Όποιος σε γνώρισε τη μνήμη κέντησε με χρυσή κλωστή να μην κοπεί το νήμα.

     Πάντα θα επιστρέφω. Στους μεγάλους δρόμους σου, με την κίνηση της ζωής που ποτέ δεν τελειώνει. Στις ανηφοριές της Άνω Πόλης και στης θάλασσας το μυρωμένο αγέρι.

     Της μάνας η απαντοχή και η κρυφή περηφάνια του πατέρα. Η ψυχή που δίψασε πια από νόστο και οδήγησε τα βήματα στο σπίτι. Στη Μητέρα Θεσσαλονίκη. Ν’ αναπνέει τα κύματα και να χορεύει. Το σώμα να γευτεί το χάδι.

     Είσαι αρχόντισσα και βλάμισσα μαζί, συντρόφισσα και ερωμένη, του κόσμου σταυροδρόμι και των απόκληρων η αγκαλιά. Το είπε κάποτε ένας σοφός: Κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη.

     Είσαι ο Χιώτης, ο Κουγιουμτζής και ο Τσιτσάνης. Είσαι ο Καζαντζίδης και είσαι η Μαρινέλλα. Ο Ρασούλης, ο Σαββόπουλος και ο Παπάζογλου. Ο Ιωάννου, ο Πεντζίκης, ο Ασλάνογλου και ο Μοσκώφ. Ο Αναγνωστάκης και ο Χριστιανόπουλος. Είσαι ο Καββαδίας και κοιμάσαι κάτω από φώτα κόκκινα.  

     Είσαι η συννεφιασμένη Κυριακή και η ηλιόλουστη μαζί. Είσαι ο Άθως και ο Χορτιάτης. Είσαι ο Σταυρός και η Ανάσταση. Είσαι εγώ. Είμαι εσύ. Η πιο βαθιά νίκη μου εσύ. Αιώνια Θεσσαλονίκη.

     Θα ’ρθει και πάλι ο Άη Γιώργης να σκοτώσει τ’ ανήμερο θεριό. Να φυσήξει ένας Βαρδάρης να διώξει κάθε κακό. Να μην σ’ αγγίξει τίποτα ξανά και να κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια, έχοντας για νανούρισμα τα γέλια των παιδιών σου. Άλλος αέρας πνέει εδώ…

     Μάνα προσφύγων που κούρνιασαν στην αγκαλιά σου, αποκαμωμένοι από του διωγμού την απονιά και αγίων που δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους. Πατρίδα ηρώων και ποιητών. Θεσσαλονίκη. Σμυρναίικο μινόρε να σε ξυπνήσει, χορός αντικριστός της Ελευσίνας, Καρσιλαμάς. Με χέρια ανοιχτά οι γυναίκες μας αγκαλιάζουν το σύμπαν ολάκερο, σαν την Πλατυτέρα, ελεύθερες στους ουρανούς.

     Τον ανήφορο της ζωής με ποδήλατο τώρα ανεβαίνω και στην κάθε ανατροπή πέρα στην ακροθαλασσιά σώζω τα όνειρά μου. Ανάβω ένα κερί γι’ αυτούς που έφυγαν. Προσεύχομαι για εκείνους που θα ’ρθουν. Η ζωή είναι πάντα μπροστά. Προχωράμε μαζί της.

     Όλα έχουν αλλάξει και όλα ίδια παραμένουν. Όλα βρίσκονται κάπου αλλού και όλα είναι εδώ. Το φως σου θα κουβαλώ σε κάθε πόλη και το όνομά σου θα κυριεύει τη σκέψη μου. Γιατί η ήττα μου είναι η νίκη. Κι εκείνη βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ