13.3 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024

Επιστημονική διημερίδα στη Λάρισα για την Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη

Επείγει η αναμόρφωση του θεσμικού της πλαισίου, τονίσθηκε στη επιστημονική διημερίδα στη Λάρισα

«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εκκλησιαστική δικαιοσύνη πάσχει. Συνεπώς, οι ευχές, οι επιτροπές και οι προτάσεις για αντικατάσταση του κανονιστικού πλαισίου είναι ανάγκη να μετουσιωθούν, επιτέλους, σε πράξεις» τόνισε ο ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης κατά την εναρκτήρια ομιλία στην επιστημονική διημερίδα με θέμα «Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη και Εκκλησιαστικά Δικαστήρια» που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο (15 και 16/11/2024) στη αίθουσα εκδηλώσεων του δικηγορικού Μεγάρου, στη Λάρισα.

Τις εργασίες έναρξης την Παρασκευή το απόγευμα της διημερίδας, που συνδιοργάνωσαν με μεγάλη επιτυχία η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου, ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας και η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, συντόνισε το μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου κ. Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας Α.Π.Θ. και διευθυντής του Προτύπου Γενικού Λυκείου Λάρισας.

Απευθύνοντας χαιρετισμό ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης  Λαρίσης κ. Ιερώνυμος υπενθύμισε ότι ο ισχύων νόμος ψηφίστηκε το 1932 (πρό 92 ετών, κοντά στον αιώνα…) επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου και υπουργίας στο χαρτοφυλάκιο Παιδείας και Θρησκευμάτων του Γεωργίου Παπανδρέου, σημειώνοντας ότι «μπορεί να θεωρείται απαρχαιωμένος, όμως, μέχρι στιγμής έχει φανεί ο πλέον μακρόβιος και χρήσιμος», υπενθυμίζοντας, επίσης, τις συνεχείς μεταβολές στον Ποινικό Κώδικα (Π.Κ.) και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.). Επισημαίνοντας ο κ. Ιερώνυμος την ανάγκη εκσυγχρονισμού πρόσθεσε πως «η λύση είναι η Εκκλησία σε συνεννόηση με την Πολιτεία να προχωρήσει στην έκδοση Κανονισμού Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, έτσι ώστε και επικαιροποιημένος να είναι ο Κανονισμός μας και να παρακολουθεί τις εξελίξεις».  Ακόμη, υπογράμμισε την ανάγκη «τα συμπεράσματα της επιστημονικής διημερίδας να γίνουν αφορμή για έναν εσωτερικό διάλογο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ώστε τελικά να οδηγηθούμε σε ένα εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο, αξιόπιστο, που να στηρίζει και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και κυρίως τα δικαιώματα της Εκκλησίας, να μπορεί να είναι αποδεκτό και να έχουμε ασφάλεια δικαίου˙ τη βεβαιότητα ότι υπάρχει δικαιοσύνη στους χώρους της Εκκλησίας».

Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου κ. Τρύφων Τσάτσαρος απευθύνοντας το δικό χαιρετισμό, μεταξύ άλλων, σημείωσε την πεποίθησή του πως «οι εισηγήσεις της διημερίδας, αλλά και ο διάλογος που θα προκαλέσουν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν ουσιαστικά τη γνώση των μυημένων στα ζητήματα της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, αλλά και, όσον αφορά τους λιγότερο εξοικειωμένους, αφενός θα καταστήσουν τον χώρο της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης σαφώς πιο οικείο, αφετέρου δε ίσως αποτελέσουν αφορμή για εναργέστερη ενασχόληση με αυτόν».  Τέλος, ο πρόεδρος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου κ. Αθανάσιος Κόντης απευθύνοντας χαιρετισμό τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «τα θέματα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης ρυθμίζει ο πολιτειακός νομοθέτης, λόγω του ανέκαθεν κρατούντος συστήματος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Μέχρι και σήμερα η διαδικασία στα εκκλησιαστικά δικαστήρια διέπεται από τον Ν. 5383/1932, ο οποίος συντάχθηκε σε μια άλλη εποχή, έχει εγγενείς νομοτεχνικές αδυναμίες, οι οποίες επιδεινώθηκαν διαχρονικώς με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και σήμερα φαντάζει αναχρονιστικός, καθώς δεν έχει ενσωματώσει τις σύγχρονες νομοθετικές εξελίξεις στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων και ιδίως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, οι οποίες πλέον συνδιαμορφώνονται από την επίδραση του ενωσιακού δικαίου και ειδικά της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Κατά καιρούς έχουν γίνει απόπειρες αλλαγής ή αντικατάστασης του νόμου, οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν αποβεί άκαρπες».

«ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ»

Την εναρκτήρια ομιλία της 1ης συνεδρίας με θέμα «Πολύπαθη Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη» έκανε ο κ. Κονιδάρης. Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εκκλησιαστική δικαιοσύνη πάσχει.

Συνεπώς, οι ευχές, οι επιτροπές και οι προτάσεις για αντικατάσταση του κανονιστικού πλαισίου είναι ανάγκη να μετουσιωθούν, επιτέλους, σε πράξεις. Θα πρέπει στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας αναρρυθμίσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας υπό το ισχύον Σύνταγμα να αποσαφηνιστεί καταρχάς εάν το νέο κανονιστικό πλαίσιο θα είναι νόμος της Πολιτείας ή κατ’ εξουσιοδότηση νόμου Κανονισμός της Εκκλησίας. Ως εκ του κρατούντος ανέκαθεν στην Εκκλησία της Ελλάδος συστήματος σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας θεωρήθηκε σχεδόν αυτονόητο ότι και τα θέματα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης ρυθμίζει ο νομοθέτης. Ήδη, όμως, ως εκ της παρεχόμενης πλέον στην Εκκλησία ευρείας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως είναι φυσικό ότι η Εκκλησία θα ήθελε να ρυθμίζει η ίδια, και στο θέμα αυτό, τα του οίκου της. Η ανάληψη από την ίδια την Εκκλησία της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, τόσο κατά το ουσιαστικό όσο και κατά το δικονομικό της σκέλος, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να οργανωθεί στο πλαίσιο που επιτάσσει το Σύνταγμα και οι γενικοί νόμοι της Πολιτείας». Ο ομιλητής καταλήγοντας υπογράμμισε ότι «η εκκλησιαστική δίκη, με έvαν λόγo, δεv επιτρέπεται, ακριβώς ως εκ της φύσεώς της, vα μηv έχει τo χαρακτήρα της «δίκαιης δίκης», όπως τηv αvτιλαμβάvεται και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα τoυ αvθρώπoυ.  Το κυρίως ζήτημα είναι εάν η Εκκλησία είναι έτοιμη να προχωρήσει στην αντιμετώπιση των μειζόνων προβλημάτων που προϋποθέτουν τομές και ρήξεις με το ισχύον σήμερα σύστημα ή θα περιοριστεί και πάλι σε τεχνικές βελτιώσεις, οι οποίες δε λύνουν το πρόβλημα, αντιθέτως το διαιωνίζουν και το ωραιοποιούν…».

Η επιστημονική εκδήλωση συνεχίσθηκε το πρωί του Σαββάτου με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις εξειδικευμένων σε θέματα εκκλησιαστικού δικαίου επιστημόνων (λαϊκών και κληρικών) και ολοκληρώθηκε το μεσημέρι με το βασικό καταληκτικό συμπέρασμα – πρόταση ότι θα πρέπει να δρομολογηθεί άμεσα με τη συνεργασία των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας και Εκκλησίας και προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής εναρμονίσεως των σχέσεών τους, η ανάπτυξη ενός συστήματος εκκλησιαστικής δικαιοσύνης ανεξάρτητου, τόσο κατά το ουσιαστικό όσο και κατά το δικονομικό της σκέλος, αλλά και προσαρμοσμένου στην ισχύουσα συνταγματική τάξη και στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα».

Τη συμφωνία της για την αναγκαιότητα αλλαγών στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη εξέφρασε στο χαιρετισμό της η βουλευτής Λάρισας κ. Ευαγγελία Λιακούλη, τομεάρχης Δικαιοσύνης, Θεσμών & Διαφάνειας του ΠΑΣΟΚ, ενώ χαιρετιστήριο μήνυμα απέστειλε και ο βουλευτής της Λάρισας της ΝΔ κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος. Τις εργασίες της διημερίδας τίμησαν με τη παρουσία τους ο βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ και δικηγόρος κ. Βασ. Κόκκαλης, η αντιπεριφερειάρχης Λάρισας και δικηγόρος κ. Μαρία Γαλλιού, οι εκπρόσωποι των Γραφείων Δικαστικού της 1ης Στρατιάς, συνταγματάρχης κ. Αικατ. Πατσαρούχα, του Αρχηγείου Τακτικής Αεροπορίας (ΑΤΑ) αντισυνταγματάρχης κ. Χριστ. Δημολιού, το μέλος του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου κ. Έρη Τζιαστούδη, ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου κ. Φεραίος Νάνης, δικηγόροι και εκπαιδευτικοί θεολόγοι και νομικοί.

* Η εκδήλωση έκλεισε με τις ευχαριστίες του Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης κ. Ιερωνύμου, του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου κ. Τρύφωνα Τσάτσαρου και του Προέδρου της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου κ. Αθαν. Κόντη προς όλους τους συμμετέχοντες και την επιθυμία των τριών φορέων (Μητροπόλεως-Δικηγορικού Συλλόγου- Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου) για συνδιοργάνωση στη Λάρισα συναφούς επιστημονικής εκδηλώσεως στο εγγύς μέλλον.  

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ