ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος επέστρεψε χθες το απόγευμα από ολιγοήμερη επίσκεψή του στο Λουξεμβούργο και στο Βέλγιο, χοροστάτησε, σήμερα, Κυριακή, 17 Νοεμβρίου 2024, κατά τη Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βαλίνου, όπου υπάρχει Αγίασμα αφιερωμένο στον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Μηνά. Τα θυρανοίξια του ανακαινισμένου Ναού είχε τελέσει ο Πατριάρχης πριν έναν χρόνο.
Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος, ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Αλικαρνασσού κ. Αδριανός, Επόπτης της Περιφέρειας Φαναρίου-Κερατίου Κόλπου, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μ.τ.Χ.Ε., ο Εξοχ. Πρέσβυς κ. Μίλτων Νικολαΐδης, Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού της Ελλάδος, και ο αυτάδελφός του Ελλογιμ. κ. Βύρων Νικολαΐδης, Ιδρυτής και Πρόεδρος του Ομίλου PeopleCert και Μ. Ευεργέτης του Ναού, μαζί με την οικογένειά του, ομογενειακοί παράγοντες, καθώς και πιστοί από την Πόλη και προσκυνητές από το εξωτερικό.
Τον θείο λόγο κήρυξε ο Ιερολ. Πατριαρχικός Διάκονος κ. Ευλόγιος Τσάτσας, Κωδικογραφεύων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.
Στην ομιλία του, μετά τη Θ. Λειτουργία, ο Παναγιώτατος τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι στον «οίκον Κυρίου» ερχόμαστε και για να οικοδομηθούμε πνευματικώς και για να διδαχθούμε.
“Και όταν λέμε «να διδαχθούμε», δεν εννοούμε απλώς να μάθουμε, αλλά να ζήσουμε! Διότι ο λόγος του Θεού εις το Ευαγγέλιον δεν είναι μόνον για να τον ακούμε και να μαθαίνουμε, όπως ακούμε κάθε μάθημα και αποκτούμε γνώσιν, αλλά για να βιώσουμε αυτό που ακούμε. Ο λόγος του Θεού είναι ζωή, καθώς το λέγει και ο ίδιος ο Χριστός: «τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστι».
Είναι γνωστό εκείνο το οποίον είπε ένας νέος μοναχός σε κάποιον γέροντα ασκητή: «Πάτερ, ειπέ μοι λόγον, ίνα ζήσω». Όχι «πες μου λόγον, διά να μάθω», αλλά «διά να ζήσω». Είναι αυτό ακριβώς που το παραμελούμε, ιδιαιτέρως στην εποχή μας. Θέλουμε ίσως να ακούμε, ακόμη και το κήρυγμα της Εκκλησίας, αλλά απλώς για να μάθουμε περισσότερα γύρω από την πίστι μας, όχι για να το εφαρμόσουμε στην ζωή μας. Όμως η γνώσις από μόνη της δεν σώζει, αλλά καθώς το λέγει και ο Απόστολος Παύλος, άνευ αγάπης, «η γνώσις φυσιοί» (Α´ Κορ. η´, 1), κάνει τον άνθρωπο να υπερηφανεύεται και να υπερβάλλη την αξίαν του, επειδή γνωρίζει ωρισμένα πράγματα, ελάχιστα εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία δεν γνωρίζει.”
Στην συνέχεια, αφού αναφέρθηκε στην ευαγγελική περικοπή της ημέρας, τόνισε:
“Εμείς, όμως, θεωρούμε ότι η πραγματική ανάπαυσις της ψυχής μας ευρίσκεται στην παρουσία του Θεού εντός της, στην τήρησι των εντολών Του, στο άνοιγμα προς τον πλησίον, στον κόπο της ασκήσεως, της εργασίας και της δημιουργίας.
Γι᾽ αυτήν ακριβώς την ανάπαυσι της προσφοράς και του καθήκοντος επιθυμούμε να απευθύνουμε τον έπαινο και την ευαρέσκεια της Μητρός Εκκλησίας και ημών προσωπικώς προς τους ακούοντας και ποιούντας τας εντολάς του Ευαγγελίου και τας επιταγάς της ιστορίας του Γένους μας, ήτοι προς όλους εκείνους, οι οποίοι από του Επόπτου της Περιφερείας σας, Θεοφιλεστάτου και αγαπητού αδελφού αγίου Αλικαρνασσού κυρίου Αδριανού και των περί αυτόν υπευθύνων των Κοινοτικών Σωμάτων Βαλίνου, με επί κεφαλής τον Ελλογιμώτατον Πρόεδρον της Εντίμου Εκκλησιαστικής Επιτροπής κύριον Συμεών Σολταρίδην, μέχρι και του νεωτέρου κοινοτικού υπαλλήλου, προσφέρουν, έκαστος κατά το δοθέν αυτώ τάλαντον, τις υπηρεσίες τους στην Κοινότητα, ώστε αυτή να συνεχίζη την ζωήν και την ιστορίαν της, κατά το δυνατόν ολιγώτερον επηρεαζομένη από τας εξωτερικάς συνθήκας και περιστάσεις.
Σας ευχαριστούμε για την ευλαβή υποδοχή και για τις πολλές εκδηλώσεις σεβασμού και στοργής προς το ταπεινόν πρόσωπόν μας. Οι εκδηλώσεις αυτές αποδεικνύουν περιτράνως πόσο συνδεδεμένη είναι η ομογένεια της Πόλεως με την Μητέρα Εκκλησίαν και με τον Ποιμενάρχην αυτής, τον και Οικουμενικόν Πατριάρχην. Και ο δεσμός αυτός ποιμένος και ποιμνίου γλυκαίνει την πατρική μας καρδιά και μας ενισχύει στην επιτέλεσι των προς την Εκκλησίαν και το Γένος ιερών καθηκόντων και υποχρεώσεών μας. Η υψηλή καθέδρα του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν νοείται άνευ της ταπεινής διακονίας μας ως Αρχιεπισκόπου και ποιμενάρχου της Πόλεως αυτής του Κωνσταντίνου.
Από του ύψους και της ευθύνης του Οικουμενικού αυτού Θρόνου επισκοπούντες τας πράγματα της καθ᾽ ημάς Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής, βλέπουμε και αναγνωρίζουμε τις δυσχέρειες υπό τας οποίας επιτελείται το πολυσχιδές και πολύπλευρο έργο εις αυτήν, καθώς και τους κόπους και τις θυσίες των ευλαβεστάτων κληρικών, των εντιμοτάτων κοινοταρχών, των ελλογιμωτάτων εκπαιδευτικών, των ευγενεστάτων κυριών της ευποιΐας και της αλληλεγγύης.
Ακόμη δε και όταν το αποτέλεσμα των προσπαθειών δεν είναι πάντοτε το προσδοκώμενο, η Εκκλησία αμείβει και επαινεί περισσότερο από το αποτέλεσμα την πρόθεσι, το κίνητρο, την αγαθή και ανυστερόβουλη προαίρεσι. Και αυτή ουδαμώς αμφιβάλλομεν ότι υπάρχει και ότι καθοδηγεί τις πράξεις και τις ενέργειες των περί τα κοινά αμφιπονουμένων, καθώς και εν γένει πάντων των εξ αγαθής προθέσεως και αγάπης προς το χρέος καταναλισκομένων εις την υπηρεσίαν του πλησίον, της Εκκλησίας και της Ομογενείας, όπως του ευεργέτου και δωρητού της Κοινότητός σας, Ελλογιμωτάτου κ. Βύρωνος Νικολαΐδου, προς τον οποίον και εκφράζομεν τας εγκαρδίους ευχαριστίας του ιερού Κέντρου. Δώη αυτώ Κύριος κατά την καρδίαν αυτού και πάσαν την βουλήν αυτού πληρώσαι.”
Ακολούθως, ο Παναγιώτατος εξέφρασε την χαρά του και για την παρουσία του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Μακαρίου, “διακεκριμένου Ιεράρχου του Πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου, ο οποίος χάριτι θεία διακονεί ευόρκως και πιστώς, με όραμα και θείον ζήλον, επί πενταετίαν και πλέον την μεγάλην και σπουδαιοτάτην Ιεράν Αρχιεπισκοπήν Αυστραλίας, η οποία εφέτος εορτάζει την εκατονταετή επέτειον από της ιδρύσεώς της”. Ο Πατριάρχης αναφέρθηκε στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αυστραλία, όπου προέστη των επετειακών εκδηλώσεων στο Σύδνεϋ και στη Μελβούρνη, και, με την ευκαιρία, εξέφρασε για άλλη μία φορά τις θερμές ευχαριστίες του προς τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο κ. Μακάριο, τα μέλη της εκεί Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου, και τους συνεργάτες του, όπως ο παριστάμενος Αρχιδιάκονος του Αρχιεπισκόπου Ιερολ. κ. Αθηναγόρας, για τη θερμή υποδοχή και φιλοξενία στην πέμπτη Ήπειρο. “Ήτο πράγματι μία αλησμόνητος ιεραποδημία, η οποία πάντοτε θα κατέχη ιδιαιτέραν και ξεχωριστήν θέσιν εις την καρδίαν μας”, είπε ο Πατριάρχης και απευθυνόμενος προς τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας είπε:
“Άγιε αδελφέ, Σας προτρέπομεν να συνεχίσετε υπό την φωτισμένην ηγεσίαν σας σταθερώς την πορείαν σας προς τα εμπρός και προς τα άνω και κατά την δευτέραν εκατονταετίαν του βίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής σας. Δεν επιτρέπεται οπισθοδρόμησις, αλλά ούτε και στασιμότης. Μόνον πρόοδος και άνοδος αρμόζει εις τους Χριστιανούς μας της Αυστραλίας, οι οποίοι ευρέθησαν εις αυτόν τον αντίποδα της γης ακριβώς διά να δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον διά εκείνους και τα παιδιά τους. Σας παρακαλούμεν να τους διαβεβαιώσετε ότι η Μήτηρ Εκκλησία θα είναι πάντοτε στο πλευρό τους, προσευχομένη και ενεργούσα παν ό,τι απαιτείται διά το καλόν τους, έτοιμη να ανταποκριθή σε κάθε δίκαιο αίτημα και σε κάθε λογική παράκλησί τους που αποβλέπει στην οικοδομή και στην αύξησί τους εν Χριστώ.
Σας ευχαριστούμεν πολύ διότι υπεβλήθητε εις αυτόν τον κόπον του μακρυνού υπερποντίου ταξιδίου διά να έλθετε εις προσκύνησιν της Μεγάλης Εκκλησίας και εις έκφρασιν του σεβασμού και της αγάπης σας προς τα πρόσωπα που διακονούν εδώ την Εκκλησίαν και το Γένος. Εκτιμώμεν βαθύτατα την θυσίαν σας αυτήν και σας προτρέπομεν να αρχίσετε και πάλιν τα ετήσια προσκυνήματά σας προς την Πόλιν του Κωνσταντίνου και προς το εν αυτή εκκλησιαστικόν σας Κέντρον, διά να λαμβάνετε και να δίδετε, διά να δίδετε και να λαμβάνετε ενίσχυσιν, αγάπην, δύναμιν, πίστιν, ελπίδα.”
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος καλωσόρισε όλους τους προσκυνητές από το εξωτερικό και ιδιαιτέρως τους ομίλους από τον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης Γαλατσίου Αθηνών, υπό την ηγεσία του Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτου κ. Τίτου Γαρεφαλάκη, και από την Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Σερρών, υπό την ηγεσία της Ευγεν. κ. Αικατερίνης Γεωργιάδου. “Σας ευχαριστούμεν θερμώς διά την επίσκεψίν σας αυτήν. Η παρουσία από καιρού εις καιρόν τέκνων εκ του εξωτερικού και ιδίως εξ Ελλάδος εν τω μέσω ημών, μας ενισχύει στον αγώνα μας να κρατήσουμε αναμμένη την κανδήλα του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού και των άλλων εδώ ιερών σκηνωμάτων του Γένους μας, να διατηρήσουμε αλώβητη την εναπομείνασα παρακαταθήκη και να την παραδώσουμε στις επερχόμενες γενεές. Εύχεσθε, ώστε ο Θεός να αξιώνη όλους εμάς εδώ να ανταποκρινώμεθα εις την υψηλήν αυτήν κλήσιν και αποστολήν που είναι μεν βαρεία και υπεύθυνος, αλλά και εξόχως τιμητική”, σημείωσε.
Τον Πατριάρχη προσφώνησαν με θερμούς λόγους ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Αλικαρνασσού και ο Εντιμ. Πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
Αμέσως μετά, ο Πατριάρχης αποκάλυψε αφιερωματική επιτοίχια πλάκα στον Νάρθηκα προς τιμήν των Ευεργετών του Ναού, και στη συνέχεια, στον αυλόγυρο, μικρό γλυπτό στη μνήμη του ενδεκάχρονου Αγγέλου, από τα Ιωάννινα, τον οποίο είχε γνωρίσει και ενισχύσει πνευματικώς ο Παναγιώτατος κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε θεραπευτήριο της Πόλεως. Ενώπιον του γλυπτού τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του νεαρού αγοριού, που έδωσε γενναία μάχη κατά του καρκίνου, και συλλυπήθηκε τους συμπροσευχομένους γονείς αυτού.
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου