Φως Φαναρίου
Παραθέτουμε αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του ρώσου Αρχιμανδρίτου και θεολόγου της Διασποράς Κυπριανού Κερν, τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για την κατανόηση γεγονότων, προσώπων και πραγμάτων, ακόμα και σήμερα.
Η πρωτότυπη έκδοση είναι στα ρωσικά και φέρει τον τίτλο: О лицах, событиях, встречах – Записки архимандрита Киприана – Керна,Москва, Православный Свято-Тихоновский гуманитарный университет, 2021. (Περί προσώπων, γεγονότων, συναντήσεων – Σημειώσεις του αρχιμανδρίτη Κυπριανού Κερν, Μόσχα, Ορθόδοξο Ανθρωπιστικό Πανεπιστήμιο Αγίου Τύχωνα, 2021)
Οι Σέρβοι την μετέφρασαν και την εξέδωσαν πρόσφατα σε δύο τόμους: Архимандрит Кипријан (Керн), Мемоари 1 и 2 Издавач: Православна Епархија Нишка, Ниш. (Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Κερν), Απομνημονεύματα 1 και 2. Εκδότης: Ορθόδοξη Μητρόπολη Νις.)
Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1899 στην Τούλα, σε παλιά αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής και κοσμήτορας της Σχολής Δασολογίας στην Αγία Πετρούπολη. Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε το Λύκειο Αλεξάνδρου και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Συμμετείχε στον Εμφύλιο Πόλεμο με τον Εθελοντικό Στρατό και το 1920 μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στη Σερβία. Αποφοίτησε από τη Νομική (1922) και τη Θεολογική (1925) Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Το 1945 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Ινστιτούτο Αγίου Σεργίου στο Παρίσι με θέμα “Η Ανθρωπολογία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά”.
Ο νεαρός Κωνσταντίνος συμμετείχε στον κύκλο του Αγίου Σεραφείμ στο Βελιγράδι και στις συναντήσεις του Ρωσικού Χριστιανικού Φοιτητικού Συνεδρίου στο Πσέροβο και στο Χόποβο. Ανήκε στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς Από το 1925 δίδασκε Λειτουργική, Απολογητική και την Ελληνική Γλώσσα στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Στις 2 Απριλίου 1927, το Σάββατο του Λαζάρου, εκάρη μοναχός και έπειτα χειροτονήθηκε στις 3 και 7 Απριλίου από τον Μητροπολίτη Αντώνιο (Χραποβίτσκι). Από το 1928 έως το 1930 ήταν ηγούμενος της Ρωσικής Ιεραποστολής στα Ιεροσόλυμα. Από το 1931 έως το 1936 δίδαξε ξανά στο Μοναστήρι.
Το 1936 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με τον Μητροπολίτη Ευλόγιο (Γεωργιέφσκι) και εργάστηκε ως λέκτορας στη Λειτουργική στο Ινστιτούτο Αγίου Σεργίου. Το 1941 διορίστηκε λέκτορας στην Πατρολογία και το 1945–1960 ήταν καθηγητής Λειτουργικής, Πατρολογίας και Ποιμαντικής Θεολογίας. Στα πρώτα χρόνια του στο Παρίσι, ο π. Κυπριανός λειτουργούσε στο μοναστήρι της οδού Λουρμέλ, το οποίο ίδρυσε η μοναχή Μαρία (Σκόμπτσοβα). Το 1940, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος τον διόρισε προϊστάμενο του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Κλαμάρ, όπου υπηρέτησε για 20 χρόνια.
Απεβίωσε στις 11 Φεβρουαρίου 1960 και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο δίπλα στην εκκλησία του Κλαμάρ. Τα έργα αυτού του εξέχοντος θεολόγου έχουν μεταφραστεί κυρίως στη σερβική γλώσσα χάρη στην προσπάθεια του Σλόμπονταν Πρόντιτς.
Τα αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Αρχιμ. Κυπριανού που παραθέτουμε εδώ, σε ελληνική μετάφραση, είναι από τον δεύτερο τόμο στις σελίδες 139 – 231.
Μπίτολα, Μονή, Μοναστήρι – ένα μέρος του οποίου η σημασία στην ιστορία της Εκκλησίας δεν είναι αμελητέα. Η αρχαία ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Ηράκλεια Λυγκηστίς, σε διάκριση από την άλλη Ηράκλεια κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Υπογραφές επισκόπων αυτής της πόλης συναντώνται κάτω από αρχαία συνοδικά έγγραφα. Γενικά, η περιοχή βρισκόταν κοντά στη Μοισία, στη γειτονία της Ηπείρου, υπό την άμεση επιρροή της Θεσσαλονίκης. Ο Απόστολος Παύλος, σε ένα από τα ταξίδια του, πέρασε πολύ κοντά από αυτό το μέρος. Αργότερα ανασκάφηκαν τα ερείπια της αρχαίας Ηράκλειας, όπου βρέθηκε ένα αρχαίο αμφιθέατρο, ερείπια εκκλησίας, ψηφιδωτά, επιτύμβιες στήλες Ρωμαίων στρατιωτών με σημεία των λεγεώνων. Βρέθηκε επίσης ένα πανέμορφο, ελαφρώς κατεστραμμένο κεφάλι του θεού Διόνυσου, καθώς και κιονόκρανα. Κάτω από τα ερείπια της πόλης περνούσε η Via Egnatia – η Εγνατία Οδός, η ρωμαϊκή οδός στρατηγικής σημασίας που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Αδριατική ακτή. Στη λαϊκή παράδοση διατηρήθηκαν τα ονόματα πολλών ορθόδοξων εκκλησιών που μετατράπηκαν σε τζαμιά: του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, του Αγίου Νικολάου… Στο Πατερικό του Αγίου Όρους αναφέρεται ο Όσιος Νεκτάριος Βιτωλίων, ασκητής του 16ου αιώνα.
Ένα βαθιά θρησκευτικό πνεύμα επικρατούσε εδώ σε όλες τις εποχές. Γι’ αυτό και στην πόλη υπάρχουν πολλά «άγια μέρη», είτε παγανιστικά, είτε χριστιανικά, είτε μουσουλμανικά. Οι Ορθόδοξοι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν αυτό το πνεύμα. Ήταν οι φύλακες και οι καλλιεργητές της θρησκευτικής ατμόσφαιρας μεταξύ του λαού.
Στη Μοναστήρι (Μπίτολα) έμαθα πολλά για την εκκλησιαστική καθημερινότητα, την ατμόσφαιρα, την παράδοση.
Σε κατάλληλο σημείο θα αναφερθώ λεπτομερέστερα στην προοδευτική προσέγγισή μου με τα καθαρά ανατολικά στοιχεία της ζωής στο Μοναστήρι, στις περιηγήσεις μου στα τζαμιά και τα τουρκικά καφενεία, και ειδικά στη μακρόχρονη συμπάθειά μου για ό,τι ελληνικό, που με τον καιρό εξελίχθηκε σε ισχυρή φιλία με ορισμένες ελληνικές οικογένειες και σε βαθιά αγάπη για τον ελληνισμό σε όλες τις εκδηλώσεις του, την οποία τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει.
[…]
Δύο νέοι, ενεργητικοί και «πατριώτες» Σέρβοι αρχιερείς, ο Μητροπολίτης Μπίτολας Ιωσήφ και ο Μητροπολίτης Αχρίδος Νικόλαος, οι οποίοι εξελέγησαν και χειροτονήθηκαν λίγο μετά τον πόλεμο, κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι για το καλό της σερβικής ιδέας και της σλαβικής ορθοδοξίας έπρεπε να υπάρξει μία ακόμη αξιόπιστη και σταθερή εστία εκκλησιαστικής παιδείας στα μακρινά νότια του νεαρού βασιλείου. Η Νότια Σερβία, γνωστή συνοπτικά ως Μακεδονία, ήταν πεδίο διασταύρωσης και σύγκρουσης των πιο ποικίλων επιρροών και επιδιώξεων: του νεαρού σερβικού εθνικισμού, του βαθιού φιλελληνισμού, που κάθε άλλο παρά είχε εξαλειφθεί, και του κρυφού, δόλιου και εκδικητικού βουλγαρικού «μακεδονισμού». Καταπονημένα και αποδυναμωμένα από τους πολέμους και υπό την πίεση διοικητικών και αστυνομικών μέτρων, αλλά πολύ ζωντανά, αυτά τα δύο ρεύματα, το ελληνοφιλικό και το βουλγαρόφιλο, δεν σκόπευαν να παραδοθούν τόσο εύκολα στον νεαρό, ηρωικό σερβικό λαό που είχε έρθει από τον βορρά. Στην Ανατολή, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, το εκκλησιαστικό στοιχείο ήταν πάντα υπερβολικά λαϊκό, και το εθνικό στοιχείο ήταν πάντα έτοιμο να εκμεταλλευτεί την εκκλησιαστική δύναμη για να ενισχύσει τις εθνικιστικές του φιλοδοξίες. Γι’ αυτό και το σερβικό εθνικό στοιχείο αποφάσισε να προχωρήσει προς το νότο του βασιλείου με τις συνηθισμένες μεθόδους, με την αξιόπιστη και δοκιμασμένη υποστήριξη των εκκλησιαστικών δυνάμεων. Ακόμη και τα ίδια τα εκκλησιαστικά στοιχεία ήθελαν, πρώτα απ’ όλα, να παραμείνουν εθνικά, «πατριωτικά», με εθνική επιθετικότητα σε αυτόν τον πολιτιστικό αγώνα.
[…]
Ο Δεσπότης εφάρμοσε μια πολύ επίμονη και συστηματική τακτική για την επέκταση της Θεολογικής Σχολής. Ο τοπικός ελληνικός και βλάχικος πληθυσμός άρχισε σταδιακά να μετακομίζει από τη Μπίτολα στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη Φλώρινα, την πόλη πέρα από τα σύνορα. Άφηναν τα σπίτια και τα κτήματά τους και τα πουλούσαν σε χαμηλές τιμές. Ο Επίσκοπος τα αγόραζε σταδιακά, επεκτείνοντας την περιφέρεια της Θεολογικής Σχολής. Πότε από τη μία πλευρά, πότε από την άλλη, αγοράζονταν σπίτια, κήποι, αυλές, αδιέξοδοι δρόμοι και παρατημένα οικόπεδα. Η Θεολογική Σχολή επεκτεινόταν συστηματικά προς τους γειτονικούς δρόμους.
[…]
Ένα πράγμα, ωστόσο, επιμένει και θα επιμένει πάντα στα Βαλκάνια: ο ισχυρός εθνικισμός. Η Ορθοδοξία για τον Σέρβο ήταν συνώνυμη με τον σερβισμό. «Εγώ», μου είπε ένας μαθητής κατά τη διάρκεια του μαθήματος, «είμαι πρώτα Σέρβος και μετά χριστιανός». Το ίδιο έλεγαν όλοι οι ιερείς, το ίδιο ομολογούσε ο επίσκοπος Ιωσήφ, και παρόμοια λόγια έχω ακούσει και από πολλούς Ρώσους εκκλησιαστικούς αγωνιστές. Ενώ ο Καθολικισμός πάσχει από την ασθένεια του παπισμού, η Ορθοδοξία πάσχει από τον καταστροφικό της εθνοφυλετισμό, τον υπερτονισμένο εθνικό πνεύμα και τις κρατικές επιδιώξεις.
[…]
Με ευχαρίστηση επέστρεφα όχι μόνο στη θεολογική σχολή, αλλά και στην ίδια τη Μπίτολα, αυτόν τον κόσμο της Μακεδονίας, των Ελλήνων, των Τούρκων, των Αλβανών, έναν κόσμο με πολύχρωμες εθνικές φορεσιές, πολλά μιναρέδες, ευγενείς ιμάμηδες, μακριά φορέματα μέχρι το έδαφος, αξιοπρεπείς, ηλικιωμένες Ελληνίδες στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, έναν κόσμο που χάνεται, τον Λεοντίεβο ελληνικό Ανατολικό κόσμο, τα μπαχαρικά, τα σιντριβάνια στη σκιά ψηλών λεύκων και γιασεμιών, τα χιονισμένα βουνά και, πίσω τους, η ελληνική αρχαιότητα που μαγεύει.
[…]
Το κέντρο της ελληνικής ζωής στη Μπίτολα ήταν η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Πριν από το βουλγαρικό σχίσμα, αυτή ήταν η μόνη ορθόδοξη εκκλησία σε ολόκληρη την πόλη. Βέβαια, κάποτε υπήρχαν πολλές εκκλησίες. Η παράδοση μιλά για πλήθος εκκλησιών στην πόλη, ενώ το ίδιο το όνομα Μοναστήρι ή Μπίτολα (παραφθορά του «Μονή») θυμίζει τα πολλά μοναστήρια στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή. Λεγόταν ότι το κύριο και πολλά άλλα τζαμιά κάποτε ήταν ορθόδοξες εκκλησίες: του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου Γεωργίου… Οι ιθαγενείς ιερείς ισχυρίζονταν ότι τα τέσσερα πλάγια παρεκκλήσια στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου χτίστηκαν και αγιάστηκαν στη μνήμη των παλιών εκκλησιών της πόλης: της Μεταμορφώσεως, του Ευαγγελισμού, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Αργότερα, όταν αποκόπηκαν από την ενότητα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της ορθοδοξίας, οι Βούλγαροι έχτισαν τη δική τους εκκλησία της Παναγίας, καθώς και την εκκλησία της Αγίας Κυριακής στο νεκροταφείο έξω από την πόλη. Ωστόσο, όλα αυτά δεν έχουν παραπάνω από 50-60 χρόνια ύπαρξης. Το πραγματικό πνευματικό κέντρο της πόλης ήταν η παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
[…]
Στην αρχή, ακόμα και μετά τη σερβική κατοχή, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου παρέμενε ελληνική. Αργότερα όμως… Οι Σέρβοι κατέλαβαν τη Μπίτολα προς το τέλος του Βαλκανικού Πολέμου το 1912, και αυτό ήταν ένα πλήγμα για όλο τον ελληνικό κόσμο. Η Μπίτολα, φυσικά, ήταν ελληνικό κέντρο. Αν υπήρχαν ποτέ Σέρβοι εκεί, ήταν τυχαία, κατά τις εποχές του Δουσάν και του Καντακουζηνού. Ακόμη λιγότερα δικαιώματα για τη Μοναστήρι θα είχαν οι Βούλγαροι.
[…]
Ήδη στους πρώτους μήνες, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ του Σέρβου ιεράρχη, του επισκόπου Βαρνάβα, και των τοπικών κατοίκων και του κλήρου. Το ελληνικό στοιχείο αντιλήφθηκε ότι οι Σέρβοι, ως κατακτητές, είχαν όλα τα δικαιώματα. Είχαν γίνει οι κύριοι της κατάστασης και δεν είχε νόημα να αντισταθούν σε αυτούς. Από την άλλη, ήταν αβάσταχτο να παραιτηθούν από τη δική τους λατρεία. Οι νεότερες γενιές ίσως με τον καιρό να μάθαιναν τη σερβική γλώσσα στα σχολεία και τη σλαβονική γλώσσα στη λατρεία, αλλά οι ηλικιωμένοι επιθυμούσαν να πεθάνουν στις αρχέγονες παραδόσεις και συνήθειές τους. Η συμφωνία ήταν η εξής: στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου θα τελούνταν τη μία εβδομάδα λειτουργία στα ελληνικά, την άλλη στα σλαβονικά. Ο ίδιος κανόνας ίσχυε και για τις κινητές ή ακίνητες γιορτές κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Στην αρχή, όλα φαίνονταν να κυλούν ήρεμα και ομαλά. Ωστόσο, πολύ γρήγορα, όταν μια γιορτή έπεσε κατά την ελληνικήν εβδομάδα, οι Σέρβοι αποφάσισαν να παραβιάσουν τη συμφωνία. Εντάξει, και αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό. Όμως, όπως πάντα, το πρόβλημα ήταν στον τόνο, συγκεκριμένα στον τόνο της προσέγγισης. Αν ήταν πιο ποιμαντικά και παιδαγωγικά διακριτικοί και προνοητικοί, οι Σέρβοι θα είχαν προσπαθήσει να βρουν μια ήρεμη λύση, ιδίως επειδή οι Έλληνες υπό την εξουσία τους ήδη αντιλαμβάνονταν την εξάρτηση και την αδυναμία τους. Όμως, δεν υπήρχε αρκετή τακτική και διακριτικότητα. Το επεισόδιο αμέσως κλιμακώθηκε. Εκφράστηκαν σκληρά λόγια, εμπλέχθηκε μια νεανική πολιτική οργάνωση, και φάνηκε η συγκαλυμμένη επιρροή της διοίκησης. Όλα κατέληξαν σε ένα πολύ θλιβερό γεγονός: εισέβαλαν βίαια στην εκκλησία και στο ιερό. Χρησιμοποιήθηκε άγρια επιμονή. Ο γηραιός Έλληνας πρωτοπρεσβύτερος, σεβαστός σε όλη την πόλη, ο πατέρας Δημήτριος Μισιρλής, αντιμέτωπος με τη βία, έπιασε με τα χέρια του την Αγία Τράπεζα και δήλωσε ότι δεν θα βγει ούτε θα υποχωρήσει. Άρχισαν να τον τραβούν βίαια, και εκείνος ξάπλωσε ανάμεσα στην Αγία Τράπεζα και τη ωραία πύλη. Τον τραβούσαν από τα χέρια και τα άκρα της πλατιάς βυζαντινής του ράσας. Στο άγιο ιερό ξεκίνησε φασαρία, ξυλοδαρμός, ακόμα και πυροβολισμοί! Τα ίχνη από τις σφαίρες στο κονίαμα και στις τοιχογραφίες της αφίδας του ιερού ήταν ορατά και στην εποχή μου.
[…]
Είτε μας είναι ευχάριστο είτε όχι, ο Θεός στη φροντίδα Του για την Εκκλησία Του θέλησε ο λόγος της Καινής Διαθήκης να αποκαλυφθεί στον κόσμο στην ελληνική γλώσσα, η θεολογία να αναπτυχθεί στην ελληνική γλώσσα, η λογική αιτιολόγηση και θεμελίωση αυτής της θεολογικής δημιουργίας να πραγματοποιηθεί εντός των πλαισίων του ελληνικού φιλοσοφικού πολιτισμού, όλοι οι μεγάλοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, από τον Ωριγένη και τον Αθανάσιο μέχρι τον Φώτιο, τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό, να είναι τέκνα αυτού του ίδιου ελληνικού πολιτισμού, η υμνογραφική ποίηση να δημιουργηθεί στους ήχους και στις παραδόσεις του ελληνικού λογοτεχνικού γούστου, όλοι οι λαοί της ορθόδοξης Ανατολής, οι Άραβες, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι και οι Ρώσοι, να λάβουν το βάπτισμα από το ελληνικό χέρι, να οδηγηθούν στις αλήθειες της πίστεως από τον ελληνικό λόγο.
Στην πανσλαβική εισβολή στον ελληνικό εκκλησιαστικό κόσμο κρύβεται ένας ανησυχητικός κίνδυνος πολιτισμικής υποβάθμισης. Η ενέργεια του επιτρόπου του Μοναστηρίου, οργανωτή του «αυτό ντα φε» των ελληνικών λειτουργικών βιβλίων, είναι βαθιά συμβολική. Δείχνει τη σοβαρότητα της απειλής της βαρβαρότητας και της αγριότητας που στοχεύει τον εκκλησιαστικό πολιτισμό.
[…]
Στον πανσλαβισμό διαισθάνομαι ακριβώς αυτόν τον κίνδυνο εκδημοκρατισμού, εξομοίωσης, υποβάθμισης. Διαισθάνομαι το μίσος των νεόπλουτων προς τους παιδαγωγούς τους και τους πολιτιστικούς τους προκατόχους. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το παραδεχτούμε, ο αντιελληνισμός δεν είναι ιδίωμα μόνο των Βαλκάνιων «αδελφών» μας και των Αράβων εκκλησιαστικών εργατών. Ο αντιελληνισμός είναι βαθιά ριζωμένος και στη ρωσική εκκλησιαστική ψυχή. Οι Ρώσοι εκκλησιαστικοί εργάτες και συγγραφείς ήταν γενικά αντίθετοι προς τους Έλληνες. Ακόμη και ανάμεσα στους λόγιους Ρώσους θεολόγους, καθηγητές των εκκλησιαστικών μας σχολών και συγγραφείς θεμάτων της Εκκλησίας, η επικρατούσα φωνή ήταν αντιελληνική. Οι ιστορικοί μας μεγάλου διαμετρήματος, Γκολουμπίνσκι και Λεμπέντεφ, ήταν ανοιχτοί εχθροί κάθε τι ελληνικού. Η ρωσική εκκλησιαστική εκπαίδευση γενικά δεν αγαπούσε το ελληνικό μας παρελθόν.
[…]
Το αρχαίο ορθόδοξο πληθυσμιακό στοιχείο του Μοναστηρίου και ολόκληρης της περιοχής ήταν ελληνικό. Αυτή η ορθόδοξη κοινότητα συγκεντρωνόταν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Πνευματικός ηγέτης του λαού (τονίζω: του λαού και όχι της επίσημης ορθόδοξης δομής που ερχόταν από το Βελιγράδι) ήταν ο γέρος πρωθιερέας, πατήρ Δημήτριος Μισιρλής, γηγενής. Είχε αποφοιτήσει από το τοπικό ελληνικό γυμνάσιο. Δεν είχε εξειδικευμένη θεολογική εκπαίδευση, αλλά ήταν εκπρόσωπος ακριβώς εκείνου του καλύτερου ελληνικού κλήρου που διατηρούσε τις παραδόσεις και την πνευματική αδελφότητα κληρονομημένη από τους προγόνους. Μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είχε μείνει μόνο πνευματικός. Ορίστηκε ως «πνευματικός» και εξομολογούσε όλο τον λαό και τον κλήρο. Οι Σέρβοι τον μετονόμασαν σε Μισιρλίτς (πόσο μικροπρεπές!), αλλά δεν μπορούσαν να μην σέβονται την αδιαμφισβήτητη πνευματική του σπουδαιότητα και αυθεντία. Ο πατήρ Μισιρλής είναι μεγαλοπρεπής, εικονογραφικά επιβλητικός. Ο τοπικός σλαβόφωνος πληθυσμός τον αποκαλεί στη δική του μακεδονική διάλεκτο «ποπ μάζνι», που, όπως μου εξήγησαν, σημαίνει «ευγενής», «ευλογημένος», σχεδόν «ηγιασμένος». Πραγματικά, αποπνέει αγιότητα και εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια. Χαμηλού αναστήματος, ελαφρώς κυρτός, με αδύνατο πρόσωπο, πολύ διεισδυτικά, βαθιά τοποθετημένα μάτια, μακριά, λευκή, κάπως κιτρινωπή γενειάδα. Η στολή του, φυσικά, βυζαντινή. Το καλυμμαύχι του ελληνικό, με γείσο στην κορυφή. Όταν το βγάζει, ξετυλίγεται από μέσα μια μακριά, εντελώς λευκή, επίσης κάπως κιτρινωπή πλεξούδα μαλλιών.
Βαδίζει με γρήγορο βήμα, στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι με λαβή σε σχήμα αλόγου με πέταλο. Περπατά μέσα από τις γειτονιές του, ανάμεσα σε παλιά σπίτια, από το ρυάκι Κούρδερες όπου ζει, περνώντας τον κεντρικό δρόμο έως την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Προχωρά χωρίς να σταματά πουθενά, χωρίς να κοντοστέκεται μπροστά στις βιτρίνες των μαγαζιών ή, Θεός φυλάξοι, μπροστά στις καφετέριες. Καθώς περνά, όλος ο κόσμος, και οι ηλικιωμένες γυναίκες και οι ηλικιωμένοι άνδρες, ακόμα και τα παιδιά, σηκώνονται και του υποκλίνονται με σεβασμό. Μερικοί πλησιάζουν για να του φιλήσουν το χέρι ή ακόμα και το μανίκι του ράσου του. Αυτός ανταποδίδει με το να σηκώνει μόνο το χέρι του και να σχηματίζει τα δάχτυλά του σε σχήμα ευλογίας, χωρίς όμως να κάνει το σημείο του σταυρού. Αν μιλήσει, είναι λίγο, μόνο όσο χρειάζεται για να πει έναν λόγο «καρυκευμένο με το αλάτι της σοφίας». Ο ίδιος μυρίζει κάτι πνευματικό, εκκλησιαστικό: λιβάνι, καπνιά, βασιλικό. Θυμίζει ελληνική εικόνα κάποιου προφήτη ή του Αγίου Χαραλάμπους ή Βλασίου. Αυστηρότητα και ταυτόχρονα καλοσύνη, κάτι πατρικό, αλλά και πολύ αυθεντικό.
Ο πατήρ Δημήτριος Μισιρλής μου έχει μείνει στη μνήμη κυρίως ως πνευματικός. Οι εξομολογήσεις κοντά του έχουν αποτυπωθεί για πάντα στη μνήμη μου. Όλα τα δέκα χρόνια που έζησα στο Μοναστήρι εξομολογούμουν πάντα σε αυτόν. Αρχικά, του μιλούσα στα σερβικά, αν και εκείνος, βέβαια, δεν καταλάβαινε καλά τα σερβικά. Προσπαθούσα να προσθέτω λέξεις από τη μακεδονική διάλεκτο, την οποία, φυσικά, δεν ήξερα ούτε προσπαθούσα να μάθω. Διότι είναι ένα μείγμα της σερβικής και βουλγαρικής γλώσσας με ελληνικές, βλάχικες, τουρκικές και ίσως ακόμη και αλβανικές λέξεις. Αλλά με κάποιον τρόπο με καταλάβαινε. Αργότερα, μετά την επιστροφή μου από τα Ιεροσόλυμα, εξομολογούμουν στα ελληνικά, όσο άσχημα και αν τα μιλούσα. Ο πατήρ Δημήτριος διάβαζε προσευχές από το ελληνικό Ευχολόγιο και προτιμούσε να μιλάει ελληνικά. Εν τέλει, καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον.
Μιλάει λίγο, απλά, σχεδόν πάντα τα ίδια. Αλλά, η διδαχή του είναι πειστική, διαπερνά τη συνείδηση του αμαρτωλού.
«Κυπριανέ αρχιμανδρίτα. Τι είναι η ζωή μας; Τίποτα! Κοίταξε αυτή τη ζωή. Περνάει. Είναι ατμός, είναι άνεμος. Όλα σε αυτή τη ζωή είναι πίκρα. Σε αυτή τη ζωή, ακόμα κι αν πιείς γλυκό ποτήρι, στον πάτο του υπάρχει πάντα πικρό κατακάθι… Μην προσκολλάσαι σε αυτή τη ζωή, μην σταματάς το βλέμμα σου στην ομορφιά της. Στρέψε το βλέμμα σου στον ουράνιο δρόμο, κοίτα ψηλά».
[…]
Η ζωή στο Μοναστήρι, η συναναστροφή με εκείνα τα πνευματικά πρόσωπα και το παράδειγμα της ζωής του εκεί ορθόδοξου πληθυσμού συνέβαλαν σημαντικά στη δική μου προσωπική πνευματική οικοδόμηση. Η καθημερινή ζωή, η συνεχής επαφή με την εμπειρία των ανθρώπων και τον τρόπο ζωής τους, γεννούσαν μέσα μου μια τελείως ιδιαίτερη διάθεση και συνέβαλαν στην καλλιέργεια του θρησκευτικού μου αισθήματος. Ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία της Ορθοδοξίας από αυτήν που κουβαλούσαμε από την παιδική μας ηλικία, που φέραμε μαζί μας στην εξορία και προσπαθούσαμε να τη διαφυλάξουμε και να τη φροντίσουμε με μεγάλη επιμέλεια. Το Μοναστήρι μου έδειξε μια νέα πλευρά της Ορθοδοξίας που προηγουμένως γνώριζα μόνο μέσα από βιβλία και περιγραφές της Ανατολής. Αργότερα, η ζωή θα μου άνοιγε την πόρτα της αληθινής Ανατολής και θα με μάθαινε να την αγαπώ ως την αληθινή εικόνα της παραδοσιακής Ορθοδοξίας, η οποία είναι πολύ παλαιότερη από τη δική μας και, αν και ίσως πιο ψυχρή, είναι εντούτοις αυθεντική, πρωτογενής. Το Μοναστήρι, υπό αυτή την έννοια, υπήρξε το προοίμιο για τη μεγάλη γνωριμία και φιλία μου με την ορθόδοξη Ανατολή και την αιώνια αφοσιωμένη αγάπη μου προς αυτήν.