Μητροπολίτου πρ. Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
“Κάθε κάτοικος τῶν πόλεων, γνωρίζει, ὅτι ἡ Ἀρχιτεκτονική εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ποίησιν εἶναι μία τρομοκρατική τέχνη”. (H. M. Enzensberger)
Ὡς γνωστόν, οἰ ναοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τουλάχιστον παλαιότερον, συχνᾶκις κυρίως εἰς τό ἐσωτερικόν των, εἶναι κατάστικτοι ἐκ τοῦ διακόσμου τοιχογραφιῶν καί μέ πολλάς φορητάς ἱ. εἰκόνας, ἐκτελεσθείσας μέ διαφόρους τεχνικάς (νωπογραφίας, λάδια, ὠογραφίας, κόλαν καί ἄλλας), τῶν ὁποίων τό πλῆθος δημιουργεῖ ἐνίοτε τό αἴσθημα τοῦ horror vacui. Καί αὐτό διότι αἱ παραστάσεις ἀποτελοῦν τά «βιβλία τῶν ἀγραμμάτων», ἔχοντα δογματικόν, λειτουργικόν, ἱστορικόν κ.ἄ. χαρακτῆρα. Ἄς μή λησμονῶμεν ὅτι ὁ διαπρεπής καθηγητής H. Sedlmayr ἀπεκάλει τόν ναόν «Ἅγιον Θέατρον» μέ τά ἐν αὐτῷ ὑπάρχοντα καί τελούμενα.
Ὁ ναός ὅμως τοῦ Ἁγ. Μαυρικίου ἐν Augsburg ἀποτελεῖ μίαν “ἐξ ἀνάγκης” ἐξαίρεσιν. Διότι ὁ εἰσερχόμενος διά τοῦ προνάου εἰς αὐτόν ἀντί τοῦ πλούτου τῆς εἰκονογραφίας καί τῆς λοιπῆς «διαμοφώσεως», ἀντικρύζει μίαν Ἐκκλησίαν σχεδόν κενήν καί τελείως λευκήν. Ἕνα ναόν τοῦ φωτός καί “σκότους”! Οὐρανοῦ καί γῆς.[1]
Μετά δέ τῶν βαθυκαστάνων στασιδίων, δημιουργεῖ μίαν γοητευτικήν ἀτμόσφαιραν τοῦ zen βουδισμοῦ, ἐάν δέν ἤρχετο ἐκ τῆς ἀψῖδος ὁ Salvator Christus. Οὗτος ἔργον τοῦ G. Petel, τῶν ἀρχῶν τοῦ 17ου αἰ. εἶναι ὡσάν νά πίπει ἀμέσως ἐκ τοῦ χώρου τῆς ἀψίδος εἰς τούς ἐπισκέπτας, καλῶν αὐτούς νά παραμείνουν εἰς τόν ἰδιαίτερον τοῦτον χῶρον.
Ἡ ἀψίς καί ὁ χῶρος τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι τά φωτεινότερα τοῦ ναοῦ καί τά παράθυρα τῆς ἀψῖδος καλύπτονται οὐχί ἀπό ὑαλόν, ἀλλά ἀπό λεπτάς πλάκας ὄνυχος, ὁ ὁποῖος προσδίδει ἕνα ἀσυγκρίτως μαλακόν φῶς, τό ὁποῖον μετά τῆς ἡρεμίας δίδουν μίαν μυστικήν ἀτμόσφαιραν. Διό καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τήν «μυστικήν θεολογίαν» του ἴσως νά ὁμιλεῖ περί ἑνός «ὑπερφωτιστικοῦ σκότους». Ὅπου ὑπάρχει φῶς οὐδέν ἐστι ὀρατόν, καί ὅπου δέν ὑπάρχει ὀρατόν, ἡ σκέψις δύναται νά ἐφησυχάσει.
Ὁ Σωτήρ εἰς τό μέσον τῆς ἀψῖδος δέν ἔχει οὐδέν τό θριαμβευτικόν, ἀλλά καλεῖ πρός παραμονήν ἀνοίγων τάς χεῖρας διαγωνίως, φέρει χιτῶνα καί ἱμάτιον κόμην σκοτεινοῦ χρώματος, τουθ΄ ὅπερ τονίζει τήν ἀντίθεσιν τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει, ὅτι ὁ Κύριος μέ τό μέλαν ἔνδυμα του δέν ἐκπέμπει «φῶς».
Ὁ ναός χιλίων ἐτῶν κατεστράφη ὁλοσχερῶς κατά τόν Β΄ παγκόσμιον πόλεμον, ἀναστηλωθείς τό 2009 ὑπό τοῦ J. Pawson, ὅτε καί ἡ φωτεινότης του εἶναι «ἀναγκαστική».
Τό λευκόν χρῶμα, ὑπομιμνήσκει τό τοῦ Κυρίου κατά τήν Μεταμόφωσιν «τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17, 2), τά πέπλα τῆς νεονύμφης καί ἄλλα.
Τό λευκόν εἶναι καθαρόν καί λαμπρόν χρῶμα, ἡ παρουσία ὅλων τῶν χρωμάτων, ἀντιθέτως πρός τό μαῦρον, τό ὁποῖον δηλοῖ τήν ἀπουσίαν τῶν χρωμάτων.
Δέν εἶναι ὅμως μόνον τό φῶς, καί ἡ μετ’ αὐτοῦ συνδιασμένη σαφήνεια καί εὑρύτης τοῦ χώρου, τά ὁποῖα γοητεύουν τόν πιστόν, ἀλλ᾿ ἑλκύει ὁ ναός μέ τήν ἁπλότητα, ἀσκητικότητα καί τό ἀπέριττόν του, βεβαίως προτεσταντικῆς “ὀμολογίας” καί κατά ταῦτα καί διαθρησκειακῆς καί συμφόρου πρός τό πνεῦμα τῆς «νέας τάξεως τοῦ κόσμου», ἡ ὁποία ζητᾶ τά πάντα ἁπλά, νέα καί ἀλλότρια πρός τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν.
Καί ἄς βροντοφωνεῖ ἐκ τῆς ἀψίδος ὁ Χριστός – ὁ ἐγκαταλελειμμένος – «Δεῦτε πρός μέ πάντες» (Ματθ. 11, 28), ἐλάχιστοι ἀκούουν πλέον ἴσως τυρβάζοντες περί πολλά, ὀθνεῖα καί ἀνίερα, ψυχοφθόρα καί βγελυγμικά.
[1] K. Ceming, Tritt ein ins überlichthafte Weiß, Publik Forum 18.9 (2023) 42.