Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Η συμπεριφορά του αποστόλου Θωμά δείχνει προβληματική. Ο ίδιος με τις βεβαιώσεις που ζητά για να πιστέψει, λειτουργεί πέρα από την σχέση. Η σχέση αφενός μεν προϋποθέτει την ύπαρξη των προσώπων, αφετέρου δε συνάπτει μία κοινωνία μεταξύ τους. Η κοινωνία αυτή γεννά την εμπειρία της σχέσης. Αν και ο Θωμάς βρισκόταν δίπλα στον Κύριο και σε όλες τις στιγμές Του, εντούτοις λειτουργεί σαν να μην έχει αποκομίσει τίποτε από την σχέση αυτή. Σαν να απουσιάζει η εμπειρία του προσώπου του Κυρίου, αλλά και η βεβαίωση ως κατάφαση στην αυθεντικότητα της αλήθειας, της αξέχαστης (και ετυμολογικά) μνήμης του προσώπου του Κυρίου.
Δεν είναι όμως μόνο τα παραπάνω. Ο Θωμάς λειτουργεί, στον βαθμό που συσχετίζεται με το πρόσωπο του Κυρίου, με όρους εμπειρικής φιλοσοφίας. Δεν θα είχε να ζηλέψει σε τίποτε τον Berkeley ή τον Hume. Στην αντίληψη της σχέσης με τον Χριστό ενεργεί με άκρως μονοφυσιτικό τρόπο. Αντιλαμβάνεται και επιβεβαιώνει κάθε αντίληψη διά των αισθήσεων του. Είναι αυτό που έλεγε ο Berkeley: ‘’Esse est percipi’’, δηλαδή ‘’το είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι’’. Αυτή είναι η φιλοσοφική οδός των εμπειρικών. Δεν υπάρχει αναστημένος Χριστός για τον Θωμά, στον βαθμό που δεν αποδειχτεί ότι Εκείνος που στέκεται ενώπιον του είναι πραγματικά ο Χριστός. Αλλά να αποδειχτεί. Και πώς συμβαίνει αυτό; Μέσα από την εμπειρική οδό. Εάν, με άλλα λόγια, δεν αγγίξει ο Θωμάς τις πληγές του σώματος του αναστημένου Χριστού, τίποτε δεν βεβαιώνεται. Η βεβαίωση αγκυλωμένη στις ψευδαισθήσεις της αισθησιοκρατίας.
Για να αντιληφθούμε την σκέψη του εμπειρισμού, ας δούμε τι αναφέρει ο εκπρόσωπος του αγγλικού εμπειρισμού George Berkeley, φιλόσοφος και επίσκοπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Το 1710 ο Berkeley στην εργασία του με τίτλο ‘’A Treatise Concerning the Principles of Human Knowledge’’ (Πραγματεία πάνω στις αρχές της ανθρώπινης γνώσης) θέτει για πρώτη φορά το εξής ερώτημα: ‘’Εάν ένα δέντρο πέσει στο δάσος και κανείς δεν είναι κοντά για να το ακούσει, θα κάνει θόρυβο;’’ Σε πείσμα όλων όσων καταφάσκουν στο παραπάνω ερώτημα, ο Berkeley απαντάει πως όχι μόνο δεν θα ακουστεί ο θόρυβος, αλλά το δέντρο αυτό δεν υπάρχει καν. Αν ο Θωμάς τοποθετούταν στο παραπάνω σκηνικό με το δέντρο, προκειμένου να πειστεί για τον θόρυβο που θα έκανε το πέσιμο του δέντρου, έπρεπε οπωσδήποτε ο ίδιος να βρίσκεται σε απόσταση που θα του επέτρεπε να έχει την εμπειρία της ύπαρξης του δέντρου, αλλά και την εμπειρία του θορύβου από το πέσιμο του. Οι αισθήσεις θα του παρείχαν την βεβαίωση αυτή.
Ο Χριστός όταν εμφανίστηκε οκτώ ημέρες μετά από την Ανάσταση Του στους μαθητές και στον Θωμά, χωρίς να εισέλθει στη διαδικασία του διαλόγου με τον Θωμά, απάντησε στην πρόκληση της εμπειρικής σκέψης λέγοντας στον Θωμά: ‘’Φέρε το δάχτυλο σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μην γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός’’ (Ιω. 20, 27). Ο Χριστός δεν ακολουθεί την εμπειρική οδό, αλλά απαντάει στην οδό αυτή με διάθεση εμπειρική. Αυτό το κάνει όχι για να πιστέψει ο Θωμάς και να λήξει το ζήτημα της απιστίας, αλλά για να προχωρήσει την συζήτηση αυτή. Τότε μόνο ο Θωμάς απαντάει ‘’ο Κύριος μου και ο Θεός μου’’ (Ιω. 20, 29), επειδή διαπιστώνει την αλήθεια περί του προσώπου του Κυρίου μέσα από την αντίληψη. Ταυτίζει, όπως οι εμπειρικοί φιλόσοφοι, την ύπαρξη με την αντίληψη, όπως είδαμε παραπάνω. Ο Χριστός όμως του απαντά: ‘’Επειδή με είδες, πίστεψες. Μακάριοι είναι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως πίστεψαν’’ (Ιω. 20, 29).
Η βεβαίωση του τρόπου υπάρξεως του Θεού στην ιστορία, στην κτίση, στην ζωή και καθημερινότητα του ανθρώπου δεν εμπίπτει προφανώς σε μηχανισμούς που επεξεργάζονται δεδομένα, λογικές παραδοχές και χρησιμοποιούν αποδείξεις για να παραδεχτούν την εγκυρότητα ή μη του προσώπου του Θεού, όπως και την αλήθεια περί Εκείνου. Είναι ένα σοβαρό σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν πολλοί φιλόσοφοι, όπως ο Spinoza, ένας από τους μεγαλύτερους ορθολογιστές του 17ου αιώνα, ο Descartes που αφιέρωσε έργο του (Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας), στην απόδειξη ύπαρξης του Θεού μέσα από τρία επιχειρήματα. Ο Θεός όμως, κι αυτό το γνωρίζει η ανθρώπινη διανόηση, δεν αποδεικνύεται. Η οδός προσέγγισης του Θεού ανήκει στον ίδιο τον Θεό και είναι η οδός της αποκάλυψης του προς τον άνθρωπο και την κτίση ολάκερη. Αυτό δεν δημιουργεί τραυματικές εμπειρίες στον άνθρωπο, μιας και κάθε προσπάθεια απόδειξης και ερμηνείας του Θεού αποτυγχάνει διά της αποδεικτικής οδού.
Ενώπιον αυτής της τυφλότητας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης θα πει ‘’τοῦ δέ Θεόν ἐν σαρκί πεφανερῶσθαι ἡμῖν ὁ τάς ἀποδείξεις ἐπιζητῶν, πρός τάς ἐνεργείας βλεπέτω’’. Είναι αυτό που λέει ο αδελφός του Μ. Βασίλειος, πως ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τις άκτιστες ενέργειες του. Όλα αυτά σε μία εποχή που αρνείται να μετέχει του κάθε σαρκωμένου γεγονότος εντός των μυστηρίων που συντελούνται μέσα στην Εκκλησία, αλλά δεν λειτουργούν με μηχανιστικό και μαγικό τρόπο, αλλά με άκρως μυσταγωγικό.
Ένα γεγονός για την πίστη μας, επομένως για την προσωπική και κοινωνική ζωή μας βιώνεται ως σχέση, ως κοινωνία. Το γεγονός είναι που βεβαιώνει κάθε αλήθεια περί του Θεού αλλά και των αληθειών περί Εκείνου. Σε μία εποχή που εξακολουθεί να επιζητά μανιωδώς το θαύμα ως ένα άκοπο ξέβγαλμα από τα όρια των αντοχών της βεβαιούμενης εμπειρίας. ‘’Φτάνουμε στον Θεό μέσα από ένα τρόπο ζωής, όχι μέσα από ένα τρόπο σκέψης… Δεν χρειάζεται λογικές αποδείξεις ή θεωρητικές κατοχυρώσεις αυτός ο δεσμός, παρά μόνο αν διαταραχθεί η ίδια η σχέση. Μόνο τότε την πραγματικότητα της ζωής προσπαθούν να υποκαταστήσουν τα επιχειρήματα της σκέψης’’, θα πει και πάλι ο Χρήστος Γιανναράς.
Χριστός Ανέστη. Ναι, Αληθώς Ανέστη! Τί άλλο μας πρέπει;