Με εκκλησιαστική λαμπρότητα και μέσα σε κλίμα αναστάσιμης χαράς, εορτάστηκε την Πέμπτη της Διακαινησίμου, 9 Μαΐου 2024, στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Σύδνεϋ, η πέμπτη επέτειος εκλογής του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Μακαρίου. Ήταν την ίδια ημέρα το 2019, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεγε ομόφωνα τον Σεβασμιώτατο κ.κ. Μακάριο ως τον έκτο Ποιμενάρχη της εν Αυστραλία Εκκλησίας. Έκτοτε, η ημέρα αυτή συνιστά πηγή χαράς και ευφροσύνης για τον ιερό Κλήρο και τον φιλόχριστο λαό της πέμπτης ηπείρου, και αφορμή δοξολογίας προς τον Πανάγαθο Θεό.
Έτσι κι εφέτος, με αφορμή την επέτειο εκλογής του Αρχιεπισκόπου, συνήχθησαν «επί το αυτό» οι Θεοφ. Επίσκοποι Μιλητουπόλεως κ. Ιάκωβος, Μαγνησίας κ. Χριστόδουλος και Χαριουπόλεως κ. Βαρθολομαίος, πολλοί κληρικοί από την πόλη του Σύδνεϋ και από άλλες πόλεις της Αυστραλίας, καθώς και πλήθος ευσεβών πιστών, οι οποίοι ευχήθηκαν εγκάρδια στον Ποιμενάρχη τους. Ο Σεβ. κ. Μακάριος, ο οποίος προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας επί τη μνήμη του Αγίου Χριστοφόρου του Μεγαλομάρτυρος, ευχαρίστησε άπαντες για την παρουσία τους, εμφανώς συγκινημένος από τις εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης προς το πρόσωπό του.
Επίσης, ευχήθηκε καταλλήλως στον άγοντα τα ονομαστήριά του Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου κ. Χριστοφόρο Κρικέλη, τον οποίο, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, χειροθέτησε σε Πνευματικό – Εξομολόγο. Αναφερθείς στην εξουσία του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες την οποία χορηγεί η Εκκλησία, έκανε λόγο για μια τεράστια πνευματική δύναμη που λαμβάνουν οι ιερείς, την οποία δεν έχουν ούτε οι άγγελοι. «Αυτό από μια άποψη είναι μια ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο», επισήμανε, «διότι τη συγχώρεση τη δίνουν άνθρωποι με αδυναμίες, ελαττώματα και πάθη, που ξέρουν τι σημαίνει να έχεις την ανθρώπινη ροπή προς την αμαρτία. Άρα κάθε άνθρωπος που έχει την ίδια φύση και την ίδια ροπή, μπορεί να κατανοεί και το άλλο πρόσωπο, γιατί υπέπεσε σε αμαρτία».
Επιπλέον, ο Σεβασμιώτατος εξήρε τις αρετές και το ήθος του Πρωτοσυγκέλλου, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι η διακονία του είναι σεμνή, αθόρυβη, ταπεινή και, παράλληλα, διακρίνεται για το θυσιαστικό πνεύμα του και για την αφοσίωση προς την Εκκλησία και τον Αρχιεπίσκοπό του. Πρόβαλε, μάλιστα, το παράδειγμα του π. Χριστοφόρου ως πρότυπο για όλους όσοι αναλαμβάνουν διακονήματα μέσα στην Εκκλησία. «Να αφοσιώνεται ο καθένας στη διακονία που του αναθέτει η Εκκλησία», παρότρυνε και συνέχισε: «Να κάνουμε αυτό που η Εκκλησία μάς ζητά και ο Θεός θα μας ευλογήσει. Κι όλα τα άλλα θα έρθουν. Θα έρθουν όμορφα και χαρούμενα και πανηγυρικά. Και θα είναι όλα από τον Θεό, γι’ αυτό και θα έχουν μεγάλη αξία. Διότι ό,τι δεν προέρχεται από τον Θεό και προσπαθούμε εμείς να το αποκτήσουμε εκβιαστικά, με τις ανθρώπινες δυνάμεις μόνο, με την ανθρώπινη πίεση, με την ανθρώπινη λογική, να ξέρετε ότι αυτό δεν ευλογείται. Και γι’ αυτό θα δείτε ανθρώπους, ακόμη και μέσα στην Εκκλησία, ακόμη και ανθρώπους του ιερού καταλόγου, που έχουν πολλά πράγματα αλλά δεν έχουν πνευματική ειρήνη και πνευματική χαρά. Κάντε λοιπόν το λειτούργημά σας, άγιε Πρωτοσύγκελλε, όπως το κάνετε μέχρι τώρα, με αγάπη, θυσία, ταπείνωση και αφοσίωση, και ο Θεός θα ευλογήσει τη ζωή σας και την προοπτική σας μέσα στην Εκκλησία».
Σημειώνεται ότι με αφορμή την εορτή του Αγίου Χριστοφόρου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έψαλε Τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του πρώτου Ποιμενάρχη της πέμπτης ηπείρου, του αοιδίμου Μητροπολίτη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας κυρού Χριστοφόρου. «Ήταν μια από τις εξέχουσες ιεραρχικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα», σημείωσε αναφερόμενος στον μακαριστό προκάτοχό του, προσθέτοντας ότι «δυστυχώς η Αυστραλία ήταν τότε σε μια δύσκολη κατάσταση και δεν μπόρεσε να κατανοήσει όσο θα έπρεπε την προσωπικότητα και το κύρος αυτού του μεγάλου Ιεράρχου». Υπενθυμίζοντας, εξάλλου, τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, αλλά και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπως επίσης τη θήτευσή του στην Πατριαρχική αυλή και την ευκλεή Ποιμαντορία του στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών, επισήμανε ότι ο αοίδιμος Μητροπολίτης Χριστοφόρος εργάστηκε στην Αυστραλία με ελάχιστα μέσα και υπό αντίξοες συνθήκες, και παρά ταύτα κατόρθωσε να θέσει τις βάσεις για την οικοδόμηση μιας Εκκλησίας, που σήμερα κατέχει περίοπτη θέση στον Ορθόδοξο κόσμο.