Γράφει ὁ πρωτοπρ. Χρῖστος Κυριακόπουλος
Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, Ἀμαρουσίου, Ὠρωποῦ & Μαραθῶνος
Οἱ μεγαλόπνοοι ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν ἐγράφησαν γιὰ νὰ ἀκούονται ἡδυμελῶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ βιώνονται θεολογικῶς καὶ ζωαρχικῶς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ὀλίγες σκέψεις ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα ὡς λειτουργικὴ σύνθεση ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία κατὰ τὴν βουλὴ τοῦ προαιώνιου Θεοῦ: ἡ πτώση τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἡ ἀπιστία τοῦ λαοῦ ἐκλογῆς, ἡ ἐπιστροφὴ στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἡ ἀγωνία τῶν προφητῶν, ἡ Ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου, τὰ Ἄχραντα Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασή Του, ὅλα αὐτὰ συνδέονται μὲ τὸ νόημα τῆς κατάνυξης καὶ τῆς χαρμολύπης ποὺ χριστοκεντρικῶς καθίσταται ἆσμα ὑπερούσιον πρὸς τὴν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου-ἀκροατοῦ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένον Κύριον τῆς Δόξης.
Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν εἶναι κοσμικὸ ἀκρόαμα ἤ συναισθηματικὸ μελόδραμα, ἡ ποικιλία τῶν συνθέσεων ὅπου παρελαύνουν ὅλοι οἱ ἦχοι καὶ οἱ τρόποι τῆς βυζαντινῆς ὀκταηχίας, ὑπηρετεῖ τὸ βαθύτατο πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς συνεπόμενης δοξολογικῆς εὐχαριστίας. Πρέπει λοιπὸν οἱ ἅγιοι ἱεροψάλτες νὰ τηροῦν χαμηλὲς βάσεις μὲ χθαμαλὴ τὴ φωνή, ὥστε σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἡμίφως τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ τῶν πενθίμων διακοσμήσεων τὸ αἴσθημα τῆς χαρμολύπης νὰ ἁπλώνεται ὡς πνευματικὴ φόρτιση καὶ νοηματικὴ κορύφωση, δηλαδὴ ἐξομολογητικὴ προσωπικὴ συμμετοχὴ στὸ προανάκρουσμα τῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἱεροτελεστικὴ πράξη, ὥστε μὲ τὶς χοϊκὲς αἰσθήσεις του νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ μουσικὴ ἐπένδυση τῶν ὡραιοτάτων αὐτῶν ὕμνων ἀποτελεῖ μιὰ ἄλλη θεουργικὴ ματιὰ πρὸς τὸ Πάθος τοῦ Θεανθρώπου ποὺ ἀναλαμβάνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ πεπτωκότος δημιουργήματός Του καὶ τὶς μεταποιεῖ εἰς διαθήκην αἰώνιον ἀφέσεως, προσευχῆς καὶ δοξολογίας ἀνείπωτης. Ὁ ἦχος συμπληρώνει τὸν λόγον καὶ ὁ λόγος νοηματοδοτεῖ τὸν ἦχο. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπονται ἄκαιροι ἠχητικοὶ ἀκροβατισμοὶ καὶ αὐτοσχεδιασμοὶ ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση ἀφ’ ἑνὸς μὲ τὸ σοφὸ τυπικὸ τῆς ΜΧΕ καὶ ἀφ’ἑτέρου μὲ τὴν σεπτὴ μελικὴ διάταξη τῶν κλασικῶν πιὰ μουσικῶν ἐγχειριδίων τοῦ Τριωδίου καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἡ μουσικὴ πορεία πρὸς τὸ πάθος εἶναι, λοιπόν, ἴδιον τῆς θείας λατρείας καὶ μὲ τὸν ἀναγωγικὸ χαρακτῆρα της προσανατολίζει εἰσέτι τὶς σκέψεις τοῦ πληρώματος, ὥστε νὰ γίνουν προσευχὲς καθάρσιες πρὸς τὸν τὰ πάντα πληροῦντα Κύριον καὶ Θεόν μας. Ἐπιβάλλεται τὰ ἀκούσματα νὰ παρακολουθοῦν τὴν ἀφήγηση τῆς ὡραιότερης ἱστορίας ποὺ γνώρισε ὁ φτωχὸς κόσμος μας: τὴν προδοσίαν, τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὴν Ἀνάσταση. «Καὶ συμπορευθῶμεν Αὐτῷ»: αὐτὴ εἶναι ἡ λειτουργικὴ ὁδηγία πρὸς τοὺς ψάλλοντες, μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα ποὺ ψάλλουν, κατὰ τὸν πρῶτο μεγαλοβδομαδιάτικο ὄρθρο. Ἀπὸ τὴν ἐπίγειο Ἰερουσαλήμ χρωματίζεται μουσικὰ ἡ ἀνηφορικὴ ὁδὸς πρὸ τὴν Ἄνω Ἰερουσαλὴμ . Ὁπόση τιμὴ ἐκδέχεται ὁ ταπεινὸς πιστὸς νὰ συμβάλλει μὲ τὶς ἀγγελικὲς τάξεις τὴν ἑκούσιον πτωχείαν καὶ κοσμοσωτήρειον θυσίαν τοῦ Χριστοῦ! Οἱ ἄτακτες βοὲς καὶ τὰ ἀνοίκεια ἀπηχήματα ἀπομακρύνουν τὴν προσευχὴν πρὸς τὸν ἐκκοσμικευμένον περίγυρον. Δὲν τέρπει τὸ ἀλλότριον ἦθος τὴν φιλόθεον ἀδολεσχίαν.
«Τὸ τάλαντον ὅσοι πρὸς Θεοῦ» ὑπηρετοῦμε μὲ σεβασμὸ στὰ πατρῶα δόγματα καὶ στὴν ἀθάνατη εὐσέβεια τῆς μουσικῆς μας παραδόσεως, ὀφείλουμε νὰ διατρανώνουμε στοὺς συνοδοιπόρους μας, συναδέλφους, ἀδελφούς καὶ μαθητεύοντες, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν θρόνον τοῦ Βασιλέως στὴν ἐπίγεια μουσικὴ καὶ θεολογικὴ σκηνή. Τὰ λειτουργικὰ δρώμενα ἄς ανοίξουν τὶς θύρες τῆς μετανοίας τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ εἰσέλθει πανυπέρλαμπρος ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων μὲ τὸ ἄχρονον φῶς τῶν θείων δωρημάτων Του.