22.6 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024

Οι αιτίες του τερματισμού της φιλίας μεταξύ Ρωσικής και Βουλγαρικής Εκκλησίας

Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ

Ηγούμενος της Ι.Μ. Τσερνογκόσκι (Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία)

Λέγεται ότι μετά την κατάληψη της Βουλγαρίας από τον Σοβιετικό στρατό, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα στη Γιάλτα: «Βουλγαρία – 25%», έχοντας κατά νου το ποσοστό επιρροής που θα έπρεπε να έχουν οι δυτικοί σύμμαχοι στη μεταπολεμική Βουλγαρία. Φυσικά, αυτό αποδείχθηκε μονάχα ευσεβής πόθος. Μόλις δύο χρόνια μετά, ο τελευταίος πολιτικός της αντιπολίτευσης απαγχονίστηκε και η σοβιετική επιρροή στη χώρα ήταν τόσο εκτεταμένη που η Βουλγαρία θεωρείτο ως η «16 Δημοκρατία» της  ΕΣΣΔ.

Μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, η Βουλγαρία άλλαξε στρατόπεδο και προσχώρησε στη Δύση, αρχικά ως μέλος του ΝΑΤΟ και αμέσως μετά με την ένταξή της στην ΕΕ. Ωστόσο, ένα 25% της επιρροής παρέμεινε στην ΕΣΣΔ, δηλαδή στη σημερινή Ρωσία. Στο εν λόγω 25% υπάγεται και η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Βουλγαρική Εκκλησία αποκαλείται συχνά πρωτότοκη κόρη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, επειδή οι Βούλγαροι ήταν οι πρώτοι μεταξύ των Σλαβόφωνων λαών που μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό αποκτώντας τη δική τους αυτόνομη εκκλησία στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 870, ενώ το 927, αναγνωρίστηκε επίσημα το πρώτο εκ των τριών πατριαρχείων τους. Ας σημειωθεί ότι 60 χρόνια πριν τη βάπτιση των Ρως του Κιέβου, η Βουλγαρία είχε τον δικό της Πατριάρχη, 660 χρόνια δηλαδή πριν οι Ρως της Μοσχοβίας αποκτήσουν πατριαρχείο. Παρόλα αυτά, οι σχέσεις μεταξύ μητέρας και κόρης ήταν τεταμένες και κάθε φορά που οι Βούλγαροι έχαναν την κρατική τους υπόσταση, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναλάμβανε τη διοίκηση της Βουλγαρικής εκκλησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε και η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας. Επομένως, μόλις οι Βούλγαροι απέκτησαν δικό τους Τσάρο, επανίδρυσαν πάραυτα την αυτοκέφαλη εκκλησία και τελικά η Κωνσταντινούπολη την αναγνώρισε. Η τελευταία πράξη του δράματος έλαβε χώρα 150 χρόνια πριν, αν και τότε αντί του Τσάρου οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν την εξουσία του Οθωμανού Σουλτάνου για να  ανασυστήσουν την αυτοκέφαλη εκκλησία τους. Εδώ υπήρχε όμως μια διαφορά: η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η ισχυρή Ορθόδοξη Αυτοκρατορία έλαβαν μέρος στις εξελίξεις.

Εν αντιθέσει με την περίοδο του Μεσαίωνα, τόσο ο βουλγαρικός όσο και ο ελληνικός κλήρος ήταν φορείς του εθνικισμού και ο μεταξύ τους αγώνας έλαβε εξαιρετικά οξύ χαρακτήρα. Η Κωνσταντινούπολη ενεργώντας σύμφωνα με τους κανόνες καταδίκασε τους Βούλγαρους ως αιρετικούς/εθνοφυλετιστές σε Σύνοδο το 1872, ενώ χύθηκε άφθονο αίμα ιερέων και από τις δύο κοινότητες. Η Ρωσική Εκκλησία τήρησε διττή στάση: αφενός αναγνώρισε την καταδίκη των Βούλγαρων ως σχισματικών και απέφυγε τη κοινωνία με την αυτοανακηρυχθείσα Βουλγαρική Εξαρχία– αφετέρου δεχόταν Βούλγαρους κληρικούς να σπουδάζουν στις θεολογικές τις σχολές της. Επιπλέον χειροτονούσε Βούλγαρους και τους επέτρεπε να υπηρετούν στις ρωσικές εκκλησίες.

Η αλήθεια είναι ότι πνευματικοί δεσμοί μεταξύ Βουλγάρων και Ρωσίας υπήρχαν πολύ νωρίτερα. Για παράδειγμα ο Βούλγαρος αρχιμανδρίτης Ανατόλι (Ζουνγκουλόφσκι, 1765-1848) διετέλεσε πνευματικός της ρωσικής βασιλικής οικογένειας. Αρχικά  ο ίδιος ήταν ηγούμενος της Μονής Μπίγκορσκι στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία και αργότερα ηγούμενος της Ι.Μ. Ζωγράφου στο Άγιο Όρος, στην οποία εξακολουθούν να εγκαταβιώνουν Βούλγαροι μοναχοί. Μετά το σχίσμα, ωστόσο, οι εν λόγω πνευματικοί δεσμοί μετατράπηκαν σε πνευματική επιρροή εκ μέρους της Ρωσικής Εκκλησίας και με την πάροδο του χρόνου αυτή η επίδραση ισχυροποιήθηκε. Αναμφίβολα, ένα απ’ τα προφανή αποτελέσματα αυτής της κατάστασης ήταν η υιοθέτηση ρωσικών λειτουργικών πρακτικών στη Βουλγαρία, όπως η πολυφωνία στην εκκλησιαστική μουσική, καθώς και ορισμένων άλλων που ανέτρεψαν την κυρίαρχη βυζαντινή λειτουργική τάξη και συνέβαλαν στην αποξένωση του βουλγαρικού πληθυσμού από τη λειτουργική ζωή. Εδώ πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι ακολουθώντας τη ρωσική παράδοση ανακλήθηκε η αυτονομία των σταυροπηγιακών μονών, γεγονός που είχε εν συνεχεία ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για τον μοναχισμό στη Βουλγαρία.  

Καθώς το Σχίσμα συνεχιζόταν, οι διπλωματικές υπηρεσίες των ορθόδοξων χωρών άδραξαν την ευκαιρία κτίζοντας ναούς για τις πνευματικές ανάγκες του προσωπικού τους. Επομένως, στη Σόφια κατασκευάστηκε ελληνική, ρουμανική και ρωσική εκκλησία. Το 1915 οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του Βουλγαρικού Βασιλείου και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας διακόπηκαν, λόγω κήρυξης πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας. Έπειτα μετά την κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Βουλγαρία για πολλά χρόνια δεν αναγνώριζε την ΕΣΣΔ. To 1915 ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου που ανήκε στο ρωσικό διπλωματικό σώμα πέρασε στον έλεγχο της Βουλγαρικής Εκκλησίας και η βουλγαρική κυβέρνηση απέλασε τον προϊστάμενο της εκκλησίας αρχιμανδρίτη Νικολάι (Ντρομπζιάγκιν). Μετά το πέρας του πολέμου, πολλοί Ρώσοι εμιγκρέδες κατέφυγαν στη Βουλγαρία, γι’ αυτό και τους παραχωρήθηκε ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου με συνέπεια να σχηματιστεί μια ενορία της Ρωσικής Εκκλησίας εκτός Ρωσίας με προϊστάμενο τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ (Σομπόλεφ), περιβόητο για τις αντιοικουμενικές και ακροδεξίες του θέσεις, ο ίδιος μάλιστα αγιοποιήθηκε το 2016. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές αναταραχές, οι σχέσεις μεταξύ Βουλγαρικής και Ρωσικής εκκλησίας παρέμειναν αρκετά θερμές, όπως αποδεικνύεται και από την αποκατάσταση του ονόματος του Πατριαρχικού Καθεδρικού Ιερού Ναού στη Σόφια. Ο εν λόγω ναός είχε λάβει την ονομασία «Άγιος Αλέξανδρος Νιέφσκι» και εν συνεχεία μετονομάστηκε σε «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδος» το 1916, αλλά εξαιτίας πιέσεων της βουλγαρικής Ιεράς Συνόδου καθαγιάστηκε τελικά το 1924 και έλαβε εκ νέου την ονομασία «Άγιος Αλέξανδρος Νιέφσκι» στη μνήμη του Ρώσου αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β΄. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ιερουργούσε μαζί με Βούλγαρους ιερείς, παρόλο που η βουλγαρική ιεραρχία θεωρείτο σχισματική.   

Τα πράγματα άλλαξαν δραματικά μετά την 4η Σεπτεμβρίου 1943, όταν κατ’ εντολή του Στάλιν ιδρύθηκε ο σημερινός συγκεντρωτικός θρησκευτικός οργανισμός, γνωστός ως «Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας»  υπό τον άγρυπνο έλεγχο των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, που ασκούταν από μια εξειδικευμένη νομική μονάδα με επικεφαλής τον συνταγματάρχη της Τσεκά Καρπόφ. Το ολοκληρωτικό κράτος αποφάσισε πως αντί να καταστρέψει την εκκλησία, ήταν προτιμότερο να την υποτάξει και να τη χρησιμοποιήσει (αρχικά) για τους στόχους της εξωτερικής του πολιτικής.  Συνεπώς, μετά την εγκαθίδρυση ου κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία, η εκκλησία της, που ήδη ήταν προδιατεθειμένη, τέθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο του Πατριαρχείου της Μόσχας.

Το 1945 ήρθη το Βουλγαρικό Σχίσμα, χάρη στον Τόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και λόγω της πίεσης της Ρωσικής Εκκλησίας. Η Κωνσταντινούπολη συνειδητοποίησε, αν και καθυστερημένα, τις καταστροφικές συνέπειες της μακροχρόνιας αντιπαλότητας και αποξένωσης μεταξύ της Μητέρας εκκλησίας και της πρωτότοκης κόρης της. Παρόλα αυτά ήταν πολύ αργά για την αποκατάσταση αδελφικών δεσμών και επικοινωνίας μεταξύ της Βουλγαρικής και των ελληνόφωνων εκκλησιών. Το σιδηρούν παραπέτασμα είχε ήδη χωρίσει την Ευρώπη και για δεκαετίες οι δεσμοί μεταξύ των θα παρέμεναν αδύνατοι.

Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις μεταξύ Ρωσικής και Βουλγαρικής εκκλησίας γίνονταν όλο και πιο στενές. Σύμφωνα με το πνεύμα του παραδοσιακού Ορθόδοξου καισαροπαπισμού, που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις, ο μεγάλος αδελφός ήταν η ΕΣΣΔ και ο μικρός η Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας. Αυτό είχε ως συνέπεια ότι η απόλυτη υποταγή της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Μόσχα εκφραζόταν ακόμη και σε ορισμένες ασήμαντες κατά τ’ άλλα λεπτομέρειες, όπως η υιοθέτηση του λευκού επανοκαλύμμαυχου από τον προκαθήμενο της Βουλγαρικής εκκλησίας (άγνωστο έως τότε), το οποίο μάλιστα δεν έμοιαζε με το αντίστοιχο ρωσικό πατριαρχικό αλλά με το συνηθισμένο που φορούσαν οι Ρώσοι μητροπολίτες. Επιπλέον, οι Βούλγαροι μητροπολίτες άρχισαν να τοποθετούν σταυρούς στα καλυμμαύχια τους, όπως ακριβώς και οι Ρώσοι αρχιεπίσκοποι (για να διακρίνονται από τους «απλούς» επισκόπους). Με την υιοθέτηση του ρωσικού τυπικού, η Βουλγαρική Εκκλησία αποδείκνυε στην πράξη την υποδεέστερη θέση της στη νέα «άγραφη» ιεραρχία που επικρατούσε στον Ορθόδοξο κόσμο και θύμιζε μια συνηθισμένη ρωσική μητρόπολη. Επιπροσθέτως, οι σπουδές στη Μόσχα έγιναν απαραίτητη προϋπόθεση για τους Βούλγαρους κληρικούς που προορίζονταν να καταλάβουν καίριες διοικητικές θέσεις στην εκκλησιαστική διοίκηση. Συμπληρωματικά, η εκλογή μητροπολιτών και πατριάρχη, εκτός του ότι ήταν υπό τον έλεγχο της κεντρικής επιτροπής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, έπρεπε να συντονίζεται και από το Πατριαρχείο Μόσχας. Αυτό σήμαινε ότι ορισμένες φορές ακόμη και ο διορισμός των πρωτοσύγκελων και των Βούλγαρων επισκόπων κατευθυνόταν από τη Μόσχα, ενώ παράλληλα, η Βουλγαρική Κρατική Ασφάλεια ήταν υπεύθυνη για όλους τους δευτερεύοντες διορισμούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κλήρος απώλεσε το ηθικό του κύρος στη βουλγαρική κοινωνία. Όταν, τον Ιανουάριο του 2012, μια ειδική κυβερνητική επιτροπή άνοιξε τους φακέλους της πρώην κομμουνιστικής μυστικής υπηρεσίας, αποδείχθηκε ότι σχεδόν όλα τα μέλη της Βουλγαρικής Ιεράς Συνόδου είχαν συνεργαστεί μαζί της. Το γεγονός αυτό ήταν τόσο συγκλονιστικό γι’ αυτό και η  Βουλγαρική Εκκλησία δεν συμφώνησε να αποκαλυφθούν περαιτέρω στοιχεία αναφορικά με τα μέλη της που κατείχαν χαμηλότερες διοικητικές θέσεις.

Για λόγους θεσμικού κύρους και προβολής, ο Ι.Ν. της Ρωσικής πρεσβείας στη Σόφια αναβαθμίστηκε σε μετόχι (podvorie)– ένας είδος «εκκλησιαστικής πρεσβείας» με διορισμένο εκπρόσωπο του Πατριάρχη Μόσχας. Αντίστοιχα, στη Μόσχα ιδρύθηκε ένα μετόχι της Βουλγαρικής εκκλησίας, όπου οι Βούλγαροι κληρικοί παρακολουθούνταν στενά από την KGB. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκαν όλοι «κατάλληλοι», κι ενώ ορισμένοι έγιναν εν συνεχεία πατριάρχες και μητροπολίτες, όπως ο μακαριστός Πατριάρχης Μάξιμος (Μίνκοφ) ή ο αείμνηστος Μητροπολίτης Δομιτιανός (Τοπουζλίεφ), άλλοι παρέμειναν στον «προπαρασκευαστικό» βαθμό του αρχιμανδρίτη έως το τέλος της ζωής τους. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε τους αρχιμανδρίτες Μεθόδιο (Ζέρεφ) και Τεοφάν (Ντίνοφσκι). Αξίζει να σημειωθεί εδώ και μια λεπτομέρεια, στην οποία θα επανέλθουμε αργότερα. Μετά τη μονομερή ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο το 1953, τέθηκε το ζήτημα της ανακομιδής και προσκύνησης των λειψάνων του τελευταίου Βούλγαρου πατριάρχη Ευθύμιου απ’  την περίοδο του Μεσαίωνα  (+1404). Τα λείψανά του είχαν ανακαλυφθεί το 1905 στην Ι.Μ. Μπάτσκοβο. Παρόλα αυτά το Πατριαρχείο Μόσχας αντιτάχθηκε σθεναρά στην πρωτοβουλία αυτή: Οι Βούλγαροι πρέπει να γνωρίζουν τη θέση τους και να μην υπερηφανεύονται για κάποιο ένδοξο παρελθόν. Λέγεται ότι η φράση με την  οποία απορρίφθηκε η διευθέτηση του ζητήματος ήταν η εξής: «Να μας λείπει κάτι τέτοιο!».  

Οι αλλαγές του 1989 βρήκαν τον κλήρο απροετοίμαστο, και όπως έγραψε ένας από τους επισκόπους στους προϊστάμενους της μυστικής υπηρεσίας του: «Σύντροφοι αυτό που συνέβη στη χώρα μας με ευχαριστεί ταυτόχρονα όμως με προβληματίζει […] τι στάση πρέπει να κρατήσουμε;» Για λόγους που ακόμα δεν έχουν αποσαφηνιστεί, η οδηγία των «συντρόφων» ήταν η πρόκληση σχίσματος εντός της Βουλγαρικής Εκκλησίας το 1992 με αποτέλεσμα τη διαίρεσή της σε δύο παρατάξεις: μία εκ των οποίων είχε την υποστήριξη των φιλοκομμουνιστικών δυνάμεων και τη άλλη των αντικομμουνιστικών. Η λεγόμενη «κόκκινη» σύνοδος συνέχιζε να συνδέεται στενά με το Πατριαρχείο της Μόσχας, ενώ η λεγόμενη «εναλλακτική σύνοδος» είχε συνάψει σχέσεις με τους Ουκρανούς σχισματικούς του Φιλάρετου Ντενισένκο. Εξάλλου τόσο ο ίδιος ο Φιλάρετος (πράκτορας «Αντόνοφ») όσο και ο «εναλλακτικός» Βούλγαρος Πατριάρχης Ποιμήν (πράκτορας «Πίριν») υπήρξαν συνεργάτες των κομμουνιστικών μυστικών υπηρεσιών. Παρόλα αυτά, το σχίσμα στη Βουλγαρική εκκλησία αποδείχθηκε τόσο σοβαρό και καταστροφικό, ώστε το 1998 η κόρη θυμήθηκε ότι είχε μητέρα και ζήτησε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη τη σύγκληση Πανορθόδοξης Σύνοδου στη Σόφια για την επίλυση των διαφορών. Υπό την προεδρία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, η Σύνοδος επικύρωσε τη νομιμότητα του τότε Βούλγαρου Πατριάρχη, ενώ ταυτόχρονα συγχώρησε και αποδέχθηκε σε κοινωνία τη σχισματική ιεραρχία. Αργότερα, οι πιο πείσμονες σχισματικοί, οι οποίοι διαφώνησαν με τις αποφάσεις της Πανορθόδοξης Συνόδου ήρθαν αντιμέτωποι με τις αστυνομικές δυνάμεις, κατά τα ορθόδοξα ειωθότα. Ωστόσο, παρά την ανεκτίμητη υπηρεσία που προσέφερε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Βουλγαρική εκκλησία, η τελευταία παρέμεινε συνδεδεμένη με τη Μόσχα.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να κυλίσουν ήσυχα στο πνεύμα της παλιάς καλής «αδελφικής φιλίας», αν δεν λάμβαναν χώρα δύο σημαντικά γεγονότα στη Ρωσία: ο σφετερισμός της εξουσίας από τον Πούτιν και η εκλογή του Μητροπολίτη Κύριλλου ως Πατριάρχη Μόσχας. Με την πάροδο του χρόνου, τα πάντα στη Ρωσία επέστρεψαν στην αρχική τους θέση: η Δύση κατέστη και πάλι εχθρός νούμερο ένα και η Ρωσική Εκκλησία κρατική υπηρεσία υπεύθυνη για την επιβολή της κρατικής ιδεολογίας αντικαθιστώντας το κομμουνιστικό κόμμα. Η νέα αυτή εξέλιξη έγινε αισθητή και στη Βουλγαρία, όπου ξέσπασε ένα εκκλησιαστικό σκάνδαλο αναφορικά με το μετόχι της Ρωσικής Εκκλησίας. Το 2013, το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας έλαβε την εντολή να μετατρέψει τον ρωσικό ναό (εκ νέου άραγε;) σε εκκλησιαστική πρεσβεία ή υπηρεσία, απομακρύνοντας τους Βούλγαρους ιερείς που υπηρετούσαν εκεί, καθώς και τους Βούλγαρους ενορίτες. Αρχικά οι βουλγαρικές αρχές αντέδρασαν στο σκάνδαλο με τον συνηθισμένο τρόπο: απέλασαν τον νεοδιορισθέντα εκπρόσωπο του Πατριάρχη Μόσχας στη Σόφια. Εν συνεχεία, ωστόσο, και λόγω πολιτικής πίεσης από τη ρωσική κυβέρνηση, οι Βούλγαροι επέτρεψαν στον Ρώσο ιερέα να επιστρέψει. Το αποκορύφωμα αυτής της διαδοχικής ρωσοβουλγαρικής εκκλησιαστικής προσέγγισης ήταν το 2016, όταν οι δυο εκκλησίες αγιοποίησαν από κοινού τον Σεραφείμ Σομπόλεφ, έναν συντηρητικό Ορθόδοξο θεολόγο που οι κάτοικοι της βουλγαρικής πρωτεύουσας τιμούν ως θαυματουργό.

Απόγειο αυτών των σχέσεων ήταν η αιφνίδια και δίχως κίνητρο άρνηση της τελευταίας στιγμής εκ μέρους της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης· γεγονός, το οποίο παρείχε στη Ρωσική Εκκλησία (μαζί με τις δυο εκκλησίες δορυφόρους της) μια βολική δικαιολογία για να απορρίψει τη Σύνοδο και να επιφέρει κατ’ αυτόν τον τρόπο σοβαρό πλήγμα στο κύρος της Συνόδου και στον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη προσωπικά. Οι υπερσυντηρητικοί κύκλοι της Βουλγαρικής εκκλησίας, όπως και οι αντίστοιχοι της Ρωσίας ισχυροποιήθηκαν, αλλά σε πανορθόδοξο επίπεδο, το κύρος της Βουλγαρικής Εκκλησίας επλήγη ανεπανόρθωτα.

Σύντομα όμως, ήδη από το 2017, η ιστορική φιλία μεταξύ Ρωσικής και Βουλγαρικής εκκλησίας αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω διαφωνιών σχετικά με το ζήτημα του αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας. Στο πλαίσιο της πρόσφατα υπογραφείσης συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο γειτονικών βαλκανικών χωρών, η Ιερά Σύνοδος των Σκοπίων απευθύνθηκε στη Βουλγαρική Εκκλησία ζητώντας της να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας και η οποία με τη σειρά της θα αναγνώριζε τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία ως Μητέρα εκκλησία. Η εν λόγω πρόταση είχε κάποια ιστορική βάση, καθώς ο τελευταίος πατριάρχης της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας κατοικούσε στα Σκόπια και αργότερα στην Αχρίδα, δύο πόλεις της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας. Εν συνεχεία, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, η οποία είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ το 1020, ήταν γνωστή ως «βουλγαρική» μέχρι την κατάργησή της το 1767. Η επανιδρυθείσα το 1870  βουλγαρική αυτοκέφαλη εκκλησία με την ονομασία Βουλγαρική Εξαρχία, περιλάμβανε ολόκληρη την επικράτεια της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και διαχειρίστηκε τα εδάφη αυτά από το 1870 έως το 1913, καθώς και κατά τις περιόδους 1915-1918 και 1941-1944.  Αντίστοιχα, οι ιδρυτές της νέας εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας το 1957 προέρχονταν από κληρικούς της Εξαρχίας, αν και αυτά τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν καμία κανονική σημασία. Τελικά η Βουλγαρική Εκκλησία δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει με κανονικό τρόπο το αίτημα της Συνόδου των Σκοπίων και απευθύνθηκε σε άλλες τοπικές Εκκλησίες και πρώτα απ’ όλα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, έχει το δικαίωμα να παρέχει αυτοκέφαλο.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία ξεκίνησε ένα χρόνο πριν τεθεί επίσημα το ζήτημα του αυτοκεφάλου της Ουκρανικής εκκλησίας! Η Βουλγαρική κυβέρνηση άσκησε κρυφά πιέσεις στη Βουλγαρική εκκλησία για να διευκολύνει τη λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος της Βόρειας Μακεδονίας. Η Ρωσική εκκλησία, ωστόσο, στάθηκε αντίθετη σε μια τέτοια λύση, επειδή είχε τα δικά της σχέδια για τη Βόρεια Μακεδονία. Για άλλη μια φορά, η Ρωσία επέλεξε να υποστηρίξει την πιστή σύμμαχό της Σερβία εις βάρος των βουλγαρικών συμφερόντων. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο εκπρόσωπος της Ρωσικής εκκλησίας στη Σόφια, αρχιμανδρίτης Φίλιπ Βασίλτσεφ κατηγορήθηκε από τη Μόσχα επειδή δεν μπόρεσε να ακυρώσει τις εν λόγω βουλγαρικές πρωτοβουλίες με συνέπεια να αποπεμφθεί από τη θέση του και να σταλεί «εξόριστος» στη Βηρυτό, ενώ τον αντικατέστησε στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας έμπιστο πρόσωπο του Πατριάρχη Κυρίλλου. Μάλιστα ο ίδιος ο Ρώσος πατριάρχης ήρθε στη Βουλγαρία στις αρχές του 2018 για να επιπλήξει τους Βούλγαρους επισκόπους και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας! Η πράξη αυτή οδήγησε σε πολιτικό σκάνδαλο, καθώς ένα από τα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνητικού συνασπισμού αποκάλεσε δημοσίως τον Πατριάρχη Μόσχας «πράκτορα της Κα-Γκε-Μπε» και «μητροπολίτη του ταμπάκου», αναφερόμενος στις σκοτεινές επιχειρήσεις του νυν Πατριάρχη κατά τη δεκαετία του 1990.

Η αδέξια προσέγγιση εκ μέρους του επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας ενόχλησε πολύ τους Βούλγαρους μητροπολίτες με συνέπεια τον σχηματισμό δύο παρατάξεων στην Βουλγαρική Σύνοδο: αυτή των ρωσόφιλων και εκείνη των πατριωτών. Η παραχώρηση αυτοκεφάλου στην Ουκρανική εκκλησία εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη του 2019 όξυνε περαιτέρω τη διαίρεση, η οποία σταδιακά εξαπλώθηκε προς τους κληρικούς και τους λαϊκούς. Για πρώτη φορά μετά από 150 χρόνια σχηματίστηκε μια πτέρυγα στη Βουλγαρική Εκκλησία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλο-Φαναριωτική, παρά το γεγονός ότι οι Φαναριώτες θεωρούνταν ανέκαθεν από τους μεγαλύτερους εχθρούς του βουλγαρικού λαού. Επιπλέον, πολλοί ιερείς και θεολόγοι άρχισαν να επισημαίνουν δημοσίως τα λάθη της όψιμης ρωσικής εκκλησιολογίας και τις εσφαλμένες πρακτικές της Ρωσικής εκκλησίας, όπως τον εξευτελισμό των ιερέων, την έλλειψη ελευθερίας λόγου στις θεολογικές συζητήσεις, την απομόνωση των επισκόπων από τον λαό κ.λπ. Τονίστηκε, επίσης, η ενότητα της Οικουμενικής Εκκλησίας και ο ιδιαίτερος ρόλος που έχουν αναθέσει στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Συνεπώς, αν και η Βουλγαρική Σύνοδος δεν έχει ακόμη αναγνωρίσει τη νέα Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, απέκρουσε τις πολυάριθμες πρωτοβουλίες της Μόσχας που στρέφονται κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείο, με το οποίο –όπως και με όλες τις άλλες τοπικές εκκλησίες που έχουν αναγνωρίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας– η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε πλήρη ευχαριστιακή κοινωνία. Πολλοί επίσκοποι και ιερείς που δέχονται και τελούν τη Θεία Λειτουργία μαζί με κληρικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας επισκέπτονται συχνά τη Βουλγαρία και συλλειτουργούν με Βούλγαρους κληρικούς. Είναι προφανές ότι το ζήτημα δεν είναι «εάν» αναγνωρίσει η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας αλλά το «πότε».  

Μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολή στην Ουκρανία, εντάθηκε και η διαδικασία χειραφέτησης της Βουλγαρικής Εκκλησίας από τη Μόσχα, καθώς στις επίσημες ομιλίες του κυρού Πατριάρχη Νεοφύτου όσο και έγκριτων Μητροπολιτών καταδικάστηκε απερίφραστα ο πόλεμος και εκφράστηκε ανοιχτά η αλληλεγγύη με τον Ουκρανικό λαό. Ασφαλώς αυτή η διαδικασία δεν είναι απρόσκοπτη, καθώς, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, όχι μόνο στη Βουλγαρική Σύνοδο αλλά και μεταξύ του κλήρου και των πιστών υφίσταται ένα ισχυρό λόμπι υπέρ της Μόσχας. Πράγματι, μια επιτυχία του νέου Ρώσου αντιπροσώπου στη Σόφια, καθώς και του νέου προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας ήταν η απόφαση της Βουλγαρικής Εκκλησίας να αναγνωρίσει τον τόμο που εξέδωσε το Πατριαρχείο Σερβίας για την αυτοκεφαλία των Σκοπίων. Επομένως, ο Βούλγαρος Πατριάρχης αναφέρθηκε στον προκαθήμενο της εκκλησίας στη Βόρεια Μακεδονία, Αρχιεπίσκοπο Στέφανο ως «βόρειομακεδόνα». Παρόλα αυτά, η Βουλγαρική εκκλησία είναι μία από τις λίγες τοπικές εκκλησίες που ανταποκρίθηκε θερμά στην επιστολή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και απαγόρευσε στους κληρικούς της να συλλειτουργήσουν με τον Λεονίντ (Γκορμπατσόφ), πρώην Μητροπολίτη Κλιν, ο οποίος καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Το πιο αξιοσημείωτο γεγονός, ωστόσο, που σηματοδοτεί τη νέα πορεία της Βουλγαρικής εκκλησίας, είναι η άρνηση της να εκφράσει οποιαδήποτε αλληλεγγύη προς τον προσφάτως απελαθέντα εκπρόσωπο του Πατριάρχη Μόσχας στη Σόφια, αρχιμανδρίτη Βασιάν (Ζμέεφ), ο οποίος κατηγορήθηκε για κατασκοπεία από τις βουλγαρικές αρχές. Αυτός ο όχι ιδιαιτέρως σεμνός και προσεκτικός κληρικός εκτελούσε επιμελώς τα καθήκοντά του ως υπάλληλος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Υποθέσεων τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη γειτονική Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, την Εκκλησία της οποίας, μετά τις 9 Μαΐου 2022, δέχτηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε κοινωνία και λίγο αργότερα το Πατριαρχείο Σερβίας την «τίμησε» με «τόμο αυτοκεφαλίας», με συνέπεια τη δημιουργία μιας κανονικής ασυμβατότητας. Πράγματι, μετά από 55 χρόνια σχίσματος, ο κλήρος της νέας αυτής εκκλησίας μπορεί να συλλειτουργήσει με τον υπόλοιπο ορθόδοξο κλήρο ανά τον κόσμο, ταυτόχρονα όμως, χωρίς να έχει λάβει κανονικό τόμο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως αυτοκέφαλη από πολλές άλλες τοπικές εκκλησίες και πρακτικά δεν έχει καμιά δυνατότητα να συμμετέχει σε Διορθόδοξες και Πανορθόδοξες συναντήσεις, καθώς θεωρείται απλώς ως μια σερβική μητρόπολη. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, φαίνεται να ικανοποιεί ορισμένους επισκόπους της, που είναι σερβόφιλοι και ρωσόφιλοι. Τα ίδια αυτά άτομα μάχονται ενεργά κατά της παραχώρησης τόμου αυτοκεφαλίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, καθώς τους αρκεί η νέα μορφή «αυτοκεφαλίας» που επινοήθηκε από τη Μόσχα και εφαρμόστηκε στη Σερβική Σύνοδο, στην οποία παραχωρούνται «σερβικοί ιεροί τόποι» στη Βόρεια Μακεδονία για να «χρησιμοποιηθούν» από τη Βορειομακεδονική εκκλησία. Ταυτόχρονα όμως οι Μητροπόλεις στη Βόρεια Μακεδονία καταγράφονται στο Καταστατικό της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως αναπόσπαστα τμήματα του Πατριαρχείου Σερβίας, μαζί με την «Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας» της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο κλήρος της οποίας, αν και «αποδεσμεύτηκε» για να περάσει στη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου των Σκοπίων, η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας συνεχίζει να υφίσταται ως ανεξάρτητη εκκλησιαστική δομή! Πρόκειται για μια κατάσταση αρκετά παρόμοια με την «πρακτική αυτοκεφαλίας» της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου ο προκαθήμενός της συνεχίζει να εμφανίζεται ως μόνιμο μέλος της Συνόδου της Μόσχας, ενώ οι μητροπόλεις της θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής δομής της Ρωσικής εκκλησίας. 

Η εν λόγω προσέγγιση θεωρήθηκε από τις αρχές της Βόρειας Μακεδονίας ως άκρως μη ικανοποιητική και επιβλαβής για τα εθνικά συμφέροντα, γι’ αυτό και αντέδρασαν έντονα αποφασίζοντας την απέλαση του Αρχιμανδρίτη Βασιάν, δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την έντονη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική της Ρωσικής εκκλησίας. Επιπροσθέτως, ο αρχιμανδρίτης Βασιάν κατηγορήθηκε ότι ενεργούσε εναντίον της εθνικής ασφάλειας της Βόρειας Μακεδονίας. Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι το σημαντικό αυτό γεγονός αγνοήθηκε από τα βουλγαρικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία αναφέρθηκαν μόνο στην απέλαση τριών πολιτικών υπαλλήλων από τη Ρωσική πρεσβεία στα Σκόπια. Η πληροφορία για τα μέτρα κατά του αρχιμανδρίτη Βασιάν αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα εκκλησιαστικών ειδήσεων hristianstvo.bg  (στη σελίδα υπάρχει μια φωτογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχη με τις ευλογίες του προς το προσωπικό της). Από την εν λόγω ιστοσελίδα η πληροφορία διαδόθηκε και σε άλλα μέσα ενημέρωσης, ενώ υπέπεσε στην αντίληψη ενός εκ των ηγετικών στελεχών του κυβερνητικού συνασπισμού των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων, ο οποίος έθεσε το ζήτημα ενώπιον της κοινής γνώμης και των κρατικών θεσμών τη Βουλγαρίας. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και μετά από μερικές ημέρες, εντελώς απροσδόκητα, ο αρχιμανδρίτης Βασιάν και οι δυο βοηθοί του κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία από τις βουλγαρικές αρχές και απελάθηκαν από τη χώρα μέσα σε λίγες ώρες.

Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από το ευρύ κοινό, αν η Ρωσική πρεσβεία στη Σόφια δεν είχε λάβει την περίεργη απόφαση να κλειδώσει τις πόρτες της ρωσικής εκκλησίας. Όπως αναφέραμε ανωτέρω εκεί βρίσκονται τα λείψανα του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ο οποίος τιμάται ως θαυματουργός. Αν ο στόχος της πρεσβείας ήταν να προκαλέσει θόρυβο, τότε πραγματικά το κατόρθωσε. Το σκάνδαλο ήταν θεαματικό και διήρκησε παραπάνω από τρεις μέρες αποκτώντας μάλιστα πολιτικό χαρακτήρα. Οι υποστηρικτές της Ρωσικής εκκλησίας των υπερσυντηρητικών κύκλων, γνωστοί για την ένθερμη αντιοικουμενική, αντιδυτική, αντιευρωπαϊκή και αντιεμβολιαστική προπαγάνδα τους οργάνωσαν διαμαρτυρίες μπροστά από την εκκλησία κατηγορώντας τις βουλγαρικές αρχές για θρησκευτικούς διωγμούς και ιεροσυλία. Επιπλέον, πολλές φιλοπουτινικές οργανώσεις και κόμματα προσχώρησαν στις διαμαρτυρίες, προσπαθώντας να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Οι βουλγαρικές αρχές απάντησαν ξεκινώντας έρευνα για τον τρόπο με τον οποίο η ρωσική πρεσβεία απέκτησε την κυριότητα του ιερού ναού, κάτι που συνέβη γύρω στο 1997.

Ποια ήταν όμως η αντίδραση της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε όλα αυτά; Απολύτως καμία. Καμία εκδήλωση αλληλεγγύης προς τους εκδιωχθέντες Ρώσους ιερείς, καμία δήλωση υποστήριξης προς το ρωσικό μετόχι, καθώς ουσιαστικά πήρε το μέρος του βουλγαρικού κράτους. Εκτός από αυτό, εντός ολίγων ημερών, ο Βούλγαρος Πατριάρχης, υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη Σόφιας, ανέθεσε σε τέσσερις ιερείς να τελούν τις ακολουθίες και τη Θεία Λειτουργία στον ιερό ναό και ζήτησε άμεσα από τη Ρωσική πρεσβεία να ανοίξει την εκκλησία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στήριξε τις βουλγαρικές αρχές, διασκεδάζοντας κάθε κατηγορία για κλείσιμο της εκκλησίας και κατευθύνοντας τη δυσαρέσκεια προς τη ρωσική πρεσβεία. Πράγματι σ’ αυτή την περίπτωση ο κυρός Πατριάρχης Νεόφυτος έδρασε ως αληθινός πατριώτης. Μια εβδομάδα αργότερα, η Βουλγαρική Ιερά Σύνοδος υποστήριξε τις ενέργειες του Πατριάρχη, ενώ ακόμη και οι μητροπολίτες του ρωσικού λόμπι ψήφισαν υπέρ του, με την πιο αξιοσημείωτη εξαίρεση του πιο ένθερμου υποστηρικτή της ρωσικής εκκλησιαστικής πολιτικής, Μητροπολίτη Βιδινίου, τον οποίο εγκωμιάζουν οι προαναφερθέντες υπερσυντηρητικοί κύκλοι. Η στιγμή ήταν ιδιαίτερα τεταμένη και το βουλγαρικό κράτος ήταν έτοιμο να παραδώσει τη διοίκηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας στους ιερείς, αν το ζητούσε η Σύνοδος. Οι επίσκοποι, ωστόσο, δεν ήθελαν να οξύνουν την αντιπαράθεση με τους Ρώσους, αν και στη συνεδρίαση της Συνόδου έλαβαν την σημαντική απόφαση της απόδοσης τιμής στα λείψανα του Αγίου Ευθυμίου, πρωτοβουλία που κάποτε είχε απαγορεύσει η Ρωσική Εκκλησία, καθιερώνοντας μια ειδική εορτή για τις 22 Οκτωβρίου.

Παρά το ισχυρό λόμπι υπέρ της Μόσχας, ιδίως μεταξύ των πιστών που υπέστησαν προπαγάνδα εναντίον της Δύσης και του Φαναρίου για δεκαετίες, η Βουλγαρική Εκκλησία δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει την πολιτική του βουλγαρικού κράτους, το οποίο από το 2019 μισθοδοτεί όλους τους κληρικούς της. Η αντιευρωπαϊκή ρητορική των Βούλγαρων θαυμαστών του «ρωσικού κόσμου» συγκρούεται με την πραγματικότητα πολλών εκατοντάδων εκκλησιών και μοναστηριών, που ανακαινίστηκαν με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις τα τελευταία δώδεκα χρόνια, ενώ το πρόγραμμα επισκευής και αποκατάστασης των ιερών ναών συνεχίζεται. Η Βουλγαρική Εκκλησία, εξάλλου, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτρέψει οποιαδήποτε αντιπαράθεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην επικράτεια του οποίου βρίσκονται σημαντικοί ιεροί τόποι για την βουλγαρική εθνική και πολιτιστική ταυτότητα, όπως πολυάριθμοι ιεροί ναοί στην Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη, η Ι.Μ. Ζωγράφου στο Άγιο Όρος κ.λπ. Η προστασία τους και η διατήρησή του βουλγαρικού χαρακτήρα τους άλλωστε θα αποτελέσει πιθανότατα αντικείμενο διαπραγματεύσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ το τελευταίο αναμένεται να απαιτήσει από τη Ιερά Σύνοδο της Βουλγαρικής Εκκλησίας όχι μόνο να αναγνωρίσει και να εισέλθει σε ευχαριστιακή κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά και να υιοθετήσει τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης.

Επιπροσθέτως, οι Βούλγαροι έχουν ακόμη έναν λόγο να συμμορφωθούν με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και αυτός είναι η ονομασία που θα λάβει η Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας στον τόμο αυτοκεφαλίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι αποτελεί «κληρονόμο» της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας και θα προσπαθήσει να εμποδίσει την αποκλειστική απόδοση του εν λόγω τίτλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Βορείου Μακεδονίας. Τι θα μπορούσε άραγε να προσφέρει η Μόσχα έναντι όλων αυτών των πλεονεκτημάτων που θα είχαν οι Βούλγαροι από τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Απολύτως τίποτα.

Η συγκυρία είναι τέτοια που ακόμη και η επαναλειτουργία του ρωσικού μετοχίου (podvorie) είναι προβληματική, διότι αφενός οι βουλγαρικές αρχές δεν μπορούν να παρέχουν βίζα εργασίας στον νεοδιορισθέντα εκπρόσωπο του Πατριάρχη Μόσχας και αφετέρου έχει καταστεί σαφές σε όλους ότι η Ρωσική Εκκλησία λειτουργεί κατά παράβαση του Νόμου περί θρησκειών, σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι εγγεγραμμένες θρησκευτικές οντότητες έχουν το δικαίωμα να εκτελούν δημοσίως θρησκευτικές τελετές, όπως τη Θεία Λειτουργία.

Σ’ αυτό το στάδιο, οι πατριώτες της Βουλγαρικής Ιεράς Συνόδου και οι σύμμαχοί τους έχουν το πάνω χέρι ενώ το φιλορωσικό λόμπι βρίσκεται σε υποχώρηση. Η Μόσχα δεν έχει τίποτα να προσφέρει στη Βουλγαρική εκκλησία για την υποχρεώσει σε υποστήριξη. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι «διπλωμάτες» της Ρωσικής εκκλησίας είναι να δωροδοκήσουν συγκεκριμένους μητροπολίτες. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική δεν είναι ασφαλής και μπορεί να καταλήξει σε παρέμβαση των υπηρεσιών ασφαλείας και της εισαγγελίας.

Φαίνεται ότι η Βουλγαρική Εκκλησία θα αποδεικνύει με τον καιρό όλο και περισσότερο στη Ρωσική Εκκλησία ότι δεν είναι ο μικρότερος αδελφός της, αλλά η μεγαλύτερη αδελφή, η πρωτότοκη κόρη της κοινής τους Μητέρας.

Πηγή

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ