21 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

Ο Σινώπης Σιλουανός για την Επαρχιακή Σύνοδο Αυστραλίας

«Διά τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἡ Αὐστραλία ἀναγεννᾶται ἐκκλησιαστικῶς εἰς ὠφέλειαν τῶν πιστῶν της καί πνευματικήν οἰκοδόμησί τους», σημειώνει ο Θεοφ. Επίσκοπος Σινώπης κ. Σιλουανός, Αρχιεπισκοπικός Επίτροπος Αδελαΐδος, σε άρθρο του σχετικώς με τις πρόσφατες αποφάσεις της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου ορίζεται ότι εφεξής η Ορθόδοξη εν Αυστραλία Εκκλησία θα διοικείται από Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο.

«Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας ἐξοπλίζεται καλύτερα γιά νά διακηρύττη πάση παρρησίᾳ τήν ὀρθή διδασκαλία πού εἶναι ριζωμένη στή συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καί γιά νά διατηρήσῃ ζωντανή “τήν τοῦ ἀγαθοῦ κοινωνίαν” στούς πιστούς», επισημαίνει ο Θεοφ. κ. Σιλουανός.

Επισυνάπτεται ολόκληρο το άρθρο του Επισκόπου Σινώπης στα ελληνικά και αγγλικά:

Η Αυστραλία αναγεννάται εκκλησιαστικώς διά της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου

τοῦ Θεοφιλ. Ἐπισκόπου Σινώπης Σιλουανοῦ

Ὕμνους στόν Τριαδικό Θεό ἀναπέμπουμε γιά τό γεγονός ὅτι ἑδραιώνεται ἡ ἐκκλησιολογική ὕπαρξι καί ὡρίμανσι τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας μέ τήν ἀπόφασι τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ὅπως στό ἑξῆς διοιηκῆται αὕτη ἀπό Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο. Μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, καί γιά νά ἀνταποκριθῇ στίς ἀνάγκες τῆς ἀχανοῦς χώρας μας μέ τήν τεράστια ἐνδοχώρα, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας ἀποκτᾶ, μέ τήν εὐλογημένη ἀπόφασι τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τήν δική της Ἐπισκοπική Σύνοδο, ἡ ὁποία θά προεδρεύεται ἀπό τόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπο μέ τή συμμετοχή τῶν Χωρεπισκόπων. Τό πολύτιμο αὐτό δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως κατ’ ἀρχήν ἐπικυρώνεται στούς κανονισμούς τοῦ νέου Συντάγματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἀποτελεῖ αἰτία ἑορτασμοῦ ἐκ μέρους ὅλου τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῶν Ἀντιπόδων. Τό πρωτοποριακό ἔργο, πού ὡδήγησε στόν ἱερό αὐτό στόχο, ὑπῆρξε τό ὅραμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Πατρός καί Ποιμενάρχου μας, Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ.κ. Μακαρίου, μέ τοῦ ὁποίου τή σοφία, τήν ἀνιδιοτελῆ ἐπιστασία, τήν πατρική φροντίδα καί τήν ἀκλόνητη δέσμευσι ὑλοποιήθηκε ἡ σύνταξι τοῦ νέου Συντάγματος πού ἀνυψώνει τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας σ’ ἕνα ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, πού ὄχι μόνον ἀνταποκρίνεται μέ τόν καλύτερο τρόπο στίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἀλλ’ ἐπίσης συμπληρώνει ὅποιες ἐλλείψεις τῆς μαρτυρίας καί διακονίας της. Τόσο γιά τό παρόν, ὅσο καί γιά τό μέλλον, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζεται καί ἐξοπλίζεται γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ λογικοῦ ποιμνίου. Ὀφείλομεν ἅπαντες αἰώνια εὐγνωμοσύνη στήν Μητέρα Ἐκκλησία καί τήν Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, Αὐθέντη καί Δεσπότη καί Κορυφή τῶν Ὀρθοδόξων, γιά τήν ἔγκρισι κατ’ ἀρχήν τοῦ νέου Συντάγματος, καί ἐκφράζουμε τίς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες μας γιά τίς συνεχεῖς προσευχές καί καθοδήγησί τους.

Ἁγία Γραφή καί Ἱερά Παράδοσι στήν Ἐκκλησία – Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων

Εἶναι ἀληθές ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς βάσι τή διπλῆ αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἰδιαιτέρως ὅταν ἡ δεύτερη θεμελιώνεται στούς βίους καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν τοῦ παρελθόντος. Ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοσι δέν ἀντιπαραβάλλονται ὡς ἰσοβαρεῖς μετρήσεις ἀλλά ἡ Γραφή ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο τῆς Παραδόσεως. Ἐξ ἄλλου, ὅσο κι ἄν ἡ Γραφή εἶναι θεμελιώδης γιά τήν ὕπαρξι τῆς Παραδόσεως, ἀσφαλῶς δέν εἶναι ἐξαντλητική τῆς Παραδόσεως. Ἡ Παράδοσι ἀποτελεῖ τήν κορύφωσι τῶν γραπτῶν καί ἀγράφων πηγῶν καί μαρτυριῶν. Εἶναι ἡ κληρονομιά πού παραδίδεται ἀπ’ τό ἕνα πρόσωπο στό ἄλλο μέσω τῶν θεουμένων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια, Παράδοσι εἶναι τό σύνολο τῶν γνώσεων πού κατέχει ἡ καθ’ ὅλου Ἐκκλησία καί περιλαμβάνει τίς ἀποστολικές παραδόσεις καί τά δόγματα τῶν Πατέρων. Ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιλαμβάνονταν κάποια ἀπόκλισι ἀπό τήν Παράδοσι, διεκήρυτταν ἐμφατικά: «Οὐ γάρ τοῦτο ἐνόησεν ἡ ἁγία ἐκείνη καί θεοφιλής σύνοδος»1. Ἀφίετο στήν σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων «νά διακηρύξῃ κανονικῶς καί νομίμως» τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως διά τῆς ἐκδόσεως «συνοδικοῦ γράμματος» (τῷ συνοδικῷ γράμματι κανονικῶς καὶ ἐνθέσμως δεδογματισμένοις).2

Ἡ διακονία τοῦ Ἐπισκόπου

Ὅπως καί ἡ Αὐστραλία, κάθε τοπική Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό δυό βασικά στοιχεῖα πού συνδέονται μεταξύ τους σέ πλήρη ἑνότητα καί τάξι: τόν κλῆρο καί τόν λαό. Ὅταν ἐπιλεγῇ ἕνας κληρικός, οἱ λαϊκοί ἀναμένεται νά τόν στηρίξουν καί νά τόν ἐνισχύσουν στήν διακονία του. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Βασίλειος: «Αἱ περὶ τὰς Ἐκκλησίας οἰκονομίαι γίνονται μὲν παρὰ τῶν πεπιστευμένων τὴν προστασίαν αὐτῶν, βεβαιοῦνται δὲ παρὰ τῶν λαῶν»3. Ὁ θεμελιώδης ρόλος τῶν λαϊκῶν λαμβάνει, ἐπίσης, λειτουργικές διαστάσεις, καθώς ἡ Εὐχαριστία δέν εἶναι δυνατό νά τελεστῇ χωρίς τήν παρουσία λαϊκῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός προστατεύει τήν διακονία τοῦ κληρικοῦ καί τόν βοηθᾶ στήν ἐκπλήρωσι τοῦ ὑψηλοῦ λειτουργήματός του. Ἡ ἱερωσύνη ἀποτελεῖ ἐπέκτασι τῆς διακονίας καί τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Κυρίου. Ἀπό τίς Γραφές μαθαίνουμε ὅτι ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε (πιστευθῆναι) τό εὐαγγέλιό4 του στά σκεύη ἐκλογῆς (σκεῦος ἐκλογῆς)5 τῆς θείας του χάριτος, τούς ἀποστόλους καί τούς διαδόχους αὐτῶν ἐπισκόπους. Χωρίς τήν δρᾶσι τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε διακονία. Πράγματι, κεφαλή τῆς χριστιανικῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τῇ ἐπινεύσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως ἀκριβῶς στήν ἀναλογία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τά μέλη καί τά ὄργανα τοῦ σώματος ὑποτάσσονται στήν κεφαλή, ἔτσι καί οἱ κληρικοί τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν μέρος μόνον τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὑποτασσόμενοι στήν κεφαλή της τόν Χριστό. Ἄν καί γιά τόν κλῆρο ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί ποιμαντικῆς καί διοικητικῆς εὐθύνης, αὐτό δέν ἰσχύει γιά τούς λαϊκούς. Ὅλοι οἱ πιστοί, ὡστόσο, ἐξαρτῶνται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ὡς κάτοχο τοῦ ἀνώτατου ἀξιώματος εὐθύνης καί ὀφείλουν ὑπακοή σ’ αὐτόν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αὐτός πού ἐκφράζει τήν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτός πού προσφέρει στόν Θεό τήν Εὐχαριστία, στήν ὁποία ἐκφράζεται ἡ ἑνότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ. Ἡ ἐπικοινωνία μέ μιά τοπική Ἐκκλησία γίνεται διά τοῦ Ἐπισκόπου καί μόνον, ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπροσωπεῖ τήν κοινωνία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ διακονία τοῦ Χωρεπισκόπου

Ὁ θεσμός τῶν Χωρεπισκόπων ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ πρώτου αἰῶνος, ἀρχικῶς στήν Ἰταλία.6 Μετά τό ἔτος 249 ἡ χειροτονία ἐπισκόπων γιά ἀπομεμακρυσμένες περιοχές γίνεται ὁλοένα καί πιό συχνή. Μιά ἐμφανής ἔνδειξι τούτου εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν ἐπισκόπων σέ μιά ὁποιαδήποτε συγκεκριμένη ἐπαρχία ὑπερβαίνει τόν ἀριθμό τῶν πόλεων τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς. Προηγουμένως, ὅσοι ζοῦσαν σέ ἀπομεμακρυσμένες περιοχές, ταξίδευαν στίς πόλεις γιά νά συμμετάσχουν στήν Εὐχαριστία πού τελοῦσε ὁ τοπικός ἐπίσκοπος. Δέν ἦταν, λοιπόν, πάντοτε εὔκολο γιά τούς χριστιανούς τῆς ὑπαίθρου νά συνδεθοῦν μέ τόν ἐπίσκοπο τῆς πόλης καί τό ἐκκλησίασμά του. Γιά τούς χριστιανούς αὐτούς, πού ἦσαν ἀποκομμένοι ἀπό τήν εὐχαριστιακή κοινωνία στήν πόλι, ἡ Ἐκκλησία χειροτόνησε χωρεπισκόπους καί δημιούργησε τοπικές ἐκκλησίες στίς περιοχές τους γιά νά τελῆται καί νά συμμετέχουν στό μέγα μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Τά δικαιώματα τῶν χωρεπισκόπων, ἀκόμη καί ἐντός τῆς παροικίας αὐτῶν, ἐξαρτῶντο σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τόν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως.

Συμπέρασμα

Διά τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἡ Αὐστραλία ἀναγεννᾶται ἐκκλησιαστικῶς εἰς ὠφέλειαν τῶν πιστῶν της καί πνευματικήν οἰκοδόμησί τους. Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας ἐξοπλίζεται καλύτερα γιά νά διακηρύττῃ πάσῃ παρρησίᾳ τήν ὀρθή διδασκαλία πού εἶναι ριζωμένη στή συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καί γιά νά διατηρήσῃ ζωντανή «τήν τοῦ ἀγαθοῦ κοινωνίαν» στούς πιστούς. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή μας Σύνοδος εἶναι ἕτοιμη καί γέμουσα ἐνθέρμου ζήλου νά ἐπιμεληθῇ καί νά φροντίσῃ μέ ἀγάπη τό λογικό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, νά μεταδώσῃ τήν θεία χάρι στήν κοινωνία τῶν πιστῶν καί νά τήν καταστήσῃ βίωμα στή ζωή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.

——————-

1 St Basil, Ep. 226.3: Deferrari, III, 337. Οὐ γὰρ τοῦτο ἐνόησεν ἡ ἁγία ἐκείνη καὶ θεοφιλὴς σύνοδος. Courtonne, III, 26.

2 St Basil, Ep. 92.3: Deferrari, II, 145. Courtonne, I, 203.

3 St Basil, Ep. 230: Deferrari, III, 357. Αἱ περὶ τὰς Ἐκκλησίας οἰκονομίαι γίνονται μὲν παρὰ τῶν πεπιστευμένων τὴν προστασίαν αὐτῶν, βεβαιοῦνται δὲ παρὰ τῶν λαῶν. Courtonne, III, 35.

4 Βλ. 1 Thess. 2:4.

5 Βλ. Acts 9:15.

6 Κατά τήν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίου (138-161), γιά παράδειγμα, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος εἶχε τήν ποιμαντική ἐπίβλεψι μιᾶς ἐπαρχίας στήν Τοσκάνη καλουμένης Baccansis. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἀναφέρονται κι ἄλλες ἐπαρχιακές περιοχές στήν Ἰταλία μέ ἐπισκοπική ἐποπτεία καί διαποίμανσι. Αὐτό πού εἶναι σημαντικό ἐδῶ εἶναι ὅτι ἤδη ἀπό τόν πρῶτο αἰῶνα ὑπῆρχαν μερικά μέρη, ὅπως ἡ Ἰταλία, πού εἶχαν ἐπισκόπους πού διέμεναν σέ ἐπαρχιακές περιοχές. Βλ. Karl J. Hefele and Henri Leclercq, Histoire des Conciles, vol. 2, pt. 2 (Paris: Letouzey et Ané, 1908).

Australia is reborn ecclesiastically through the Holy Eparchial Synod

Bishop Silouan of Sinope

It is with profound praise and gratitude to the Triune God, that the Holy Archdiocese of Australia cements its ecclesiological existence, relevance, and maturity, through the acquisition of its very own Eparchial Synod. Through God’s Grace, the Holy Archdiocese of Australia will have its own Synod of Bishops, glory be to God for all things! In response to our vast nation with its prominent regional areas, our synod will consist of an Archbishop together with his suffragan bishops. Such a precious gift from God, as ratified in principle in the rules of the Holy Archdiocese’s new Constitution, is a cause of celebration for all the faithful living in the Antipodes. The pioneering work towards this sacred task came through the vision and steadfastness of His Eminence Archbishop Makarios of Australia, whose illuminating wisdom, selfless stewardship, and pastoral solicitude, materialised into a Constitution that elevates the Holy Archdiocese of Australia into an ecclesiastical realm that not only best responds to the needs of its faithful but also completes all that is lacking in our Holy Archdiocese’s witness and ministry. For now, and forever, our Holy Archdiocese is secured and equipped for all that is, and for all that will ensure, all for the providential glory of God and our salvation. We are all eternally grateful to His All-Holiness, Ecumenical Patriarch Bartholomew, and the honourable Synodical Hierarchs of our Ecumenical Patriarchate, for approving in principle our new Constitution and thank them for their continuous prayers and guidance.

Scripture and Tradition in the Church – The Synod of Bishops

It is true that the basis of the Orthodox Church’s theological teachings is founded upon the dual authority of Scripture and tradition (παράδοσις), especially when the latter has to do with the lives of holy men and women of the past. Scripture is not juxtaposed to tradition, like equal measures of weight on a balanced scale, but rather is constitutive of tradition. On the other hand, as fundamental as Scripture is to tradition’s existence, it is certainly not exhaustive of tradition. Tradition rather is the culmination of the written and the unwritten (ἄγραφα) sources of witness, a heritage handed on from one person to another. In this sense, tradition, is the body of knowledge belonging to the whole church, and includes “the apostolic traditions” (ἀποστολικαὶ παραδόσεις) and “the teachings of the Fathers” (τὰ τῶν Πατέρων δόγματα). When the Fathers of the Church sensed that a divergence from tradition had taken place they would emphatically proclaim: “This was not what that holy and God-beloved synod had in mind.”1 It was left to the synod of bishops to “canonically and legally promulgate” truths through a “synodical letter” (τῷ συνοδικῷ γράμματι κανονικῶς καὶ ἐνθέσμως δεδογματισμένοις).2

The Ministry of the Bishop

Like Australia, every local church is comprised of two basic components that are bound together in complete unity and order: the clergy (κλήρος) and the laity/people (λαός). Once a cleric is chosen, the laity are expected to support and strengthen him in his ministry. In the words of Saint Basil: “The management of the churches is in the hands of those who have been entrusted with their guidance, but they are strengthened by the laity.”3 The fundamental role of the laity takes on liturgical connotations as well, because the Eucharist cannot be celebrated unless members of the laity are present. It is Christ himself, as the initiator, provider and protector of ministry, who helps carry out the extraordinary work of the clergy. The priesthood is an extension of the ministry and the salvific work of its prototype Christ. From the Scriptures we learn that Christ entrusted (πιστευθήναι) the deposit of his message (εὐαγγέλιον)4 to the chosen vessels (σκεῦος ἐκλογῆς)5 of his divine grace, the apostles and their successors, the bishops. Without Christ’s input, there would be no ministry. Indeed, the head of the Christian eucharistic community is no one else but Christ himself, whereas the initiator and maintainer of communion comes about through the inspiration of the Holy Spirit. Just as within the analogy of a “body,” the limbs and organs of this body are subordinate to its head, so also are the clergy of the Christian church only part of the body of the church when they are subordinate to Christ its head. Although for the clergy there exists various degrees of pastoral and administrative responsibility, this is not the case for the laity. All the faithful, however, are dependent on the bishop as the possessor of the highest office of responsibility, and owed obedience to him. In this way, the bishop is seen as the instrument that expresses the catholicity of the local church. It is he who offers to God the Eucharist in which the church in its local place is united, thus becoming the very body of Christ. When communication is made to a local church, it is made to its bishop alone, since it is the bishop who represents the communion of the local church.

The Ministry of the Suffragan Bishop

Suffragan bishops (χωρεπίσκοποι) first see the light of ministry after the second half of the first century and initially in Italy.6 After 249, the ordination of bishops for regional areas became increasingly more prominent. An obvious indication of this is the way that the number of bishops in a given province exceeds the number of cities contained within that province. Prior to this, people living in regional areas would travel into the cities so as to participate in the Eucharist that was officiated by the local bishop. Consequently, it was not always easy for the Christians of the countryside to align themselves with the city bishop and his congregation. Detached from eucharistic communion in the city, such Christians in time were provided with their own bishops so as to form their own local churches to celebrate the Eucharist. As a result, new churches, each under the pastorship of a bishop, were established in regional areas. The rights of the suffragan bishop, even within his own territory (παροικία), closely depended upon the bishop of the city.

Conclusion

Through its Eparchial Synod, Australia has acquired its essential ecclesial reality to bring about the edification of its faithful. The Holy Archdiocese of Australia is best equipped to proclaim “with complete boldness” (πάσῃ παρρησίᾳ) the correct teachings contained in the conscience of the church and to maintain the “communion of the good” (τῆς τοῦ ἀγαθοῦ κοινωνίας) for the faithful. Our Eparchial Synod “in conjunction with the Spirit” (συνεργείᾳ τοῦ πνεύματος) is ready and zealous to attend to the care (ἐπιμέλεια) and pastoral solicitude (φροντίς) of Christ’s flock,to impart divine grace amongst the communion of believers in the life of the church.

—————————-

1 St Basil, Ep. 226.3: Deferrari, III, 337. Οὐ γὰρ τοῦτο ἐνόησεν ἡ ἁγία ἐκείνη καὶ θεοφιλὴς σύνοδος. Courtonne, III, 26.

2 St Basil, Ep. 92.3: Deferrari, II, 145. Courtonne, I, 203.

3 St Basil, Ep. 230: Deferrari, III, 357. Αἱ περὶ τὰς Ἐκκλησίας οἰκονομίαι γίνονται μὲν παρὰ τῶν πεπιστευμένων τὴν προστασίαν αὐτῶν, βεβαιοῦνται δὲ παρὰ τῶν λαῶν. Courtonne, III, 35.

4 See 1 Thess. 2:4.

5 See Acts 9:15.

6 During the reign of Antonius (138-161), for example, Bishop Alexander had pastoral oversight over a country area called vicus Baccansis in Tuscany. In like manner, other country areas of Italy are recorded as having episcopal oversight.What is important here is that already from the first century there were some places like Italy that had bishops residing in country areas. See Karl J. Hefele and Henri Leclercq, Histoire des Conciles, vol. 2, pt. 2 (Paris: Letouzey et Ané, 1908).

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ