Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας – Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Εικονίζεται ο Θεός; Αν εικονίζεται, τότε ποια φύση του παριστάνεται στις εικόνες; Η θεία; Η ανθρώπινη; Αυτά ρωτούσαν οι εικονοκλάστες τους υπερασπιστές των εικόνων. Η απάντηση ήρθε από τον Θεόδωρο Στουδίτη· παντός εἰκονιζομένου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ’ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται. Υπόσταση, το πρόσωπο, όπως θα ‘λεγαν οι Καππαδόκες Πατέρες.
Στην εικονομαχία έχουμε την άρνηση του προσώπου. Οι εικονοκλάστες φοβούνται το πρόσωπο. Το αρνούνται. Δεν μπορεί να αναπαρίσταται ο Θεός για εκείνους. Κρατούν τον Θεό φυλακισμένο, ξένο από όλους. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό. Αυτό το συναντάμε και στην πλατωνική και νεοπλατωνική θεώρηση. Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό, ο Θεός δεν μπορεί να εικονίζεται. Αυτά έλεγαν οι εικονομάχοι και γι’ αυτό ως κατεξοχήν ηθικιστές απομακρύνθηκαν από το μυστήριο της θέας του Θεού.
Το ερώτημα όμως παραμένει. Τί είναι εκείνο που εικονίζεται; Εικόνα. Θαυμάσιος όρος. Ένας όρος με πλούσιο ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού (Γεν. 1,26). Δηλαδή; ‘’Ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα’’ κατά άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό. Ο άνθρωπος να μοιάζει στον Θεό. Αυτή είναι η αφετηρία της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος να αποκτάει νόημα, η ύπαρξη του να αποκτά οντολογία μέσα από τον Θεό Δημιουργό. Ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, ως πρόσωπο, ως ‘’σύγκραση’’ και ‘’ζεύξη’’ κατά Ιωάννη Δαμασκηνό. ‘’Η εικόνα είναι η βεβαίωση του προσώπου’’ θα πει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς. Ο άνθρωπος βεβαιώνει το πρόσωπο. Το πρόσωπο του Θεού όχι όμως ως νοητική αναγωγή στις αξίες του ανθρωπίνου επιστητού, κάτι που θα αποτελούσε ‘’το τελευταίο χτύπημα εναντίον του Θεού’’ κατά Heidegger.
Αυτά δεν γίνονταν αντιληπτά από τους εικονομάχους, οι οποίοι θεωρούσαν κιόλας πως με την μη αναπαράσταση του Θεού, προστατεύουν τον Θεό. Εδώ έχουμε κάτι πολύ σημαντικό. Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τον Υιό (Ιω. 14,10). ‘’Μία φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη’’, κατά την Κυρίλλεια (Αλεξανδρεύς) ερμηνεία και όχι του Απολλιναρίου. Πρόκειται για το μέτρο της κατανοήσεως για το οποίο κάνει λόγο ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ‘’εἰκόνα… τό γάρ σοι χωρητόν, τῆς τοῦ Θεοῦ κατανοήσεως μέτρον ἐν σοί ἐστίν’’. Στο σημείο αυτό ο Νύσσης χρησιμοποιεί την έννοια του κατόπτρου που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να δουν τον ήλιο, χωρίς να χάνει ο ήλιος κάτι από την φύση του.
Η ανθρώπινη φύση του Θεού εικονίζεται κι αυτό είναι κατόρθωμα της θείας ενσάρκωσης. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αφιέρωσε τρεις λόγους σε εκείνους που διέβαλαν τις άγιες εικόνες. Σε κάποιο σημείο του πρώτου λόγου γράφει: ‘’…εἰκονίζω Θεοῦ τό ὁρώμενον’’. Αυτό που αποκαλύπτεται, που βλέπει, αυτό εικονίζει ο Δαμασκηνός. Και ποιο είναι αυτό; Η ανθρώπινη φύση. Μάλιστα γράφει στη συνέχεια των λόγων του τα εξής όμορφα: ‘’Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που για μένα έγινε ύλη και καταδέχτηκε να κατοικήσει στην ύλη και να εργαστεί τη σωτηρία μου διαμέσου της ύλης, και δεν θα σταματήσω να σέβομαι την ύλη με αυτήν που συντελέστηκε η σωτηρία μου’’.
Οι παραπάνω λόγοι του Δαμασκηνού αποτελούν φοβερό πλήγμα στον ηθικισμό της πλατωνικής και νεοπλατωνικής σκέψης. Πού να άκουγε ο Πλωτίνος πως προσκυνάται ο Θεός που έγινε ύλη! Εδώ κάναμε πως και πως να φύγουμε από αυτό το σώμα, θα σκεφτόταν ο Πλάτωνας. Είναι φοβερό αυτό που λέει ο Δαμασκηνός παραπάνω. Αυτός που για μένα έγινε ύλη, δηλαδή απέκτησε σώμα, την ανθρωπινότητα στην τέλεια της κατάσταση (κατά Δ’ Οικουμενική Σύνοδο). Αυτός που για μένα έγινε ύλη! Πρόκειται για μία αμιγώς αντι-νεοπλατωνική και αντι-μανιχαϊστική θέση. Ο Υιός και Λόγος του Θεού απέκτησε ύλη, απέκτησε σώμα. Η ανθρωπινότητα του Χριστού δίνει το δικαίωμα στον αγιογράφο να αγιογραφήσει τον Θεό Λόγο. Αυτό είναι κάτι το συνταρακτικό για την ανθρώπινη σκέψη και διανόηση της εποχής και φυσικά δημιουργεί σοβαρούς κλονισμούς στα θεμέλια του άκαμπτου δογματισμού που αρέσκεται να φιλοσοφεί πάνω στο σώμα της θεολογίας, με μη αλιευτικό τρόπο, για να θυμηθούμε τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο.
Υπάρχει όμως μία σύνδεση, όσον αφορά το ζήτημα της ύλης, των τριών λόγων του Δαμασκηνού με ένα άλλο έργο του εξίσου σημαντικό και πολύ φιλοσοφικό, το ‘’Κατά Μανιχαίων διάλογος’’. Εκεί ο μανιχαίος διεξάγει μία συζήτηση με τον ορθόδοξο (Δαμασκηνός) για το ζήτημα του Θεού, του κακού, των όντων. Ο μανιχαίος αντιμετωπίζει την ύλη ως κάτι κακό. Για εκείνον η ύλη είναι κακία, φθορά, σκοτάδι, θάνατος και αποτελεί αντίθετη αρχή στην αρχή του Θεού (ο διαλισμός είναι χαρακτηριστικό σημείο της μανιχαϊστικής διδασκαλίας).
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν έρχεται απλά ως ένας θρίαμβος του Θεού απέναντι σε όσους αμφισβητούν την ανθρωπινότητα, επομένως και σωματικότητα του Υιού, αλλά σηματοδοτεί την κατάφαση του Θεού στην ύλη και την ανθρώπινη σωματικότητα. Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (451) το επισφράγισε αυτό με πανηγυρικό τρόπο στο πρόσωπο του Χριστού. Με μία σημαντική προέκταση, ύψιστης σωτηριολογικής σημασίας για το ανθρώπινο πρόσωπο. Τον σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου και τον αγιασμό του ανθρωπίνου συναμφότερου.