Του Δρ. Συμεών Σολταρίδη
«Κύριε τα χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου», τον στίχο του 50ου ψαλμού επαναλαμβάνει τακτικά ο κληρικός στην Πόλη, Ίμβρο και Τένεδο.
Την χρειάζεται την ρήση αυτή και ζητά ταπεινά την εκ Θεού δύναμη για να μπορεί να την επαναλαμβάνει, όταν μόνος τελεί τον Όρθρο ή τον Εσπερινό καθημερινά, τις Ακολουθίες και βρίσκεται ενώπιον του θυσιαστηρίου σε όλα τα μήκη και πλάτη της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως ή στις τέσσερις εν ενεργεία Μητροπόλεις.
Χρόνια τώρα κάνει τον παπά, τον ψάλτη, τον νεωκόρο. Είναι ο ταπεινός παπάς που επισκέπτεται τους εναπομείναντες του ποιμνίου του στις πλέον απομακρυσμένες Κοινότητες και κάθε πρωτομηνιά μετά τον Αγιασμό που τελεί στον ναό ανοίγει το τετράδιο που είναι γραμμένα τα ονόματα των οικογενειών του οικισμού του και μελαγχολεί ενθυμούμενος το παρελθόν! Θυμάται τα περασμένα, γιατί υπάρχουν παπάδες 30 και ίσως και περισσότερα χρόνια που υπηρετούν τον θεσμό της Εκκλησίας στην ίδια Κοινότητα.
Και τον υπηρετούν και τον υπηρέτησαν οι αποθανόντες πιστά χωρίς να περιμένουν κάτι ως ανταλλάγματα. Γιατί έτσι έμαθαν από τους Γεροντάδες ή τους παλαιότερους παπάδες των Κοινοτήτων τους, όταν τους οδήγησαν με λόγια απλά την ημέρα της χειροτονίας τους στην Εκκλησία. Έτσι έμαθαν να υπηρετούν τον θεσμό και την πρωτόθρονη Εκκλησία. Καθισμένοι στο Κοινοτικό γραφείο, με φθαρμένο πολλές φορές ράσο, με σεβασμό και αγάπη να φιλούν το χέρι του Πατριάρχη τους κατά την ημέρα της ονομαστικής τους εορτής και να δέχονται την ευλογία Του.
Αυτός ο παπάς πηγαίνει να κοινωνήσει τον άρρωστο στο σπίτι ή στο νοσοκομείο κρατώντας την θεία Κοινωνία και ο καντηλανάφτης το κερί μέσα στην αγορά χωρίς να βγάζει άχνα, σιωπηλός και σκυφτός, που του ανοίγουν δρόμο οι συγχωριανοί του Τούρκοι που γνωρίζουν τι κρατά.
Κι αναφέρομαι στον Ρωμιό παπά που προστάτευε και προστατεύει το Ναό και το εκκλησίασμα του. Που πρωτοστατούσε στο παρελθόν στα πολιτιστικά δρώμενα του οικισμού του και στις πολιτικές καταστάσεις έβγαινε πρώτος και αντιδρούσε σε κάθε κίνηση που προέρχονταν από γνωστούς κύκλους, όπως ο π. Αλέξανδρος, μετέπειτα Επίσκοπος Σκοπέλου, επί Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα, προασπίστηκε τον Άγιο Νικόλαο Γαλατά από τους κύκλους του «παπά Εφτίμ»!
Κυκλοφορούσε με καπέλο ή γραβάτα, γιατί έτσι το επέβαλε η τάξη και τραβούσε τα βλέμματα και τις αντιδράσεις, γιατί η όλη πορεία του Ρωμιού παπά δεν ήταν καλοκαιρία ή άνοιξη, ήταν κατά καιρούς βροχή, χαλάζι, χιόνι, κατακλυσμός! Και εκεί παρουσίαζε την αγωνιστικότητά του και την πίστη του προς τον θεσμό και την Μητέρα Εκκλησία.
Ήταν πάντα ο τηρητής της Εκκλησιαστικής παράδοσης και ιδιαίτερα της τοπικής, της Ρωμαίικης και δεν επέτρεπε τα εισαγόμενα από Ελλάδα ή Μονές να αλλοιώσουν την τάξη των ακολουθιών και του τυπικού. Μπορεί να μην ήταν ο Θεολόγος, ο μετεκπαιδευτής ή ο έχων διδακτορικά, ήταν όμως ο απλός τιμητής του θεσμού και της ζώσας Εκκλησίας. Δεν είχε οφίκια, είχε όμως την εξ ύψους δύναμη και αντιμετώπιζε την οποία μεταλαμπάδευε και στους νεότερους. Δίδασκε με το έργο του. Την Θεολογία την δίδασκε με την ζωή του. Γνώριζε ότι, όταν θύμιαζε το χέρι του και ο αγκώνας του έπρεπε να κάνει ορθή γωνία. Κτυπούσε την καμπάνα στην λειτουργία τρεις φορές και ρωτούσαμε «ποια καμπάνα είναι αυτή; η δεύτερη, ψέλνουν την ενάτη» ενώ στην δοξολογία κτυπούσε την καμπάνα στο «Άγιος ο Θεός» και όχι πριν το «ευλογημένη». Ήθη και έθιμα που μάθαινε ο παπάς της Πόλης και των νησιών από τους παλιούς και τα δίδασκε σε όλους μας.
Σήμερα ο Ρωμιός παπάς βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Σήμερα όμως δεν έμεινε πλήρωμα. Πιστεύει στο «είμαστε λίγοι, αλλά αμέτρητοι». Τηρεί την παράδοση, δεν έχει εξαλείψει τίποτα από τις ακολουθίες και πασχίζει να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της Ρωμιοσύνης.
Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι δεν περιμένει τίποτα άλλο από τον σεβασμό και την αγάπη, γιατί με ανιδιοτέλεια διατήρησε την πίστη αλώβητη έχοντας πάντα κατά νου αυτό που έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, «έρχονται δύσκολα χρόνια».
Και συνεχίζει ο Ρωμιός παπάς να αγωνίζεται, σιωπηλά κι αθόρυβα, σεμνά και ταπεινά. Συνεχίζει να είναι ένα με το σώμα της Ρωμιοσύνης χωρίς υπερβολές και χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Θα πρότεινα να τιμήσουμε τον «άγνωστο Ρωμιό παπά» να κάνουμε το ετήσιο μνημόσυνο του ή μία ημέρα που με ομιλίες θα τιμούμε το έργο και την προσωπικότητά του.