Tο Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES), πραγματοποίησε την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2024, το απόγευμα, διαδικτυακή διάλεξη του καθηγητή π. Hyacinthe Destivelle OP.
Το θέμα της διάλεξης ήταν η πρόσφατη (Οκτώβριος 2023) Σύνοδος της Καθολικής Εκκλησίας για τη Συνοδικότητα.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, το βίντεο της διάλεξης, όπως μεταδόθηκε από το κανάλι Youtube του CEMES, αλλά και το κείμενο στα ελληνικά.
Τον ομιλητή παρουσίασε, εκ μέρους του CEMES, ο θεολόγος Δημήτριος Κεραμιδάς, Δημήτριος Κεραμιδάς (Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum, Ρώμη), ο οποίος συντόνισε και την συζήτηση που ακολούθησε.
Ο π. Destivelle είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Οικουμενικών Σπουδών του Ποντιφικού Πανεπιστημίου του Αγίου Θωμά του Ακινάτη “Angelicum – ακαδημαϊκού εταίρου του CEMES – και αξιωματούχος της Επιτροπής του Βατικανού για την Προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας.
«Η πρώτη Συνεδρία της 16ης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Συνόδου των Επισκόπων»
Prof. Fr. Hyacinthe Destivelle OP
21 Φεβρουαρίου 2024
Από τις 4 έως τις 29 Οκτωβρίου 2023 πραγματοποιήθηκε στο Βατικανό η πρώτη Συνεδρία της 16ης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Συνόδου των Επισκόπων με θέμα: «Για μια συνοδική Εκκλησία: κοινωνία, συμμετοχή, αποστολή». Η Σύνοδος αυτή ήταν καινοτόμος στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας για τρεις λόγους: για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, τη σύνθεση και τη μεθοδολογία της.
Α.
Πρώτον, η Σύνοδος υπήρξε καινοτόμος, διότι κατανοήθηκε ως μια διαδικασία και όχι ως ένα γεγονός. Πράγματι, η συνοδική διαδικασία ξεκίνησε το 2021 με διαβουλεύσεις σε τοπικό/εθνικό και ηπειρωτικό επίπεδο. Όλες οι ενορίες και τοπικές κοινότητες, όλες οι επισκοπές, όλες οι καθολικές εθνικές επισκοπικές διασκέψεις και οι επτά ηπειρωτικές επισκοπικές συνελεύσεις κλήθηκαν να προβληματιστούν, βάσει ενός προπαρασκευαστικού εγγράφου, σχετικά με το τι σημαίνει η έννοια της «συνοδικής Εκκλησίας». Η διαδικασία αυτή οδήγησε στη σύνταξη ενός instrumentum laboris που απετέλεσε το κείμενο εργασίας της Γενικής Συνέλευσης, που χωρίστηκε σε δύο Συνεδρίες. Η Συνεδρία του Οκτωβρίου 2023 άνοιξε την παγκόσμια φάση, η οποία θα ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο του 2024 με τη δεύτερη Συνεδρία.
Σε αυτή τη διαδικασία η οικουμενική διάσταση της Συνόδου είναι ουσιώδους σημασίας. Εκπρόσωποι από διάφορες χριστιανικές παραδόσεις προσκλήθηκαν σε κάθε επίπεδο διαβούλευσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι της σύναξης προηγήθηκε, στις 30 Σεπτεμβρίου, μια Οικουμενική Αγρυπνία Προσευχής με τίτλο «Μαζί. Συνάντηση του λαού του Θεού», στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, παρουσία του Πάπα Φραγκίσκου, δώδεκα επικεφαλής Εκκλησιών και ηγετών χριστιανικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένου του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Αρχιεπισκόπου του Canterbury Justin Welby, των οικουμενικών αντιπροσώπων της Συνόδου, εκπροσώπων των τοπικών χριστιανικών κοινοτήτων, των μελών του Κολλεγίου των Καρδιναλίων, των μελών της Συνόδου των Επισκόπων και περισσοτέρων από 18.000 πιστών. Πράγματι, για πρώτη φορά, οργανώθηκε μια οικουμενική προσευχή για να ανατεθεί το έργο μιας Συνόδου της Καθολικής Εκκλησίας στο Άγιο Πνεύμα. Η προσευχή, που διοργανώθηκε από κοινού από την κοινότητα του Ταιζέ, την Επιτροπή για την Προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας και τη Γενική Γραμματεία της Συνόδου είδε τη συμμετοχή χιλιάδων νέων από διαφορετικές χριστιανικές παραδόσεις και από περισσότερες από 40 χώρες. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η προσευχή έδωσε έναν οικουμενικό τόνο σε ολόκληρη τη Σύνοδο.
Β.
Δεύτερον, η Σύνοδος της Συνόδου των Επισκόπων ήταν επίσης καινοτόμος ως προς τη σύνθεσή της. Αυτή αποτελείτο από 365 μέλη με δικαίωμα ψήφου, το 70% των οποίων ήταν επίσκοποι, με την κάθε εθνική καθολική επισκοπική συνέλευση να εκλέγει τους αντιπροσώπους της (1 για κάθε 25 επισκόπους), αλλά και 70 μη επισκόπους που προτάθηκαν από τις ηπειρωτικές συνελεύσεις, συμπεριλαμβανομένων 45 λαϊκών και 54 αφιερωμένων γυναικών ή λαϊκών με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από αυτά τα μέλη, υπήρχαν ειδικοί προσκεκλημένοι όπως ο αδελφός Alois από την Κοινότητα του Ταιζέ και ο δομινικανός θεολόγος Hervé Legrand, 35 υπεύθυνοι για το συντονισμό των ομάδων εργασίας (circoli minori) και 26 εξειδικευμένοι θεολόγοι. Συνολικά, η Σύνοδος αποτελείτο από 464 άτομα .
Μιλώντας για τα μέλη της Συνόδου, θα πρέπει να αναφέρουμε τους «Αδελφούς Αντιπροσώπους». Η Σύνοδος, προκειμένου να εξασφαλιστεί ευρύτερη εκπροσώπηση, προσκάλεσε εκπροσώπους των τεσσάρων μεγάλων χριστιανικών παραδόσεων: τρεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Σερβική Εκκλησία, Ρουμανική Εκκλησία). τρεις από τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες (Κοπτική Εκκλησία, Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, Συριακή Εκκλησία Malankara της Ινδίας), τρεις από τις κύριες Προτεσταντικές κοινότητες (Αγγλικανική Κοινωνία, Παγκόσμιο Συμβούλιο Μεθοδιστών, Παγκόσμια Κοινωνία των Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών) και τρεις από τις «Ελεύθερες Εκκλησίες» (Παγκόσμια Συμμαχία Βαπτιστών, Πεντηκοστιανή Παγκόσμια Αδελφότητα, Παγκόσμια Κοινωνία των Μαθητών του Χριστού). Σύμφωνα με την παράδοση της Συνόδου, οι «Αδελφοί Αντιπρόσωποι» δεν ήταν απλώς παρατηρητές, αλλά κλήθηκαν να λάβουν μέρος στις συζητήσεις, όχι μόνο στις επιμέρους ομάδες εργασίας (circoli minori) αλλά και στην ολομέλεια. Μπορούσαν ακόμη και να προτείνουν τροπολογίες στην τελική έκθεση. Η μόνη διαφορά με τα υπόλοιπα μέλη είναι πως δεν είχαν δικαίωμα ψήφου.
Γ.
Τρίτον, η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν επίσης άνευ προηγουμένου. Η Συνεδρία χωρίστηκε σε 35 μικρές ομάδες εργασίες (circoli minori) των 12 ατόμων. Μετά από εισαγωγές στην ολομέλεια, δηλαδή τη Γενική Συνέλευση, για το καθένα από τα 15 θέματα του κειμένου εργασίας η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στις ομάδες εργασίες, όπου ανταλλάχθηκαν ιδέες με τη μέθοδο της «πνευματικής συνομιλίας». Σύμφωνα μ’ αυτήν, κάθε μέλος καλούταν να μιλήσει, αρχικά μοιραζόμενο τις σκέψεις του και στη συνέχεια να ενσωματώνοντας τις σκέψεις των άλλων. Τέλος, κάθε ομάδα εργασίας ενέκρινε μια κοινή θέση, σημειώνοντας τα σημεία συμφωνίας, τα σημεία που πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικότερα και τις προτάσεις. Κατά την ολομέλεια, κοινοποιήθηκαν τα αποτελέσματα αυτών των επιμέρους συζητήσεων.
Δ.
Με τον τρόπο αυτό, συντάχθηκε μια Συγκεφαλαιωτική Έκθεση, η οποία συνοψίζει αυτές τις συζητήσεις. Η Έκθεση, που εγκρίθηκε από τη Σύνοδο, έχει τον τίτλο «Μια Συνοδική Εκκλησία σε Ιεραποστολή», αποτελείται από 20 κεφάλαια χωρισμένα σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος, με τίτλο «Το πρόσωπο της συνοδικής Εκκλησίας», περιλαμβάνει κεφάλαια για την κατανόηση της συνοδικότητας, της συνοδικής μεθοδολογίας, των μυστηρίων της χριστιανικής μύησης, της διακονίας των φτωχών, της πολιτιστικής πολυμορφίας, των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών και της χριστιανικής ενότητας. Το δεύτερο κεφάλαιο, που έχει ως τίτλο «Όλοι [είναι] μαθητές, όλοι [είναι] ιεραπόστολοι», περιλαμβάνει κεφάλαια για την έννοια της ιεραποστολής, τον ρόλο των γυναικών, την αφιερωμένη ζωή, τους διακόνους και τους ιερείς, τους επισκόπους και τον επίσκοπο της Ρώμης. Το τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο «Εξυφαίνοντας δεσμούς, οικοδομώντας κοινότητες», ασχολήθηκε με την κατήχηση, τη διακονία της ακρόασης, την ιεραποστολή στον ψηφιακό κόσμο, τα όργανα συμμετοχής στις εκκλησιαστικές διαδικασίες. Σε καθένα από αυτά τα σημεία, η Συγκεφαλαιωτική Έκθεση σημειώνει τις συγκλίσεις της Συνέλευσης, τα θέματα προς εξέταση και ορισμένες προτάσεις.
Δεν είναι δυνατόν να σχολιάσω καθένα από τα κεφάλαια, οπότε θα αρκεστώ στην παρουσίαση του κεφαλαίου για τον οικουμενισμό, που αποτελεί το κεφάλαιο 7 της έκθεσης, με τίτλο «Στο δρόμο προς τη χριστιανική ενότητα». Όπως κάθε κεφάλαιο, έτσι κι αυτό κάνει διάκριση μεταξύ συγκλίσεων, θεμάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν και ορισμένων προτάσεων. Μεταξύ των συγκλίσεων, η Συνέλευση αναγνωρίζει καταρχάς ότι σήμερα βρισκόμαστε σε έναν οικουμενικό «καιρό». Στη συνέχεια επιβεβαίωσε ότι το βάπτισμα, «το οποίο βρίσκεται στη ρίζα της αρχής της συνοδικότητας, αποτελεί το θεμέλιο του οικουμενισμού. Μέσω αυτού όλοι οι χριστιανοί μετέχουν στο sensus fidei (εκκλησιαστική συνείδηση) και γι’ αυτό πρέπει να ακούγονται προσεκτικά», αφού «δεν μπορεί να υπάρξει συνοδικότητα χωρίς μια οικουμενική διάσταση». Στη συνέχεια, το κεφάλαιο υπενθυμίζει τη σημασία των πνευματικών ριζών του οικουμενισμού, οι οποίες βρίσκονται στην καθημερινή ζωή, αλλά και τη σημασία των θεολογικών διαλόγων, καθώς και τον λεγόμενο «οικουμενισμό του αίματος», από τη στιγμή που η ενότητα «προέρχεται από τον Σταυρό του Κυρίου». Τέλος, αναφέρει την ανάγκη συνεργασίας όλων των χριστιανών για την αντιμετώπιση των ποιμαντικών προκλήσεων της εποχής μας, καθώς και τη σημασία των μεικτών γάμων.
Μεταξύ των τεσσάρων θεμάτων προς εξέταση, η Συνέλευση σημειώνει καταρχάς «τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι διάφορες χριστιανικές παραδόσεις κατανοούν τη συνοδική διαμόρφωση της Εκκλησίας». Ειδικότερα, σημειώνει ότι «στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, η συνοδικότητα νοείται, υπό στενή έννοια, ως έκφραση της συλλογικής άσκησης εξουσίας που αρμόζει μόνο στους επισκόπους (την Ιερά Σύνοδο). Υπό γενική έννοια, αναφέρεται στην ενεργό συμμετοχή όλων των πιστών στη ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας». Η συνέλευση εξέφρασε επίσης έναν υπάρχοντα προβληματισμό σχετικά με τη «σχέση μεταξύ συνοδικότητας και πρωτείου στα διάφορα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, παγκόσμιο) και την αμοιβαία αλληλεξάρτησή τους», όπως και σχετικά με το ζήτημα της λεγόμενης «ευχαριστιακής φιλοξενίας» (communicatio in sacris) υπό το πρίσμα της σχέσης μεταξύ μυστηριακής και εκκλησιαστικής κοινωνίας, και το φαινόμενο των «μη ομολογιακών» κοινοτήτων και των κινημάτων «αναζωπύρωσης».
Διατυπώθηκαν πέντε προτάσεις: ο κοινός εορτασμός της 1700ης επετείου της Συνόδου της Νίκαιας (325), η κοινή ημερομηνία εορτής του Πάσχα, η πρόσκληση μεγαλύτερου αριθμού Αδελφών Αντιπροσώπων στην επόμενη συνεδρία της Συνέλευσης το 2024, η σύγκληση μιας οικουμενικής συνόδου για την κοινή χριστιανική αποστολή στον σύγχρονο κόσμο, και τη σύνταξη ενός οικουμενικού μαρτυρολόγιου.
Εκτός από το κεφάλαιο 7, υπάρχουν και χωρία της Έκθεσης που μιλούν για την οικουμενική διάσταση της Συνόδου. Η Εισαγωγήαναφέρεται στην Οικουμενική Αγρυπνία Προσευχής, η οποία περιγράφεται ως μια «χάρη». Το κεφάλαιο 6, με τίτλο «Οι παραδόσεις των Ανατολικών Εκκλησιών και της Λατινικής Εκκλησίας», θεωρεί ότι «είναι απαραίτητο να αναλογιστούμε τη συμβολή που μπορούν να έχουν οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες στην πορεία προς την ενότητα όλων των χριστιανών και τον ρόλο που αυτές μπορούν να διαδραματίσουν στον διαθρησκειακό και διαπολιτισμικό διάλογο». Τέλος, στο κεφάλαιο 13 με τίτλο «Ο επίσκοπος Ρώμης στο Κολλέγιο των Επισκόπων», η Συνέλευση σημειώνει ότι «η προώθηση της ενότητας όλων των Χριστιανών αποτελεί ουσιαστική πτυχή της διακονίας του Επισκόπου Ρώμης». Επιβεβαιώνει, επίσης, ότι «οι απαντήσεις στην πρόσκληση του Αγίου Ιωάννη Παύλου Β΄ μέσω της Εγκυκλίου Ut unum sint, καθώς και τα συμπεράσματα των οικουμενικών διαλόγων, μπορούν να βοηθήσουν την καθολική κατανόηση του πρωτείου, της συλλογικότητας, της συνοδικότητας και των αμοιβαίων σχέσεών τους».
Ε.
Η επόμενη συνεδρίαση της Συνόδου θα πραγματοποιηθεί από τις 2 έως τις 27 Οκτωβρίου 2024. Στο μεταξύ, όλες οι καθολικές επισκοπές καλούνται να συμβουλευτούν τον λαό του Θεού σχετικά με τη Συγκεφαλαιωτική Έκθεση και να αποστείλουν τις αναφορές τους στην επισκοπική διάσκεψη, η οποία θα πρέπει να στείλει μια σύνθεση όχι μεγαλύτερη από 8 σελίδες στη Γραμματεία της Συνόδου μέχρι τις 15 Μαΐου. Μεβάση τις εκθέσεις αυτές θα καταρτιστεί ένα νέο Instrumentum Laboris.
Έχει ήδη καταστεί σαφές ότι θα υπάρχουν δύο τυπολογίες θεμάτων. Μερικά θα υποβληθούν στη Συνέλευση της Συνόδου για συζήτηση. Άλλα θα μελετηθούν από ειδικές επιτροπές που θα συσταθούν από τη Γραμματεία της Συνόδου και τις διάφορες καθολικές Επιτροπές. Είναι μια μακρά διαδικασία, στην οποία η κίνηση είναι ίσως πιο σημαντικό από το ίδιο το περιεχόμενο. Απαιτεί την προσευχή όλων και τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, «για να μας διδάξει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε και πώς πρέπει να τον επιδιώξουμε», όπως ζητείται στην προσευχή Adsumus.