Παραθέτουμε στη συνέχεια άρθρο του π. Ιωάννου Χρυσαυγή στο σημερινό φύλλο (17-2-2024) της εφημερίδας Η Καθημερινή, για τη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών στην Ελλάδα.
Ενας από τους πειρασμούς που συχνά ταλανίζει ιεράρχες και ιεροκήρυκες, στην πληθώρα των δηλώσεων και διακηρύξεων που εξαπολύουν, είναι η τάση να προσφέρουν λύσεις σε ανύπαρκτα διλήμματα, να δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που κανείς δεν θέτει ή να μην απευθύνονται στο κατάλληλο ακροατήριο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ιεράρχες και διάφοροι άλλοι κύκλοι νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν με δυσανάλογο πάθος και υπερβολική ανησυχία για την τρέχουσα συζήτηση γύρω από το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών που μόλις ψηφίστηκε στην Ολομέλεια της ελληνικής βουλής.
Με τη νομιμοποίηση του γάμου ομοφυλόφιλων ζευγαριών, η Ελλάδα γίνεται η πρώτη χώρα με θρησκευτική ορθόδοξη πλειοψηφία όπου θα ισχύει ισότητα στον πολιτικό γάμο. Στη Ρωσία, και μόνο η προώθηση ατόμων ή παρέλαση των ΛΟΑΤΚΙ εξακολουθεί να τιμωρείται με φυλάκιση, με τη συναίνεση, αν όχι τη συνδρομή της Εκκλησίας. Στη Γεωργία, αντίστοιχα, απλά έπαινος ή στήριξη της «παρέλασης υπερηφάνειας» υποκινεί εχθρότητα και επιθετικότητα από μέρους της κοινωνίας, με την ανοχή, αν όχι την επίσημη έγκριση της Εκκλησίας.
Ο ακραίος λοιπόν και υπερβολικός θόρυβος των δηλώσεων και συζητήσεων την περίοδο αυτή, όπως επίσης η τοξικότητα και υποκρισία των αφορισμών και δηλώσεων, είναι απολύτως περιττός. Απεναντίας απουσιάζει και θα ήταν ουσιαστικά αποδοτικός ένας νηφάλιος λόγος, εστιασμένος στην ηθική πρόταση του Ευαγγελίου, που θα απευθύνεται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά σε ενορίες και ενορίτες, δηλαδή σε αυτούς που προετοιμάζονται για να τελέσουν τα μυστήρια του γάμου ή του βαπτίσματος. Αλλο πράγμα η ηθική (που αντέχει στην ηθικολογία και από μέρους της Εκκλησίας) κι άλλο ο νόμος (που δεν επιδέχεται κριτική, ακόμη και εκ μέρους της Εκκλησίας). Τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος Καίσαρι (Ματθ. 22.21)! Αλλωστε η Πολιτεία εξ ορισμού δεν περιμένει την εκτίμηση ή επικύρωση της Εκκλησίας, ούτε πάλι επιβάλλει τη νομοθεσία της στη ζωή της Εκκλησίας. Ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ξεκάθαρος: «Αναφερόμαστε σε επιλογές της Πολιτείας, όχι σε θεολογικές πεποιθήσεις!».
Η Εκκλησία έχει κάθε δικαίωμα να θέτει και να διέπεται από συντηρητικούς και –κατά τη γνώμη της– αδιαμφισβήτητους κανόνες ή απαρέγκλιτες παραδόσεις. Αυτό κάνει ή τουλάχιστον αυτό κρίνει ότι πρέπει να κάνει η Εκκλησία. Η Πολιτεία, από τη δική της πλευρά, δεν θα απαιτούσε ποτέ να αποκλίνει η Εκκλησία από τα δόγματά της, όπως και η κοινωνία δεν θα περίμενε ποτέ να καταργήσει η Εκκλησία τις διδασκαλίες της.
Σίγουρα αυτό που συγχέει τα πράγματα είναι ότι, σε «παραδοσιακά ορθόδοξες» χώρες, η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από περίπλοκη και παράξενη σχέση με το Κράτος. Ως αποτέλεσμα, η Εκκλησία μπορεί μερικές φορές να απειλήσει με αποκλεισμό από τα μυστήρια όσων θεωρεί «ανήθικους» ή κρίνει «βέβηλους» –πάντα ασφαλώς με τα δικά της κριτήρια–, ειδικά μάλιστα όταν κρατικοί λειτουργοί και κυβερνητικοί ταγοί ορκίζονται από ορθόδοξους ιεράρχες στο όνομα της Αγίας Τριάδος!
Εντούτοις, μέσα σε όλη την τρέχουσα κοινωνική αναταραχή και υπεροπτική τοποθέτηση που ξεκίνησε με αφορμή το επίμαχο νομοσχέδιο –και πάλι κυρίως, αν μη αποκλειστικά, σε εκκλησιαστικούς χώρους– αυτό που εμφανώς διαφεύγει είναι ότι όπως στον χώρο της Εκκλησίας η πίστη και η πνευματικότητα προϋποθέτουν συνεχόμενη πρόοδο, έτσι και για την Πολιτεία η δημοκρατία και η νεωτερικότητα αποτελούν διαδικασίες εν εξελίξει. Ούτε η μία ούτε η άλλη είναι στατικές, αλλά αμφότερες επιδιώκουν συνεχή αγώνα και προσπάθεια για ωριμότητα και τελειότητα, διότι έτσι βελτιώνονται. Επίσης τίποτα δεν λύνεται με διαμαρτυρία ή λαϊκισμό, ενώ αντιθέτως όλα απαιτούν συνεργασία, σύμπλευση και αλληλεπίδραση.
Ετσι λοιπόν ο νόμος για τον γάμο ομοφυλόφιλων ζευγαριών δεν αφορά την Εκκλησία και την υπόστασή της, αλλά έναν περιορισμένο και συγκεκριμένο αριθμό πολιτών, και για τους οποίους το μεν Κράτος είναι υπεύθυνο και υποχρεωμένο να μεριμνά, η δε Εκκλησία θα έπρεπε τουλάχιστον να επιδεικνύει την ίδια ποιμαντική και πνευματική μέριμνα, όπως για κάθε άλλο τμήμα της κοινωνίας.
Ενώ η Ιεραρχία θεωρεί ότι μπορεί να καθορίζει απολύτως τον τρόπο τέλεσης ή ύπαρξης του γάμου και ότι έχει λόγο στην κοινωνική προστασία της οικογένειας, κανείς δεν αμφισβητεί ουσιαστικά τη θέση της Εκκλησίας, που συνάμα με τη σειρά της θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ο λόγος της δεν αποτελεί ούτε νόμο ούτε επιστήμη. Ας μην κοροϊδευόμαστε και τουλάχιστον ας μην κοροϊδεύουμε: όταν επικαλούμαστε την Αγία Γραφή ή αναφερόμαστε στη Χριστιανική Εκκλησία, είναι τολμηρό, αν όχι αύθαδες να συνδέουμε τα έργα μας με τα λόγια του Θεού. Διότι όταν ο Θεός «μιλάει» στο Βιβλίο της Γένεσης, αυτά τα λόγια βέβαια ανήκουν στον συγγραφέα της Πεντατεύχου και όχι στον άφατο, αόρατο και υπερβατικό Θεό. Αυτό άλλωστε είναι η βάση και η ουσία της ερμηνευτικής.
Σε αντίθεση με το Κοράνι, η Βίβλος δεν κατέβηκε μαγικά ή μηχανικά αφ’ υψηλού. Επιπλέον, σε αντίθεση με τη σαρία, το θεολογικό δόγμα επηρεάζει και καθορίζει την προσωπική συμπεριφορά, αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί ως κοινωνική στάση. Επίσης, σε αντίθεση με τα μουσουλμανικά κράτη, οι «ορθόδοξες χώρες» –ειδικά εκείνες που αναμειγνύονται ή συνδέονται με τις δυτικές δημοκρατίες– θα πρέπει να αποφεύγουν δηλώσεις όπως «Δεν μπορεί να είσαι ομοφυλόφιλος και μέλος της Εκκλησίας (ή, ακόμη, χριστιανός)!». Γι’ αυτό και η ανακοίνωση των «40 καθηγουμένων και αντιπροσώπων της εκτάκτου διπλής συνάξεως» του Αθωνα σχετικά με «αυτούς τους ανθρώπους» (sic), δηλαδή τους ομοφυλόφιλους, είναι αν μη τι άλλο αναχρονιστική και υποκριτική.
Είναι λυπηρό η Εκκλησία να παρουσιάζεται «πρωτόγονη» σε θέματα επιστημονικά και δικαιοσύνης, στη νομοθεσία του πολιτικού γάμου και της ψηφιακής ταυτότητας –με άλλα λόγια, σε σχέση με όλα όσα έχουν προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες, για να μείνουμε μόνο στα πρόσφατα–, αλλά «πρωτοπόρος» στη διάδοση θεωριών συνωμοσίας. Και ενώ βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα, ιεράρχες συνεχίζουν να ταυτίζουν την ομοφυλοφιλία με παθολογικό σύμπτωμα ή την ανάγκη ψυχοθεραπείας!
Αλλωστε δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος αφότου η Εκκλησία πιέστηκε να λάβει βεβιασμένη θέση στο ζήτημα της βάπτισης παιδιών ομοφυλόφιλων ζευγαριών –μάλιστα με τη μαχητική και πάλι υποστήριξη της Αθωνικής Πολιτείας!– και σήμερα επανεξετάζει τον νηπιοβαπτισμό (τουλάχιστον, φυσικά, για τους ομοφυλόφιλους, αλλά πώς άραγε θα το γνωρίζει αυτό;) με το περίεργο επιχείρημα ότι «ένα νήπιο δεν κατέχει πίστη. Μόνο ένας ενήλικας ή ανάδοχος κατέχει πίστη» – σίγουρα μια στοιχειώδης και εσφαλμένη σύγχυση και συμπίεση της πίστης με τη γνώση που ανοίγει τον δρόμο για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσωπικών δεδομένων. Ενας ιεράρχης μάλιστα παρατήρησε ότι είναι κατάλληλο να αρνηθεί το βάπτισμα ενός παιδιού για χάρη τιμωρίας του ομοφυλόφιλου γονέα! Ενώ αντιθέτως ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης είναι πάλι σαφής: «Δεν υπάρχουν πολίτες δύο ταχυτήτων … Δεν θα επιτρέψουμε να υπάρχουν πολίτες δύο κατηγοριών και παιδιά ενός κατώτερου Θεού».
Αυτό που είναι, ωστόσο, συγκλονιστικό είναι ότι μερικοί εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης και των επιστημονικών κλάδων –κοσμικά άτομα, αλλά που ωστόσο «προάγουσιν [ημάς] εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21.31)– εμφανίζονται συνετότεροι και συμπονετικότεροι από αρκετούς «αγίους ιεράρχες» και «αγγελικούς μοναχούς» όταν υπενθυμίζουν πως η προτεινόμενη νομοθεσία αφορά ενήλικες και παιδιά που διαφορετικά δεν αναγνωρίζονται στη δημόσια ζωή, ενώ αντιθέτως αντιμετωπίζουν δριμύτατες προκαταλήψεις. Πόσο ειρωνικό και δυσοίωνο είναι, εντέλει, το ότι ορισμένοι πολιτικοί και κοσμικοί επιδεικνύουν μεγαλύτερη συμπόνια και εκφράζουν βαθύτερη συμπάθεια από εκκλησιαστικούς άνδρες για τους δυσανάλογα περιφρονημένους και αποδοκιμασμένους συμπολίτες μας. Η Εκκλησία από τη φύση της οφείλει και καλείται να σταθεί δίπλα στους πλέον περιθωριοποιημένους και εξοστρακισμένους. Αλλωστε εκεί ακριβώς –δηλαδή στην πράξη και την ποιμαντική– είναι που βρίσκεται ο Θεός.
Μπορεί λοιπόν ο κόσμος να μην ακούει τον παρωχημένο μονόλογο της Εκκλησίας. Αλλά σίγουρα «οι έχοντες ώτα ακούειν…» (Ματθ. 13.9) είναι σε θέση να αντιληφθούν το σωστό εν προκειμένω. Και θα είναι κρίμα για μία ακόμη φορά η Εκκλησία να βρεθεί στη λάθος πλευρά της Ιστορίας!
Ο πατήρ Ιωάννης Χρυσαυγής, καθηγητής Θεολογίας, είναι διευθυντής του Οικουμενικού Ινστιτούτου Huffington στη Βοστώνη.