Φως Φαναρίου
Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου με τίτλο: «Νιγηρίας Αλεξάνδρου παρακαταθήκες» (έκδοση Ενορίας Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Νέου Ψυχικού, σελ. 152, 2024 – τυπώθηκε στις εκδόσεις “Επτάλοφος”).
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην πρωτοποριακή θεολογική σκέψη του μακαριστού Μητροπολίτου Νιγηρίας κυρού Αλεξάνδρου (1960-2023), ο οποίος υπηρέτησε ως κληρικός και Επίσκοπος επί τριανταπέντε χρόνια στο Δευτερόθρονο Πατριαρχείο της Ορθοδοξίας, στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.
Προλογίζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Καμερούν κ. Γρηγόριος, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην έκδοση, ενώ το «σημείωμα του εκδότη» υπογράφει ο προϊστάμενος του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου Ν. Ψυχικού, Αρχιμ. Μιχαήλ Σταθάκης.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τέσσερις συνεντεύξεις που παραχώρησε ο Νιγηρίας Αλέξανδρος στον θεολόγο Παναγιώτη Ανδριόπουλο σε διάστημα είκοσι δύο ετών (2000-2022).
Η πρώτη αφορά στο πρώτα βήματα στη Νιγηρία και πραγματοποιήθηκε στα Καλάβρυτα, τον Ιούλιο του 2002, στο περιθώριο της ετήσιας σύναξης του Νεανικού Επιμορφωτικού Ομίλου Σύρου, όπου ο Επίσκοπος Νιγηρίας Αλέξανδρος είχε προσκληθεί ως ομιλητής. Στην συνέντευξη αυτή συμμετέχει και ο θεολόγος Γιώργος Μαρόπουλος.
Η δεύτερη έγινε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2016 και αφορά στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας, λίγες μέρες πριν την σύγκληση της στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης. Ο μακαριστός Νιγηρίας Αλέξανδρος είχε ενεργό ρόλο κατά την διεξαγωγή της Συνόδου.
Η τρίτη συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στον Ι. Ναό Αγίου Γεωργίου Νέου Ψυχικού, στο πλαίσιο της σειράς εκπομπών «Προς Εκκλησιασμόν», τον Ιούνιο του 2021, και αφορά στην άσκηση της ιεραποστολής τον 21ο αιώνα.
Η τέταρτη και τελευταία συνέντευξη έλαβε χώρα στο Πνευματικό Κέντρο του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου Νέου Ψυχικού, τον Φεβρουάριο του 2022, τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ο μακαριστός Νιγηρίας Αλέξανδρος μιλάει για την εισβολή του Πατριαρχείου Μόσχας στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής και αναφέρεται στην προετοιμασία αυτής της εισπήδησης.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται επίσης: μία ιστορική, πλέον, επιστολή του Νιγηρίας Αλεξάνδρου προς τον εν Οδησσώ Αγαθάγγελο (του Πατριαρχείου Μόσχας) και – ως επίμετρο – τρίστιχα του ποιητού π. Παναγιώτη Καποδίστρια, αφιερωμένα στη μνήμη του μακαριστού ιεράρχου.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, τον πρόλογο του Σεβ. Μητροπολίτου Καμερούν κ. Γρηγορίου.
Προλογικό Σημείωμα
στήν Ἔκδοσι τεσσάρων συνεντεύξεων
τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νιγηρίας
κυροῦ Ἀλεξάνδρου (30.06.2023),
δίκην ὀλίγων ἀνθέων ἐπί τῆς λιθίνης πλακός τῆς Δύσεως καί τῆς προσδοκίας τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως.
Στίς 30 Ἰουνίου 2023, μετά ἀπό μιά τρίχρονη μάχη μέ ἕναν ἐντυπωσιακά ἐπιθετικό καρκίνο ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Νιγηρίας κυρός Ἀλέξανδρος (κατά κόσμον Γεώργιος Γιαννίρης) ἀνεπαύθη ἐκ τῶν κόπων καί τοῦ ἄχθους τῆς ἀποστολῆς του καί τῆς πολυώδυνου ζωῆς τῶν τελευταίων χρόνων του.
Παρέδωκε δέ τό πνεῦμα του καί τό εἰς αὐτόν ἐμπεπιστευμένον ποίμνιον τῆς κατά Νιγηρίαν ἀγαπητῆς ἐκλογάδος εἰς χεῖρας Θεοῦ, στήν ὁποία μετοχέτευεσε ἐπί σειρά είκοσι έξι χρόνων τήν «Παρακαταθήκην» τῆς πίστεως, τήν ὁποίαν ἔλαβε κατά τήν εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίαν του, τήν 2α Ὀκτωβρίου 1988 ὑποσχόμενος: «φυλάττειν αὐτήν ἕως τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου ὅτε παρ᾽ Αὐτοῦ μέλλει ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν»[1].
Στήν Ἱερά Ἐπισκοπή Νιγηρίας κατέστη Ἐπίσκοπος τήν 24η Νοεμβρίου 1997 «οἰκονομικῶς καθιστάμενος ὁμοιοπαθής διδάσκαλος ἐπέχων τόν τοῦ Κυρίου θρόνον… διά τό μή δύνασθαι τήν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν τήν τῆς Θεότητος ὑπενεγκεῖν οὐσίαν»[2]. Μή διαψεύσας ποτέ τάς ἐλπίδας τοῦ χειροτονήσαντος αὐτόν, μακαριστοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κυροῦ Πέτρου τοῦ Ζ´, ἀλλ᾽ ἀναδειχθείς: «δίκαιος καί διακριτικός οἰκονόμος τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος, μιμητής τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος, θείς πολλάκις καί πλειστάκις τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν Προβάτων Αὐτοῦ, ὁδηγός τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτής ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστήρ ἐν κόσμῳ καταρτίσας ἐνδελεχῶς τάς ψυχάς τάς ἐμπιστευθείσας αὐτῷ ἐπί τῆς παρούσης ζωῆς, καί πλέον παρίσταται ἐν τῷ Βήματι Κυρίου ἀκαταισχύντως λαμβάνων τόν μέγαν μισθόν, ὅν ἡτοίμασεν Κύριος τοῖς ἀθλήσασιν ὑπέρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου Του»[3], «ὅτι κατεκόσμησεν ἑαυτόν πάσῃ σεμνότητι καί ἀνέδειξεν ἑαυτόν ἄξιον τοῦ αἰτεῖν τά πρός σωτηρίαν τοῦ λαοῦ αἰτήματα καί ἐπήκουσεν Αὐτοῦ»[4].
Τό ἀνά χεῖρας πόνημα ἀποτελεῖται ἀπό τέσσαρες ἀπομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου, τίς ὁποῖες ἐξεμαίευσε ἡ ἔνζηλος θεολογική διάκρισις τοῦ μουσικολογιωτάτου Ἄρχοντος Δικαιοφύλακος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί διακεκριμένου θεολόγου κ. Παναγιώτου Ἀνδριόπουλου μέσα στό διάστημα τῶν εἰκοσιπέντε ἐτῶν διακονίας αὐτοῦ.
Ἡ ὅλη προσπάθεια ἀποτελεῖ μιά πρώτη ἀπόπειρα ψηλαφήσεως καί σχηματισμοῦ μιᾶς ἁδρῆς σκιαγραφίας τῆς πολυσχιδοῦς προσωπικότητος τοῦ ἐκλιπόντος Ἐπισκόπου καί τοῦ συνεχοῦς, ἐν ἀγάπῃ καί ἀγωνίᾳ, θεολογικοῦ, ἀποστολικοῦ, ἐθνολογικοῦ καί πολιτιστικοῦ πλουτισμοῦ του μέσα ἀπό προσωπικές θυσίες καί ἔρευνες ἐπί τοῦ πεδίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρικανική Ἤπειρο.
Ὁ Νιγηρίας Ἀλέξανδρος διεκρίνετο ἀπό μιά ἔμφυτη εὐγένεια, μιά ἀνεξάντλητη ἀγάπη γιά τόν «πλησίον» καί τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς του, μιά βαθειά θεολογική κατάρτισι στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί μιά ὀπτική καί διακριτική εὐχέρεια αὐτή ἡ θεολογία νά ἀνταποκρίνεται στό φευγαλέο παρόν τοῦ σήμερα ἀλλά καί νά ἀντέχει τό ἐγγύς καί τό μακράν τοῦ μέλλοντος.
Ἄνθρωπος πολλῶν δυνατοτήτων «ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς του καί ἐκ τῆς συγγενείας του καί ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός του» (Πρβλ. Γεν. 12, 1), καί ἐβάδισε θαρραλέα σέ ξένη γῆ (terra incognita) δοκιμάζων καί δοκιμαζόμενος ἀπό τήν τοῦ Κυρίου παραίνεσι-ἐντολή-προτροπή: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μτ. 28, 19-20). Ἡ πορεία αὐτή ἦταν ἐξ ἀρχῆς μιά «σχολική μαθητεία» κι ὁ μακαριστός Ἀλέξανδρος δέν μαθήτευσε μόνον ἀλλά ἐσπούδασε τόν «πλησίον» Ἀφρικανό συνάνθρωπο.
Οἱ συνεντεύξεις αὐτές ἰχνογραφοῦν αὐτήν τήν πορεία καί ὁ ἀναγνώστης θά διαπιστώσῃ αὐτήν τήν ὡρίμανσι στήν σκέψι, στόν λόγο, στήν ἔκφρασι, στήν μετατόπισι τοῦ κέντρου ἐνδιαφέροντος, στόν τρόπο ἐνσκήψεως καί μελέτης, στήν συνεχῆ ἀποκάλυψι τοῦ συγκεκαλυμμένου (ἀπό προπαγανδιστικά ἀποικιοκρατικά καί «νέο-ἀποικιοκρατικά» πέπλα) ἀφρικανικοῦ κόσμου. Συγχρόνως, θά διαπιστώσῃ, ἀπό πρόσφατες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ὅτι ὁ μακαριστός Νιγηρίας Ἀλέξανδρος εἶχε διανύσει ἀπόστασι παρασαγγῶν ἀπό συνοδοιπόρους του στό Ἀφρικανικό γεώργιον καί ἐβίωνε τήν «μοναξιά τοῦ προφήτου» ἐν σιωπῇ καί ἀκραίᾳ ὑπομονῇ ὅτι, «Κύριος εἰς αὐτόν ἀπεκάλυψεν, αὐτόν ἀπέστειλεν καί μετά ταῦτα… ἐσιώπησεν σιωπήν μεγάλην».
Ὑπ᾽ αὐτάς τάς παρατηρήσεις παραδίδεται τό παρόν «Ἀφρικανικόν Συναγωγικόν» τῆς διαρκοῦς ἀδολεσχίας τοῦ μακαριστοῦ Ἀλεξάνδρου, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἀνθ᾽ ὧν ἐμόγησεν, ἐν ἀγάπῃ, διά τήν ἑαυτοῦ καί τῆς τοῦ πλησίον σωτηρίας «ποτέ ἐκ τοῦ χρέους μή κινῶν»[5].
Μετ᾽ ἀνεξαντλήτου σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης δι᾽ ὅσα, ἐν κοινωνίᾳ, ἔμαθον παρ᾽ αὐτοῦ,
ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Καμερούν Γρηγόριος
[1] . Πρβλ. «Τάξις ἐπί Χειροτονίᾳ Πρεσβυτέρου», Εὐχολόγιον τό Μέγα, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τοῦ Φοίνικος, Βενετία, 1891, σ. 165.
[2] . Πρβλ. «Τάξις ἐπί Χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου», ἔνθ. ἀν., σ. 168.
[3] . Πρβλ. «Τάξις ἐπί Χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου», ἔνθ. ἀν., σ. 168.
[4] . Πρβλ. «Τάξις ἐπί Χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου», ἔνθ. ἀν., σ. 167.
[5] . Πρβλ. Κ. Π. Καβάφη, «Θερμοπύλες».