Μαρία Δήμου, Εκπαιδευτικός
Οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης αποτελούν την αφορμή για τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού Ρωμιών στις εκκλησίες της Πόλης. Κι όταν σ’ αυτούς προστίθενται και οι επισκέπτες κυρίως από την Ελλάδα οι εκκλησίες θυμίζουν άλλες εποχές. Η συγκέντρωση αυτή δεν έχει αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι η ανάγκη να υπάρχει ένα σημείο αναφοράς για να μπορούν οι άνθρωποι της Ομογένειας να αναπτύξουν σχέσεις ενότητας και δημιουργίας κοινής ταυτότητας.
Κι αν οι περισσότεροι προτιμούν τους μεγάλους και πιο γνωστούς ναούς, όπως την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή την Αγία Τριάδα στο Πέρα ή τον Ταξιάρχη στο Μέγα Ρεύμα, υπάρχουν κι άλλες μικρότερες, σε πιο απομακρυσμένες γειτονιές, λιγότερο γνωστές εκκλησιές που όμως κρύβουν μακρά παρουσία στην ιστορία της Πόλης, ιστορία αιώνων. Κι αυτές οι εκκλησίες είναι κυρίως στην ιστορική χερσόνησο, είτε από τη μεριά της Θάλασσας του Μαρμαρά είτε στην ακτή του Κεράτιου κόλπου. Εκκλησίες συνήθως χαμηλές, χωρίς τρούλο και μεγάλα καμπαναριά καθώς οι περισσότερες είναι χτισμένες πριν από τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 19ου αι. Είναι χτισμένες πάνω σε θεμέλια βυζαντινά και αποτελούν απόδειξη της αδιάλειπτης ρωμαίικης παρουσίας στην πόλη των πόλεων. Σαν κόμποι στη σειρά σε κομποσχοίνι που απλώνεται και τυλίγει το ιστορικό κέντρο, ανεβοκατεβαίνει τους 7 λόφους κι ακολουθεί την πορεία των τειχών, χερσαίων και θαλάσσιων, οι εκκλησίες αυτές παραμένουν πολλές φορές αθέατες για τον περιπατητή. Εξάλλου οι περισσότερες βρίσκονται σε γειτονιές υποβαθμισμένες, που δύσκολα ο απλός επισκέπτης θα χωθεί στα σοκάκια τους. Από το Τζιμπαλί και το Μουχλί, το Βλαχ-Σαράι και τον Αντιφωνητή, το Μπαλίνο και την Ξυλόπορτα, τη Βλαχέρνα και την Χατζαριώτισσα, την Παναγία της Σούδας και των Ουρανών μέχρι της Παναγία Ελπίδα και τα Έξι Μάρμαρα η ιστορία αιώνων στέκει ζωντανή αν και λαβωμένη.
Στον τελευταίο «κόμπο» αυτού του σχοινιού που καταλήγει στο πρόσφατα ανασκαμμένο λιμάνι του Θεοδοσίου τελέσθηκε και φέτος η τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού τη μέρα των Θεοφανίων. Σ’ αυτήν την εκκλησία με το περίεργο όνομα, Παναγία Γοργοεπήκοος των Έξι Μαρμάρων ή απλά Εξ Μάρμαρα, όπως αγαπούν να την αποκαλούν οι Ρωμιοί, επέλεξα φέτος να πάω για το κλείσιμο του 12ημέρου. Σάββατο πρωί κι οι δρόμοι ανοιχτοί έφτασα γρήγορα κι εύκολα με το λεωφορείο της γραμμής μπροστά στο ναό. Ο κόσμος ακόμα λιγοστός. Οι περισσότεροι εξάλλου έρχονται εδώ από άλλες γειτονικές περιοχές. Δεν έχει μείνει καμιά ρωμαίικη οικογένεια στα στενά όρια αυτής της συνοικίας. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τις εφοροεπιτροπές να φροντίζουν, να καλλωπίζουν και να συντηρούν κι αυτούς τους απομακρυσμένους ναούς.
Λιτός διάκοσμος χωρίς τον πλούτο των μεγάλων εκκλησιών η Παναγία των Έξι Μαρμάρων έχει την ταπεινότητα που της ταιριάζει. Σ’ αυτήν τη γειτονιά μεταφέρθηκαν οι πιστοί του Αρείου για να είναι μακριά από το κέντρο της Βασιλεύουσας αλλά και κάτοικοι της Σαμοθράκης. Τότε που ακόμα τα όρια της Πόλης τα όριζε το τείχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου κι εδώ βρισκόταν οι στήλες με τις προτομές των αυτοκρατόρων. Από εδώ πηγάζει και το όνομα του ναού, που αρχικά ήταν «Έξω από τους Κίονες». Με τα χρόνια η λέξη «κίονες» αντικαταστάθηκε από τη λέξη «μάρμαρα» και με παραφθορά φτάσαμε από το «έξω» στο «έξι» και η περιοχή να λέγεται Έξ Μάρμαρα. Ακόμα και οι Τούρκοι μετέφρασαν επ’ ακριβώς αυτήν την ονομασία και αποκαλούν την περιοχή και τον ναό Altımermer (Έξι Μάρμαρα).
Όσο η ώρα περνούσε η εκκλησία γέμιζε κόσμο. Άλλοι από τα Ψωμαθιά, άλλοι από το Επταπύργιο, άλλοι από το Κοντοσκάλι κι άλλοι από τη Βλάγκα ερχόντουσαν για να τιμήσουν τη μέρα των Θεοφανίων. Με το πέρας της λειτουργίας όλοι επιβιβαστήκαμε στα μικρά λεωφοριάκια που περίμεναν στην είσοδο για τη μετάβασή μας στην παραλία. Καθώς όμως στον καινούριο παραλιακό δρόμο με τα πολλά ρεύματα κυκλοφορίας, που οδηγούν και στο υποθαλάσσιο τούνελ του Βοσπόρου, δεν υπάρχει στο σημείο εκείνο διασταύρωση και πέρασμα για απέναντι στην ακτή, μια μικρή βόλτα μέχρι το Yedikule με τη συνοδεία αστυνομικής δύναμης, που έκανε εύκολη τη διέλευσή μας, ήταν σαν ένα δώρο αυτήν την λαμπερή χειμωνιάτικη μέρα. Εξάλλου η θέα των καραβιών που περιμένουν αρόδο στη θάλασσα του Μαρμαρά για να περάσουν από το Βόσπορο στη Μαύρη θάλασσα είναι πάντα μοναδική.
Ο χώρος για την τελετή είχε ετοιμαστεί από το Δήμο του Φατίχ κι όλα ήταν έτοιμα όταν φτάσαμε. Η εξέδρα, το στέγαστρο, η μεγαφωνική εγκατάσταση αλλά κι ο απαραίτητος έλεγχος ασφάλειας για όσους θα έμπαιναν στον συγκεκριμένο χώρο.
Όλα ήταν έτοιμα και τα νέα παιδιά πάνω στη βάρκα περίμεναν το «Εν Ιορδάνη…» για την καθιερωμένη βουτιά στα παγωμένα νερά. Και δεν ήταν μόνο οι Ρωμιοί που παρακολουθούσαν με συγκίνηση το γεγονός. Αξιωματούχοι και τοπικοί άρχοντες από τον Μητροπολιτικό Δήμο της Πόλης, τους τοπικούς Δήμους αλλά κι εκπρόσωποι πολιτιστικών φορέων της περιοχής τίμησαν την Ρωμαίικη Κοινότητα με την παρουσία τους. Αλλά κι Αρμένιοι που μόλις είχαν βγει από τη δική τους εκκλησία μετά την απόλυση της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας τους, λαμπροντυμένοι και γιορτινοί ήρθαν να μοιραστούν τη χαρά των Ρωμιών συμπολιτών τους.
Κι αν όλα αυτά φαίνονται συνηθισμένα και χωρίς κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα σε μερικούς, για κάποιους άλλους οι στιγμές αυτές ξεπερνούν τις απλές θρησκευτικές τελετές. Για κάποιους ξυπνούν μνήμες, για άλλους ζωντανεύουν στιγμές, για μερικούς έχουν το βάρος της ιστορίας. Εδώ μπροστά στα τείχη που έχτισε ο Θεοδόσιος κι απέτρεψαν εισβολείς και πολιορκητές, που κράτησαν όρθια για χίλια χρόνια τη Βασιλεύουσα η ιστορία είναι ζωντανή. Εδώ σ’ αυτά τα χώματα ήταν το μεγάλο λιμάνι του Θεοδοσίου κι εδώ έφταναν οι γαλέρες και οι φελούκες φορτωμένες με εμπορεύματα κι όλα τα αγαθά από κάθε μεριά της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Αλλά και οι δρόμονες και οι χελάνδιοι μετά από κάθε εκστρατεία ή αμυντική εξόρμηση. Εδώ πιο κάτω είναι το παλάτι του Βουκολέοντα με τα μαρμάρινα κουφώματα των παραθύρων του να θυμίζουν την αίγλη των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Και πίσω από όλα αυτά να απλώνεται η Πόλη, η Κωνσταντινούπολη, η Κωνσταντίνιε και η Ιστανμπούλ, λόφοι κυματιστοί, αλλεπάλληλοι, μοναδικοί.