16.4 C
Athens
Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο στόχαστρο

Δρ. Ντιλιάν Νικόλτσεφ, Καθηγητής Κανονικού Δικαίου στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας «Αγ. Κλήμης της Αχρίδας»

Τι αποκαλύπτουν βουλγαρικά αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του 1960 και 1970 για τα ρωσικά σχέδια.

Τα δραστικά μέτρα των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα δολοφονίες ή απόπειρες δολοφονιών, ακόμη και εντός του βουλγαρικού εδάφους[1], καθώς και η αποκάλυψη εγγράφων από την Επιτροπή Φακέλων αναφορικά με την «Πρώτη Κεντρική Διοίκηση» της «Κρατικής Ασφάλειας» για την χρήση παρόμοιων μεθόδων προς την επίτευξη διάφορων στόχων της τότε κομμουνιστικής εξουσίας στη χώρα μας, καθώς και εναντίον «στόχων» εκτός της βουλγαρικής επικράτειας, με παρακίνησαν στην έρευνα ενός θέματος, το οποίο συνδέει εμμέσως το παρελθόν με το παρόν στο πλαίσιο της ιστορικής μνήμης για τα πεπραγμένα του κομμουνιστικού ολοκληρωτικού καθεστώτος και την επανεμφάνιση παρόμοιων δράσεων στην Βουλγαρία σήμερα αλλά και παγκοσμίως.[2]

Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται στα σχέδια της βουλγαρικής Κρατικής Ασφάλειας στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 αναφορικά με την διεξαγωγή «οξέων συμβάντων» κατά των ιδιοκτησιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Τουρκία. Ωστόσο, για να καταστεί κατανοητός ο σκοπός των εν λόγω σχεδίων, θα αναφερθούμε και σε άλλες «ειδικές ενέργειες» που προετοίμαζαν οι κομμουνιστικές μυστικές υπηρεσίες, όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και στην Ελλάδα –δυο χώρες που ανήκαν από τότε στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ και για τις οποίες η Κα-Γκε-Μπε εκδήλωνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κατευθύνοντας εναντίον τους τις μυστικές υπηρεσίες της Βουλγαρίας που δρούσαν στο εξωτερικό.

***

Στα τέλη του 2017, η Επιτροπή για την Δημοσιοποίηση των Φακέλων (ΕΠΔΦ) και την υπαγωγή των Βουλγάρων πολιτών στις υπηρεσίες της Κρατικής Ασφάλειας και του Βουλγαρικού Λαϊκού Στρατού δημοσίευσε έναν ακόμη συλλογικό τόμο (αρ. 43) με θεματικό τίτλο «Κρατική Ασφάλεια και Θρησκευτικές κοινότητες. Μέρος I: Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας (1944-1991)»[3]. Στις 13 Μαρτίου 2018 ο τόμος παρουσιάστηκε επίσημα στην αίθουσα «Ευρώπη» του Πανεπιστημίου του Βέλικο Τύρνοβο «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος». Ως συντονιστής της εν λόγω εκδήλωσης, τόνισα ότι, αν και ασχολούμαι εδώ και πολλά χρόνια με τα ζητήματα της Κρατικής Ασφάλειας στο πλαίσιο των σχέσεών της με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας, δύο έγγραφα του τόμου μού προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση –πρόκειται για τα σχέδια της Κρατικής Ασφάλειας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για την πραγματοποίηση «δραστικού μέτρου» στην Κωνσταντινούπολη, με στόχο την πυρπόληση των εγκαταστάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην διευρυμένη εκδοχή του συλλογικού τόμου[4] η Επιτροπή δημοσίευσε αρκετά ακόμη έγγραφα σχετικά με το ίδιο ζήτημα, τα οποία μου προκάλεσαν το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα όχι μόνο της προαναφερθείσας στοχευμένης ενέργειας της Υπηρεσίας 7 (Πρώτη Κεντρική Διοίκηση) της Κρατικής Ασφάλειας, αλλά και όλα τα σχέδια της κομμουνιστικής υπηρεσίας σχετικά με υπονομευτικές δράσεις στο εξωτερικό εναντίον αλληλοσχετιζόμενων στόχων –με διάφορους τρόπους– με την Ορθόδοξη Εκκλησία για την ολοκλήρωση ενός «πανορθόδοξου» προγράμματος.

Απ’ την αρχή της έρευνάς μου επί του ζητήματος με εξέπληξε το ακόλουθο: αποδείχθηκε ότι είχε ήδη δημοσιευθεί το 2010 η υπόθεση  σχετικά με την πρόθεση της Κρατικής Ασφάλειας– ως επιχείρηση της «Υπηρεσίας 7» (Πρώτη Κεντρική Διοίκηση) με την κωδική ονομασία «Σταυρός»-– να πυρπολήσει το κτίριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συγγραφέας της εν λόγω δημοσίευσης με τίτλο «Τμήμα Δολοφονιών: Η Κρυφή Ιστορία της μυστικής Υπηρεσίας 7 ιδρυθείσης το 1963» είναι η Αλεξένια Ντιμίτροβα Κούρτεβα[5]. Μολονότι η συγγραφέας προβαίνει σε μια σύντομη αναφορά στην επιχείρηση «Σταυρός», η αξία της έρευνάς της έγκειται στο γεγονός ότι το ζήτημα του σχεδίου όσον αφορά τον εμπρησμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχετίζεται με ένα μεγαλύτερο και ευρύτερο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας 7 κατά την εξεταζόμενη περίοδο, συμπεριλαμβανομένων όλων των υπονομευτικών ενεργειών που σχεδίασε και πραγματοποίησε η εν λόγω ειδική μονάδα σαμποτάζ.[6]

***

Ως εισαγωγή στο θέμα μας, θα παρουσιάσω εν συντομία ορισμένες πληροφορίες  σχετικά με την Υπηρεσία 7 της Κρατικής Ασφάλειας. Το μυστικό τμήμα «οξέων ενεργειών» ιδρύθηκε ως άκρως απόρρητη μονάδα πιθανότατα στα μέσα του 1963, καθώς και ως ανεξάρτητο γραφείο εντός της διοίκησης με αρχικό προσωπικό τεσσάρων ατόμων.[7] Το 1966 υπήρχαν ήδη επτά επιχειρησιακοί πράκτορες, ενώ «το 1968 η υπηρεσία ανεξαρτητοποιήθηκε με την σύσταση του Τμήματος και συνέχισε να υφίσταται ως υπηρεσία για την προετοιμασία και διεξαγωγή ειδικών και οξέων ενεργειών. Η διεύθυνση της οργάνωσης συστήθηκε ως τμήμα της Μονάδας VII, με προσωπικό 7 πρακτόρων.[8] Στις 30 Δεκεμβρίου 1969, προτάθηκε ο διαχωρισμός του Τμήματος VIII και η συγκρότηση του Τμήματος III – «Ειδικών και Οξέων Ενεργειών» [9]. Από την 1η Ιανουαρίου 1966, η μυστική μονάδα είχε 6 επιχειρησιακούς πράκτορες, 29 πράκτορες, και έμπιστα πρόσωπα. Έως το 1967 η μυστική οργάνωση είχε 39 πράκτορες.[10] Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Υπηρεσία 7» ήταν τόσο μυστική που σε μια έκθεση με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1964, ο επικεφαλής συνταγματάρχης Πέτκο Κοβάτσεφ υπογραμμίζει: «Τα καθήκοντα της 7ης Υπηρεσίας δεν τα έχει υπόψη του κανένα άλλο γραφείο της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας, ούτε άλλος φορέας».[11] Οι δραστηριότητες της Υπηρεσίας 7 τελούσαν υπό τη μόνιμη επίβλεψη της «αρμόδιας μονάδας της Κα-Γκε-Μπε». Κατά την διεξαγωγή των οξέων ενεργειών της, την συμβούλευαν ειδικοί της σοβιετικής υπηρεσίας. Εκτός από τις κατάλληλες συστάσεις οι «σοβιετικοί σύντροφοι» προμήθευαν «πιστόλια με σιγαστήρα», «εκρηκτικούς μηχανισμούς μικρού διαμετρήματος μεγάλης καταστροφικής ισχύος», και διάφορους τύπους χημικών δηλητηριωδών ουσιών.[12] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του σχεδιασμού των οξέων ενεργειών για το 1966, το 1965 η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση απηύθυνε στον απεσταλμένο ειδικό της Κα-Γκε-Μπε για τις «υγρές εντολές»[13] Κριστοφόρ Γκεοργκίεβιτς Αγκανεσιάν τα ακόλουθα ερωτήματα: 

«Ποια χημικά μέσα μπορούμε να λάβουμε υπόψη κατά την σχεδίαση διαφορετικών ενεργειών για την εκτέλεση αποστολών, τόσο εναντίον στόχων σε καιρό πολέμου, όσο και κατά την διεξαγωγή ενεργειών σε καιρό ειρήνης

Π.χ. υφίστανται τα εξής:

1. Άγευστο, άχρωμο, άοσμο δηλητήριο, αργής δράσης.

2. Αναισθητικός παράγοντας, ο οποίος δεν θανατώνει ακόμη και σε μεγάλες δόσεις.

3. Χημικός παράγοντας του οποίου οι αναθυμιάσεις είναι άχρωμες, άοσμες και δεν δηλητηριάζουν

4. Χημικός παράγοντας του οποίου οι αναθυμιάσεις είναι άχρωμες, άοσμες, και αναισθητοποιούν

5. Χημικός παράγοντας σε μορφή σκόνης, ο οποίος σε επαφή με τον αέρα η αναμεμειγμένος με άλλον παράγοντα, μετά από την πάροδο χρόνου αυταναφλέγεται ή εκρήγνυται.

6. Ιδιαίτερα εύφλεκτα μείγματα.

7 Χαρτί που εκρήγνυται.

8. Άκρως δηλητηριώδη υγρά και ατμώδεις ουσίες τοπικής δράσης –σε καθορισμένη περιοχή.

9. Χημικός παράγοντας που εξαφανίζει την αίσθηση της όσφρησης εκπαιδευμένου σκύλου στον εντοπισμό… κ.λπ.».[14]

Κατά την ίδια περίοδο η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση συγκρότησε ομάδες αναγνώρισης και σαμποτάζ για να «δραστηριοποιηθούν» στα μετόπισθεν του εχθρού «σε μια καθορισμένη περίοδο». Η κύρια οργάνωση για πιθανές μελλοντικές ενέργειες των εν λόγω αναγνωριστικών ομάδων ανατέθηκε στην Υπηρεσία 7[15]. Ζητήθηκε επίσης η αρωγή των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.[16] Όσον αφορά τους πολεμικούς στόχους στις περιοχές της Τουρκίας, προβλέφθηκε η συλλογή και συγκεφαλαίωση «υλικού για τους σημαντικότερους στόχους στις περιοχές της Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης, των Αδάνων, της Σμύρνης, του Εσκισεχίρ, του Μπαλακσεχίρ, του Καϊσερί, του Ικονίου, της Προύσας, του Ανταπαζαρί, του Αφιόν Καραχισάρ, του Μπουρντούρ, της Ισπάρτα κ.λπ.» Επιπλέον, αναφέρεται «η συλλογική υλικού και η μελέτη των ευάλωτων σημείων» των στόχων της «σιδηροδρομικής Οδού Κωνσταντινούπολης–Άγκυρας» της «Σιδηροδρομικής Οδού Άγκυρας–Καρακκαλέ, Τσανκάρ», των «αυτοκινητοδρόμων Κωνσταντινούπολη-Άγκυρα, Άγκυρα–Άδανα, Εσκισεχίρ και άλλων αυτοκινητοδρόμων που ξεκινούν από την Άγκυρα και οδηγούν προς διάφορες κατευθύνσεις», καθώς και «η γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή της Άγκυρας», κ.λπ.[17]

Παράλληλα, όσον αφορά την Ελλάδα, η Υπηρεσία 7 ξεκίνησε «τον εντοπισμό και την έρευνα περιοχών και στόχων ενδιαφέροντος για δράση σε περίπτωση πιθανής περίπλοκης κατάστασης στην ελληνική επικράτεια», όπως την έρευνα «στρατιωτικών, οικονομικών, πολιτικών και άλλων σημαντικών τοποθεσιών στις περιοχές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λαμίας, της Λάρισας, της Καβάλας κ.α.». Με στόχο την πραγματοποίηση σαμποτάζ, σχεδιάστηκε η μελέτη «του σιδηροδρομικού δικτύου Αθήνας–Θεσσαλονίκης, των αυτοκινητοδρόμων Αθήνας–Θεσσαλονίκης», «του πετρελαιαγωγού από το λιμάνι της Ελευσίνας και η σύνδεσή του με στόχους που σχετίζονται με το ΝΑΤΟ στην Βόρεια Ελλάδα» (υπό κατασκευή τότε)[18]. Το 1967, η «Υπηρεσία 7» δρομολόγησε τρεις ακόμη υπονομευτικές ενέργειες: η πρώτη είχε την κωδική ονομασία «Προμηθευτής», με στόχο την καταστροφή του πετρελαιαγωγού Αντίκυρα-Σκύδρα, ενώ «για την εν λόγω ενέργεια συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης δύο ειδικές ομάδες των έξι ανδρών η κάθε μια –στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην περιοχή της Κοζάνης-Βόλου». Η δεύτερη ενέργεια με την κωδική ονομασία «Οχυρό», αποσκοπούσε στην καταστροφή των νατοϊκών και αμερικανικών σταθμών Τροπόσφαιρας στην Ελλάδα˙ η τρίτη είχε την κωδική ονομασία «Αψίδα» και αποσκοπούσε στην ανατίναξη της γέφυρας της σιδηροδρομικής γραμμής «Αθήνα-Θεσσαλονίκη» στα Τέμπη[19].

Κατόπιν πρότασης των σοβιετικών υπηρεσιών, η Υπηρεσία 7 άρχισε επίσης να σχεδιάζει την «έρευνα των συνθηκών για την συγκρότηση αντάρτικων ομάδων στην περιοχή Θεσσαλονίκης-Κατερίνης σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής»[20], καθώς και την «έρευνα κατάλληλων συνθηκών για την συγκρότηση αντάρτικων ομάδων στην κωμόπολη Αταλάντη»[21],«έρευνα και μελέτη του υλικού στην περιοχή της Θεσσαλονίκης», «ανάκριση των πρακτόρων “Καραγιάνης”, “Ιβ. Ντιμιτρόφ”, “Θεόφιλος”, “Τανασάρας”» κ.α. σχετικά με την ιστορία του ανταρτοπόλεμου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και τις προϋποθέσεις συγκρότησης παρόμοιας αντίστασης στο μέλλον» καθώς και άλλες ενέργειες. Η εκτέλεση των παραπάνω δράσεων είχε ανατεθεί στον αξιωματικό της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης Α. Ίλτσεβ, με προθεσμία έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1965.[22] Το σχέδιο της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης αναφορικά με την συγκρότηση αντάρτικων μονάδων στην Ελλάδα εγκαταλείφθηκε το επόμενο έτος, το 1966. Προεβλέπετο η «κατάρτιση σχεδίων και η επιχειρησιακή εκπαίδευση των ακόλουθων πρακτόρων: «Ιβ. Ντιμιτρόφ», «Τανασάρας», «Θεόφιλος» «Καραγιάννης» και «Ιβάν, Ιβάνοβι», οι οποίοι θα χρησιμοποιούνταν, αν εκρίνετο αναγκαίο, στον σχηματισμό ανταρτικών ομάδων στο ελληνικό έδαφος, ενώ οι ίδιοι θα χρησιμοποιούνταν «και για τον έλεγχο Ελλήνων πρακτόρων που επισκέπτονται την χώρα μας».[23] Στον υπάλληλο της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης Ντερέμπεφ ανατέθηκαν τα ακόλουθα καθήκοντα για το ίδιο έτος (1965): «Ο εντοπισμός των πλέον κατάλληλων και ευάλωτων σημείων της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας-Θεσσαλονίκης και των περιοχών γύρω απ’ αυτήν. Για τον σκοπό αυτό οι επιχειρησιακοί πράκτορες θα πρέπει να πραγματοποιήσουν αρκετές επισκέψεις στην περιοχή με σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. [Απ’ το σημείο αυτό και παρακάτω τα ακόλουθα έχουν μονογραφηθεί χειρογράφως: «Η παραμονή απέδωσε δύο στόχους. Δώσαμε οδηγίες για τη μελέτη τους. Έχουν επίσης ληφθεί δεδομένα για έναν πετρελαιαγωγό…».]· «Να μελετηθεί η κατάσταση στην εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης και να επιλεγούν οι πιο κατάλληλες και ευάλωτες τοποθεσίες για την διενέργεια επιχειρήσεων αναγνώρισης και σαμποτάζ, αν χρειαστεί»· «Ταυτόχρονα με τη μελέτη της κατάστασης των τοποθεσιών, να επιλεγούν τα κατάλληλα άτομα, εκ των οποίων μετά από την σχετική έρευνα θα προσληφθούν πράκτορες για την εκτέλεση επιμέρους καθηκόντων ανάλογα με τις ανάγκες»· «Να συνεχιστεί η επαφή με το πρόσωπο Γεώργιος Ντζιουβάρος/Γιουβάρος/ από τον Πλαταμώνα περιοχή Κατερίνη, καθώς και η έρευνά του για να ελεγχθεί αν είναι κατάλληλος να στρατολογηθεί ως πράκτορας».[24]

Εκτός από αυτά τα σχέδια, μέχρι το 1972 η «Υπηρεσία 7» εργαζόταν σε 10 υποθέσεις με στόχο την εξολόθρευση, απαγωγή ή την υπονόμευση των ομογενών μας [σσ: εννοεί των Βουλγάρων ομογενών] στην Βρετανία, Δανία, Ιταλία, Τουρκία, Γαλλία, Αιθιοπία, και Σουηδία.  Οι πρώτοι σχεδιασμοί με τις κατάλληλες κωδικές ονομασίες κατατέθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου 1964.[25] Μια δήλωση του Υπουργού Εσωτερικών, στρατηγού Ντίκο Ντίκοφ, σχετικά με τις εργασίες του Τμήματος VIII την 1η Ιουλίου 1970, απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ψυχολογική κατάσταση της ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών και της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης αναφορικά με την διεξαγωγή «οξέων» ενεργειών στο εξωτερικό: «Όταν επαινούμε το τμήμα, θα πρέπει να επαινέσουμε επίσης και τους συντρόφους που μας βοήθησαν, οι οποίοι πρότειναν ένα μεγάλο μέρος των ενεργειών, ενώ ένα άλλο μέρος συντονίστηκε μαζί τους. Αναφέρομαι στους σοβιετικούς συντρόφους. Πρόκειται για μια μεγάλη βοήθεια. Πραγματοποιούμε αυτές τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο συνεργασίας. Νομίζω ότι υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει το τμήμα δραστικών μέτρων: Πρέπει να διεξάγουμε πιο οξείες ενέργειες». Αναφερόμενος στον Βούλγαρο εμιγκρέ Μπλάγκο Στεφάνοφ, ο υπουργός παρέχει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για το πώς πρέπει να ενεργεί το υπουργείο σε καιρό ειρήνης: «Ο Μπλάγκο Στεφάνοφ πρέπει να εκτελεστεί. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται να είναι σκοτεινή και βρώμικη δουλειά, αλλά για εμάς αποτελεί έναν ευγενή στόχο. Οι εργαζόμενοι σε αυτόν τον τομέα δεν δείχνουν αρκετή δραστηριότητα και πρωτοβουλία. Προφανώς φοβάστε να εμπλακείτε. Πρέπει να βρεθούν άνθρωποι που θα ασχοληθούν και θα φέρουν την δουλειά εις πέρας»[26]. Την ίδια χρονιά ανατέθηκε στον αξιωματικό Ηλία Κράστεφ να συλλέξει πρόσθετα στοιχεία για την «γέφυρα επί της εθνικής οδού και της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης στην τοποθεσία των Τεμπών κοντά στη Λάρισα» καθώς και για «τον πετρελαιαγωγό Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ο οποίος βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή και θα τροφοδοτεί σχεδόν όλες τις αεροπορικές βάσεις του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα»[27].

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι δραστηριότητες της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας στρέφονταν κυρίως εναντίον της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ –Τουρκία, Ελλάδα και Ιταλία, και ακόμη πιο συγκεκριμένα κατά των νοτιοανατολικών εδαφών του ΝΑΤΟ. Τα έτη 1968 και 1969 οι εργασίες κατά της Τουρκίας και της Ελλάδας αποτέλεσαν προτεραιότητα. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας, η οποία είναι η κύρια δύναμη στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.[28] Η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση άρχισε την προετοιμασία ενεργών μέτρων εναντίον της, τα οποία ήταν σύμφωνα με τις συστάσεις που παρείχε η Κα-Γκε-Μπε. Σύμφωνα με την Κα-Γκε-Μπε, η κύρια αποστολή της βουλγαρικής αντικατασκοπείας εξωτερικού όσον αφορά την Τουρκία ήταν η αποδυνάμωση των δεσμών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, καθώς και η «επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, προκείμενου να αναστατωθεί η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ»[29]. Εκτός από υπονομευτικά μέτρα αναφορικά με την Τουρκία και την Ελλάδα, η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση προέβλεπε την εφαρμογή επιχειρησιακής παραπληροφόρησης μέσω μιας ειδικής επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Μοχθηρία» με πολλαπλά ενεργά μέτρα[30].

***

Από τις διασωθείσες πληροφορίες των αρχείων του Όγδοου Τμήματος της Πρώτης Κεντρικής Διεύθυνσης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το 1967 ήταν το έτος κατά το οποίο η Κρατική Ασφάλεια άρχισε για πρώτη φορά να σχεδιάζει την εφαρμογή οξέων μέτρων κατά χωρών που σχετίζονται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην επικράτεια τους Τουρκίας. Ένα έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε στα τέλη του 1967 και σχετικά με την προετοιμασία για την εφαρμογή ειδικών μέτρων το έτος 1968, αναφέρει τα εξής: «Εν μέσω της μεγάλης διαμάχης για το Κυπριακό, η τουρκική και η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλαν πρόσφατα μεγάλες προσπάθειες για την επίτευξη συνεννόησης σε ορισμένα ζητήματα. Η μακρά ιστορία της ανθελληνικής προπαγάνδας στην Τουρκία, ωστόσο, έχει υποδαυλίσει ένα διαρκές ανθελληνικό αίσθημα σε πλατιά τμήματα του τουρκικού πληθυσμού. Η εν λόγω συγκυρία μας δίνει την ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε ενέργειες στην Τουρκία με ανθελληνική χροιά με σκοπό την ενθάρρυνση ανθελληνικών αντιδράσεων, αλλά και να ενισχύσουμε τα αντιτουρκικά αισθήματα στην Ελλάδα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, οι ακόλουθες ενέργειες μπορούν να προετοιμαστούν προς υλοποίηση: «Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ένας Έλληνας πατριάρχης εν ονόματι Γρηγόριος, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους σε μια πύλη το 1821.[31] Από τότε η εν λόγω πύλη παραμένει κλειστή. Να μελετηθεί ο περιβάλλοντας χώρος και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την βεβήλωση της εν λόγω πόρτας, που έχει ανακηρυχθεί ιερός χώρος, με την χρήση εκρηκτικής ή εμπρηστικής ουσίας»[32]. Υπεύθυνος για αυτήν την ενέργεια ορίστηκε ο επιχειρησιακός πράκτορας της Υπηρεσίας 7, Ντ. Ρίσιν[33].

Το ίδιο έγγραφο υποδεικνύει ότι η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση προβλέπει ουσιαστικά τη λήψη πολλών ενεργών μέτρων ταυτόχρονα στην Κωνσταντινούπολη: «Στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται το μεγάλο παντοπωλείο ελληνικών συμφερόντων Ankara Market. Μεταξύ άλλων, πουλάει προϊόντα χοιρινού κρέατος, γεγονός που εκνευρίζει τους φανατικούς Μουσουλμάνους. Να μελετηθεί ο περιβάλλοντας χώρος και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την υπονόμευσή του μέσω ρίψης δύσοσμης χημικής ουσίας στον χώρο καθώς και σε μια από τις ελληνικές εκκλησίες»[34].

 Το 1970-1971 σχεδιάστηκαν και άλλα οξέα μέτρα με σκοπό την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, ωστόσο, εκτός τουρκικού εδάφους: πυρπόληση ή ανατίναξη της οικίας του Μουσείου Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη (με την κωδική ονομασία «Χιξ») και απόπειρα δολοφονίας του πρώην Έλληνα πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο Παρίσι μέσω «ενός βιβλίου, με τοποθετημένο εκρηκτικό μηχανισμό»[35]. Η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση προετοίμασε επίσης υπονομευτικές ενέργειες παρόμοιου επιχειρησιακού χαρακτήρα κατά του εν ενεργεία βασιλιά Κωνσταντίνου (Κωνσταντίνος Β΄ –εν ενεργεία βασιλιάς της Ελλάδας 1964-1973) και κατά του πρώην πρωθυπουργού, Γεωργίου Παπανδρέου.[36]

Το 1968, η Υπηρεσία 7 της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης συνέχισε να σχεδιάζει υπονομευτικές ενέργειες εναντίον εκκλησιαστικών στόχων επί τουρκικού εδάφους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα έγγραφο με ημερομηνία 29 Δεκεμβρίου 1968 του κλάδου «Ελληνοτουρκικές σχέσεις» σχετικά με την Τουρκία στο πλαίσιο της επιχείρησης «Τροία» –«μια ομάδα χωρών που σχετίζονται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις»– προγραμματίζει διάφορες ειδικές ενέργειες στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ των οποίων αναφέρεται ότι «μια ελληνική εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη θα ερευνηθεί διεξοδικά προκειμένου να προετοιμαστεί μια ειδική ενέργεια σχετικά μ’ αυτήν»[37]. Η προθεσμία που είχε οριστεί για την εν λόγω ενέργεια ήταν η 30η Οκτωβρίου 1969, και υπεύθυνος γι’ αυτήν ορίστηκε και πάλι ο επιχειρησιακός πράκτορας Ντ. Ρίσιν[38]. Το έγγραφο συνεχίζεται αναφέροντας τα εξής: «Το Ελληνικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη θα ερευνηθεί διεξοδικά προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες και οι ευκαιρίες για μια ειδική ενέργεια βεβήλωσης. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι δυνατότητες των πρακτόρων «ΣΠΙΡΟ» και «ΦΡΑΝΚΟ» της βάσης μας στο Κάϊρο και του πράκτορα «ΝΙΚΟ» της βάσης μας στην Αθήνα, καθώς και κάποιων άλλων πρακτόρων με βάση την Κύπρο»[39]. Η προθεσμία που έχει οριστεί για την εν λόγω ενέργεια είναι η ίδια με την προηγούμενη και οι Κοβάτσεφ και Ρίσιν έχουν επίσης οριστεί υπεύθυνοι γι’ αυτήν[40].

Λίγους μήνες πριν απ’ αυτό το έγγραφο, τον Μάρτιο του του ίδιου έτος, ο επικεφαλής της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης ετοίμασε οδηγίες για τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας 7, μια από τις οποίες ανέφερε ότι για την επίτευξη του στόχου της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, καθώς και μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών και για την «αποδυνάμωση της θέσης του ΝΑΤΟ στην περιοχή αυτή», ήταν απαραίτητο να ερευνηθούν διάφορες τοποθεσίες στην Τουρκία, μεταξύ των οποίων και η «εκκλησιαστική Σχολή στο νησί Εϊμπελί» (Τουρκικά: Χεϊμπελί Αντά) –η νήσος που είναι γνωστή και στην βουλγάρικη ιστορία ως Χάλκη[41]. Τα έγγραφα της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης για τη μελέτη του στόχου της «ελληνικής εκκλησιαστικής σχολής» δεν αναφέρουν ποια μέτρα θα έπαιρνε η Κρατική Ασφάλεια εναντίον του, αλλά είναι πιθανό ότι οι ενέργειες δεν θα διέφεραν στην επιχειρησιακή τους μορφή από εκείνες που είχαν σχεδιαστεί εναντίον του κτιρίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη[42].

Σε ένα έγγραφο από τα τέλη του 1969 με τίτλο «Προετοιμασία και διεξαγωγή ειδικών επιχειρήσεων επί εχθρικού εδάφους», ένα από τα προγραμματισμένα καθήκοντα του Τμήματος Οξέων Ενεργειών ήταν να «ερευνήσει την κατάσταση εντός και εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό την προετοιμασία μιας ειδικής ενέργειας». Η προθεσμία για την δράση ήταν η 30η Αυγούστου 197 και υπεύθυνος ήταν ο επιχειρησιακός πράκτορας Γκεόργκι Βέλεφ[43].

Μετά την προκαταρκτική έρευνα των εκκλησιαστικών χώρων της Κωνσταντινούπολης και την πρόταση που έγινε στις 10 Νοεμβρίου 1970 από τον αναπληρωτή προϊστάμενο του τμήματος 8 της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας για την προετοιμασία υπονομευτικής ενέργειας στην Κωνσταντινούπολη στις 16 του ίδιου μήνα, ο συνταγματάρχης Π. Κοβάτσεφ υπέγραψε την απόφαση για την έναρξη της επιχείρησης με την ονομασία «Σταυρός» εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου[44]. Το έγγραφο αναφέρει επίσης: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην περιοχή Φανάρι –  Κωνσταντινούπολη αποτελεί πηγή συνεχών πολιτικών διενέξεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Ακόμη και η πιο ασήμαντη και ανοργάνωτη ενέργεια εναντίον του Πατριαρχείου προκαλεί πάντα μια βίαιη αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώσης, η οποία δεν μένει χωρίς ακόμη ισχυρότερη αντίδραση από την τουρκική πλευρά. Σε οποιαδήποτε πολιτική κατάσταση, η πραγματοποίηση μιας υπονομευτικής ενέργειας εκ μέρους μας σ’ αυτό το νευραλγικό σημείο θα συνέβαλε σημαντικά στην επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, σ’ ένα ενδεχόμενο συμβάν, οι ΗΠΑ θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση όσον αφορά την επιλογή της θέσης τους σχετικά με μια πιθανή σύγκρουση. Όποια πλευρά κι αν υποστήριζαν, είτε την τουρκική είτε την ελληνική, ή αν δρούσαν ως μεσολαβητής, κάποια από τις δύο πλευρές θα έμενε δυσαρεστημένη. Η πραγματοποίηση μιας υπονομευτικής ενέργειας στην παρούσα φάση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως δική μας δράση, αλλά ως εκδήλωση ενδιαφερόμενων κύκλων στην Τουρκία ή εξτρεμιστικών στοιχείων»[45]. Το σχέδιο για την πραγματοποίηση της οξείας ενέργειας αναφέρει ότι η διεξαγωγή της συνδέεται με «την πυρπόληση ή απόπειρα πυρπόλησης» ούτως ώστε να «επιδεινωθούν οι σχέσεις μεταξύ Τούρκων, Ελλήνων, και Αμερικανών»[46]. Για την πραγματοποίηση της οξείας δράσης, τέθηκαν οι ακόλουθοι στόχοι: «Να ανατεθεί το έργο λεπτομερούς μελέτης της κατάστασης εντός και πέριξ του χώρου στη βάση μας στην Κωνσταντινούπολη»· «Για την έρευνα του χώρου να συμπεριληφθούν δύο μυστικοί συνεργάτες του τμήματος, οι οποίοι θα αποσταλούν ξεχωριστά στην Κωνσταντινούπολη»· «Να αποσταλεί επιχειρησιακός πράκτορας στην Κωνσταντινούπολη για να γνωρίσει άμεσα τον χώρο και για την οριστική αποσαφήνιση των χώρων με σκοπό τοποθέτηση εμπρηστικών μηχανισμών και τις διαδρομές των μυστικών συνεργατών–εκτελεστών της αποστολής, καθώς και για λήψη περαιτέρω πληροφοριών για την επιχειρησιακή κατάσταση»· «Να επιλεγούν, να μελετηθούν και να προσληφθούν δύο μυστικοί συνεργάτες–εκτελεστές της οξείας ενέργειας. Οι ίδιοι θα χρησιμοποιηθούν και για τη μελέτη των χώρων»· «Οι εκτελεστές να εκπαιδευτούν βάσει ειδικού σχεδίου»· «Υποβολή πρότασης στην ηγεσία της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης για την έγκριση παροχής εμπρηστικών μηχανισμών»· «Να προετοιμαστεί δραστικό συμβάν, το οποίο θα λάβει χώρα μετά από μια οξεία ενέργεια προκειμένου να ενισχυθεί η επίδρασή του και να παραπλανηθεί ο αντίπαλος σχετικά με τους δράστες».[47] Οι προθεσμίες που τέθηκαν για τις επιμέρους εργασίες ήταν μεταξύ 30 Νοεμβρίου 1970 και 15 Νοεμβρίου 1971.[48]

Στις 25 Νοεμβρίου 1970, η Υπηρεσία 7 (του «Κόντοφ») απέστειλε στην βάση της Κωνσταντινούπολης το απόρρητο έγγραφο αριθ. 11, το οποίο ανέφερε ότι ήταν απαραίτητο «να αρχίσει μια πλήρης έρευνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου […] με σκοπό την εκτέλεση μιας ειδικής ενέργειας με στόχο την πυρπόληση, ανατίναξη ή την πρόκληση δυσοσμίας»[49]. Για τον σκοπό αυτό, οι μυστικοί συνεργάτες πρέπει να αποσαφηνίσουν τα ακόλουθα ζητήματα: «1.Ολική εξωτερική και εσωτερική κατάσταση του χώρου –σύνταξη περιγραφής, σχέδιο κι αν είναι δυνατόν λήψη φωτογραφιών. 2.Κατάλληλες τοποθεσίες για μια ειδική δράση εντός ή πέριξ του χώρου. 3.Με ποιου είδους άδεια εισέρχεται κάποιος στον χώρο και ποια είναι η ασφάλειά του. 4.Ποιες είναι οι επιλογές μετακίνησης γύρω και εντός του χώρου. 5.Επιλογές για γρήγορη, κρυφή και μυστική είσοδο και έξοδο από τις εγκαταστάσεις. 6.Εάν τον χώρο τον επισκέπτονται αλλοδαποί, μεμονωμένα ή σε ομάδες και εάν υπάρχει πάντα συνοδός μαζί τους. 7.Σε ποιες θρησκευτικές εορτές λαμβάνουν χώρα θρησκευτικές ακολουθίες με πολλούς επισκέπτες και εάν υπάρχει δυνατότητα για ειδική δράση κατά τις πρωινές ή τις απογευματινές ακολουθίες. 8.Η πιο βολική διαδρομή για τη μετακίνηση προς και από το λιμάνι των ξένων πλοίων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο»[50] .

Στην απόρρητη επιστολή αναφέρεται επίσης: «Η έρευνα πρέπει να διεξαχθεί πολύ προσεκτικά και μυστικά. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, όταν ο έλεγχος επί των επισκεπτών είναι ασθενέστερος, όπως την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου ή τα Χριστούγεννα στις 25 του μηνός. Ενημερώστε μας με αλληλογραφία τι έχει διεκπεραιωθεί και τι είδους δυσκολίες αντιμετωπίστηκαν, ώστε να συνδυάσουμε την έρευνά μας με τα άλλα μας μέσα. Η προθεσμία για την έρευνα του χώρου σύμφωνα με τις δικές σας δυνατότητες είναι η 15.III.1971».[51]

Στις 30 Ιουλίου 1971. Η Πρώτη Κεντρική Διοίκηση της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφαλείας ετοιμάζει σχέδιο για τα καθήκοντα των επιχειρησιακών συνεργατών, τους οποίους θα αποστείλει στην Κωνσταντινούπολη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στους επιχειρησιακούς συνεργάτες σχετίζονται με διάφορες εργασίες, οι οποίες υποτίθεται ότι θα λάβουν χώρα παράλληλα με την επιχείρηση Σταυρός: «για το σχέδιο “Νταμπλ Γιου” (κινηματογράφοι στην Κωνσταντινούπολη) και οι δυνατότητες κηλίδωσής τους»· «δυνατότητα για την επίτευξη επιχείρησης της υπηρεσίας ούτως ώστε να προσληφθούν υπάλληλοι με σκοπό την πυρπόληση ή την ανατίναξή του»· εντοπισμός «κατάλληλων χώρων και τοποθεσιών στην Κωνσταντινούπολη, τουρκικών ή ελληνικών, των οποίων η πυρπόληση ή η ανατίναξη θα προκαλούσε εσωτερική πολιτική αναταραχή και επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας»· «να ερευνηθεί η τοποθεσία της κατοικίας όπου είναι εγκατεστημένο το υποκείμενο «Καρακούς»[52] και ο τόπος εργασίας του, προκειμένου να διαπιστωθεί η δυνατότητα διενέργειας οξέος συμβάντος». Ο σκοπός του εν λόγω σχεδίου που ανατέθηκε στον επιχειρησιακό πράκτορα είναι ο εξής: «Η αποκόμιση προσωπικών εντυπώσεων σχετικά με την επιχείρηση Σταυρός–Οικουμενικό Πατριαρχείο και δυνατότητες πυρπόλησης ή ανατίναξής του». Τα σχετιζόμενα καθήκοντα των διαφόρων επιχειρήσεων εντός του ίδιου σχεδίου είναι τα εξής: «η επί τόπου εξοικείωση με την επιχειρησιακή κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη – Τουρκία»· «η απόκτηση προσωπικών εντυπώσεων σχετικά με τις τοποθεσίες»· «η μελέτη των διαδρομών για τη μετακίνηση των μυστικών συνεργατών από το λιμάνι για ξένα πλοία προς τις τοποθεσίες»· «η αγορά χαρτών, οδηγών, ατλάντων και σχεδίων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία χρειάζονται για τις επιχειρησιακές μας εργασίες».[53]

Από μια έκθεση (με ημερομηνία 30 Ιουλίου 1971) του συνταγματάρχη Ντίμο Στανκόφ «επικεφαλής του Τμήματος VII), προς τον επικεφαλής της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας σχετικά με την αποστολή του επιχειρησιακού πράκτορα Κίριλ Κουζμάνοφ Φιλίποφ στην Κωνσταντινούπολη», καθίσταται επίσης σαφές ποιος ήταν ο επιχειρησιακός πράκτορας που στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη: ο ταγματάρχης Κίριλ Κουζμάνοφ Φιλίποφ. Η σύζυγός του «εργαζόταν στην Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού–Εξωτερικές Οικονομικές Σχέσεις , ως ανώτερη ειδικός. Είναι μέλος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος». Προβλέφθηκε να επισκεφθούν οι δυο τους την Κωνσταντινούπολη ως τουρίστες και να μείνουν «στην κατοικία του επιχειρησιακού πράκτορα Ιβάν Τσόλοφ, ο οποίος έχει ως αποστολή την έρευνα των χώρων του ‘Σταυρός’ και του ‘Ντάμπλ Γιου’», και ασφαλώς θα κινούντο μαζί. Ο επιχειρησιακός πράκτορας Φιλίποφ θα συστηνόταν ως ξάδελφός του». [54]

Ένα μήνα αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1971, ο επιχειρησιακός πράκτορας Φιλίποφ, ο οποίος είχε σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, ανέφερε την ολοκλήρωση των καθηκόντων του. Στην έκθεσή του δήλωσε ότι για την περίοδο από τις 20 Αυγούστου έως τις 29 Αυγούστου «υπό την κάλυψη του τουρίστα» προέβη σε παρακολούθηση διαφόρων τοποθεσιών μαζί με την σύζυγό του, σημειώνοντας τις προσωπικές του εντυπώσεις σχετικά με τον «Σταυρό»:

«Ο στόχος βρίσκεται στην περιοχή Φανάρι. Με την δικαιολογία ότι είμαι τουρίστας επισκέφθηκα τον ‘Σταυρό’ με τον επιχειρησιακό πράκτορα Ιβάν Τσόλοφ και μια κοπέλα –Βουλγάρα, κόρη του προέδρου του εκκλησιαστικού συμβουλίου της βουλγαρικής εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Σταυρός καταλαμβάνει έκταση περίπου 2 στρεμμάτων και περιβάλλεται από ένα τείχος ύψους 2-3 μέτρων. Πρόσβαση υπάρχει από μια είσοδο που αποτελείται από τρεις πύλες: η αριστερή οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η δεξιά στην κατοικία του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και στα γραφεία, ενώ η μεσαία παραμένει κλειστεί εδώ και αιώνες, καθώς εδώ απαγχονίστηκε ένας Έλληνας Πατριάρχης από τους Τούρκους και θεωρείται ιερή. Η πρόσβαση στην εν λόγω πύλη, η οποία αναφέρεται συχνά στα έγγραφά μας, δεν είναι δύσκολη. Εγώ ο ίδιος παρέμεινα σ’ αυτήν για περίπου 2-3 λεπτά χωρίς να με παρατηρήσει κανείς. Η πύλη είναι μεγάλη, κατασκευασμένη από παλιό ξύλο, επενδυμένη με σίδηρο, παρόμοια με άλλες πύλες, αλλά με διαστάσεις 2 επί 2 μέτρων.

Η κεντρική πύλη εισόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Η μεσαία πύλη παραμένει κλειστή από τις 10 Απριλίου 1821, οπότε και απαγχονίστηκε εκεί από τους Τούρκους ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’.

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είναι μικρή. Υπάρχει η δυνατότητα τοποθέτησης οσμογόνου ή εμπρηστικού υλικού. Οι καρέκλες είναι επενδυμένες με δέρμα, το οποίο σε ορισμένες έχει ξεφτίσει. Υπάρχει αρκετό εύφλεκτο υλικό.

Στον εν λόγω ναό πραγματοποιούνται οι ακολουθίες όλων των εορτών και οι λειτουργίες.

Συνομιλώντας με τον επιστάτη της εκκλησίας, διαπίστωσα ότι οι επισκέπτες της είναι κυρίως Έλληνες, ο αριθμός των οποίων μειώνεται σταθερά –στο εν λόγω περιβάλλον, οι επισκέπτες γνωρίζονται μεταξύ τους.

Το συμπέρασμά μου είναι ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μια οξεία ενέργεια στην πύλη και στην εκκλησία.

Σε μικρή απόσταση από τον «Σταυρό» βρίσκονται τα ελληνικά σχολεία θηλέων και αρρένων, τα οποία επίσης περιβάλλονται από ογκώδη τείχη. Επισκέφθηκα την εν λόγω περιοχή δύο φορές αργά το βράδυ και κατά την διάρκεια της ημέρας. Οι δρόμοι γύρω από τα σχολεία είναι στενοί κατά τόπους έως και 3 μέτρα, απόκρημνοι, λιθόστρωτοι, και έρημοι. Τα βράδια ο φωτισμός είναι πολύ αραιός ή απουσιάζει εντελώς. Τα τείχη του σχολείου αρρένων έχουν τρύπες σε 3-4  σημεία λίγο μεγαλύτερες από ένα τούβλο. Εκεί μπορούν να τοποθετηθούν εκρηκτικά μεγέθους μισού τούβλου. Το αποτέλεσμα θα ήταν ελάχιστο, αλλά θα μπορούσε να έχει πολιτικές επιπτώσεις αν συνδυαστεί με ένα ενεργό συμβάν.

Επισκέφθηκα ακόμη τρεις εκκλησίες –ελληνικές– την Αγία Ειρήνη, την Αγία Βερονίκη, και μια άλλη στην διασταύρωση της λεωφόρου Ιστικλάλ, της οποίας το όνομα δεν κατάλαβα.[55] Σε όλες αυτές μπορούν να τοποθετηθούν δυσοσμικές ουσίες. Συνολικά υπάρχουν περίπου 60 με 80 ελληνικές εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη»[56].

Τέλος, ο επιχειρησιακός πράκτορας, αναφέρει στην έκθεση: «Αρχίζοντας από την έρευνα της κατάστασης στην Κωνσταντινούπολη, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οξείες ενέργειες μπορούν να πραγματοποιηθούν σε διάφορα σημεία της πόλης, αλλά ότι πρέπει πρώτα να λύσουμε το ζήτημα της προμήθειας των μέσων, –οσμογόνων, εμπρηστικών και εκρηκτικών– όλα μικρού μεγέθους, αυτό-ενεργοποιούμενα και με αντίστοιχο καμουφλάζ»[57]. Στην πρώτη σελίδα της χειρόγραφης έκθεσης αναγράφεται: «Δρ. Κιόσεφ έχει ενημερωθεί» –ακολουθεί υπογραφή και η ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1971. Σίγουρα αναφέρεται στον Ντιμίταρ Στογιάνοφ Κιόσεφ, τον τότε επικεφαλής της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας.

Πιθανώς από αυτές, καθώς και άλλες πληροφορίες[58] οι αναλυτές της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης ετοίμασαν στα μέσα Δεκεμβρίου του ίδιου έτος «έκθεση» «σχετικά με τον Σταυρ» [σσ: έτσι αναφέρεται στο έγγραφο, χωρίς το τελευταίο γράμμα], στην οποία αναφέρεται ότι η περιοχή του χώρου «είναι παλιά, με στενούς, κυρτούς, βρώμικους δρόμους. Ο Σταυρ βρίσκεται σε ένα μικρό δρόμο –μια παράκαμψη από τον κύριο δρόμο κυκλοφορίας.  Υπάρχει μια μικρή πλατεία μπροστά από την είσοδο όπου σταθμεύουν τα οχήματα. Η πλατεία και ο χώρος στάθμευσης, ωστόσο, δεν βρίσκονται ακριβώς μπροστά από την είσοδο, αλλά απέναντί της. Η κυκλοφορία διεξάγεται μπροστά από την είσοδο στο δρόμο που βρίσκεται ουσιαστικά μεταξύ της πλατείας και του χώρου. Έτσι, ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο θα πρέπει να απέχει από την είσοδο τουλάχιστον 15 έως 20 μέτρα. Επιπλέον, η πλατεία ξεκινά ακριβώς μπροστά από την είσοδο και συνεχίζει κατά μήκος του δρόμου.

Το κτίριο του χώρου είναι χτισμένο πάνω σε μικρή κλίση, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να υφίσταται μια ανοδική κλίση τριών ή τεσσάρων μέτρων από το επίπεδο του δρόμου. Κοντά στο δρόμο έχει χτιστεί υψηλό τείχος, ώστε ο χώρος να περιβάλλεται σαν μικρό φρούριο. Πάνω από το πέτρινο τείχος υπάρχει ένα επιπλέον κτίριο. Έτσι ώστε εξωτερικά  ο χώρος είναι προστατευμένος από άμεση εξωτερική διείσδυση.

Η ίδια η είσοδος είναι φτιαγμένη από πέτρα και μοιάζει με πύλη μικρού φρουρίου. Φυλάσσεται και η πρόσβαση δεν είναι ελεύθερη. Οι επισκέψεις γίνονται κατόπιν αιτήματος και οι επισκέπτες ελέγχονται για ποιο σκοπό και σε ποιον πηγαίνουν και εισέρχονται με συνοδεία.

Σύμφωνα με μη-επαληθευμένα στοιχεία, μαζικές ακολουθίες δεν τελούνται. Σε σχετικές περιπτώσεις, αυτό έγινε μόνο για εργαζόμενους του χώρου.

Επιπλέον, θα διεξάγουμε έρευνα και από άλλες πλευρές. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε και μια απευθείας επίσκεψη για να έχουμε πιο αναλυτικές εντυπώσεις.

Από  τη μέχρι τώρα έρευνά μας, ωστόσο, μας μένει η εντύπωση ότι οι δυνατότητες δράσης μέσω μιας τυχαίας επίσκεψης μειώνονται στο ελάχιστο. Η καλή εξωτερική προστασία και η δύσκολη πρόσβαση αποτελούν επίσης σοβαρά εμπόδια, ενώ το ίδιο το αντικείμενο βρίσκεται πολύ μακριά στο εσωτερικό, για να βασιστούμε σε μια επιτυχημένη δράση εξωτερικά και από απόσταση».[59]

Φαίνεται όμως ότι η Υπηρεσία 7 της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας δεν εγκατέλειψε την υλοποίηση οξέος συμβάντος κατά του κτιρίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου[60], διότι στα τέλη του 1973 και στις αρχές του 1917 η Υπηρεσία 7 δραστηριοποιήθηκε εκ νέου στην επιχείρηση Σταυρός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στις 12 Νοεμβρίου 1973, ο Κόντοφ εξέδωσε την επιχειρησιακή επιστολή αριθ. 1 –«υπό τον τομέα του Βασίλεφ» «για την έρευνα των συνθηκών γύρω από τον χώρο του αντικειμένου ‘Σταυρός’ με σκοπό την πραγματοποίηση ειδικής ενέργειας»– με την αποστολή επιχειρησιακού πράκτορα να επισκεφθεί τον «Σταυρό και να επιστήσει την προσοχή του: στο καθεστώς διέλευσης, στην τυχόν παρουσία αστυνομικής φύλαξης», «στις θέσεις τοποθέτησης κιβωτίων 10Χ10Χ10 εκ. εντός του τείχους ή γύρω από αυτό».[61] Στις 15 Ιανουαρίου 1974, συντάχθηκε από τον Μπόεφ μια έκθεση «σχετικά με τον χώρο», η οποία ανέφερε ότι περιβάλλεται από όλες τις πλευρές από ένα συμπαγές τείχος ύψους άνω των 2 μέτρων και έχει πολλές εισόδους, εκ των οποίων η μία είναι η κύρια και μπορεί να εισέλθει ελεύθερα από εκεί».[62] Αργότερα στην έκθεση ακολουθεί περιγραφή του ίδιου του κτιρίου –κατά εισόδους και ορόφους– περιγράφεται επίσης η τοποθεσία των «προσωπικών δωματίων και των γραφείων εργασίας του επικεφαλής του χώρου», δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη– σημειώνεται επίσης ότι τον χώρο επισκέπτονται και Μουσουλμάνοι. Εφιστάται επίσης η προσοχή στο γεγονός ότι «δεν υπάρχουν μέρη για την τοποθέτηση εκρηκτικών στο εξωτερικό τείχος», αλλά ακόμη και αν υπήρχαν, οι κίνδυνοι για μια τέτοια ενέργεια είναι πολλοί –περνάει συνεχώς κόσμος και ένας φρουρός βρίσκεται πάντα έξω από την πύλη. «Ούτε στα γραφεία μπορεί να τοποθετηθεί κάτι, επειδή υπάρχει κίνδυνος εντοπισμού».[63] Εξαιτίας αυτών των εμποδίων στην υλοποίηση οξέος συμβάντος, ο επιχειρησιακός πράκτορας προτείνει: «Μπορούν να τοποθετηθούν στους θάμνους της αυλής μπροστά από την εξωτερική πύλη, πακέτα, όχι πολύ ογκώδη. Εκεί είναι το πιο βολικό μέρος για να αφήνονται δέματα με ασφάλεια και τα απαραίτητα για την εκκλησία. Ο κατάλληλος καιρός για μια τέτοια επιχείρηση είναι οι γιορτές ή οι ώρες που τελείται λειτουργία (ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν άλλοι επισκέπτες), καθώς μια επίσκεψη στην εκκλησία δεν θα προκαλέσει την εντύπωση κανενός. […] Ίσως βρεθούν κατάλληλες θέσεις τοποθέτησης δοχείων στο τείχος, που περιβάλλει ολόκληρο τον χώρο. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν οι θέσεις αυτές θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι το τείχος έχει μήκος πολλών χιλιομέτρων». Παρόλα αυτά, ο επιχειρησιακός πράκτορας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να τοποθετηθεί εκρηκτική ύλη στην ίδια την πατριαρχική εκκλησία: «Για τα μέρη στην εκκλησία όπου μπορούμε να τοποθετήσουμε θα μελετηθούν περαιτέρω και θα τα στείλουμε».[64] Ο Μπόεφ επισύναψε ένα σκίτσο του χώρου στην έκθεση σχετικά με την έρευνά του για την επιχείρηση Σταυρός.[65]

Φαίνεται ότι κατά την περίοδο 1973-1974, η Υπηρεσία 7 κατάφερε επίσης να στρατολογήσει τρεις μυστικούς συνεργάτες ναύτες του Βουλγαρικού Ναυτικού, οι οποίοι είχαν την δυνατότητα να εξετάσουν τον χώρο και να προβούν σε οξύ συμβάν. Αλλά παρόλο που σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς πράκτορες το φθινόπωρο του 1974 αναφορικά με την επιχείρηση Σταυρός «υπήρχαν ευκαιρίες για τη διεξαγωγή οξέος συμβάντος», κάτι συνέβη, διότι στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο αντισυνταγματάρχης Κ. Φιλίποφ πρότεινε στον προϊστάμενο του Τμήματος XVI της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας τον τερματισμό της επιχείρησης και ο οποίος με την σειρά του μονογράφησε «σύμφωνος» δύο ημέρες αργότερα.[66] Ο τερματισμός της επιχείρησης Σταυρός οφείλεται πιθανότατα σε δύο λόγους. Ο ένας ήταν η αναδιοργάνωση της Υπηρεσίας 7 το 1975, η οποία με την σειρά της μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί το αποτέλεσμα μιας άλλης αιτίας –της λεγόμενης «αποκλιμάκωσης» μεταξύ των δυο πολιτικών συνασπισμών μετά την υπογραφή της  Τελικής Πράξης της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (γνωστή ως «Συμφωνία του Ελσίνκι») την 1η Αυγούστου 1975. Σ’ αυτό το στάδιο, ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί μόνο μια υπόθεση, ιδίως αν λάβουμε υπόψη την δολοφονία του αντιφρονούντα Γκεόργκι Μάρκοφ στο Λονδίνο στις 7 Σεπτεμβρίου 1978 από τις βουλγαρικές μυστικές υπηρεσίες με την άμεση συνδρομή της Κα-Γκε-Μπε, καθώς και της ενεργοποίησης της Κα-Γκε-Μπε και των άλλων «αδελφών» μυστικών υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένης της βουλγαρικής Κρατικής Ασφάλειας) για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κατά την άποψη της Κα-Γκε-Μπε, το κύριο καθήκον της βουλγαρικής αντικατασκοπείας εξωτερικού αναφορικά με την Τουρκία είναι η αποδυνάμωση των δεσμών της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ως ιδιαίτερα σημαντικές χαρακτηρίζονται οι ενέργειες επηρεασμού ελληνικών κυβερνητικών κύκλων για την αντιμετώπιση των αμερικανικών σχεδίων (Σχέδιο «Χέιγκ» και «Ρότζερς») για την ένταξη της χώρας στον στρατιωτικό οργανισμό του ΝΑΤΟ.

Ο κύριος στόχος των δραστικών μέτρων, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα κατά την εν λόγω περίοδο έγιναν με σκοπό την αποτροπή της επιστροφής της χώρας στο ΝΑΤΟ. Στις 3 Νοεμβρίου 1980, ο επικεφαλής του Όγδοου Τμήματος, συνταγματάρχης Στανκόφ, συνέταξε έκθεση σχετικά με τα ειλημμένα μέτρα. Μέχρι την σύνταξη της έκθεσης, ωστόσο, ήταν σαφές ότι η Ελλάδα είχε ήδη αποφασίσει να επιστρέψει στις νατοϊκές δομές. Αυτό άλλαζε άρδην την κατεύθυνση του έργου των βουλγαρικών υπηρεσιών όσον αφορά την Ελλάδα. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα, τα καθήκοντα της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης σε σχέση με την Ελλάδα συνδέθηκαν με την παροχή επιχειρημάτων και στοιχείων στις αριστερές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση της παρουσίας του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα. Με βάση την πεποίθηση ότι η ισχύς και η σταθερότητα της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ εξαρτιόταν από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Κα-Γκε-Μπε κατεύθυνε της δραστηριότητες της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης προς την οργάνωση και την λήψη μέτρων για την ενίσχυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών[67].

***

Το υλικό για την επιχείρηση Σταυρός με αριθμό πρωτοκόλλου № 7859 οδηγήθηκε στην υπηρεσία «Ευρετήριο Καρτών και Αρχείου» της Κρατικής Ασφάλειας[68], παρέμειναν εκεί έως τις 20 Δεκεμβρίου 1989, όταν με την γραπτή συγκατάθεση του τότε αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών στρατηγού Στογιάν Σάβοφ, μια επιτροπή αποτελούμενη από τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών στρατηγό Βλάντο Τοντορόφ, τον αναπληρωτή στρατηγό Ιβάν Γκορίνοφ και τον συνταγματάρχη Κίριλ Φιλίποφ αποφάσισε να καταστρέψει μεγάλο μέρος του αρχείου της Υπηρεσίας 7[69] . Έμειναν 300 σελίδες.[70] Μαζί με αυτά τα έγγραφα, που αποδεικνύουν τις δράσεις αυτής της μονάδας οξέων συμβάντων της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης και του κόστους του έργου της, καταστράφηκαν συνολικά σχεδόν 3.000 σελίδες με ατομικές και ομαδικές επιχειρήσεις, καθώς και αρχεία σχετικά με την καταδίωξη των λεγόμενων προδοτών της πατρίδας, ορισμένοι από τους οποίους ήταν στόχοι της ειδικής μονάδας.[71] «Ο πιθανότερος λόγος για την καταστροφή των εν λόγω εγγράφων ήταν ότι οι φάκελοι περιείχαν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις, τις μεθόδους και τους εκτελεστές, τα συμβάντα, την κρυπτογράφηση και τις επιχειρήσεις που θα διεξάγονταν μετά τις δράσεις για την ενίσχυση των αντίστοιχων αποτελεσμάτων – όπως απαιτούσαν οι οδηγίες για την διεξαγωγή επιχειρήσεων στην Υπηρεσία 7[72]. Παρά την εκκαθάριση, μεμονωμένα έγραφα σχετικά με τις δράσεις της Υπηρεσίας 7 βρίσκονται τώρα σε άλλες αρχειακές μονάδες του αρχείου της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Ασφάλειας, ορισμένα εκ των οποίων παρατίθενται στην παρούσα μελέτη.

Συμπερασματικά, τα αρχειακά έγγραφα της Υπηρεσίας 7 της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης σχετικά με τον σχεδιασμό και την εκτέλεση «οξέων ενεργειών» κατά εκκλησιαστικών στόχων στην επικράτεια της Τουρκίας στην υπό εξέταση περίοδο επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από διάφορους ερευνητές τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ότι η κομμουνιστική μυστική αστυνομία, πρώτον, λειτουργούσε σε καθαρά ιδεολογική βάση (και όχι για την προστασία των εθνικών συμφερόντων) και δεύτερον, ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε μπορούν να χαρακτηριστούν τρομοκρατικές κρίνοντας σύμφωνα με τα δημοκρατικά πρότυπα. Λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες κατασκοπευτικές ενέργειες αυτού του είδους τα τελευταία χρόνια ανά τον κόσμο, τα ίχνη των οποίων οδηγούν στο Κρεμλίνο, οι ενέργειες της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης στην Τουρκία εναντίον περιουσιακών στοιχείων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 δημιουργούν έναν άμεσο συσχετισμό μεταξύ του ολοκληρωτικού παρελθόντος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των πολιτικών του ρωσικού αυταρχικού κράτους σήμερα. Υπό αυτή την έννοια, η σύντομη αυτή μελέτη παρέχει τουλάχιστον έναν σύγχρονο οδηγό αναφορικά με την κατανόηση της ψυχολογίας και τους μηχανισμούς δράσης των σύγχρονων τρομοκρατικών μυστικών υπηρεσιών σε ένα συγκεκριμένο μέρος του κόσμου –στην Ρωσική Ομοσπονδία._

Την μετάφραση στα ελληνικά από το αρχικό βουλγαρικό κείμενο πραγματοποίησε και επιμελήθηκε ο Ιωάννης Καμίνης, επίκουρος καθηγητής Πατρολογίας στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας “Άγιος Κλήμης της Αχρίδας”.


[1] Για παράδειγμα η δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ στο Σάλσμπερι το 2018 με το ρωσικό νευροπαραλυτικό παράγοντα «Νοβιτσόκ», η απόπειρα δολοφονίας του Βούλγαρου εμπόρου όπλων Εμιλιάν Γκέμπρεβ το 2015 (επίσης με «Νοβιτσόκ») και οι βομβιστικές επιθέσεις στις αποθήκες πυρομαχικών της εταιρείας του «ΕΜΚΟ» το 2011,  δύο φορές σε έναν χρόνο το 2015, το 2022 και το 2023, καθώς και η ανατίναξη της αποθήκης πυρομαχικών στην Βαρμπέτιτσα της Τσεχίας και, φυσικά, η δηλητηρίαση του ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, στις 20 Αυγούστου 2020. Τα στοιχεία αυτών των «ενεργών» δράσεων σχετίζονται με το Τμήμα 29155 της Κύριας Διεύθυνσης Πληροφοριών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

[2] Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια της έρευνας σε δύο προηγούμενες εργασίες μου: Νικόλτσεβ, Ντ. «Νέες Αρχειακές Πληροφορίες Αναφορικά με την Επιτροπή των Φακέλων για το Σχέδιο της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφάλειας για την άκρως απόρρητη επιχείρηση με το κωδικό όνομα «Σταυρός» με σκοπό τον εμπρησμό, την ανατίναξη ή την «κηλίδωση» των εγκαταστάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (επιστημονική εισήγηση)», στο Πρακτικά του Ετήσιου Πανεπιστημιακού Συνεδρίου 14-15 Ιουνίου (2018), Εθνική Στρατιωτική Σχολή Βασίλ Λέφσκι, Β. Τύρνοβο, σσ. 134-143.

Νικόλτσεφ, Ντ. «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως στόχος της Πρώτης Κεντρικής Διοίκησης για την διεξαγωγή “οξέων συμβάντων” κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970», στο Κομμουνιστικά καθεστώτα και θρησκευτικές κοινότητες. Πρακτικά του Εθνικού Επιστημονικού Συνεδρίου, 8 Μαρτίου (2019), επιμ. Ζίφκο Λεφτέροφ,  Νέο Βουλγαρικό Πανεπιστήμιο, (2021) (ηλεκτρονική έκδοση), σσ. 47-61.

[3] Dǎrzhavna Sigurnost I Veroizpovedania, Chast I: Bǎlgarskata Pravoslavna Cǎrkva (1994-1991), 2017.

[4] Η Επιτροπή των Φακέλων παρουσίασε τη συλλογή των εγγράφων «Κρατική Ασφάλεια και Θρησκευτικές Κοινότητες – Μέρος I  – Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας 1944-1991 στον ιστότοπο: https://www.comdos.bg/%D0%9F%D1%83%D0%B1%D0%BB%D0%B8%D1%87%D0%BD%D0%B8_%D0%B8%D0%B7%D1%8F%D0%B2%D0%B8/p/openPost/4285.

[5] Dimitrova, А. Otdel za ubiistva. Tainata istoria na sekretna „Sluzhba 7“, sǎzdadena prez 1963 г. С., 2010.

[6] Για πολλούς παρατηρητές και αναγνώστες είναι πιθανώς αξιοπερίεργο πώς η Επιτροπή αποκάλυψε το γεγονός ότι η συγγραφέας της παραπάνω έρευνας, η δημοσιογράφος Αλεξένια Ντιμιτρόβα Κούρτεβα, αποτελούσε και αυτή πράκτορας του Τμήματος VI-II-I της Κρατικής Ασφάλειας (με το ψευδώνυμο «Βλαντίμιρ») επικυρωμένη με την απόφαση αριθ. 205 της 9ης Δεκεμβρίου 2009. Ωστόσο και ανεξάρτητα από τις πιθανές διαφορετικές εκτιμήσεις του εν λόγω γεγονότος, θεωρώ ότι η εργασία της για την μυστική «Υπηρεσία 7» της Κρατικής Ασφάλειας (ΠΚΔ) αποτελεί αντικειμενική έρευνα. Βλ. για την αποκάλυψη της Αλεξένια Ντιμιτρόβα από την επιτροπή ως πράκτορα της Κρατικής Ασφάλειας στον επίσημο ιστότοπο, στο τμήμα «Επαληθευμένα πρόσωπα», έντυπες εκδόσεις.  

[7] ОР – Στα βουλγάρικα, operativni rabotnitsi, δηλαδή «επιχειρησιακοί πράκτορες».

[8] Ντιμιτρόβα, А. ό.π., σ. 14 κ.ε.

[9] Στο ίδιο, σ. 30.

[10] Στο ίδιο, σ. 23.

[11] Επιτροπή Δημοσιοποίησης Φακέλων, πηγή 9, περιγραφή 2, αρχείο 545, σ. 86.

[12] Επιτροπή Δημοσιοποίησης Φακέλων, πηγή 9, περιγραφή 2, αρχείο 549, σ. 9.

[13] Οι λεγόμενες «υγρές εντολές» – mokri porǎcki αποτελεί κωδικό όνομα για δολοφονίες και απαγωγές ως μέσο αντιμετώπισης των αντιπάλων του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

[14] Στο ίδιο, σ. 26.

[15] Η ειδική εκπαίδευση των ομάδων αναγνώρισης και δολιοφθοράς συμπεριλάμβανε τις εξής δραστηριότητες: «γνώση πυροβόλων όπλων και ασκήσεις», «τοπογραφία και ασκήσεις», «ναρκοθετήσεις και ασκήσεις», «χρήση αλεξίπτωτων», μελέτη «ραδιοεπικοινωνίας, κρυπτογράφησης, μυστικής γραφής, κρυψώνων, μυστικών κιβωτίων, σηματοδότησης», «μάχες με ψυχρά όπλα», «μελέτη των καταστατικών του εχθρού για μάχες εναντίον των ειδικών ομάδων μας », «υγειονομική εκπαίδευση», κ.λπ. – ό.π, σ. 17

[16] Στο ίδιο σ. 1a.

[17] Στο ίδιο, σ. 3.

[18] Επιτροπή για την δημοσιοποίηση των φακέλων και την υπαγωγή των Βουλγάρων πολιτών στις υπηρεσίες της Κρατικής Ασφάλειας , πηγή 9, περιγραφή 2, αρχείο 545, σ. 83.

[19] Στο ίδιο, σ. 78, σ. 83, σ. 93, σ. 96.

[20] Στο ίδιο, σ. 45.

[21]Στο ίδιο, σ. 46.

[22]Στο ίδιο, σ. 61.

[23] Στο ίδιο.

[24]Στο ίδιο, σ. 38.

[25] Dimitrova, А. ό.π σ. 18.

[26] Επιτροπή Φακέλων, πηγή. 9, περιγραφή 2, αρχείο 525, σ. 19.

[27] Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 545, σ. 45.

[28] Πρώτη Κεντρική Διοίκηση – Κρατική Ασφάλεια και Σύμφωνο της Βαρσοβίας εναντίον του ΝΑΤΟ (1959 – 1991), Συλλογή Τεκμηρίων, ΕΠΔΦ,  2015, CD версия, σ. 12.

[29] Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 535, σ. 12.

[30] Στο ίδιο, σ. 4.

[31] Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε’ εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές στις 22 Απριλίου 1821 ως τιμωρητικό μέτρο μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επαναστάσης.

[32] Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 551, σ. 1.

[33] Στο ίδιο.

[34] Στο ίδιο, σ. 2.

[35] Στο ίδιο, σ. 6 сл.

[36] Πρβλ. Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 522, σ. 9; Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 524, σ. 20.

[37] Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 552, σ. 1.

[38] Στο ίδιο.

[39] Στο ίδιο.

[40] Στο ίδιο.

[41] Στο ίδιο, σ. 25.

Εδώ, ασφαλώς, γίνεται λόγος για την Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, την οποία έκλεισε λίγο αργότερα η τουρκική κυβέρνηση – το 1971, εξαιτίας των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Η ιστορία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης είναι στενά συνδεδεμένη με σημαντικές στιγμές και προσωπικότητες του βουλγαρικού αγώνα για εκκλησιαστική ανεξαρτησία – ο πρώτος Βούλγαρος έξαρχος Άνθιμος, ο Ιωάννης Ντιμιτρίεφ, ο ιερομόναχος Νεόφυτος της Ρίλας και άλλοι σπούδασαν στην Χάλκη. Αρκετοί Βούλγαροι απόφοιτοι της σχολής έγιναν ιεράρχες της βουλγαρικής εκκλησίας και αποτέλεσαν εξέχουσες προσωπικότητες του εθνικο-εκκλησιαστικού αγώνα.– πρβλ. ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ. – In: http://www.ec-patr.org/mones/chalki/greek.htm; Dimitrov, I. život v zakrita bogoslovska škola [online], [Πρόσβαση στις 18 Φεβρουαρίου 2018 г.]. Достъпен на: https://dveri.bg/9h93r.

[42] Dimitrova, А., ό.π., σ. 164.

[43] Επιτροπή Φακέλων, ф. 9, оп. 2, а.е. 522, л. 7.

[44] Μη-Αρχειοθετημένο Υλικό με αριθμό καταχώρησης  № 7859, σ. 7.

[45] Μη Αρχειοθετημένο Υλικό με αριθμό καταχώρησης № 7859, σ. 7.

[46] Στο ίδιο, σ. 8.

[47] Στο ίδιο, σ. 9.

[48] Στο ίδιο, σ. 7 – 9.

[49] Στο εν λόγω έγγραφο, καθώς και στα απόμενα, οι σχετικές επιχειρήσεις αναγράφονται χειρογράφως με κρυπτογραφημένα ψηφία π.χ. «3. Εμπρησμός, 4. Πυρπόληση ή 5. Κηλίδωση». Ωστόσο, προκειμένου να μην υπάρχει σύγχυση στον αναγνώστη, οι αριθμητικοί αυτοί προσδιορισμοί έχουν αφαιρεθεί στο παρόν κείμενο. Επιπλέον, η ορθογραφία έχει διατηρηθεί όπως ήταν στο πρωτότυπο.

[50] Στο ίδιο, σ. 18.

[51] Στο ίδιο.

[52] Το άτομο με το ψευδώνυμο «Καρακούς», για το οποίο σχεδιάζεται η διενέργεια οξείας δράσης, θεωρείται «προδότης της πατρίδας», ο οποίος είχε καταφύγει στην Τουρκία ενώ στο παρελθόν εργαζόταν για την Πρώτη Κεντρική Διοίκηση. Μετά την έρευνα που διεξήγαγα κατέληξα στην υπόθεση ότι το πραγματικό όνομα του εν λόγω «υποκειμένου» είναι Στέφαν Πετκόφ Κάσεφ. Είναι πιθανό το όνομα αυτό να είναι το εκβουλγαρισμένο, καθώς σε ένα έγγραφο αναφέρεται με το όνομα Ιμπραΐμ Σιόρεν από το Μιχάιλοφγκραντ –σημερινή Μοντάνα.  Τα σχέδια της «Υπηρεσίας 7» σχετικά με το ίδιο άτομο ήταν «η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την διενέργεια οξέου συμβάντος απαγωγής ή δολοφονίας του υποκειμένου με την συνδρομή ενός πράκτορα του Τμήματος VII – Δεύτερη Κεντρική Διοίκηση». Τα πρόσωπα που ορίστηκαν υπεύθυνα για την υλοποίηση του εν λόγω οξέου συμβάντος ήταν οι επιχειρησιακοί πράκτορες Γκορίνοφ και Φιλίποφ. – βλ. ΕΠΔΦ,   βλ. Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 524, σ. 6; Επιτροπή Φακέλων, πηγ. 9, περ. 2, αρχ. 552, σ. 1.

[53] АКРДОПБГДСРСБНА – Р, Μη αρχειοθετημένο έγγραφο με αριθμό καταχώρησης. № 7859, σ. 27.

[54] АКРДОПБГДСРСБНА – Р, Μη αρχειοθετημένο έγγραφο με αριθμό καταχώρησης № 7859,  σ. 28.

[55] Πιθανότατα αναφέρεται στον Ι.Ν. της Αγίας Τριάδας Σταυροδρομίου την μεγαλύτερη εκκλησία της περιοχής Πέρα. Κτίστηκε επί εποχής των Σουλτάνων Αμπντούλ Αζίζ και Αμπντούλ Χαμίτ του II και εγκαινιάστηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1880. Είναι μια από τις πλέον μεγαλοπρεπείς εκκλησίες που κτίστηκαν μετά την άλωση από τους Έλληνες της Πόλης. Η εκκλησία κτίστηκε με τον σχεδιασμό του αρχιτέκτονα Ποτεσσάρου σε διάστημα 13 ετών μεταξύ των ετών 1867-1880 και είναι σε σχήμα σταυροειδούς βασιλικής μετά τρούλου.

[56] Στο ίδιο, σ. 35 сл.

[57] Στο ίδιο, σ. 38.

[58] Πληροφορίες λαμβάνονταν επίσης μέσω άλλων γραμμών, καθώς και από επιχειρησιακούς πράκτορες και μυστικούς συνεργάτες από άλλες υπηρεσίες της Κρατικής Ασφάλειας. Τέτοιες π.χ. είναι οι πληροφορίες (6 Μαΐου 1970) του μυστικού συνεργάτη «Νταμιάνοφ» «στον σύνδεσμο του Τομέα III, Τμήμα IV της Κρατικής Ασφάλειας», στην οποία ο μυστικός συνεργάτης ανέφερε ότι με την ευκαιρία του Πάσχα από τις 25 Απριλίου έως την 1η Μαΐου 1970 μια ομάδα καθηγητών και ιερέων της Θεολογικής ακαδημίας «μαζί με υπαλλήλους άλλων ιδρυμάτων» πραγματοποίησαν εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη, όπου επισκέφθηκαν την Βουλγαρική Εξαρχία και τον Πατριαρχικό Καθεδρικό Ναό και προσήλθαν στην Θεία Λειτουργία με προεξάρχοντα τον «αντικαταστάτη του Πατριάρχη, Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα» [1, σ. 17]. Από το αποχαρακτηρισμένο αρχείο της Κρατικής Ασφάλειας σχετικά με τους συνεργάτες της Κρατικής Ασφάλειας στους κύκλους της Ιεράς Συνόδου και της Θεολογικής Ακαδημίας (Θεολογική Σχολή σήμερα), μπορεί να διαπιστωθεί έγκυρα ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Νταμιάνοφ». Βασικά, πρόκειται ίσως για τον πιο επιτυχημένο πράκτορα της Κρατικής Ασφάλειας, ο οποίος έφτασε στην θέση του αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Λόγω της νομικής απαίτησης για την πρόσβαση και την αποκάλυψη εγγράφων αναφορικά με την δήλωση της υπαγωγής των Βουλγάρων πολιτών στις υπηρεσίες Κρατικής Ασφάλειας και των υπηρεσιών πληροφοριών του Βουλγαρικού Λαϊκού Στρατού, αφήνουμε μόνο υπαινιγμούς για το όνομα του για τους φιλομαθείς αναγνώστες μας.

[59] Στο ίδιο, σ. 21.

[60]Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι η κοίμηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ του καλοκαίρι του 1972 και η εκλογή του νέου Πατριάρχη Δημήτριου Α΄–ο οποίος ήταν πολύ πιο διαλογικός με τις τοπικές εκκλησίες υπό σοβιετική επιρροή– αποτελεί την αιτία για μια ορισμένη «νηνεμία» όσον αφορά την επιχείρηση Σταυρός κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1972 και το 1973.  

[61] Στο ίδιο, σ. 39.

[62] Στο ίδιο, σ. 43.

[63] Στο ίδιο.

[64] Στο ίδιο, σ. 44.

[65] Στο ίδιο, σ. 45.

[66] Στο ίδιο, σ. 46.

[67]Πρώτη Κεντρική Διοίκηση-Κρατική Ασφάλεια και Σύμφωνο της Βαρσοβίας εναντίον του ΝΑΤΟ …, .ό.π,σ. 12.

[68] Dimitrova, Α. ό.π., σ. 63.

[69] Στο ίδιο, σ. 60.

[70] Στο ίδιο, σ. 61.

[71] Στο ίδιο.

[72] Στο ίδιο.


Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2023 του Policy Journal.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ