Την διαβεβαίωση ότι θα συνεχίσει εδραίος τη διακονία του, φυλάσσοντας Θερμοπύλες, “δι᾽ όσον χρόνον θέλει ο Θεός”, έδωσε η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος εόρτασε την 50ή επέτειο από την εκλογή του σε Επίσκοπο (Μητροπολίτη Φιλαδελφείας), τονίζοντας ότι “εις Εκείνον χρεωστούμεν τα πάντα! Εκείνον διακονούμεν και λατρεύομεν! Εις Εκείνον εμπιστευόμεθα και τα μελλούμενα… «Γενηθήτω το θέλημά Του», νυν και αεί!”
Ο Παναγιώτατος χοροστάτησε τη Δευτέρα, 18 Δεκεμβρίου 2023, στη Θεία Λειτουργία, που τελέστηκε στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Μάρτυρος Σεβαστιανού και της επετείου του, μετά την οποία τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών του αμέσου προκατόχου του, αοίδιμου Πατριάρχου Δημητρίου, και των μακαριστών Αρχιερέων που συγκροτούσαν την Αγία και Ιερά Σύνοδο κατά την ημέρα της εις Επίσκοπον εκλογής του. Στη συνέχεια, προέστη της Ακολουθίας της τελετης υπογραφής της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως εντάξεως στο Εορτολόγιο της Εκκλησίας τριών νέων Αγίων: της Μοναχής Γαβριηλίας (Παπαγιάννη), της Κωνσταντινουπολίτιδος, της εν Λέρω, του Ιερομονάχου Αθανασίου Χαμακιώτου, και του Αρχιμανδρίτου Γερβασίου Παρασκευοπούλου.
“Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει ευαίσθητον ούς διά τους κραδασμούς της ιστορίας, γνωρίζει να καταγράφη τας αναζητήσεις του ανθρώπου κάθε ιστορικής περιόδου και να απαντά εις αυτάς. Έχει βάλει την σφραγίδα του εις τον πολιτισμόν και, χάριτι του πανσθενούς και παντεπόπτου Θεού, της Παναγίας της Παμμακαρίστου και πάντων των Αγίων, θα συνεχίση να μαρτυρή και εις το μέλλον περί της ελθούσης χάριτος και της εν ημίν ελπίδος.
Δοξολογούμεν και ευχαριστούμεν τον Θεόν του ελέους διά τα ουράνια και σωτηριώδη δωρήματα Αυτού προς τον λαόν Του, προς την Εκκλησίαν και το Γένος. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός του πνευματικού πολιτισμού και των τιμαλφεστάτων αξιών, αι οποίαι συγκροτούν την ταυτότητά μας. Είναι αδύνατον να κατανοήσωμεν την ιδιοπροσωπίαν μας άνευ αναφοράς εις την Ορθοδοξίαν και την ιστορίαν της, ούτε βεβαίως δυνάμεθα να φαντασθώμεν το μέλλον μας χωρίς την καθοριστικήν παρουσίαν της παραδόσεώς της και χωρίς την διαφύλαξιν των αξιών της. Αποκομμένοι από τας πνευματικάς μας ρίζας δεν θα επιβιώσωμεν.
Όντως πανέορτος, λαμπροτάτη και υπερευλογημένη η ημέρα αύτη διά τον λαόν του Θεού, η ζωή και η ευσέβεια του οποίου εμπλουτίζεται διά των τριών νέων Αγίων, τους οποίους εδωρήσατο εις την Εκκλησίαν η αείρυτος χάρις του εν Τριάδι προσκυνουμένου Θεού. «Ο άγιος είναι ο ‘τόπος᾽ ενοικήσεως του Θεού ή ο ναός του Θεού. Ο Θεός αναπαύεται στους αγίους, όπως και οι άγιοι στον Θεό. Οι άγιοι αντανακλούν τον Θεόν στον κόσμο, και ο Θεός γίνεται ‘θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού᾽. Ο,τι προσφέρει ο Θεός στον κόσμο, ο,τι δόθηκε στην Εκκλησία εν Χριστώ και διατηρείται με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, καθίσταται εμπειρικά προσιτό στα πρόσωπα των αγίων», σημειώνει θεολογικώτατα ο Εντομολογιώτατος καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης (Οδοιπορικό θεολογικής ανθρωπολογίας, Άγιον Όρος, 2005, σ. 309). Η παρουσία και μαρτυρία των Αγίων διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι της σήμερον. «Με τα βήματα των Αγίων» θα συνεχίση να πορεύεται ο λαός του Θεού και προς το μέλλον.”
Ο Πατριάρχης αναφέρθηκε στον βίο, τα χαρίσματα και στην προσφορά των τριών νέων Αγίων της Εκκλησίας επισημαίνοντας ότι “είναι ζώσαι και χαριτόστεπτοι εικόνες του φιλανθρώπου Θεού, ο οποίος καλεί τον άνθρωπον εις κοινωνίαν της αγιότητός Του εν τη Εκκλησία Του, τη «κοινωνία των Αγίων».”.
Ακολούθως, εμφανώς συγκινημένος, αναφέρθηκε στην 50ή επέτειο από την εκλογή του σε Επίσκοπο.
“Αναπολούμεν και ανατρέχομεν με την σκέψιν και την καρδίαν μας εις εκείνην την Τρίτην, 18 Δεκεμβρίου 1973, όταν, ως άλλος Τιμόθεος, ηκούσαμεν και ημείς το Παύλειον «μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω» (Α´ Τιμ. δ´, 12), λαβόντες, παρά του αλησμονήτου πνευματικού μας πατρός, αειμνήστου Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, το άγγελμα της εις Μητροπολίτην Φιλαδελφείας εκλογής μας εις την ηλικίαν των τριάκοντα τριών ετών. Με μεγάλην συγκίνησιν μιμνησκόμεθα του ονόματος του αοιδίμου Προκατόχου μας Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου, του σεμνού Προκαθημένου της αγάπης και της καταλλαγής, ο οποίος, κατ᾽ ιδίαν αυτού φιλοτιμίαν και προαίρεσιν, προέτεινε προς το ιερόν σώμα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου την ανύψωσιν του Αρχιμανδρίτου Βαρθολομαίου Αρχοντώνη, Διευθυντού του νεοσυστάτου τότε Ιδιαιτέρου Γραφείου του, εις την Μητροπολιτικήν αξίαν. Αιωνία Αυτού η μνήμη και άληστος, καθώς και των μακαριστών Συνοδικών παρέδρων, διά της κανονικής ψήφου των οποίων ανεδείχθημεν Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, και διά την ανάπαυσιν των ψυχών των οποίων ετελέσαμεν προ ολίγου Τρισάγιον.
Ποτέ δεν εθεωρήσαμεν την εκλογήν μας αυτήν ως δήθεν επιβράβευσιν διά την εκπλήρωσιν των ανατεθέντων εις ημάς καθηκόντων. Αντιθέτως, από την πρώτην στιγμήν, την αντελήφθημεν ως χρέος και ευθύνην διακονίας της Μητρός Εκκλησίας μετά μεγαλυτέρας υπευθυνότητος, ζήλου και εργατικότητος, εν ταπεινώσει πάντοτε και πιστότητι και υπακοή προς αυτήν. Η δε επακολουθήσασα, ολίγους μήνας αργότερον, είσοδος και συμμετοχή ημών εις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον υπό την ιδιότητα του Συνοδικού παρέδρου ήτο εγγραφή εις εν πραγματικόν πανδιδακτήριον, το μεγαλύτερον Πανεπι-στήμιον εις το οποίον εφοιτήσαμεν ποτέ, καθώς μας ωλοκλήρωσε εκκλησιολογικώς και συνέβαλε καθοριστικώς εις την προετοιμασίαν μας διά την ανάληψιν των Πατριαρχικών ευθυνών, μετά από δεκαοκτώ έτη.
Μας συγκλονίζει ακόμη και σήμερον η εμπιστοσύνη την οποίαν επέδειξαν τότε ο Πατριάρχης Δημήτριος, ο Γέροντάς μας και τα λοιπά μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου προς ένα νέον κληρικόν, τον οποίον κατέστησαν Επίσκοπον της Μεγάλης Εκκλησίας και συνδιοικητήν των ιερών υποθέσεων αυτής. Όπως δε είναι φυσικόν, το παράδειγμά των αυτό ενεχαράχθη βαθέως εντός μας και απετέλεσε γνώμονα και των ιδικών μας επιλογών διά την στελέχωσιν της Πατριαρχικής Αυλής, κατά την διάρκειαν των τριάκοντα δύο ετών ταπεινής Πατριαρχείας μας, διά ταλαντούχων και φερελπίδων κληρικών, τους οποίους και ετιμήσαμεν διά της προαγωγής των εις επιτελικάς θέσεις της Πατριαρχικής διοικήσεως, παρά το νεαρόν της ηλικίας των. Το αυτό ισχύει παρ᾽ ημίν και διά τας Αρχιερατικάς εκλογάς. Όπως έχομεν αναφέρει και εις το παρελθόν, «αι ανάγκαι της Εκκλησίας προσδιορίζουν το εάν και το πότε μιάς Αρχιερατικής εκλογής». Αυτό εβιώσαμεν ημείς! Αυτό πιστεύομεν! Αυτό πράττομεν, προς δόξαν Χριστού και της Αγίας Αυτού Μεγάλης Εκκλησίας, τηρούντες την παρακαταθήκην ην ελάβομεν παρά του αοιδίμου Προκατόχου μας.”
Και ο Παναγιώτατος πρόσθεσε:
“Πεντήκοντα έτη παρήλθον και όμως ηχούν ακόμη εις τα ώτα μας οι νουθετήριοι λόγοι Του κατά το εόρτιον γεύμα μετά την εις επίσκοπον χειροτονίαν μας, την ημέραν των Χριστουγέννων του 1973: «Αντί πολλών και υπερβολικών λόγων, πατριαρχικώς επιθυμούμεν, ίνα κατά την στιγμήν ταύτην, την όντως ιεράν, απευθύνωμέν σοι, Ιερώτατε Μητροπολίτα Φιλαδελφείας, τον λόγον εκείνον, ον ‘ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων την κλείν του Δαυίδ, ο ανοίγων και ουδείς κλείσει, και κλείων και ουδείς ανοίξει’ (Αποκ. γ´, 7) είπέ ποτε τω προκατόχω σου, τω αγγέλω της εν Φιλαδελφεία Εκκλησίας: ‘οίδά σου τα έργα’, ήτοι γινώσκω σε, και λοιπόν, εν γνώσει ‘δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ην ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν’ (Αποκ. γ´, 8). Όμως, ο άγιος και αληθινός, συνεχίζων λέγει σοι: ‘μικράν έχεις δύναμιν’, λέγων δε τούτο εννοεί – και επιθυμούμεν να τονίσωμέν σοι τούτο – ότι δέον ίνα θεωρής πάντοτε ενώπιον του Θεού την σην δύναμιν, όση αύτη και αν η, μικράν, είναι δε αύτη όντως πάντοτε μικρά έναντι του Θεού· εν τη αυτοσυνειδησία δε της σμικρότητος αυτής τελετουργεί και θαυματουργεί, ως παρά Παύλω, η δύναμις του Κυρίου. Την οιανδήτινα εν σοι δύναμιν, αδυναμίαν και ασθένειαν έναντι του Θεού πάντοτε λογιζόμενος και τη χάριτι του Χριστού συνεχώς παραδιδόμενος θα δυνηθής, όπως και εφεξής, ως Επίσκοπος της Μεγάλης Εκκλησίας, να συνεχίσης την ην έδωκας άχρι τούδε μαρτυρίαν κατά τον λόγον του αγίου και αληθινού, τον επιμαρτυρούντα σοι σήμερον ότι, ‘ετήρησάς μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου’ (Αποκ. γ´, 8). Ούτω τηρήσεις τον λόγον Εκείνου και ουκ αρνηθής το όνομά Του».
Εις απάντησιν προς τον Πατριάρχην Δημήτριον επιθυμούμεν, ενώπιον Θεού και όλων υμών, να ανανεώσωμεν την υπόσχεσιν την οποίαν εδώκαμεν κατά την ημέραν εκείνην: «Ουδέν έχω όπερ δεν έλαβον παρά της Εκκλησίας. Εις την Εκκλησίαν επομένως, οφείλω τα πάντα και επί πλέον ευγνωμοσύνην και αφοσίωσιν και σεβασμόν και πιστότητα και υπακοήν άχρι θανάτου… ει δε και δεήσει, και θανάτου σταυρού». Θα συνεχίσωμεν εδραίοι την ταπεινήν διακονίαν μας, φυλάσσοντες Θερμοπύλας, δι᾽ όσον χρόνον θέλει ο Θεός. Εις Εκείνον χρεωστούμεν τα πάντα! Εκείνον διακονούμεν και λατρεύομεν! Εις Εκείνον εμπιστευόμεθα και τα μελλούμενα… «Γενηθήτω το θέλημά Του», νυν και αεί!
Εμείς πορευόμεθα διά μέσου του δράματος της ιστορίας με στόχον την Ανάστασιν. Άλλωστε, άπαντες οι εν Φαναρίω και οι εκ Φαναρίου γνωρίζομεν καλώς ότι χωρίς Θαβώρ και χωρίς Γολγοθάν δεν υπάρχουν το φως και η αγαλλίασις της Αναστάσεως. Από της Μεταμορφώσεως διά της Σταυρώσεως φθάνομεν εις την Ανάστασιν. «Ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω…» Και κατά την εύσημον ταύτην στιγμήν ενθυμούμεθα τους σοφούς λόγους του ανεπαναλήπτου Γέροντός μας, ο οποίος μας προειδοποίει διαρκώς διά τον κίνδυνον του θανατηφόρου πειρασμού να θεωρήσωμεν ιδικήν μας την επισκοπικήν λαμπρότητα. Αυτή είναι του Χριστού, μας υπενθυμίζει ο Γέροντας. Ιδικόν μας είναι «το μέλαν τριβώνιον, εκ της βιώσεως του οποίου μόνον κυοφορείται η πνευματική αναστάσιμος λαμπρότης και εκφαίνονται η δόξα και η βασιλεία του Κυρίου».”
Ακολούθως ο Παναγιώτατος και οι Συνοδικοί Αρχιερείς Σεβ. Βρυούλων κ. Παντελεήμων, Ρόδου κ. Κύριλλος, Γουΐνιπεγκ κ. Ιλαρίων, Κρήτης κ. Ευγένιος, Κορέας κ. Αμβρόσιος, Αυστρίας κ. Αρσένιος, Πισιδίας κ. Ιώβ, Ν. Ιερσέης κ. Απόστολος, Σύμης κ. Χρυσόστομος, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Πρόδρομος, και Γαλλίας κ. Δημήτριος, υπέγραψαν τις σχετικές Πράξεις στον οικείο Κώδικα του Πατριαρχείου.
Παρέστησαν, επίσης, οι Αρχιερείς Σεβ. Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ, Γέρων Δέρκων κ. Απόστολος, Γέρων Πριγκηποννήσων κ. Δημήτριος, Φιλαδελφείας κ. Μελίτων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως κ. Ειρηναίος, Μύρων κ. Χρυσόστομος, Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κ. Παΐσιος, Πατρών κ. Χρυσόστομος, Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος κ. Κύριλλος, Μιλήτου κ. Απόστολος, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου κ. Στέφανος, Κυδωνιών κ. Αθηναγόρας, Σηλυβρίας κ. Μάξιμος, Αυστραλίας κ. Μακάριος, Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, Ίμβρου και Τενέδου κ. Κύριλλος, Ισπανίας και Πορτογαλίας κ. Βησσαρίων, Σαράντα Εκκλησιών κ. Ανδρέας, οι Θεοφιλ. Αλικαρνασσού κ. Αδριανός, Στρατονικείας κ. Στέφανος, Ξανθουπόλεως κ. Παΐσιος και Λακεδαιμονίας κ. Θεόφιλος, ο Θεοφιλ. Αγγλικανός Επίσκοπος κ. Christopher Hill, κληρικοί, μοναχοί και μοναχές, ο Πρέσβης κ. Κωνσταντίνος Κούτρας, Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη, η Εξοχ. Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών της Ελλάδος κ. Χριστίνα Αλεξοπούλου, ο Εξοχ. κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου και πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως της Ελλάδος, ο Εντιμ. κ. Νικόλαος Νικολόπουλος, πρώην υφυπουργός, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας με επί κεφαλής τον Γενικό Γραμματέα της Αδελφότητός τους “Παναγία η Παμμακάριστος”, Εντιμολ. κ. Κωνσταντίνο Δεληκωσταντή, Άρχοντα Διδάσκαλο του Γένους, και πλήθος πιστών από την Πόλη και από το εξωτερικό.
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τήν Ἀκολουθίαν τελετῆς ὑπογραφῆς τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως ἐντάξεως Ἁγίων εἰς τό Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας
(Φανάριον, 18 Δεκεμβρίου 2023)
* * *
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἐξοχώτατοι,
Εὐλαβέστατοι κληρικοί καί μονασταί,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ εύλογημένα,
Ἀγάλλεται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ὑποδεχομένη μετά τιμῆς καί ἐν Χριστῷ ἀγάπης πάντας ὑμᾶς, τούς τιμιωτάτους καί ἀγαπητούς ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς, τούς εὐλαβεστάτους κληρικούς καί τούς μοναστάς καί τά πιστά καί φιλόχριστα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, εἰς λειτουργικήν σύναξιν ἐν τῷ πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου καί εἰς τήν Ἀκολουθίαν τελετῆς ὑπογραφῆς τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς ἐντάξεως εἰς τό Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας τριῶν νέων Ἁγίων: τῆς Ὁσίας Γεροντίσσης Γαβριηλίας τῆς Κωνσταντινουπολιτίσσης καί τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἀθανασίου Χαμακιώτου καί Γερβασίου Παρασκευοπούλου.
Πάντοτε ὅταν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἰσερχώμεθα εἰς τούς ναούς μας, ἔχομεν τήν ἐμπειρίαν τοῦ «οἴκου» καί τῆς «πατρίδος», περιστοιχισμένοι ἀπό τούς Ἁγίους καί τούς Μάρτυρας τῆς πίστεως, πού εἶναι «συγγενεῖς καί συμπολῖται» μας. Ἀνήκουν οἱ Ἅγιοι εἰς τήν «μέλλουσαν πόλιν», τήν οὐράνιον Βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀληθινή πατρίς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ «οὐρανοπολίτου», κατά τόν ὑψηλόν προορισμόν αὐτοῦ. Αὐτό εἶναι τό βαθύτερον νόημα τῆς φράσεως «Ἐν τῷ ναῷ ἐστῶτες τῆς δόξης Σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν».
Σᾶς καλωσορίζομεν ἐγκαρδίως, πάντας ὑμᾶς τούς ἐλθόντας ἐκ Πατρῶν, ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ, ἐκ τῆς νήσου Λέρου καί ἐξ ἄλλων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδος καί ὄχι μόνον, ἐδῶ εἰς τό Φανάριον, τό ἱστορικόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου φυλάσσονται ἀνυστάκτως αἱ πατρῷαι παραδόσεις, τά ὅσια καί τά ἱερά τοῦ Γένους. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔχει εὐαίσθητον οὖς διά τούς κραδασμούς τῆς ἱστορίας, γνωρίζει νά καταγράφῃ τάς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἱστορικῆς περιόδου καί νά ἀπαντᾷ εἰς αὐτάς. Ἔχει βάλει τήν σφραγῖδα του εἰς τόν πολιτισμόν καί, χάριτι τοῦ πανσθενοῦς καί παντεπόπτου Θεοῦ, τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου καί πάντων τῶν Ἁγίων, θά συνεχίσῃ νά μαρτυρῇ καί εἰς τό μέλλον περί τῆς ἐλθούσης χάριτος καί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος.
Δοξολογοῦμεν καί εὐχαριστοῦμεν τόν Θεόν τοῦ ἐλέους διά τά οὐράνια καί σωτηριώδη δωρήματα Αὐτοῦ πρός τόν λαόν Του, πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτός τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν τιμαλφεστάτων ἀξιῶν, αἱ ὁποῖαι συγκροτοῦν τήν ταυτότητά μας. Εἶναι ἀδύνατον νά κατανοήσωμεν τήν ἰδιοπροσωπίαν μας ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν ἱστορίαν της, οὔτε βεβαίως δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν τό μέλλον μας χωρίς τήν καθοριστικήν παρουσίαν τῆς παραδόσεώς της καί χωρίς τήν διαφύλαξιν τῶν ἀξιῶν της. Ἀποκομμένοι ἀπό τάς πνευματικάς μας ρίζας δέν θά ἐπιβιώσωμεν.
Ὄντως πανέορτος, λαμπροτάτη καί ὑπερευλογημένη ἡ ἡμέρα αὕτη διά τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, ἥ ζωή καί ἡ εὐσέβεια τοῦ ὁποίου ἐμπλουτίζεται διά τῶν τριῶν νέων Ἁγίων, τούς ὁποίους ἐδωρήσατο εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡ ἀείρυτος χάρις τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ. «Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ῾τόπος᾽ ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ ἤ ὁ ναός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἀναπαύεται στούς ἁγίους, ὅπως καί οἱ ἅγιοι στόν Θεό. Οἱ ἅγιοι ἀντανακλοῦν τόν Θεόν στόν κόσμο, καί ὁ Θεός γίνεται ῾θαυμαστός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ᾽. Ὅ,τι προσφέρει ὁ Θεός στόν κόσμο, ὅ,τι δόθηκε στήν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ καί διατηρεῖται μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθίσταται ἐμπειρικά προσιτό στά πρόσωπα τῶν ἁγίων», σημειώνει θεολογικώτατα ὁ Ἐντομολογιώτατος καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης (Ὁδοιπορικό θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, Ἅγιον Ὄρος, 2005, σ. 309). Ἡ παρουσία καί μαρτυρία τῶν Ἁγίων διατρέχει τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας ἀπ᾿ ἀρχῆς καί μέχρι τῆς σήμερον. «Μέ τά βήματα τῶν Ἁγίων» θά συνεχίσῃ νά πορεύεται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί πρός τό μέλλον.
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων ἀνήκει εἰς τόν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί εὐσεβείας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ζῶσαι εἰκόνες τῆς Βασιλείας τῶν Ἐσχάτων, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει ὁ μακαριστός π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, εἶναι «πληρότης ζωῆς, πληρότης χαρᾶς, πληρότης γνώσεως» (Πιστεύω, Ἀθήνα 1998, σ. 129). Ἁγιότης εἶναι μία ἄλλη λέξις διά τήν ἐν Χριστῷ ζωήν, διά τήν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον καί διά τόν ἐν Αὐτῷ αἰώνιον προορισμόν μας. Προσφυῶς λέγεται ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐκπροσωποῦν «τό Ὀρθόδοξον δέον περί τοῦ ἀνθρώπου». Μέσα εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος «προσδίδει μεγάλην σημασίαν εἰς ἐντελῶς ἀσήμαντα πράγματα», οἱ Ἅγιοι μᾶς παραπέμπουν εἰς τό «ἕν, οὗ ἐστι χρεία» (Λουκ. ι΄, 42), προσανατολίζουν τούς πιστούς πρός τά καίρια τῆς ζωῆς.
Εἰς τούς Ἁγίους προστρέχομεν διά νά εὐλογηθῇ ἡ ζωή μας, διά νά εὕρωμεν παραμυθίαν εἰς τάς θλίψεις μας. Αἱ ἑορταί καί αἱ πανηγύρεις των εἶναι σταθμοί πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ἀνακαινίσεως, ἐνσταλάζουν εἰς τήν ζωήν τῶν πιστῶν γεῦσιν Ἀναστάσεως. Οἱ ναοί καί τά ἐξωκκλήσιά των, αἱ ἱεραί εἰκόνες καί τά τίμια λείψανά των εἶναι πηγή ἁγιασμοῦ καί ἰάσεων παντοδαπῶν, χαρᾶς καί ἐλπίδος. Οἱ Ἅγιοι μεσιτεύουν πρός Κύριον δι᾿ ἡμᾶς καί διά τήν σωτηρίαν μας.
Εἰς τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, καί ὄχι μόνον εἰς αὐτόν, προκαλεῖ ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν ἡ λαμπρότης, ἡ ἔκρηξις χαρᾶς καί ὁ πανηγυρικός τρόπος μέ τόν ὁποῖον τιμᾶται εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων καί τῶν Μαρτύρων, πλήρης ἀναστασίμου φωτός καί εὐφροσύνης, συμφώνως πρός τό πνεῦμα τῆς περιγραφῆς τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀρχιδιακόνου καί Πρωτομάρτυρος Στεφάνου εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. ζ’, 55 – 56). Ἐντυπωσιακόν εἶναι ἐπίσης τό γεγονός ὅτι πολλοί ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι πρός τούς μάρτυρας ἀρχίζουν μέ τό «Χαίροις …».
Τιμαλφέστατον δῶρον τοῦ Θεοῦ πρός τόν λαόν του, ἁπτήν μαρτυρίαν καί ἀπόδειξιν διά τό «πόσους καί οἵους καρπούς συνήγαγε πρός ζωήν αἰώνιον ἡ τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσία, καί ἡ τοῦ Παναγίου Πνεύματος δύναμις» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΕ’ εἰς τήν Κυριακήν τῶν Ἁγίων Πάντων, PG 151, 329), ἀποτελοῦν ἡ Ὁσία Μήτηρ ἡμῶν Γαβριηλία καί οἱ Ὅσιοι καί θεοφόροι Πατέρες Ἀθανάσιος Χαμακιώτης καί Γερβάσιος Παρασκευόπουλος.
Σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ὁσία Γερόντισσα Γαβριηλία ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα, ὁμοῦ μέ τάς πολλάς Ἁγίας γυναῖκας, τάς ὁποίας τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας, ὑπενθυμίζει ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (Γαλ. γ’, 28), ἀλλά «καινή κτίσις». Ἡ Ἁγία ἐξήγγειλε θυσιαστικῶς ἔργῳ καί λόγῳ, ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, τό Εὐαγγέλιον τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀναδειχθεῖσα πρότυπον θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἀλληλεγγύης, ἄγγελος χαρᾶς καί ὑπόδειγμα φιλανθρωπίας καί συμπαθείας, ὑπενθυμίζουσα διά τῆς ζωῆς της ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἄθροισμα ἀτόμων, ἀλλά κοινωνία προσώπων, κοινωνία σχέσεων καί ἀγάπης.
Οἱ Ὅσιοι καί Θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν Ἀθανάσιος Χαμακιώτης καί Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, εὐλογημένοι ἄνωθεν διά τοῦ χαρίσματος τῶν θαυμάτων καί τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης, πρίν ἐγγραφοῦν ἐπισήμως εἰς τάς δέλτους τῶν Ἁγίων εἶχον ἤδη ἐγχαραχθῆ ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἰς τάς ψυχάς τῶν πιστῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὁ ἀσκητικός καί φιλάνθρωπος, ὁ μύστης τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας καί ἐκφραστής τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου ἤθους, ὁ ἄνωθεν πεπροικισμένος μέ προορατικόν χάρισμα, ὑπῆρξε διά τούς Μαρουσιῶτες ὁ ἅγιος Πνευματικός τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Νεραντζιωτίσσης, ὁ εὔσπλαχνος καλός Σαμαρείτης κατά τήν ἐπώδυνον περίοδον τῆς τριπλῆς Κατοχῆς καί τοῦ ἀδελφοκτόνου Ἐμφυλίου.
Ὁ Ὅσιος Γερβάσιος, ὁ ἄγγελος τῶν Πατρέων, ἐν καιροῖς κλύδωνος, ὁ πεπαιδευμένος θεολόγος, ὁ ἱδρυτής κατηχητικῶν σχολείων καί παιδικῶν κατασκηνώσεων, διεκρίθη διά τόν ἔνθεον ζῆλον καί τήν ταπεινοφροσύνην του, διά τό πολυσχιδές ἐκκλησιαστικόν, πνευματικόν, ποιμαντικόν καί φιλανθρωπικόν του ἔργον, καταλιπών τοῖς πᾶσι καί ἐν παντί, ἀνεξίτηλον φήμην ἁγίου καί χαρισματικοῦ ἀνδρός.
Ἡ ἐπίσημος σημερινή τελετή ἀποτελεῖ διά τήν Ἐκκλησίαν ἀφορμήν εὐχαριστίας πρός τόν πάνδωρον Κύριον, τόν διηνεκῶς χαριζόμενον εἰς τόν λαόν Του τούς Ἁγίους καί τούς Μάρτυρας, προτυπώσεις τῆς «κοινῆς Βασιλείας» καί πρότυπα μιμήσεως διά τούς πιστούς. Καί οἱ τρεῖς νέοι Ἅγιοί μας εἶναι ζῶσαι καί χαριτόστεπτοι εἰκόνες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν ἄνθρωπον εἰς κοινωνίαν τῆς ἁγιότητός Του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Του, τῇ «κοινωνίᾳ τῶν Ἁγίων».
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,
Ἡ 18η Δεκεμβρίου, ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Σεβαστιανοῦ, συνδέεται δι᾽ ἡμᾶς ἀπό τοῦ ἔτους 1973, μέ ἕν καθοριστικόν γεγονός τῆς ζωῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας μας: τήν ἐκλογήν μας εἰς Μητροπολίτην Φιλαδελφείας, ἀπό τῆς ὁποίας συμπληροῦνται σήμερον πεντήκοντα συναπτά ἔτη ἀκριβῶς. Δι᾽ ἡμᾶς δέν ὑφίσταται καταλληλότερος τρόπος ἑορτασμοῦ τοῦ χρυσοῦ αὐτοῦ ἰωβηλαίου, παρά ἐν ἐκκλησίαις, ἐν λειτουργικῇ συνάξει, ὁμοῦ μετά προσφιλῶν ἀδελφῶν καί συγκυρηναίων Ἱεραρχῶν καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ, προκειμένου νά ἀναπέμψωμεν αἶνον καί δοξολογίαν πρός τόν Τριαδικόν Θεόν διά τήν μεγάλην αὐτήν εὐεργεσίαν Του πρός τό ταπεινόν πρόσωπόν μας.
Ἀναπολοῦμεν καί ἀνατρέχομεν μέ τήν σκέψιν καί τήν καρδίαν μας εἰς ἐκείνην τήν Τρίτην, 18 Δεκεμβρίου 1973, ὅταν, ὡς ἄλλος Τιμόθεος, ἠκούσαμεν καί ἡμεῖς τό Παύλειον «μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω» (Α´ Τιμ. δ´, 12), λαβόντες, παρά τοῦ ἀλησμονήτου πνευματικοῦ μας πατρός, ἀειμνήστου Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, τό ἄγγελμα τῆς εἰς Μητροπολίτην Φιλαδελφείας ἐκλογῆς μας εἰς τήν ἡλικίαν τῶν τριάκοντα τριῶν ἐτῶν. Μέ μεγάλην συγκίνησιν μιμνησκόμεθα τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀοιδίμου Προκατόχου μας Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, τοῦ σεμνοῦ Προκαθημένου τῆς ἀγάπης καί τῆς καταλλαγῆς, ὁ ὁποῖος, κατ᾽ ἰδίαν αὐτοῦ φιλοτιμίαν καί προαίρεσιν, προέτεινε πρός το ἱερόν σῶμα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τήν ἀνύψωσιν τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, Διευ-θυντοῦ τοῦ νεοσυστάτου τότε Ἰδιαιτέρου Γραφείου του, εἰς τήν Μητροπολιτικήν ἀξίαν. Αἰωνία Αὐτοῦ ἡ μνήμη καί ἄληστος, καθώς καί τῶν μακαριστῶν Συνοδικῶν παρέδρων, διά τῆς κανονικῆς ψήφου τῶν ὁποίων ἀνεδείχθημεν Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, καί διά τήν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν τῶν ὁποίων ἐτελέσαμεν πρό ὀλίγου Τρισάγιον.
Ποτέ δέν ἐθεωρήσαμεν τήν ἐκλογήν μας αὐτήν ὡς δῆθεν ἐπιβράβευσιν διά τήν ἐκπλήρωσιν τῶν ἀνατεθέντων εἰς ἡμᾶς καθηκόντων. Ἀντιθέτως, ἀπό τήν πρώτην στιγμήν, τήν ἀντελήφθημεν ὡς χρέος καί εὐθύνην διακονίας τῆς Μητρός Ἐκκλησίας μετά μεγαλυτέρας ὑπευθυνότητος, ζήλου καί ἐργατικότητος, ἐν ταπεινώσει πάντοτε καί πιστότητι καί ὑπακοῇ πρός αὐτήν. Ἡ δέ ἐπακολουθήσασα, ὀλίγους μῆνας ἀργότερον, εἴσοδος καί συμμετοχή ἡμῶν εἰς τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ Συνοδικοῦ παρέδρου ἦτο ἐγγραφή εἰς ἕν πραγματικόν πανδιδακτήριον, τό μεγαλύτερον Πανεπι-στήμιον εἰς τό ὁποῖον ἐφοιτήσαμεν ποτέ, καθώς μᾶς ὡλοκλήρωσε ἐκκλησιολογικῶς καί συνέβαλε καθοριστικῶς εἰς τήν προετοιμασίαν μας διά τήν ἀνάληψιν τῶν Πατριαρχικῶν εὐθυνῶν, μετά ἀπό δεκαοκτώ ἔτη.
Μᾶς συγκλονίζει ἀκόμη καί σήμερον ἡ ἐμπιστοσύνη τήν ὁποίαν ἐπέδειξαν τότε ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, ὁ Γέροντάς μας καί τά λοιπά μέλη τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου πρός ἕνα νέον κληρικόν, τόν ὁποῖον κατέστησαν Ἐπίσκοπον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί συνδιοικητήν τῶν ἱερῶν ὑποθέσεων αὐτῆς. Ὅπως δέ εἶναι φυσικόν, τό παράδειγμά των αὐτό ἐνεχαράχθη βαθέως ἐντός μας καί ἀπετέλεσε γνώμονα καί τῶν ἰδικῶν μας ἐπιλογῶν διά τήν στελέχωσιν τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς, κατά τήν διάρκειαν τῶν τριάκοντα δύο ἐτῶν ταπεινῆς Πατριαρχείας μας, διά ταλαντούχων καί φερελπίδων κληρικῶν, τούς ὁποίους καί ἐτιμήσαμεν διά τῆς προαγωγῆς των εἰς ἐπιτελικάς θέσεις τῆς Πατριαρχικῆς διοική-σεως, παρά τό νεαρόν τῆς ἡλικίας των. Τό αὐτό ἰσχύει παρ᾽ ἡμῖν καί διά τάς Ἀρχιερατικάς ἐκλογάς. Ὅπως ἔχομεν ἀναφέρει καί εἰς τό παρελθόν, «αἱ ἀνάγκαι τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζουν τό ἐάν καί τό πότε μιᾶς Ἀρχιερατικῆς ἐκλογῆς». Αὐτό ἐβιώσαμεν ἡμεῖς! Αὐτό πιστεύομεν! Αὐτό πράττομεν, πρός δόξαν Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας Αὐτοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τηροῦντες τήν παρακαταθήκην ἥν ἐλάβομεν παρά τοῦ ἀοιδίμου Προκατόχου μας.
Πεντήκοντα ἔτη παρῆλθον καί ὅμως ἠχοῦν ἀκόμη εἰς τά ὦτα μας οἱ νουθετήριοι λόγοι Του κατά τό ἑόρτιον γεῦμα μετά τήν εἰς ἐπίσκοπον χειροτονίαν μας, τήν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1973: «Ἀντί πολλῶν καί ὑπερβολικῶν λόγων, πατριαρχικῶς ἐπιθυμοῦμεν, ἵνα κατά τήν στιγμήν ταύτην, τήν ὄντως ἱεράν, ἀπευθύνωμέν σοι, Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Φιλαδελφείας, τόν λόγον ἐκεῖνον, ὅν ‘ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τήν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καί οὐδείς κλείσει, καί κλείων καί οὐδείς ἀνοίξει’ (Ἀποκ. γ´, 7) εἶπέ ποτε τῷ προκατόχῳ σου, τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ Ἐκκλησίας: ‘οἶδά σου τά ἔργα’, ἤτοι γινώσκω σε, καί λοιπόν, ἐν γνώσει ‘δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἥν οὐδείς δύναται κλεῖσαι αὐτήν’ (Ἀποκ. γ´, 8). Ὅμως, ὁ ἅγιος καί ἀληθινός, συνεχίζων λέγει σοι: ‘μικράν ἔχεις δύναμιν’, λέγων δέ τοῦτο ἐννοεῖ – καί ἐπιθυμοῦμεν νά τονίσωμέν σοι τοῦτο – ὅτι δέον ἵνα θεωρῇς πάντοτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τήν σήν δύναμιν, ὅση αὕτη καί ἄν ᾖ, μικράν, εἶναι δέ αὕτη ὄντως πάντοτε μικρά ἔναντι τοῦ Θεοῦ· ἐν τῇ αὐτοσυνειδησίᾳ δέ τῆς σμικρότητος αὐτῆς τελετουργεῖ καί θαυματουργεῖ, ὡς παρά Παύλῳ, ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου. Τήν οἱανδήτινα ἐν σοί δύναμιν, ἀδυναμίαν καί ἀσθένειαν ἔναντι τοῦ Θεοῦ πάντοτε λογιζόμενος καί τῇ χάριτι τοῦ Χριστοῦ συνεχῶς παραδιδόμενος θά δυνηθῇς, ὅπως καί ἐφεξῆς, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, νά συνεχίσῃς τήν ἥν ἔδωκας ἄχρι τοῦδε μαρτυρίαν κατά τόν λόγον τοῦ ἁγίου καί ἀληθινοῦ, τόν ἐπιμαρτυροῦντα σοι σήμερον ὅτι, ‘ἐτήρησάς μου τόν λόγον καί οὐκ ἠρνήσω τό ὄνομά μου’ (Ἀποκ. γ´, 8). Οὕτω τηρήσεις τόν λόγον Ἐκείνου καί οὐκ ἀρνηθῇς τό ὄνομά Του».
Εἰς ἀπάντησιν πρός τόν Πατριάρχην Δημήτριον ἐπιθυμοῦμεν, ἐνώπιον Θεοῦ καί ὅλων ὑμῶν, νά ἀνανεώσωμεν τήν ὑπόσχεσιν τήν ὁποίαν ἐδώκαμεν κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην: «Οὐδέν ἔχω ὅπερ δέν ἔλαβον παρά τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἑπομένως, ὀφείλω τά πάντα καί ἐπί πλέον εὐγνωμοσύνην καί ἀφοσίωσιν καί σεβασμόν καί πιστότητα καί ὑπακοήν ἄχρι θανάτου… εἰ δέ καί δεήσει, καί θανάτου σταυροῦ». Θά συνεχίσωμεν ἑδραῖοι τήν ταπεινήν διακονίαν μας, φυλάσσοντες Θερμοπύλας, δι᾽ ὅσον χρόνον θέλει ὁ Θεός. Εἰς Ἐκεῖνον χρεωστοῦμεν τά πάντα! Ἐκεῖνον διακονοῦμεν καί λατρεύομεν! Εἰς Ἐκεῖνον ἐμπιστευόμεθα καί τά μελλούμενα… «Γενηθήτω τό θέλημά Του», νῦν καί ἀεί!
Ἐμεῖς πορευόμεθα διά μέσου τοῦ δράματος τῆς ἱστορίας μέ στόχον τήν Ἀνάστασιν. Ἄλλωστε, ἅπαντες οἱ ἐν Φαναρίῳ καί οἱ ἐκ Φαναρίου γνωρίζομεν καλῶς ὅτι χωρίς Θαβώρ καί χωρίς Γολγοθᾶν δέν ὑπάρχουν τό φῶς καί ἡ ἀγαλλίασις τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπό τῆς Μεταμορφώσεως διά τῆς Σταυρώσεως φθάνομεν εἰς τήν Ἀνάστασιν. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ…» Καί κατά τήν εὔσημον ταύτην στιγμήν ἐνθυμούμεθα τούς σοφούς λόγους τοῦ ἀνεπαναλήπτου Γέροντός μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προειδοποίει διαρκῶς διά τόν κίνδυνον τοῦ θανατηφόρου πειρασμοῦ νά θεωρήσωμεν ἰδικήν μας τήν ἐπισκοπικήν λαμπρότητα. Αὐτή εἶναι τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Γέροντας. Ἰδικόν μας εἶναι «τό μέλαν τριβώνιον, ἐκ τῆς βιώσεως τοῦ ὁποίου μόνον κυοφορεῖται ἡ πνευματική ἀναστάσιμος λαμπρότης καί ἐκφαίνονται ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία τοῦ Κυρίου».
Πράγματι, ἡ βυζαντινή τελετουργική μεγαλοπρέπεια καί ἡ ἀμφίεσις ἡμῶν τῶν Ἀρχιερέων καταλήγουν νά εἶναι κοσμικά σύμβολα ἄνευ σημασίας, χωρίς πνευματικήν ἀνανέωσιν καί ἐπαφήν συνεχῆ μέ τόν ἄνθρωπον καί τάς περιπετείας του. Δι᾽ ἡμᾶς, τά πεντήκοντα ἔτη Ἀρχιερωσύνης ἐν Φαναρίῳ ὑπῆρξαν ἡ μυστική ἐκείνη πύλη, ἡ ὁποία μᾶς εἰσάγει διαρκῶς εἰς τό μυστήριον τῆς διακονίας τοῦ χρηστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν ἀδελφῶν μας, διά μέσου τῆς παγκοσμιότητος τῶν ἀξιῶν ἐκείνων, τάς ὁποίας ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία εὐαγγελίζεται εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ὕπερθεν τῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς καί τῆς ρευστότητος τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, δοξάζοντες τόν Κύριον τῆς δόξης, εὐχαριστοῦμεν πάντας ὑμᾶς διά τήν ἔλευσίν σας εἰς τήν Πόλιν τῶν πόλεων. Ἀπευθύνομεν πρός ὑμᾶς τάς προσωπικάς μας προσρήσεις διά τά Χριστούγεννα, τάς λοιπάς ἑορτάς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου καί διά τό ἐπερχόμενον νέον ἔτος. Σᾶς παρακαλοῦμεν, Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι, νά μεταφέρετε πρός τό φιλόθεον ποίμνιόν σας τήν εὐλογίαν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τάς ἑορτίους εὐχάς μας, καθώς καί τήν προτροπήν τῆς ἡμῶν Μετριότητος πρός τούς γονεῖς καί τούς διδασκάλους νά μεταδίδουν εἰς τήν νέαν γενεάν τούς πνευματικούς θησαυρούς τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας.
Ἡ δέ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μεσιτείᾳ καί πρεσβείαις τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Σεβαστιανοῦ, τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Γαβριηλίας καί τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Ἀθανασίου Χαμακιώτου καί Γερβασίου Παρασκευοπούλου, εἴησαν μετά πάντων ὑμῶν.
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!