19.1 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

50 χρόνια από την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’

Του Χάρη Ανδρεόπουλου*

Συμπληρώνεται σήμερα μια 50ετία από την ημέρα της 15ης Δεκεμβρίου 1973 κατά την οποία ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος (Α’) Κοτσώνης, έχοντας απωλέσει τον έλεγχο τόσο της “μικράς” (Διαρκούς Ιεράς Συνόδου – Δ.Ι.Σ.) όσο και  της “μεγάλης” Ιεράς Συνόδου (της Ιεραρχίας – Ι.Σ.Ι.) της Εκκλησίας της Ελλάδος,  υποβάλλει αυτοβούλως την παραίτησή του  από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η παραίτηση γίνεται πάραυτα δεκτή από την εκκλησιαστική αρχή, ήτοι την Δ.Ι.Σ. στην οποία προϊσταται ο Αντιπρόεδρος αυτής, Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος Πάτσης, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα και συγκεκριμένα στις 28 Δεκεμβρίου 1973 η απόφαση της Δ.Ι.Σ. περί αποδοχής της παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου εγκρίνεται και από την στρατιωτική («Ιωαννιδική») Κυβέρνηση Αδαμ. Ανδρουτσοπούλου, δια του Υπουργού Παιδείας αυτής Παν. Χρήστου και κυρώνεται δια του σχετικού Π.Δ. 442/1973 το οποίο υπογράφει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.

Ο (από του Μαϊου του 1967) μέχρι τούδε Aρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) μετά από 6ετή θητεία στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα καθίσταται και τυπικά «πρώην» Αθηνών και πάσης Ελλάδος, συγκαταλεγόμενος από του λοιπού στις τάξεις των «σχολαζόντων» αρχιερέων της ελλαδικής Εκκλησίας. Στον χηρεύσαντα θρόνο της Αρχιεπισκοπής, δύο εβδομάδες μετά (12 Ιανουαρίου 1974), θα εκλεγεί υπό της (συγκροτηθείσης εξ ιεραρχών που είχαν εκλεγεί προ της 21ης Απριλίου 1967) «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας  ο από Ιωαννίνων Μητροπολίτης Σεραφείμ (Τίκας), ο οποίος έχει καταγραφεί μέχρι τώρα ως ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος με θητεία 25ετίας (1974 – 1998).  

ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΜΕ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης; Ποιες ήταν επιτυχίες του σε έργα και ποιες οι αποτυχίες του στον τρόπο ασκήσεως της εξουσίας; Επρόκειτο αναμφιβόλως περί ενός κληρικού με εξαιρετικά χαρίσματα που του τα αναγνώριζαν πρώτοι ιεράρχες που ανήκαν ιδεολογικά στην αντίπαλη παράταξη απ’ αυτήν (των «Χρυσανθικών» και βασιλοφρόνων) την οποία ο ίδιος ανήκε. Επί παραδείγματι, ο («Δαμασκηνικός» και βενιζελικός) Μητροπολίτης Ελασσώνος Ιάκωβος (Μακρυγιάννης) το 1958 θα πλέξει το εγκώμιο του τότε αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) περιγράφοντάς τον ως «κληρικό εξαιρέτου επιστημονικού κύρους […] αγαθό και σεμνό […]» και προτείνοντάς τον ως «άξιο της εγγραφής εις τον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατείαν». (Κι όμως… Εννιά χρόνια μετά, εν έτει 1967, τρείς μόλις μήνες μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας και την ανάρρηση του Ιερωνύμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο Ελασσώνος Ιάκωβος θα εξαναγκασθεί [τον Αύγουστο του ’67] σε παραίτηση. Το ίδιο θα συμβεί εν συνεχεία και με τους Μητροπολίτες Θεσσαλιώτιδος Κύριλλο [Καρμπαλιώτη], Λαρίσης Ιάκωβο [Σχίζα], Δημητριάδος Δαμασκηνό [Χατζόπουλο] και Παραμυθίας Τίτο [Ματθαιάκη], οι οποίοι στη περίοδο της διετίας 1967 – 1968 θα απομακρυνθούν από τις έδρες τους «εξαναγκασθέντες εις παραίτησιν, υπό το κράτος ψυχολογικής βίας», όπως δέχθηκε η Ιεραρχία, σε συνεδρίασή της υπό την προεδρία του νέου Αρχιεπισκόπου αυτής Σεραφείμ [Τίκα] τον Ιούλιο του 1974).

 Οι απόπειρες επισκοποιήσεως του Ιερωνύμου, μέσω κανονικής Συνόδου, θα εξελιχθούν στα πρώτα χρόνια της 10ετίας του ’60. Στις αρχές του ’60 θα επιχειρηθεί από το Πατριαρχείο – επί Αθηναγόρα (Σπύρου)– η εκλογή του ως τιτουλαρίου Επισκόπου του Οικουμενικού Θρόνου. Θα ακολουθήσουν τρεις ακόμη απόπειρες˙ οι δύο για την εκλογή του στην Αρχιεπισκοπή (Ιανουάριος 1962 και Φεβρουάριος 1962, όταν κενώθηκε η έδρα λόγω παραιτήσεως του μόλις προ μηνός εκλεγέντος αρχιεπισκόπου Ιακώβου [Βαβανάτσου]) και η τρίτη για τη Μητρόπολη της πατρίδας του (τη Σύρο, το 1965), όλες, όμως, θα καταλήξουν σε αποτυχία.

Η υποψηφιότητά του θα αποδοκιμασθεί από την πλειοψηφία των ιεραρχών ως αντίδραση, όχι στην «απαστράπτουσα» ιερατική και ακαδημαϊκή φυσιογνωμία του, αλλά, αφ’ ενός μεν στην παραταξιακή του – «οργανωσιακή» – προέλευση, αφ’ ετέρου δε στις υπέρ του προσώπου του πιέσεις που ασκούσαν τα Ανάκτορα και στις οποίες η πλειοψηφία της Ιεραρχίας δεν φαινόταν διατεθειμένη να υποκύψει. Η τέταρτη απόπειρα εκλογής του (τον Μαϊο του 1967) θα είναι επιτυχής, αλλά θα την σκιάσει το γεγονός ότι συνδέθηκε μ’ έναν πολιτικό περίγυρο αρνητικό˙ τη δικτατορία. Ως προς το σκέλος της κανονικότητας, η εκλογή του είχε το τεράστιο μειονέκτημα ότι πραγματοποιήθηκε όχι από την κανονική Ιεραρχία, ή έστω μια κανονικώς συγκροτημένη «μικρά» («Διαρκή») Ιερά Σύνοδο, αλλά από μια προδήλως αντικανονική 8μελή «Αριστίνδην» Ιερά Σύνοδο την οποία –ερήμην της Ιεραρχίας– είχε συστήσει η δικτατορία αποσκοπώντας στη χειραγώγηση της Εκκλησίας ως θεσμού.

ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΝΑΡΡΗΣΗ

Περιέργως πώς ο Ιερώνυμος Κοστώνης, ένας διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, δέχθηκε να συνεργήσει στην επιχειρηθείσα και, τελικώς, επιτευχθείσα υπό του τότε δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 κατάλυση του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Έχουμε, δηλαδή, εκείνη την εποχή, από τη μία πλευρά, έναν Αρχιεπίσκοπο, τον Αθηνών Χρυσόστομο (Χατζησταύρου, τον από Καβάλας), ο οποίος στις πιέσεις που δέχεται από το τότε καθεστώς προκειμένου να παραιτηθεί, απαντώντας στη βάση των Ιερών Κανόνων, δηλώνει «αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης Θείων προσταγμάτων, διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος». Από την άλλη πλευρά έχουμε έναν λόγιο αρχιμανδρίτη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη συμβιβάζεται με το δικτατορικό καθεστώς και δέχεται να καταλάβει την πλασματικώς χηρεύσασα θέση του προκαθημένου της ελλαδικής Εκκλησίας εκλεγόμενος στη θέση αυτή από μια αντικανονική 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο διορισμένων υπό του δικτατορικού καθεστώτος αρχιερέων, θεωρώντας, παραταύτα, ότι «η εκλογή εκείνη απετέλει κλήσιν Θεού» προς το πρόσωπό του˙ ότι «εξελέγη κατά το μέγα του Κυρίου έλεος».

Ο τρόπος αναρρήσεως στην Αρχιεπισκοπή του Ιερωνύμου Κοτσώνη και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν αυθαίρετες, χωρίς κανένα ηθικό ή εκκλησιαστικό έρεισμα. Όσο εντυπωσιακά κι αν ήταν τα ακαδημαϊκά προσόντα, λαμπρό το έργο και το ήθος του, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν καμιά αυθαιρεσία. Αντιθέτως, θα έπρεπε να προστατεύσουν την Εκκλησία από έξωθεν παρεμβάσεις. Γι’ αυτό και αργότερα από την κανονική Ιεραρχία του ’74 η υπό της 8μελούς «Αριστίνδην» Συνόδου γενομένη εκλογή του θα θεωρηθεί αντικανονική. Η  («Πρεσβυτέρα») Ιεραρχία σε συνεδρίασή της στις 12 Μαρτίου 1974 αντιμετωπίζοντας «κατ΄ άκραν οικονομίαν και χάριν» τη περίπτωσή του θα τον αναγνωρίσει υπό τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος».  Επρόκειτο για μια κρίση –ότι η εκλογή του Ιερωνύμου (Κοτσώνη) υπήρξε αντικανονική– με την οποία και σε ακαδημαϊκό επίπεδο ταυτίσθηκε το σύνολο των καθηγητών (πλην του ιδίου) του Κανονικού Δικαίου και του Εκκλησιαστικού Δικαίου καθώς και εγκρίτων νομικών και ιστορικών επιστημόνων. Οι συνέπειες αυτής της αντικανονικότητας στην εκλογή του Ιερωνύμου μεταφέρθηκαν και στις διαδικασίες των επί της θητείας του (1967-1973) εκλεγέντων 29, εν συνόλω, αρχιερέων, ανάμεσα στους οποίους και οι 10 εκ του συνόλου των 12 αρχιερέων (οι δύο ήταν της παλαιάς Ιεραρχίας) που κηρύχθηκαν έκπτωτοι τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1974.  Το θέμα των «12» απετέλεσε στη συνέχεια –από το 1974 και εντεύθεν– το επίκεντρο του προβλήματος που ταλάνισε την Εκκλησία για μια ολόκληρη 20ετία, αν και οι «ρίζες» του προβλήματος ανάγονται στο Μάιο και Ιούνιο του 1967, τότε, όταν συνεστήθη η αντικανονική 8μελής «Αριστίνδην» Σύνοδος εκλέγοντας αρχικά τον Ιερώνυμο (Κοτσώνη) και εν συνεχεία υπό την προεδρία του τους λοιπούς 29 νέους ιεράρχες (26 εκ της «Αριστίνδην» και 3 υπό της, επίσης, θεωρηθείσης ως αντικανονικής Δ.Ι.Σ. της περιόδου 1969-1971) Οι τελευταίοι με τη σειρά τους «κληρονόμησαν» την αντικανονικότητα εκ της οποίας έπασχε το όργανο που τους εξέλεξε, όπως έκρινε σχετικώς το όργανο της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας (της συγκροτηθείσης με τους ιεράρχες που είχαν εκλεγεί προ της 21ης Απριλίου) τον Ιανουάριο του 1974. Σημειωτέον ότι εκ των 29 εκλεγέντων επί Ιερωνύμου Α’ επαρχιούχοι αρχιερείς οι 19 με αποφάσεις της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας «κανονικοποιήθηκαν» και συνέχισαν απρόσκοπτα τη θητεία τους, όπως και οι 5 επίσης, επί Ιερωνύμου Α’, εκλεγέντες τιτουλάριοι Επίσκοποι.  Οι αρχιερείς, πάντως, που εξελέγησαν από την «Αριστίνδην» Σύνοδο του Ιερωνύμου και προέρχονταν από τις χριστιανικές αδελφότητες, παρά τα νομοκανονικής φύσεως κωλύματα στη διαδικασία της εκλογής τους, κατά κοινή ομολογία, και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και το λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν.

ΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ: ΟΙ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΕ ΕΡΓΑ,

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι καλές σχέσεις που θ’ αναπτύξει ο Ιερώνυμος με το καθεστώς θα αποφέρουν, κυρίως στα πρώτα χρόνια της Επταετίας, θετικά αποτελέσματα στο οικονομικό πεδίο. Κύρια –και αδιαμφισβήτητη– επιτυχία του υπήρξε η κατόπιν των δικών του ενεργειών ένταξη των κληρικών στο μισθολόγιο του δημοσίου. Η απόφαση θα αναγγελθεί από τον ίδιο τον Γ. Παπαδόπουλο, στις 02.5.1968, σε «πανηγυρική» συνεδρίαση της «Αριστίνδην» Συνόδου . Η «Αριστίνδην» θα θεωρήσει την υπογραφή και δημοσίευση του σχετικού Α.Ν. 469/1968  μεγάλη επιτυχία και θα ευχαριστήσει τον Παπαδόπουλο διότι έλυσε ένα χρονίζον ζήτημα για την Εκκλησία κατά τον καλύτερο τρόπο. Εις «ένδειξιν ευγνωμοσύνης», μάλιστα, ο Ιερώνυμος, επιχειρώντας να «κεφαλαιοποιήσει» επικοινωνιακά την επί των ημερών του συντελεσθείσα αυτή για το σώμα των κληρικών επιτυχία, θα απονείμει στον Πρόεδρο της «Εθνικής Κυβερνήσεως» Γ. Παπαδόπουλο τον «Χρυσούν Σταυρόν του ιδρυτού της Εκκλησίας της Ελλάδος Αποστόλου Παύλου», τιμή για την οποία, μέχρι τότε, κανείς άλλος Έλληνας Πρωθυπουργός δεν είχε κριθεί άξιος. Μετά από δικές του παρεμβάσεις, επίσης, την προηγουμένη χρονιά, η δικτατορία δείχνοντας τις ευνοϊκές διαθέσεις της προς το πρόσωπό του και στηρίζοντάς τον πολιτικά στις διακηρύξεις του αναφορικά με την οικονομική αναβάθμιση των κληρικών, είχε αποφασίσει την αύξηση των συντάξεων και των προσωποπαγών βοηθημάτων του Ταμείου Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος (ΤΑΚΕ). Επιπροσθέτως, η προσφορά του στη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» που είχε την ευθύνη της ειδικής μερίμνης για υπερήλικες, η ίδρυση της Ανωτέρας Σχολής Διακονισσών και Νοσηλευτριών «Η Ολυμπιάς», η αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως μέσω της ιδρύσεως ανωτάτης σχολής Ορθοδόξων σπουδών με την ονομασία «Εκκλησιαστική Ακαδημία» που θα λειτουργούσε με σκοπό την παραγωγή κληρικών υψηλής πνευματικής και χριστιανικής παιδείας, η ίδρυση και κατασκευή του Διορθοδόξου Κέντρου Πεντέλης (Αττικής), η επί των ημερών του αναβάθμιση της συνεργασίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) του οποίου ο ίδιος ετύγχανε μέλος προωθώντας την αντίληψη της οικουμενικής κίνησης και επιχαίροντας για το γεγονός ότι διακεκριμένα μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλέγονταν μεταξύ των πρωτοπόρων του Οικουμενισμού και μεταξύ των πλέον θερμών συνεργατών και υποστηρικτών του έργου του Π.Σ.Ε., όλα αυτά αποτελούν αναμφιβόλως τον θετικό απολογισμό ενός έργου το οποίο, όμως, σκιάσθηκε από τον αρνητικό απολογισμό που του καταλογίσθηκε ως προς τα κύρια και πρώτιστα –εκκλησιολογικής φύσεως– καθήκοντά του, ως προκαθημένου, και κυρίως, για το γεγονός του επί των ημερών του επισυμβάντος εκτροχιασμού της Εκκλησίας από την κανονικότητα.

Με τη συνέργειά του στην κατάλυση του συνοδικού συστήματος ο Ιερώνυμος, ουσιαστικά, υπονόμευσε και τις δικές του προσωπικές μεγαλόπνοες, «αναγεννητικές» του εκκλησιαστικού σώματος στοχεύσεις του, όπως τις είχε επαγγελθεί στον ενθρονιστήριο λόγο του, καθώς οι αντιδράσεις που προκάλεσε η πολιτική του στο εσωτερικό της Ιεραρχίας, εξαιτίας της περιθωριοποιήσεώς της, αποδυνάμωσαν τις όποιες προσπάθειες για τον ουσιαστικό «εκσυγχρονισμό» και πραγματική «ανανέωση» του εκκλησιαστικού οργανισμού. Συνεπακόλουθα η μακρόχρονη αυτή κρίση του εκκλησιαστικού οργανισμού αποδυνάμωσε τη σχέση του με το πλήρωμα της Εκκλησίας και την περιβάλλουσα κοινωνία. Με την πολιτική του ο Ιερώνυμος αντί να κερδίζει συμμάχους στο σώμα των ιεραρχών, προκαλούσε κρίσεις, δημιουργούσε αντιπαλότητες και επέφερε διαιρέσεις. Και στο τέλος το «σύστημά» του κατέρρευσε έσωθεν, όταν, απωλεσθείσης της συνοχής στην «ιερωνυμική» παράταξη, αποστασιοποιήθηκαν από αυτό μέχρι και Μητροπολίτες που εξελέγησαν επί της θητείας του. Τα ακαδημαϊκά του προσόντα, ως πανεπιστημιακού, και η ευρύτερη λογιοσύνη του δεν στάθηκαν ικανά για να συσπειρώσουν την Ιεραρχία και ευρύτερα το εκκλησιαστικό σώμα˙ αντίθετα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, επέδρασαν αρνητικά.

Στην πολιτική του Ιερωνύμου είναι φανερά τα στοιχεία αφ’ ενός μεν μιας ακαδημαϊκής «αγκυλώσεως» που τον έφερε αντιμέτωπο με την ιεροκανονική, υπό το πλαίσιο των πνευματικών όρων, παράδοση της Εκκλησίας –το «ράσο»– αφ’ ετέρου δε μιας ιδεολογικοπολιτικής «ακαμψίας», το διαιρετικό πνεύμα της οποίας λειτούργησε ανασχετικά στις όποιες προσπάθειες για την επίτευξη της ενότητας στους κόλπους της Ιεραρχίας. Η άρνηση του Ιερωνύμου να υπερβεί τις διαφορές που τον χώριζαν σε επίπεδο ακαδημαϊκό-εκκλησιολογικό και ιδεολογικοπολιτικό με τους Μητροπολίτες της «παλαιάς» Ιεραρχίας και να τις εξισορροπήσει συνθετικά, φατρίασε το σώμα των ιεραρχών στους «δικούς μας» και τους «άλλους» οδηγώντας τις δύο μερίδες σ’ έναν ανταγωνισμό αλληλοεξουδετερώσεως, σε μια πόλωση αντιπροσωπευτική της διαστάσεως η οποία με τη σειρά της –και για να μιλήσουμε με όρους θεολογικούς– αντιπροσώπευε την απουσία της θείας χάρης, την απουσία του Αγ. Πνεύματος, όσο κι αν η κάθε πλευρά το διεκδικούσε για τον εαυτό της.

ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ

Η μεγάλη περιπέτεια που οδήγησε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α’ στην υποβολή παραιτήσεως τον Δεκέμβριο του ΄73 έχει την αφετηρία της στα τέλη του προηγηθέντος έτους όταν στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας (τον Νοέμβριο του ΄72) εκδηλώθηκαν δυναμικές αντιδράσεις για την κατάργηση, μερίμνη Ιερωνύμου, των πατριαρχικών πράξεων του 1850 και του 1928, καθώς αυτή η κατάργηση – ο “εξοβελισμός” τους από τον νέο Καταστατικό Χάρτη (Ν.Δ 126/1969) – έθραυε τους «κρίκους» που κρατούσαν ζωντανή τη σχέση της κανονικής ενότητας μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ο Ιερώνυμος αξιοποιώντας την «ελευθερία» που του παρεχώρησε η δικτατορία θα επιδιώξει, ως εκφραστής της ιδέας μιας «εθνικής Εκκλησίας», να μετατρέψει την αυτοκεφαλία της ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε «αυτοκεφαλαρχία». Προς αυτή την κατεύθυνση κινούμενος θα επιχειρήσει την πλήρη αποδέσμευση από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 (δια του οποίου εδόθη υπό του Πατριαρχείου η αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ελλάδος) και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 (δια της οποίας ερρυθμίζετο το θέμα της κανονικής και πνευματικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών»), επιθυμώντας να καταστήσει την ελλαδική Εκκλησία «ανεξάρτητη», σύμφωνα με τη φαρμακίδεια αντίληψη του 1833. Έτσι στον νέο Καταστατικό Χάρτη που θα ψηφισθεί το 1969 τα δύο αυτά πατριαρχικά κείμενα, μέσω των οποίων ερρυθμίζετο το εν γένει νομοκανονικό πλαίσιο των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο, θα είναι απόντα. Και τούτο προκειμένου η Εκκλησία της Ελλάδος να αποκτήσει, σύμφωνα με τις επιδιώξεις του Ιερωνύμου, τις οποίες εκάλυπτε και η δικτατορία, την «πλήρη αυτονομία» και την «αυτορρυθμιζομένη» λειτουργία της στην οποία δεν έπρεπε να έχουν θέση ρυθμιστικές διατάξεις (όπως, ο Π.Σ.Τ. του 1850 και η Π.Σ.Π. του 1928) μιας «ξένης», μιας «άλλης Εκκλησίας», όπως ο Ιερώνυμος θεωρούσε το Πατριαρχείο. Αντί, λοιπόν, της συγκροτήσεως της «μικράς» Συνόδου (Δ.Ι.Σ.) με το αντικειμενικών προδιαγραφών σύστημα των πρεσβείων της αρχιερωσύνης που προέβλεπαν τα πατριαρχικά κείμενα ο Ιερώνυμος θα προωθήσει με διάταξη του νέου Καταστατικού Χάρτου σύστημα συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ. μέσω της εκλογής και διορισμού των μελών της υπό της Ιεραρχίας. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα σύστημα συγκροτήσεως μέσω μιας σαφώς ελεγχομένης διαδικασίας εκ της οποίας η σύνθεση της Δ.Ι.Σ. θα προέκυπτε επί τη βάσει της βουλήσεως του (εκάστοτε) Αρχιεπισκόπου και θα είχε σαφώς παραταξιακά χαρακτηριστικά, γεγονός που συνιστούσε ευθέως καταστρατήγηση του επισκοπικοσυνοδικού πολιτεύματος, συνεπώς και της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε για τον Ιερώνυμο μοιραία˙ ολέθρια.

Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΣΤΟ ΣτΕ

Οι φωνές διαμαρτυρίας εντός της Ιεραρχίας του Νοεμβρίου του 1972 θα εξελιχθούν σύντομα σε θύελλα που θα σαρώσει το οικοδόμημά του. Η σύνθεση της διορισμένης «μικράς» Συνόδου του (Δ.Ι.Σ.), μετά από προσφυγή των Μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου) και Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη) θα ακυρωθεί από το Σ.τ.Ε. όχι ως αντικανονική, όπως το επεδίωκαν οι προσφυγόντες, αλλά ως παράνομη, από λάθη και παραλείψεις που αποδόθηκαν στο ίδιο το νομοκρατούμενο σύστημα του Ιερωνύμου, του οποίου είχε χαθεί ο έλεγχος. Από κει και πέρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Την περίοδο του Μαΐου του 1973, οπότε αναγκαστικά συνέρχεται η Ιεραρχία προκειμένου να συγκροτηθεί νέα και νόμιμη Δ.Ι.Σ., η έριδα στους κόλπους της Εκκλησίας ανάμεσα στην «ιερωνυμική» από τη μία και τη «φιλοπατριαρχική» από την άλλη παράταξη, λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Την 10η Μαΐου του ’73, στην κρίσιμη συνεδρίαση για το επίμαχο θέμα του τρόπου συγκροτήσεως της Διαρκούς Συνόδου (διορισμένης, όπως την ήθελε ο Ιερώνυμος, ή κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, όπως την ήθελαν οι «πατριαρχικοί») η μάχη που θα δοθεί θα έχει για τον Αρχιεπίσκοπο τον χαρακτήρα της επιβιώσεως, αλλά ο Ιερώνυμος δεν θα καταφέρει να ελέγξει ούτε τα δικά του επισκοπικά «αναστήματα». Ικανός αριθμός «δικών» του αρχιερέων στην κρίσιμη εκείνη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 10ης Μαΐου 1973 για το επίμαχο θέμα της συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ. θα αποστασιοποιηθεί από την εκκλησιαστική πολιτική του και προκαλώντας εσωπαραταξιακό «σχίσμα» θα καταψηφίσει το σύστημά του υπερψηφίζοντας την πρόταση της «φιλοπατριαρχικής» παρατάξεως για συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. με τη σειρά των πρεσβείων, η οποία έτσι –συντελούσης καταλυτικά και της «μεταστροφής» αρχιερέων της «ιερωνυμικής» παρατάξεως– θα καταστεί πλειοψηφική.

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Στη ψηφοφορία το αποτέλεσμα θα είναι 33 – 29: τριάντα τρείς (33) Μητροπολίτες τάχθηκαν υπέρ της επαναφοράς της Δ.Ι.Σ. με κριτήριο συγκροτήσεώς της τη σειρά των πρεσβείων της αρχιερωσύνης (όπως ήθελε το Πατριαρχείο), ενώ υπέρ του συστήματος της εκλογής όπως το προέβλεπε ο νέος Καταστατικός Χάρτης (Ν.Δ. 126/1969) που έθεσε σε εφαρμογή ο Ιερώνυμος, τάχθηκαν είκοσι εννέα (29). Στη νέα νόμιμη και κανονική 10μελή Δ.Ι.Σ της 117ης συνοδικής περιόδου (1972-1973) που σχηματίζεται οι προσκείμενοι στον Αρχιεπίσκοπο είναι μόλις τρείς (3). Το «σύστημα Ιερωνύμου» ραγίζει επικίνδυνα. Τα σημάδια της καταρρεύσεώς του είναι πλέον ορατά. Την επομένη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) της Φλωρίνης θα δηλώσει: «Πατριαρχικόν και Ιερωνύμειον σύστημα συνεκρούσθησαν. Ενίκησεν όχι το “Αριστίνδην” του κ. Ιερωνύμου, αλλά το Πατριαρχικόν, η αδιάβλητος αρχή συνθέσεως της Συνόδου κατά πρεσβεία αρχιερωσύνης, η οποία εξασφαλίζει την ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ όλων των ιεραρχών και προφυλάσσει την Ιεραρχίαν από φατριαστικάς ενεργείας, φιλονικείας και έριδας, αι οποίαι ήτο επόμενον να παρουσιάζωνται κατά το Ιερωνύμειον σύστημα, το επινοηθέν επί σκοπώ συγκεντρώσεως όλης της εξουσίας εις το πρόσωπον του ενός. Αυτό το φατριαστικόν και απολυταρχικόν πνεύμα διοικήσεως της Εκκλησίας κατεπολεμήθη κατά την χθεσινήν εκλογήν».

Ο Ιερώνυμος, αντί να παραδεχθεί ότι η ήττα του – την 10η Μαΐου του ’73 – οφειλόταν τόσο σε προσωπικά του λάθη στην άσκηση της εκκλησιαστικής του πολιτικής όσο και σε δικά του σφάλματα χειρισμών που προκάλεσαν την «αποστασία» από την ομάδα του Επισκόπων της δικής του επιλογής, θα θεωρήσει ως υπαίτιο για την απώλεια της εξουσίας της παρατάξεώς του στην Ιερά Σύνοδο (Δ.Ι.Σ.) το (αόριστο και αφηρημένο) «εκκλησιαστικό κατεστημένο», υπονοώντας ως τέτοιο την ομάδα των Μητροπολιτών της παλαιάς Ιεραρχίας. Δεν ήταν, όμως, όπως ευρέως νομίζεται, ο Σεραφείμ και οι ομόφρονές του αρχιερείς της “αντιοργανωσιακής” πτέρυγας της Ιεραρχίας, αυτοί που τον «έριξαν». Αυτοί, ναι μεν, το επεδίωξαν, στην πραγματικότητα, όμως, τον Ιερώνυμο έριξαν –στη κυριολεξία «γκρέμισαν»– από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο δικοί του αρχιερείς – εκλογικά του αναστήματα, σε μια πορεία ανατροπής που εξελίχθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης) με την προσφυγή που κατέθεσε (μαζί με τον παλαιό Μητροπολίτη, τον Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο [Νικολάου]) ενώπιον του Σ.τ.Ε. θα επιτύχει τον Απρίλιο του ’73 την ακύρωση της Διαρκούς Συνόδου που είχε συγκροτηθεί με το σύστημα Ιερωνύμου (δι’ εκλογής – διορισμού των μελών αυτής), ενώ στη δεύτερη –και κρισιμότερη– φάση οι οκτώ «ιερωνυμικοί» αρχιερείς (οι Φωκίδος Χρυσόστομος [Βενετόπουλος], Φλωρίνης Αυγουστίνος [Καντιώτης], Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός [Οικονομίδης], Παραμυθίας Παύλος [Καρβέλης], Ύδρας Ιερόθεος [Τσαντίλης], Ελασσώνος Σεβαστιανός [Ασπιώτης] και Γόρτυνος Θεόφιλος [Καναβός] οι οποίοι εψήφισαν την πατριαρχική πρόταση υπέρ των «πρεσβείων» και ο Χίου Χρυσόστομος [Γιαλούρης] που ψήφισε «λευκό») αποστασιοποιούμενοι από τον Αρχιεπίσκοπο στον οποίο όφειλαν την εκλογή τους, θα είναι εκείνοι που θα συντελέσουν καθοριστικά στην ήττα του εντός της Ιεραρχίας από τη «φιλοπατριαρχική» παράταξη στην κρίσιμη συνεδρίαση – σταθμό της 10ης Μαΐου 1973 για το θέμα του τρόπου συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ. Η εξέλιξη αυτή θ’ αποτελέσει την κύρια αιτία της εν συνεχεία σταδιακής –και γι’ αυτό ιδιαίτερα τραυματικής για το κύρος της θεσμικής Εκκλησίας και επώδυνης για τον ίδιο σε προσωπικό επίπεδο– καταρρεύσεως του Ιερωνύμου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

AΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΥΠΟ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ

Ο εκ των βιογράφων του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) μακαριστός Mητροπολίτης Φθιώτιδος κυρός Νικόλαος (Πρωτόπαπας) περιγράφει την παραίτηση του Ιερωνύμου ως «απελευθέρωση» από τη δυσχερή θέση στη οποία ο τελευταίος είχε περιέλθει, δοθέντος του ότι από επταμήνου (από της 10ης Μαΐου 1973), μετά την εις βάρος του μεταβολή των συσχετισμών στη «μικρά» (Διαρκή) και τη «μεγάλη» Σύνοδο (Ιεραρχία), έχοντας απωλέσει τη «δεδηλωμένη», ήταν ένας Αρχιεπίσκοπος «μειοψηφίας» ο οποίος τελούσε διαρκώς «υπό επιτροπείαν». Στην υποβολή της παραιτήσεως του Ιερωνύμου την 15η Δεκεμβρίου 1973 συνέτεινε και η de facto περιθωριοποίησή του από το νέο καθεστώς του «αοράτου δικτάτορος», ταξιάρχου Δημ. Ιωανννίδη που είχε, εν τω μεταξύ, εγκαθιδρυθεί από την 25η Νοεμβρίου εκτοπίζοντας τον Γ. Παπαδόπουλο εκ του οποίου o Iερώνυμος αντλούσε τα όποια –ελάχιστα την περίοδο αυτή, λόγω της ευθύνης που του κατελόγιζε για την «έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση»– πολιτικά του ερείσματα. Η πρόθεση του νέου καθεστώτος να περιθωριοποιήσει τον Ιερώνυμο κατέστη πασίδηλη όταν για την ορκωμοσία της νέας –υπό την προεδρία του Αδαμαντίου Ανδρουτσοπούλου– Κυβερνήσεως δεν θα κληθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όπως κατά την κρατούσα τάξη και εξ επόψεως νομιμότητος και κανονικότητος θα άρμοζε στην περίσταση, αλλά ο Mητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Η επιλογή της νέας –«ιωαννιδικής»– ηγεσίας της δικτατορίας να συμπράξει με τον ισχυρό πόλο που εκπροσωπούσε η «σεραφειμική» παράταξη δεν είχε ιδεολογικό έρεισμα˙ αποτελούσε «μονόδρομο» που τον υπαγόρευε η πολιτική σκοπιμότητα των στιγμών. Όσον αφορά τον Σεραφείμ η επιλογή του «κυοφορήθηκε» εντός της μερίδας της «παλαιάς» Ιεραρχίας. Το γεγονός ότι είχε γνωριμία με τον Ιωαννίδη, από την εποχή που ήταν συμπολεμιστές την εποχή της γερμανικής κατοχής στον «Ε.Δ.Ε.Σ.» του Ναπ. Ζέρβα, δεν ήταν αυτό που δρομολόγησε τις εξελίξεις˙ ασφαλώς, όμως, τις επιτάχυνε. Το καθεστώς Ιωαννίδη έδωσε στη –διάδοχη της «ιερωνυμικής»– «σεραφειμική» παράταξη απεριόριστες ελευθερίες, των οποίων όμως η παράχρηση υπό της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας εξελίχθηκε σ’ ένα είδος «revanche» προς την προηγουμένη. Αν για τον Ιερώνυμο η πλέον «μελανή σελίδα» της αρχιεπισκοπείας του υπήρξε η κατάφωρα αντικανονική εκλογή του, για τον Σεραφείμ «μελανή σελίδα» στη δική του αρχιεπισκοπεία υπήρξε η απομάκρυνση χωρίς δίκη και απολογία –ούτε καν ακρόαση– των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών, γεγονός που δημιούργησε μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Στην παραίτησή του ο Ιερώνυμος δηλώνει ότι απέρχεται «επωμιζόμενος προσωπικώς τον σταυρό μιας κατακραυγής ίσως και σκανδαλισμού» και ότι «δια τα όσα, τυχόν, λάθη βαρύνουν προσωπικά εμέ, παρακαλώ όπως η οιαδήποτε απογοήτευσις ή κατακραυγή ή και πιθανός σκανδαλισμός περιορισθή αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπό μου και όχι εις την Εκκλησίαν και το λυτρωτικόν έργον της». Η υποβολή της παραιτήσεώς του τυπικά στηρίχθηκε στη διάταξη που όριζε ότι αρχιερέας ο οποίος δεν δύναται να εκτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα εξαιτίας χρονίας νόσου ή για άλλους σοβαρούς λόγους δικαιούται να υποβάλει εγγράφως την παραίτησή του στη Δ.Ι.Σ., η οποία και αποφαίνεται σχετικώς, αφού εξετάσει τη βασιμότητα και σοβαρότητα των λόγων που προβάλλονται.

Για τον Ιερώνυμο, πάντως, σύμφωνα με τον ιστορικό καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και Mητροπολίτη Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης Ανδρέα (Νανάκη), η εξιλέωση θα έλθει όχι τόσο με την παραίτηση όσο με τη μαρτυρική διαθήκη, στην οποία ζήτησε η κηδεία του να γίνει «απέριττος και απλή, ως αναξίου μοναχού. Ήτοι μετά το εκ του Παναγίου Τάφου σάββανόν μου, να περιβληθώ εν απλούν ζωστικόν και μίαν δερματίνην ζώνην, ως κάλυμμα δε της κεφαλής, ένα σκούφον […] η εξόδιος Ακολουθία […] να αναγνωσθεί υπό ενός μόνο ιερέως […] να μην εκφωνηθούν ούτε επικήδειοι, ούτε επιτάφιοι λόγοι» (…)».

Όταν ο Ιερώνυμος απεβίωσε, στις 15 Νοεμβρίου του 1988, ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έδωσε εντολή να εκτεθεί η σορός του σε προσκύνημα στον καθεδρικό ναό (Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών) και να κηδευθεί ως κανονικός Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η επιθυμία του εκλιπόντος, όμως, όπως έγινε γνωστή με το άνοιγμα της διαθήκης του, ήταν να κηδευθεί απλά ως μοναχός υπό ενός μόνο ιερέως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στα Υστέρνια της Τήνου, και εκεί να γίνει η ταφή του. Έτσι έμεινε μια νύχτα στη Μονή Ασωμάτων Πετράκη για λαϊκό προσκύνημα. Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου μετά τη θεία λειτουργία που ετέλεσε στο καθολικό της Μονής ο τότε Επίσκοπος Ανδρούσης (νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας) Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) πέρασαν και απέδωσαν τιμές στον κεκοιμημένο Αρχιεπίσκοπο τα μέλη της Ιεραρχίας που ευρίσκοντο στην Αθήνα για προγραμματισμένη συνεδρίαση προς πλήρωση κενών μητροπολιτικών εδρών. Μετά την τέλεση συνοδικού τρισαγίου η σορός του Ιερωνύμου μεταφέρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του –στη Τήνο– όπου την υποδέχθηκε ο οικείος Μητροπολίτης Δωρόθεος (Στέκας) επικεφαλής του κλήρου και οι αρχές του νησιού και παρέμεινε στον ιερό ναό της Παναγιάς όλη τη νύκτα για προσκύνηση. Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, μετά τη θεία λειτουργία η σορός μετεφέρθη στο χωριό Υστέρνια όπου κατά την επιθυμία του μακαριστού εψάλη η εξόδιος ακολουθία, παρισταμένων αρχιερέων, ιερέων, μοναχών και πλήθους λαού από το νησί και άλλα μέρη της Ελλάδος. Η ταφή έγινε έξω από το χωριό στον προαύλιο χώρο του οικογενειακού του ναού του Αγ. Αθανασίου, επί υψηλού λόφου ατενίζοντος το Αιγαίο πέλαγος, αναγραφομένης επί του μαρμαρίνου τάφου της επιγραφής: «Ιερώνυμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, 1905-1988. Δια τους λόγους των χειλέων σου, Κύριε, εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς» (Ψαλ. 16,4)

* Αναφέρεται από σημαντικές προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και εκκλησιαστικού χώρου (όπως π.χ. από τον αείμνηστο καθηγητή Σάββα Αγουρίδη και τον καθηγητή, νυν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο Γιαννουλάτο) ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Ιερώνυμος Κοτσώνης θέλησε πράγματι να ανανεώσει την ελλαδική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όμως η επιλογή του να επιχειρήσει το ανανεωτικό του έργο στηριζόμενος στη δικτατορία και στις θρησκευτικές οργανώσεις καθώς και η τακτική του να στηριχθεί στους ομόφρονές του αρχιερείς παραμερίζοντας –έως και εκτοπίζοντας– τους διαφορετικής ιδεολογικοπολιτικής και εκκλησιολογικής αντιλήψεως ιεράρχες, κατέδειξαν και τα όρια αυτής της προσπάθειας. 

* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ. Συγγραφέας του βιβλίου «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017, σσ. 424 (ΕΥΔΟΞΟΣ”: 68377860)

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ