24.7 C
Athens
Τετάρτη, 8 Μαΐου, 2024

Ο καθηγητής Πασχάλης Βαλσαμίδης για την Πόλη του Σκαρλάτου Βυζάντιου

Πασχάλης Βαλσαμίδης 

Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ

Σκαρλάτος Βυζάντιος, Η Κωνσταντινούπολις, τόμ. 1-3, επανέκδοση γ΄, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2023.

Από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη επανεκδόθηκε το βαρύτιμο ογκώδες τρίτομο έργο του Σκαρλάτου Βυζαντίου, το οποίο είναι από τα αξιολογότερα, που έχουν γραφεί ποτέ για την Κωνσταντινούπολη. Τιτλοφορείται «Η Κωνσταντινούπολις ή περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική της περιωνύμου ταύτης μεγαλοπόλεως και των εκατέρωθεν του κόλπου και του Βοσπόρου προαστίων αυτής, απ’ αυτών που των αρχαιοτάτων χρόνων άχρι και καθ’ ημάς, μετά πολλών και ποικίλων εικόνων και των απαιτουμένων τοπογραφικών τε και χρονολογικών πινάκων, προς διασάφησιν της Βυζαντινής Ιστορίας» και έρχεται να συμπληρώσει το σύγγραμμα του Κωνσταντίου Α΄ του από Σιναίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (1830-1834) του Βυζαντίου με τίτλο «Κωνσταντινιάς παλαιά τε και νεωτέρα ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως», που εκδόθηκε στη Βενετία το 1824 και δεν κατέστη τέλειο. Το έργο του Σκαρλάτου αναφέρεται στην ιστορική και πολιτιστική πορεία της Κωνσταντινούπολης προσφέροντας μια ολοκληρωμένη και πολύπλευρη εικόνα στα όσα συνέβησαν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τα οποία πολλά έχουν αλλάξει σήμερα.

Ο γράφων είχε την τιμή να συνεργαστεί με τον εκδοτικό οίκο Μπαρμπουνάκη, να επιμεληθεί τους τόμους, να παρακολουθήσει την πορεία τους στο τυπογραφείο, να γράψει τον πρόλογο-εισαγωγή και να κοσμηθούν τα εξώφυλλα των τόμων με φωτογραφικό του υλικό από την Κωνσταντινούπολη.

Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος γεννήθηκε στο Ιάσιο της Ρουμανίας το 1798. Μετακόμισε με τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη και σε νεαρή ηλικία σπούδασε στην περίφημη Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αναγκάστηκε με τους γονείς του να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να βρεθεί στη Μολδοβλαχία και ύστερα από χρόνια, αφού πέρασε διάφορες περιπέτειες, να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου απεβίωσε στις 11 Απριλίου του 1878. Εργάστηκε στη γραμματεία των Εσωτερικών, έλαβε μέρος σε πολιτικές και εκκλησιαστικές επιτροπές, διορίστηκε επίτροπος του βασιλέα και διευθυντής της δημοτικής εκπαίδευσης. Ασχολήθηκε με την ελληνική και γαλλική γλώσσα. Το 1835 εξέδωσε το «Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν», το 1846 το «Λεξικόν επίτομον της Ελληνικής Γλώσσης» και το 1852 το «Λεξικόν επίτομον των εν τοις Έλλησι συγγραφεύσιν απαντωμένων κυρίων ονομάτων» και άλλα συγγράμματα.

Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του για να γράψει για την Κωνσταντινούπολη. Συγκέντρωσε τη βιβλιογραφία της εποχής του, μελέτησε πηγές, συνέλεξε στοιχεία, πληροφορίες και πραγματοποίησε επιτόπιες έρευνες στην Κωνσταντινούπολη. Χρειάστηκε περισσότερο από τρεις δεκαετίες για να εκδώσει τους τόμους.

Ο πρώτος τόμος εκδόθηκε στην Αθήνα σε ένα από τα μεγαλύτερα τυπογραφεία της Ελλάδας και της ευρύτερης Ανατολής του Ανδρέα Κορομηλά, το 1851, με τη συνδρομή του άρχοντα Ποστέλνικου Σωτήρη Καλλιάδη. Περιέχει «την εντός και πέριξ τειχών Κωνσταντινούπολιν» με 616 σελίδες και διαιρείται σε οκτώ κεφάλαια. Στο εξώφυλλο της επανέκδοσης υπάρχει πρόσφατη φωτογραφία από τη συλλογή του γράφοντος της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως.

Αρχίζει με τον πρόλογο-εισαγωγή του γράφοντος (i-v), την προσφώνηση του Σκαρλάτου Βυζαντίου προς τον άρχοντα Ποστέλνικο Σωτήρη Καλλιάδη, τα προλεγόμενα (α΄-ιθ΄) και τον πίνακα περιεχομένων.

Το πρώτο κεφάλαιο (1-21), αναφέρεται στην τοπογραφική διαίρεση και στη θέση της Κωνσταντινούπολης και των πέριξ αυτής, στο Βόσπορο και στον Κεράτιο Κόλπο.

Το δεύτερο κεφάλαιο (23-30) ασχολείται με το κλίμα, τους σεισμούς, που σημειώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τις ασθένειες και τις επιδημίες, που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς και ήσαν θανατηφόρες.

Το τρίτο κεφάλαιο (31-40) παρουσιάζει τα προϊόντα, τους κάμπους, τους αμπελώνες και τα ψάρια της Κωνσταντινούπολης.

Το τέταρτο κεφάλαιο (41-50) μελετά τις μυθολογικές και τις ιστορικές παραδόσεις, όπως την κτήση και τις πολιτικές περιπέτειες του Βυζαντίου.

 Το πέμπτο κεφάλαιο (51-62) κάνει λόγο για την κτήση της Κωνσταντινούπολης και για τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Το έκτο κεφάλαιο (63-96) διαπραγματεύεται την πολιτική και διοικητική διαίρεση της Κωνσταντινούπολης. Συγκεκριμένα τις δεκατέσσερις ρεγεώνες (τμήματα) της Βασιλεύουσας, τις 35 γειτονιές (καταρτίζει κατάλογο), τις 318 συνοικίες και τις οικίες (88.000). Ακολούθως ασχολείται με τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, τον σωματικό και ηθικό χαρακτήρα των Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, τον τρόπο ζωής, τα ήθη και έθιμα.

Το έβδομο κεφάλαιο (97-135) παρουσιάζει δημόσια κτήρια της Κωνσταντινούπολης, όπως τείχη, πύργους, πύλες, δρόμους, πλατείες, αγορές, δημόσιες αποθήκες, μυλώνες, φούρνους, υδραγωγεία, κινστέρνες, κρήνες, λουτρά, λιμάνια, σκάλες (αποβάθρες), ναούς, τεμένη, συναγωγές, παλάτια, νοσοκομεία, πτωχοτροφεία, γηροκομεία, ξενώνες, ξενοδοχεία, ιμαρέτια κ.ά. Ακόμα τα διδακτήρια και τις βιβλιοθήκες.

Το όγδοο κεφάλαιο (136-616) ασχολείται με τη γενική σχηματογραφία της Κωνσταντινούπολης, με το Σαράι (σουλτανικό ανάκτορο) (143-188), το Μέγα Παλάτι (188-225), τον Ιππόδρομο (Άτμεϊδαν) (235-257), τους ναούς της Αγίας Ευφημίας (258-259), των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου (265-270), της Ομόνιας (271-274) και με το τζαμί Μεχμέτ Πασά (274-276). Ακολούθως περιγράφει τις κοινότητες Κοντοσκαλίου (276), Κούμ-καπού (276), Βλάγκα (278-280), Λάλελι (282), Άκσαραϊ (285-286), Δαούτ Πασά (294-296), Εξωκιονίου ή Έξι Μαρμάρων (299-300), Ψωμαθείων (304-305), Επταπυργίου (311-319), Βελιγραδίου (332-333), Σαρμασικίου (348-349), Εγρίκαπου (353-355), Εβδόμου (355-362), Τεκφούρ Σαράϊ (362-364) και Ετμεϊδανίου (385-387). Μετά καταπιάνεται με τα τεμένη Κιουτσούκ Μουσταφά Τζαμί (387-388), Σουλτάν Μεχμέτ (388-391), τους ναούς των Αγίων Αποστόλων (391-400), της Αγίας Αναστασίας (402-405), της Αγίας Άννης (405-406), των Αγίων Πάντων (406-408), με τον Φόρο του Κωνσταντίνου (Ταούκπαζάρ) (427-435), το Αυγουσταίο ή Μίλιο (440-450), την Αγία Σοφία (464-517), το Νυμφαίο (542), το Σουλεϊμάνιε (543-548), τις Βλαχέρνες (583-595) και το Εγιούπ (601-605). Ο τόμος κλείνει με τις διορθώσεις του συγγραφέα και τον κατάλογο εικόνων.

Ο Σκαρλάτος συνέχισε τη συνεργασία του με το τυπογραφείο του Ανδρέα Κορομηλά στην Αθήνα και εξέδωσε μετά από μία δεκαετία τον δεύτερο τόμο, το 1862, πάλι με την οικονομική αρωγή του άρχοντα Ποστέλνικου Σωτήρη Καλλιάδη. Το εξώφυλλο της επανέκδοσης φιλοξενεί πρόσφατη φωτογραφία του γράφοντος με το Μπλέ Τζαμί της Κωνσταντινούπολης. Περιέχει «την επί του Κόλπου Περαίαν και τα εκατέρωθεν του Βοσπόρου» με 556 σελίδες. Η καθυστέρηση της έκδοσης οφείλεται, όπως γράφει ο συγγραφέας «ήθελον εμβή εις λεπτομερείας και αναπτύξεις, αι οποίαι τίποτε άλλο δεν ήθελον αποδείξη περισσότερον, ειμή, πρώτον μεν, ότι η αιτία δεν προήλθεν απ’ εμού, αλλ’ εκ περιστάσεων, όλως απροόπτων και από της εμής μη εξαρτωμένων, ούτε θελήσεως, ούτε δυνάμεως· και δεύτερον, ότι η βραδύτης αύτη συνετέλεσε προς βελτίωσιν και τελειποίσην του έργου».

Αρχίζει με τα προλεγόμενα, που καταλαμβάνουν 13 σελίδες (α΄-ιγ΄) και μία σελίδα με διορθώσεις του συγγραφέα. Στη συνέχεια παρουσιάζει περιοχές και προάστεια της Κωνσταντινούπολης: Δρυ ή Καραγάτς (2-3), Κεραμάρεια (3-4), που παρασκευάζονταν τούβλα, Περαία ή Αντιπεραία (4-5), Σούτλουτζε (5-10), Χάσκιοϊ (11-13), Όκμεδαν (13-15), Πιρί Πασά (15-16), Αϊναλή Καβάκ (16-17), Τερσχανέ (17-20), Μπάνιο ή Κάτεργο (20-22), που κτίστηκε επί Σουλτάν Σουλεϊμάν, Διβάν Χανέ (22-23), κτήριο που χρησίμευε ως γραφείο του ναυαρχείου, Κασίμ Πασά (23-26), Πιαλή Πασά (26-29), Ταταύλα (29-31), Μεΐτ-ισκελεσή (31-33), Γαλατά (33-44), Αζάπ-καπού (46-49), Πεμπτοπάζαρο (51-55), Σταυροδρόμι (63-70), Γαλατάσαραϊ (70-72), Μεγάλα Μνήματα (72-73), Ταξίμ (73-74), Λεβέτ-τσιφτλιγή (74-77), Τοπχανέ (77-82), Σαλίπαζαρ (82-83), Φιντικλή (84-88) κ.ά. Στη συνέχεια παρουσιάζει τα προάστεια της Ευρωπαϊκής πλευράς του Βοσπόρου: Καμπάτας (88-89), Μπεσίκτας (93-101), Ορτάκιοϊ (101-107), Κουρούτσεμε (107-114), Αρναούτκιοϊ (114-119), Μπεμπέκ (119-125), Ρούμελι Χισάρ (125-132), Μπαλτάλιμαν (132-136), Εμίργκιαν (136-138), Μπογιατζίκιοϊ (138-140), Στένη (140-143), Νεοχώρι (143-148), Καλενδέρ (148-150), Θεραπειά (150-154), Κιρέτσμπουρνου (154-155), Μπουγούκδερε (155-159), Μπέντια (159-170), Σαρίγερ (170-172), Γενή Μαχαλέ (172-175), Ρούμελη Καβάκ (175-178), Μπουγούκ Λιμάν (178-180), Καρίπτζε (180-185) και Φαναράκι (185-186). Μετά καταπιάνεται με τα προάστεια της Ασιατικής πλευράς του Βοσπόρου: Φαναράκι της Ανατολής (Αναντολού Φενέρ) (194-195), Αναδολού Καβάκ (201-202), Χουνκιάρ Ισκελεσή (207-211), Ακ Μπαμπά (211), Ζεκέ ή Τσεκή Δερέ (τουρκικό χωριό) (211-212), Μπέϊκοζ (212-215), Ζεκε ή Τσεκή-δερέ (211), Σουλτανύ (Πασάμπαχτσε) (215-216), Ιντζίρκιοϊ (216-218), Τσιμπουκλί (218-221), Κάνλιτζα (221-223), Αναδολού Χισάρ (223-224), Γκιόκσουγου (225-226), Κανδυλλί (228-229), Βανλίκιοϊ (230-233), Τσεγκέλκιοϊ (233), Μπεϊλέρ Μπέι (233-236), Τσάμλιτζα (237-238), Σταυρός (238-239), Κουσκουντζούκι (239-244), Σκούταρι (245-257), Χαϊδάρ Πασά (257-263), Καδήκιοϊ (263-275), Φενέρμπαχτσε (275-281) και Μάλτεπε (285-287). Μεταξύ των σελίδων 286-287 υπάρχει χάρτης των Πριγκιποννήσων. Ακολούθως παρουσιάζει τα νησιά της Προποντίδας: Πρώτη (290-294), Αντιγόνη (294-297), Πίτα (297-298), Χάλκη (298-311), Πρίγκηπος (311-316), Αντιρόβιθος (316-317), Νείανδρος ή Νέανδρος (317), Οξεία και Πλάτη (317-321).

Ακολουθούν τρία παραρτήματα. Το πρώτο (382-409) έχει γενεαλογικό και χρονολογικό πίνακα των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και από το σουλτάνο Μεχμέτ (Χαν) Β΄ έως τον Αβδούλ Μετζίτ. Το δεύτερο (410-504) περιέχει χρονολογικό κατάλογο των βεζίρηδων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον Αλλάχ-εδ-διν Αλή Πασά μέχρι τον Κιμπρισλή Μεχμέτ Πασά. Το τρίτο παράρτημα (505-549) έχει κατάλογο των επισκόπων και των πατριαρχών της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως από τον Απόστολο Ανδρέα (πρώτος αιώνας) έως τον Ιωακείμ Β΄ (1860-1863, 1873-1878).

Ο τόμος κλείνει με τον κατάλογο συνδρομητών (550-556), εικόνων και με χάρτη του Βοσπόρου.

Ο τρίτος τόμος κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο του Χρήστου Νικολαΐδη Φιλαδελφέως στην Αθήνα, το 1869. Το εξώφυλλο κοσμείται με φωτογραφία του γράφοντος με τα Θεραπειά. Περιέχει «τα πάλαι και νυν ήθη και έθη των της Κωνσταντινουπόλεως κατοίκων». Τις πρώτες σελίδες καταλαμβάνουν τα προλεγόμενα (α΄-ιβ΄), ακολουθούν πίνακας περιεχομένων (ιγ΄-ιε΄) και κατάλογος των γενναίων συνδρομητών (ιστ΄). Χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα και έχει 656 σελίδες.

Το πρώτο τμήμα (1-293) τιτλοφορεί «Κυβέρνησις», το οποίο αναφέρεται στη διοίκηση των αυτοκρατοριών και διαιρείται σε δώδεκα κεφάλαια.

Το πρώτο κεφάλαιο (1-10) ασχολείται με τη διοικητική διαίρεση του κράτους από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ακολούθως με τα βιλαέτια και σαντζάκια της Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.

Το δεύτερο κεφάλαιο (11-19) τιτλοφορεί «Διοικητικός οργανισμός ή περί του είδους της Κυβερνήσεως» και αναφέρεται στο τουρκικό πολίτευμα, το οποίο ήταν θεοκρατικό και στρατιωτικό.

Το τρίτο (19-31) κάνει λόγο για τον μονάρχη, που είναι η δυναστεία του σουλτάνου και ο άκρος αρχιερέας (ιμάμ) και ανώτατος δικαστής (χαλίφ) της μουσουλμανικής θρησκείας. Στο πρόσωπό του, που είναι ιερό (Ζιλ-ουλ-λάχ), που τρώει πάντοτε μόνος και σπάνια με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς και σε άλλες πτυχές της ζωής του.

Το τέταρτο κεφάλαιο (31-37) ασχολείται με τη διαδοχή του Οθωμανικού θρόνου και τους σουλτάνους, που τον διαδέχθηκαν.

Το πέμπτο (37-57) εξετάζει την Αυλή ή το Σαράι (ανάκτορο), στο οποίο υπηρετούσαν υπηρέτες και αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας. Κάνει λόγο για τον Καπού-αγά, τον Χαζνέ-βεκιλί, τον Κχιζλάρ-αγά, τον Μποσταντζήμπαση κ.ά. Το σουλτανικό χαρέμι, τη βαλιδέ (βασιλομήτωρ) και τις σουλτάνες.

Το έκτο κεφάλαιο (57-109) αναφέρεται στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων, στο αρχοντολόγι και στους σημαντικότερου αξιωματικούς και άρχοντες της βυζαντινής αυλής. Στον τίτλο του καίσαρος, τον οποίο είχαν οικειοποιηθεί οι πρώτοι αυτοκράτορες του Ιουλίου Καίσαρος, στον έπαρχο του Πραιτωρίου, που ήταν ο υπεύθυνος της ασφάλειας των κατοίκων, στον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, στον κόμη, στο δούκα, στον μαγίστορα του παλατιού, στο λογοθέτη, στον κουροπαλάτη, στον πριμηκήριο, στο ρεφερενδάριο κ.ά.

Το έβδομο κεφάλαιο (110-126) κάνει λόγο για την Υψηλή Πύλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για τον αντιπρόσωπο του σουλτάνου, που ήταν ο βεζίρης,  για τον καγιάμπαση,  για τον ρεϊζεφέντη, για τον δεφτερδάρη,  για τον μπεϊλικτσή,  για τον Νισαντζή και για τον Τσαούς-μπασή.

Το όγδοο κεφάλαιο (126-145) μελετά την εθιμοτυπία στην αυλή και τις επισκέψεις των πρέσβεων στους βεζίρηδες. Ακολούθως δημοσιεύονται επιστολές προς διάφορα πρόσωπα του αυτοκρατορικού οίκου, των αξιωματικών, υπαλλήλων και της Πύλης.

Το ένατο κεφάλαιο (146-195) παρουσιάζει τις πολιτικές τελετές, όπως του αυτοκράτορα στην αυλή του, τη διανομή της Ρόγας, που ήταν υπόχρεος να φιλοδωρεί κάθε έτος το στρατό και τη σύγκλητο με χρυσά νομίσματα και πολυτελή υφάσματα, τους γάμους των βασιλέων και βασιλίδων, που τελούνταν συνήθως στο ναό του Αγίου Στεφάνου και καλούνταν Δάφνη του Παλατιού και την υποδοχή πρέσβεων από σουλτάνους και βεζίρηδες.

Το δέκατο κεφάλαιο (195-231) ασχολείται με τα δικαστικά, την τουρκική δικονομία των Μουσουλμάνων, που βασιζόταν στο Κοράνιο, με τους βαθμούς και τους τύπους δικαιοδοσίας, το προσωπικό των δικαστηρίων και τη μεταξύ αυτού ιεραρχία, την αστυνομία, και την αγορανομία. Επίσης με τα μέτρα και σταθμά, όπως την οκά, το δράμι, το καντάρι, το τσεκί, τον τόνο κ.ά.

Το ενδέκατο κεφάλαιο (231-269) καταπιάνεται με τα οικονομικά των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των σουλτάνων, με το χρέος του δημοσίου, παρουσιάζοντας τα κατά καιρούς χρέη και με τη νομισματολογία δηλ. τα βυζαντινά και οθωμανικά νομίσματα.

Το δωδέκατο κεφάλαιο (269-293) εξετάζει τα στρατιωτικά, τους γενίτσαρους, το νόμο Νιζάμι-τζεδίτ και το ναυτικό.

Ακολουθεί το δεύτερο τμήμα (295-348), το οποίο φέρει τον τίτλο «Κάτοικοι» και χωρίζεται σε τέσσαρα κεφάλαια.

Το πρώτο (295-302) αναφέρεται στον πληθυσμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά το έτος 1845. Περιέχει στατιστικό πίνακα των κατοίκων της αυτοκρατορίας.

Το δεύτερο κεφάλαιο (302-317) ασχολείται με τη διαίρεση των κατοίκων κατά γένη, θρησκεία και γλώσσα. Συγκεκριμένα με τους Τούρκους, τους Έλληνες, τους Αρμένιους, τους Εβραίους, τους λοιπούς κατοίκους, τους ετεροεθνείς και τους παρεπίδημους.

Το τρίτο (317-343) αναφέρεται στο σωματικό και ηθικό χαρακτήρα των κατοίκων.

Το τέταρτο κεφάλαιο (343-348) παρουσιάζει τις Οθωμανίδες, Ελληνίδες, Αρμένισες κ.ά. γυναίκες ως προς τα χαρακτηριστικά και τους τρόπους τους.

Το τρίτο τμήμα (349-474) διαιρείται σε εννέα κεφάλαια και παρουσιάζει τα ήθη και έθη.

Το πρώτο κεφάλαιο (349-374) είναι αφιερωμένο στον οικιακό και καθημερινό βίο των ανθρώπων, στις οικίες, στην τράπεζα (τρόφιμα, οίνο, επιτραπέζια σκεύη) και στα καφενεία, τα οποία στους Οθωμανούς αναπληρώνουν τις λέσχες, τα θέατρα και τα αναγνωστήρια.

Το δεύτερο κεφάλαιο (375-385) αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις, στον αστικό και πολιτικό βίο των ανθρώπων.

 Το τρίτο κεφάλαιο (385-398) πάλι κάνει λόγο για τις Οθωμανίδες γυναίκες, για την θέση τους, τον ρόλο τους στην τουρκική κοινωνία και για το χαρέμι.

Το τέταρτο (398-413) ασχολείται με τον ιματισμό των κατοίκων, όπως σχεδόν δύο αιώνες οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας φορούσαν καβούκια διαφόρων χρωμάτων εκτός από λευκό και πράσινο, κουρτσοβράκια, επανωριπτάρια, καββάδια, γαλέντζες κ.ά.

Το πέμπτο κεφάλαιο (413-427) αναφέρεται στα επιτηδεύματα, που ασχολούνταν οι Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.ά.

Το έκτο κεφάλαιο (427-438) ασχολείται με τους γάμους, τους αρραβώνες, που τελούνταν και με τις προίκες των κατοίκων.

Το έβδομο κεφάλαιο (438-451) καταπιάνεται με το θάνατο, τις κηδείες, την ταφή των κατοίκων και τους τάφους.

Το όγδοο κεφάλαιο (451-468) παρουσιάζει τις διασκεδάσεις στην Κωνσταντινούπολη και τα παιχνίδια, που έπαιζαν οι Τούρκοι.

Το ένατο κεφάλαιο (468-474) ασχολείται με τα έθιμα των κατοίκων, με τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς, τον κλήδονα, την Πρωτομαγιά κ.ά.

Το τέταρτο τμήμα (475-634) μελετά τη θρησκεία των Μωαμεθανών, τη νομοθεσία και τη γλώσσα. Χωρίζεται σε ένδεκα κεφάλαια.

Το πρώτο κεφάλαιο (475-488) ασχολείται με τη θρησκεία των Μωαμεθανών, με το Κοράνιο και τη Σουννά, με τα δόγματα και τις εντολές.

Το δεύτερο κεφάλαιο (488-496) τιτλοφορείται «Ο παρά τοις Οθωμανοίς Κλήρος» και κάνει λόγο για τον ιμάμη, τον ουλεμά, τον σχέϊχ-ουλ-ισλάμ (μουφτή) και για τους δερβίσηδες.

Το τρίτο κεφάλαιο (497-506) παρουσιάζει την τουρκική νομοθεσία, η οποία διαιρείται στον θεοκρατικό (σεριάτ) και πολιτικό (κανούν) νόμο και την ιδιοκτησία.

Το τέταρτο κεφάλαιο (506-508) αναφέρεται στη διαίρεση του χρόνου δηλ. στο σεληνιακό Μωαμεθανικό έτος και καταρτίζει πίνακα με τους μήνες.

Το πέμπτο κεφάλαιο (508-548) κάνει λόγο για την Εκκλησία, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και για τους Αρμένιους.

Το έκτο κεφάλαιο (548-557) ασχολείται με τη θρησκεία των Εβραίων. Αναφέρεται στην έβδομη μέρα των Εβραίων, που είναι αργία, στη συναγωγή και στις θρησκευτικές εορτές.

Το έβδομο κεφάλαιο (557-580) παρουσιάζει τις θρησκευτικές τελετές, όπως τη στέψη και τη χρίση του αυτοκράτορα και του σουλτάνου, την τελετή της προσκύνησης του Χιρκαϊ-σερίφ, το Κουρμπάν Μπαϊράμι, την πομπή του Σουρρέ, το Μεβλούδ και το Νεβρούζ.

Το όγδοο κεφάλαιο (581-592) μελετά τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, οι οποίες σε κανένα μέρος του κόσμου δεν ήταν τόσο πολλές και ποικίλες, ούτε τόσο βαθιά ριζωμένες, όσο στην Τουρκία.

Το ένατο κεφάλαιο (592-606) κάνει λόγο για την τουρκική γλώσσα. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης γνώριζαν το λιγότερο δύο γλώσσες, την μητρική τους και την τουρκική. Σχολιάζει ότι οι Τούρκοι στην καθημερινή ζωή τους προφέρουν παραφθαρμένες περσικές και αραβικές λέξεις.

Το δέκατο κεφάλαιο (606-625) αναφέρεται στη Τουρκική φιλολογία. Κάνει σχόλια για την ποίηση, δημοσιεύει επιγραφές, όπως του τάφου του σουλτάνου Σελίμ Α΄.

Το ενδέκατο κεφάλαιο (625-634) ασχολείται με τη δημόσια εκπαίδευση στην Τουρκία, η οποία υποστηριζόταν από την κυβέρνηση και ήταν υποχρεωτική. Η φοίτηση ήταν δωρεάν και το 1850 στην Κωνσταντινούπολη λειτουργούσαν 396 προκαταρτικά σχολεία και φοιτούσαν 22.700 μαθητές.

Ο τόμος κλείνει με το ευρετήριο των τριών τόμων (635-653), με τον κατάλογο των συνδρομητών (654-656) και των εικόνων (656).

Το ποσοτικό και ποιοτικό έργο του Σκαρλάτου Βυζαντίου, το οποίο παρουσιάσαμε συνοπτικά παραπάνω αποτυπώνει άγνωστες πτυχές της ιστορίας και της καθημερινής ζωής της Κωνσταντινούπολης και είναι καρπός πολυετούς, επιπόνου και ευσυνειδήτου εργασίας. Εντυπωσιάζει το υλικό, που συγκέντρωσε, οι ενδιαφέρουσες γκραβούρες, οι χάρτες και ο ωραίος τρόπος, που περιγράφει τα γεγονότα με την καθαρεύουσα της εποχής. Μας ταξιδεύει σε παλαιές όμορφες εποχές και σε μία Κωνσταντινούπολη των αυτοκρατοριών. Αποτελεί σημαντική προσφορά στην ιστορία, στο ακαδημαϊκό κοινό, στην επιστήμη και είναι χρήσιμο και πολύτιμο.

Η επανέκδοση του έργου αξίζει πραγματικά και για το λόγο αυτό συγχαίρουμε και ευχαριστήσουμε θερμά τον αγαπητό φίλο Χαράλαμπο Μπαρμπουνάκη, που ανέλαβε την πρωτοβουλία να επανεκδώσει σε συνεργασία μαζί μας το μνημειώδες έργο του Σκαρλάτου Βυζαντίου, που αφορά την γενέτειρά μας, καθώς και για την τιμή, που μας έκανε να γράψουμε τον πρόλογο και την εισαγωγή.

Η συνεργασία μας συνεχίζεται με τον εκδότη και ετοιμάζουμε να επανεκδώσουμε ένα σπάνιο πόνημα του λόγιου, ιστοριοδίφη και Μέγα Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών, που αφορά τον τόπο καταγωγής μας.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ