Την Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023 το απόγευμα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κήρυξε στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών την πανηγυρική έναρξη των εργασιών του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για τα 100 χρόνια του περιοδικού “Θεολογία”, παρουσία της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, των Αρχιεπισκόπων Κύπρου κ. Γεωργίου, Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και Αλβανίας κ. Αναστασίου, Αντιπροσωπειών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και άλλων υψηλών προσκεκλημένων. Το κεντρικό θέμα του Συνεδρίου είναι «Η Ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία στην “άυλη πραγματικότητα” της ύστερης νεωτερικότητας».
Κατά την έναρξη του Συνεδρίου η κεντρική διάλεξη έγινε από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Χρυσόστομο Σταμούλη, Άρχοντα Διδάσκαλο της Εκκλησίας, με θέμα «Από τον υλικό στον άϋλο κόσμο: Πως φθάσαμε ως εδώ;».
Ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης είπε μεταξύ άλλων:
“Το παρόν Συνέδριο, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έκδοση του περιοδικού Θεολογία, επέλεξε να ασχοληθεί με ένα θέμα μείζον και ουσιαστικό. Θέλησε να δει την πορεία της Θεολογίας εντός της άυλης πραγματικότητας της ύστερης νεωτερικότητας. Και τούτο διότι ο καιρός είναι αυτός που ορίζει πάντα τα πράγματα. Άλλωστε, όπως συχνά πυκνά λέγεται, η θεολογία δεν μπορεί παρά να είναι ποιμαντική. Πράγμα που σημαίνει, πως γεννιέται από την ανάγκη του εκκλησιαστικού σώματος, που βρίσκεται ή οφείλει να βρίσκεται σε διάλογο με το σύνολο του κόσμου και της ζωής.
Η Εκκλησία, όπως και όλος ο κόσμος ζει στην εποχή και την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Πράγμα που σημαίνει, πως βρισκόμαστε εντός ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται από το υψηλό ρίσκο, την ανασφάλεια, αλλά μαζί και τη διάθεση τονισμού των ελευθεριών. Εντός ενός κόσμου στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας ανθρωπολογίας, συνεπώς και κοσμολογίας -με τη γλώσσα της Θεολογίας κτισιολογίας-, που φαίνεται πως δοκιμάζει την αντοχή των υλικών και συνεπώς τη στατικότητα του οικοδομήματος του σύγχρονου πολιτισμού και όλων των δομών του· ενδεικτικά των πολιτικών, θρησκευτικών, οικονομικών και πολιτισμικών. Ζούμε εντός μιας κοινωνίας, η οποία ονομάζεται «εικονιστική» και η οποία όπως πολύ σωστά έχει υπογραμμιστεί: «χαρακτηρίζεται από την ανάδυση ενός καινοφανούς τρόπου παραγωγής και διακίνησης εικόνων, μέσω της ψηφιοποίησης, ο οποίος τείνει στην εξαύλωση των αγαθών (π.χ. εξουσία, πλούτος, πληροφορία) και των σχέσεων (διαπροσωπικών, οικονομικών και πολιτικών), η αρχιτεκτονική, το περιεχόμενο και η εγγύτητα των οποίων προσδιορίζονται ολοένα περισσότερο από αλγόριθμους. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες εξεικονίζονται και η πραγματικότητα γίνεται υβριδική, δηλαδή ταυτόχρονα φυσική και ψηφιακή». Οι αλγόριθμοι εισάγουν έναν νέο ντετερμινισμό. Τη θέση του Θεού των παλιών ντετερμινισμών, φαίνεται πως, εδώ, λαμβάνει η μηχανή. Η μηχανή-Θεός που διεκδικεί με τον δικό της τρόπο τη σωτηρία του ανθρώπου. Η μηχανή οδηγεί την κοινωνία, οδηγεί και τα πρόσωπα. Οδηγεί τον άνθρωπο, του οποίου τα χαρακτηριστικά σταδιακά και μεθοδικά αλλάζουν. Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας γιγαντιαίας προσπάθειας μετατόπισης της ανθρωπινότητας”.