Λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ίμβρου και Τενέδου κ. Κυρίλλου εκφωνηθείς επί τη Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στην Ι. Μονή Ράιτσιτσα, της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, στις 14/27 Σεπτεμβρίου 2023
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν!
Ήταν η ημέρα που ο Θεός απεφάσισε να επισκεφτεί τον κόσμον. Όμως, ήταν μία σκληρή επίσκεψη. Διότι, ο σκοπός της επίσκεψης ήταν η τιμωρία στα Σόδομα και Γόμορρα.
Και κατέβηκαν οι τρείς Άγγελοι, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Και τους υποδέχτηκε ο Αβραάμ κάτω από την βελανιδιά, και τους φιλοξένησε τόσο πολύ που έμεινε να λέμε «Αβραμιαία φιλοξενία». Και έγινε ένα παράδοξο σημείο. Ενώ μιλούσε στους Τρείς, απευθυνόταν σε Έναν. Και, αντί να πει «Κύριοί μου» – οι Τρείς, έλεγε «Κύριέ μου» – ο Ένας. Ο Τριαδικός και ένας Θεός. Και σηκώθηκαν οι Άγγελοι να φύγουν. Και ο καθένας κρατούσε από ένα ραβδί ξύλινο στο χέρι του, που ασφαλώς το είχαν φέρει από τον Παράδεισο. Και άφησαν, τα ξέχασαν τα ραβδιά τους. Ο Αβραάμ και η Σάρα τα κράτησαν σαν ιερό φυλαχτό. Άλλωστε τους είπαν ότι η Σάρα θα γεννήσει και ήθελαν να έχουν ένα ιερό ενθύμιο από αυτή την υπόσχεση.
Και γέννησε η Σάρα τον Ισαάκ, και περνούσαν τα χρόνια, και ο ανιψιός του Αβραάμ, ο Λωτ, αμάρτησε, έπεσε σε μία μεγάλη αμαρτία. Και πήγε στον πατριάρχη Αβραάμ να ζητήσει συγγνώμη. Και του είπε ο πατριάρχης Αβραάμ: «Πάρε αυτά τα τρία ξερά ξύλα, τα τρία ραβδιά, πάρ’ τα και πήγαινε να τα φυτεύσεις έξω από το τοίχο της πόλεως». Να τιμηθούμε, αδελφοι μου, ότι ο Χριστός έξω τους τοίχους πέθανε. Φύτευσέ τα, λέγει, εκεί, αλλά ανάποδα, με την κορυφή, με την μύτη μεσ’ το χώμα. Και θα πηγαίνεις καθημερινά στον Ιορδάνη να παίρνεις νερό, να ποτίζεις αυτά τα κλαδιά. Και αν ποτέ βλαστήσουν, ριζώσουν και βγάζουν φύλλα και κλαδιά, τότε να είσαι σίγουρος ότι ο Θεός συγχώρησε την αμαρτία σου.
Με πολύ αγάπη έκανε το παράδοξο αυτό επιτίμιο ο Λωτ. Ήθελε να φύγει από πάνω του η αμαρτία, να σχίσει το χειρόγραφο της αμαρτίας, να λυτρωθεί, να απελευθερωθεί. Δεν τον ένοιαξε που τα έβαζε ανάποδα τα κλαδιά, τον ενδιέφερε να κάνει υπακοή και πάλι για την υπόθεση δένδρου. Ανάποδα από αυτό που έκαναν ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο, που έφαγαν από το δένδρο που τους απαγορεύθηκε. Έκανε υπακοή ο Λωτ λοιπόν και φύτευσε τα κλαδιά. Επήγαινε καθημερινά στον Ιορδάνη ποταμό να πάρει νερό για να τα ποτίσει. Τι ψάλουμε τα Θεοφάνια, αδελφοί μου; «Νάματα Ἰορδάνεια περιεβάλου Σωτήρ». Αυτά τα νάματα του Ιορδάνη, αργότερα θα αγκάλιαζαν το Σώμα του Χριστού και θα απέπλυναν το βάρος των αμαρτιών των ανθρώπων, τον δικών μας. Τώρα έπρεπε να κάνουν τα κλαδιά να βλαστήσουν για να συγχωρέσουν το αμάρτημα του Λωτ. Όμως αυτός ο εχθρός του ανθρώπου, ο διάβολος, δεν έμεινε έτσι, πήγαινε καθημερινά και έκλινε το νερό, δεν άφηνε τον Λωτ να πάει νερό στα κλαδιά. Πόσες φορές στην ζωή μας, αγαπητοί μου αδελφοί, ξεκινάμε τον δρόμο για την μετάνοια και ο διάβολος βάζει τρικλοποδιά να μην φτάσουμε ποτέ; Άδειαζε το νερό του Λωτ. Και εκείνος λυπόταν που δεν μπορούσε να πάει νερό για να βλαστήσουν τα κλαδιά, για να συγχωρεθεί δηλαδή. Και έκλαιγε, και με τα δάκρυά του πότιζε τα κλαδιά.
Ήταν μία περίεργη μέρα. Είχε σκοτεινιάσει, ενώ ήταν ακόμα ημέρα. Ο Λωτ πήγε και πάλι να πάρει νερό από τον Ιορδάνη, και προχωρούσε και έλεγε μεσ’ το μυαλό και στην καρδιά του: «Θα βλαστήσουν τα κλαδιά ποτέ; Θα με συγχωρέσει ποτέ ο Θεός;» Και μ’ αυτές τις σκέψεις δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα, πως περπάτησε τον δρόμο και έφτασε κοντά στα κλαδιά. Και τότε, τρομαγμένος λέει: «Έ, τι έγινε; Που είναι ο διάβολος; Γιατί δεν ήρθε σήμερα να χύσει το νερό;» Αλλά τον περίμενε μία άλλη έκπληξη. Όταν έφτασε στα τρία κλαδιά (τα οποία ήταν τα ραβδιά των Αγγέλων), είδε ότι αυτά είχαν βλαστήσει, είχαν βγάλει φύλλα, είχαν βγάλει κλαδιά. Έπεσε, τα αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει γιατί κατάλαβε πως ο Θεός τον συγχώρησε. Και μεγάλωσαν τα τρία κλαδιά και έγιναν τρία δένδρα σε ένα δένδρο: πεύκος, κέδρος και κυπαρίσσι. Ένα ψιλό, μεγάλο δένδρο.
Ήρθε η ώρα που έκτιζαν τον Ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα, και ήρθε η ώρα να φτιάξουν την σκεπή του, και είπαν: «Θα πάμε να κόψουμε αυτό το ξύλο που είναι γερό και δυνατό, τρισύνθετο, τρισόλβιο, για να βάλουμε αυτό στην σκεπή». Το έκοψαν, το έριξαν κάτω και άρχισαν να το μετράνε. Όμως, συνέβαινε κάτι παράξενο: ενώ κάτω ήταν μεγάλο, όταν το ανέβαζαν επάνω, ήταν μικρό. Τότε θυμήθηκαν πως ήταν το δέντρο της αμαρτίας, που συγχώρησε την αμαρτία. Και είπαν: «Δεν θέλει ο Θεός αυτό το ξύλο στην εκκλησία του, στον ναό του, πετάξτε το παραδίπλα, είναι καταραμένο».
Και έχτισαν τον Ναό, τον τέλειωσαν. Και ήλθε Κάποιος και είπε: «Εγώ, αυτόν τον ναό θα τον γκρεμίσω και σε τρείς μέρες θα τον ξαναφτιάξω». «Τι λες!» – Του είπαν. «Εμείς, τόσα χρόνια ολόκληρα τον κτίζαμε, σαράντα χρόνια, και Εσύ σε τρείς μέρες θα τον γκρεμίσεις και θα τον ξαναφτιάξεις; Θα σε σταυρώσουμε!!! Και πως θα Σε σταυρώσουμε; Πάνω σ’ αυτό το καταραμένο ξύλο. Αυτό το καταραμένο ξύλο είναι η μεγαλύτερη ατιμία για Σένα!» Και πήραν αυτό το ξύλο, και έκαναν έναν Σταυρό και πάνω σ’ αυτό άπλωσε τα χέρια Του ο Ζωοδότης Χριστός. Και εκείνοι νόμιζαν ότι ήταν καταραμένο το ξύλο και ατιμία γι’ αυτόν που έχει σταυρωθεί. Όμως ο Θεός, μέσα στο σχέδιό Του, είχε φροντίσει ακόμα και το ξύλο που θα σταυρωνόταν, να ήταν παραδεισένιο, να ήταν μέσα από τον Παράδεισο. Γι’ αυτό πήραν τα ραβδιά οι Άγγελοί, γι’ αυτό τα άφησαν στον Αβραάμ, γι’ αυτό έγινε το τρισύνθετο δέντρο.
Και αυτό το δέντρο τώρα, δεν συγχωρούσε μονάχα την αμαρτία του Λωτ, αλλά συγχώρεσε τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων «Ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου». Όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, πάνω σε αυτό το ξύλο με το τίμιο αίμα Του, υπέγραψε ο Χριστός την νέα Διαθήκη και έσχισε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας, το χρέος που είχαμε εμείς οι άνθρωποι για τις αμαρτίες μας. Και είπε χθες ο Θεοφιλέστατος Άγιος Αντανίας, ο Γέροντας Παρθένιος: «Ο θρόνος του Χριστού είναι ο Σταυρός Του». Οι Ιουδαίοι για κοροϊδία έγραψαν πάνω στον Σταυρό: «Ο Βασιλεύς των Ιουδαίων». Όμως ο Χριστός τον Σταυρόν Του τον έκανε θρόνο αγάπης. «Θυσιαστικής αγάπης» όπως είπε ο Επίσκοπός μας Δαβίδ εχτές. Μία αγάπη ανιδιοτελή που δεν έχει ούτε η μάνα για τα παιδιά. Μία αγάπη που μονάχα δίνει και δεν περιμένει να πάρει τίποτα. Λέει ένα ελληνικό τραγούδι – όσοι ξέρετε ελληνικά θα το τιμηθείτε – το έγραψε ένας σπουδαίος ποιητής που πήρε και το Νόμπελ Ειρήνης: «Της αγάπης αίματα, με πορφύρωσαν». Ποιος είχε τόση αγάπη, που να χύσει το αίμα Του; Ο Χριστός. Με πορφύρωσαν, με έντυσαν κόκκινα, δηλαδή την βασιλική στολή. Το αίμα του Χριστού έτρεξε από τον Σταυρό και μας τους γυμνούς από την αμαρτία, μας έντυσε με την πορφύρα του Βασιλέως, μας έκανε βασιλιάδες. Και κάθαμε όλοι σ’ αυτόν τον θρόνο της θυσιαστικής αγάπης του Σταυρού και γράψαμε από πάνω: «Ο Βασιλεύς της Δόξης».
Και είχαμε δύο Υψώσεις του Σταυρού, μία στην Γολγοθά όταν ο Χριστός μας σταυρώθηκε, και μία που τον Ύψωσε ο Άγιος Μακάριος. Πέρασαν τα χρόνια και οι Πέρσες έκλεψαν τον Τίμιο Σταυρό. Και οι αυτοκράτορες νίκησαν και τον έφεραν πίσω. Και δεκατέσσερεις Σεπτεμβρίου το 617 γίνεται η Τρίτη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Και οι Χριστιανοί, για σκεφθείτε, μετά τόσα χρόνια ξαναέβλεπαν μπροστά τους το Τίμιο Ξύλο πάνω στο οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός και μέσα στη χαρά τους φώναζαν: «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον», αυτό που έλεγαν οι ψαλτάδες μας εκατόν φορές κάθε φορά που υψώναμε τον Τίμιο Σταυρό σήμερα. Και μαζί με τον Απόστολο Παύλο χαιρόμαστε και εμείς και λέμε ότι δεν έχουμε να καυχηθούμε για τίποτα, παρά μονάχα για τον Σταυρό του Χριστού.
Η ζωή μας είναι σταυροαναστάσιμη, Χριστιανοί μου. Σηκώνουμε τον σταυρό μας για να φτάσουμε στην Ανάσταση. Και προσευχόμαστε και παρακαλούμε την δύναμη του Τιμίου Σταυρού να μας ενισχύσει σ’ αυτό.
Σεβασμιώτατοι Αδελφοί, άγιοι Αρχιερείς, κύριε Δαβίδ και κύριε Παρθένιε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, Γερόντισσες αγαπημένες και μοναχές, έχω την χαρά και την ευλογία να έρχομαι από μία άλλη εσταυρωμένη κορυφή, την σεπτή κορυφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου που είναι σταυρωμένη εκατοντάδες χρόνια τώρα. Αλλά, μέσα από αυτό το δικό της σταυρό, χαρίζει την Ανάσταση σε όλους τους άλλους. Και το ζούμε κάθε μέρα. Και εσείς το ζείτε αυτήν την περίοδο ακόμα πιο έντονα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο χάρισε σε εσάς την κανονικότητα της Εκκλησίας μετά από έναν αγώνα πολλών ετών, πολλών χρόνων. Η εσταυρωμένη θυσιαστική αγκαλιά της Κωνσταντινούπολης αγκάλιασε και εδώ, την δική σας πατρίδα. Και φτάσαμε στο πιο όμορφο αυτό σημείο, να είμαστε σήμερα και οι τρείς Αρχιερείς μαζί μέσα στην κανονικότητα της Εκκλησίας, και να κοινωνούμε τον Ίδιο Χριστό, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Και να προσευχόμεθα και να παρακαλούμε να τα φέρει έτσι τα πράγματα ο καλός Θεός με την σκέπη του τιμίου Σταυρού, ώστε να τελειώσουν όλα τα προβλήματα και η Εκκλησία σας να αποκτήσει την αυτοκεφαλία της.
Θεοφιλέστατοι άγιοι Αδελφοί, θα έρχεται ο διάβολος και θα χύνει το νερό από τον Ιορδάνη, αλλά εμείς θα ξαναπηγαίνουμε, μέχρι που να βλαστήσουν τα κλαδιά και να γίνουμε μία ποίμνη, ένας Ποιμένος. Ευχαριστώ τον Αρχιεπίσκοπο Στέφανο και όμως ιδιαιτέρως τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας εδώ, τον Ποιμενάρχη, τον κύριον Τιμόθεο. Και άλλη φορά έχω απολαύσει την αγάπη του Γέροντος Μητροπολίτου· για μας τους μικρότερους είναι Γέροντας, παράδειγμα υπομονής, δάσκαλος ταπείνωσης, και ευχόμεθα ο Θεός να του δίνει πολλά χρόνια γεμάτα υγείας.
Και εγώ προσωπικώς ευχαριστώ και τον Θεοφιλέστατο Άγιο Αντανίας, κύριο Παρθένιο, ο οποίος με αδελφική αγάπη με έχει αγκαλιάσει εδώ και καιρό. Όταν προχτές στο τηλέφωνο μιλώντας του είπα ότι είμαι λίγο κουρασμένος, μου είπε: «Έλα εδώ, σήκω και έλα σε μας, θα ξεκουραστούμε μαζί». Και ήρθα, και πραγματικά κοντά του, κοντά τους πατέρες, κοντά στις αδελφές, κοντά στην Γερόντισσα εδώ την Κασσιανή και τις άλλες αδελφές, όντως ξεκουράζεται η ψυχή μας. Αδελφοί μου, πάντα να είμαστε ένας σταυρός, δηλαδή μία μεγάλη αγκαλιά, αυτό είναι ο Σταυρός, μια άλλη θεία αγκαλιά, να αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλον, να σφίγγουμε σ’ αυτήν την θυσιαστική αγκαλιά της αγάπης ο ένας τον άλλον, και έτσι να χωρέσουμε μέσα στην μεγάλη αγκαλιά του Σταυρού του Χριστού και να φτάσουμε όλοι μαζί στην Βασιλεία των Ουρανών.
Αμήν!