ὑπό Μητροπολίτου πρ. Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
“ἄνευ συγχωρήσεως οὐδεμία συναλληλία”
Ὁ Marc Chagall ἐγεννήθη τό 1887 στό Vitebsk (Λευκορωσία). Ὑπῆρξεν ἀπό τούς σπουδαιοτέρους ποιητάς – ζωγράφους τοῦ Α’ ἡμίσεως τοῦ Κ’ αἰῶνος ὡς ὁ P. Klee. Ἧτο λίαν εὐαίσθητος καί λεπτός, φιλοτεχνήσας συνθέσεις πρωτογνώρους, καί πολυσυνθέτους ὡς τήν βυζαντινήν τέχνην, συνήθως ἀκαταλήπτους εἰς πολλούς ἄνευ ὑπομνημάτων, λόγῳ καί τῆς ποιητικῆς εἰκονολογίας καί εἰκονογραφίας αὐτῶν.
Ἐδημιούργησεν κυανούς ὀνειρικούς κόσμους γεμάτους Ἀγγέλους τουθ᾿ ὅπερ λίαν σημαντικόν διά τήν ἰουδαϊκήν του ταυτότητα, ὡς καί οἱ σύγχρονοι ἑβραϊκῆς καταγωγῆς μοναχοί εἰς Ὀρθοδόξους Ἱ. Μονάς.
Αἱ μορφαί καί συνθέσεις τῶν πινάκων του ἀποπνέουν ἐντόνως τόν χαρακτῆρα τοῦ πολυπαθοῦς καί μαρτυρικοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ διαχρονικῶς.
Ἐντός τῶν θεμάτων του παρίστανται Ἄγγελοι, ἄνθρωποι, ζῶα, πτηνά, κτίρια, χωρία, διάφορα ἀντικείμενα καί θρησκευτικά μοτίβα συνήθως ἄσχετα καί ἀσύνδετα μορφολογικῶς πρός ἄλληλα, ὅμως μέ βαθύτερον καί συμβολικόν, θεολογικόν περιεχόμενον.
Αἱ “δύσμορφοι” δέ μορφαί του ἐνίοτε εἶναι πολυπρόσωποι, ἀποσπαματικαί, παραμορφωτικαί, ἀνατομικῶς πλημμελεῖς “αἰωρούμεναι”, ρέουσαι εἰς περιέργους καί ἀνωμάλους στάσεις καί κινήσεις. Τά περιγράμματα τέλος αὐτῶν ἀποτελοῦνται ἀπό μικράς καί λεπτάς διακεκομμένας γραμμάς.
Τά ἀνωτέρω στοιχεία ρεαλιστικοῦ πῶς χαρακτῆρος εὑρίσκει τις καί εἰς τό σημαντικόν καί ρηξικέλευθον ἔργον του “ἡ πτῶσις τῶν Ἀγγέλων”, ὡς προαγγέλου τῆς ἐπερχομένης καταστροφῆς, ἐκτελεσθέντος ὑπό τό φάντασμα τῆς ἐν Βερολίνῳ ἀτμόσφαιρας καί τοῦ ἀποτυχόντος πραξικοπήματος κατά τοῦ Hitler τό 1923.
Οὕτως ὁ Ἄγγελος πίπτει πρηνηδόν εἰς τό ἔργον τοῦτο. Εἶναι ἐρυθρός ὡς τό αἷμα καί τό πῦρ. Τά πτερά του ὁμοιάζουν μέ φλόγας πυρός. Πίπτει ἐπί τοῦ δραπετεύοντος Ἰουδαίου, ὁ ὁποῖος ἀσφαλίζει κύλινδρον τῆς Thora. Ἀργότερον ὁ Chagall ὠνόμασεν τό ἔργον “ἡ πρόβλεψις τῆς ἐγγιζούσης καταστροφῆς”.
Τό 1933 ὁ καλλιτέχνης τό ἐπεξεργάσθη προσθέσας ἕτερα προγνωστικά τῆς καταστροφῆς. Ὁ Ἄγγελος ἐμφανίζεται εἰς δαιμονικόν ἐρυθρόν. Μετ᾿ αὐτοῦ πίπτει ἕν ὡρολόγιον σύμβολον κατ᾿ αὐτόν ἑνός παλαιοῦ φόβου τῶν παιδικῶν ἡμερῶν. Ἐπάνω ἀριστερά εἷς ἄνθρωπος χάνει τό ἔδαφος ὑπό τούς πόδας του. Κάτω χωρίον ἀρχίζει νά καίεται. Ἄνωθεν δε, ἵσταται ἕν κυανοῦν βιολίον. Μία ἀγελάς, σύμβολον τῆς ζωῆς, κυττάζει ἀβοήθητος τό πτερωτόν ὄν πού πίπτει ἐπ᾿αὐτῆς.
Ὁ πίναξ οὗτος ἵσταται προγραμματικῶς διά τήν ἔκθεσιν: “Chagall. Κόσμος τῆς καταστροφῆς” τῆς Φρανκφούρτης, ἡ ὁποία παρουσίασεν ἔργα τοῦ καλλιτέχνη μεταξύ τοῦ 1930 – 1940. Οἱ Ἄγγελοί του γεμίζουν τά δελτάρια τῶν Χριστουγέννων ὡς σύμβολα παρηγορίας καί στηρίξεως θείας, ἐνῶ εἰς τήν “πτῶσιν τῶν Ἀγγέλων” οὗτος ἔχει ἀνάγκην παρηγορίας, ὡς φοβερῶς ἐκφοβισμένος.
Κατά τήν τρίτην ἀλλαγήν τοῦ ἔργου του τό 1947, τοῦτο ἐμφανίζεται σκοτεινόν, καθώς καί τά ὀλίγον γνωστά ἔργα του τά ὁποῖα παρουσιάζει ἡ ἔκθεσις μεταξύ τῶν 1930 – 1940, ὁπότε συσκοτίζεται ἡ παλέτα του. Κατά τήν περίοδον αὐτήν μέ προσωπικά βιώματα, ζητοῦν μίαν γλῶσσαν διά τήν καταδίωξιν καί τόν ἀφανισμόν τῶν Ἰουδαίων τῆς Εὐρώπης.
Σύμβολον δέ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰουδαῖος Ἰησοῦς, τόν ὁποῖον εἰκονίζει μέ τά διακριτικά του τό Tallit καί Tefillin, τόν ὁποῖον ἐθεώρει ὡς τόν λίαν ἀγαπητόν Ραββῖνον, πάντοτε ὑποστηρικτήν τῶν καταπιεζομένων.
Εἰς τό περιθώριον δέ τῆς “Πτώσεως τοῦ Ἀγγέλου” ὁ Chagall τοποθετεῖ τόν Ἐσταυρωμένον μετά τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Παιδίου, πιθανῶς διά νά προσελκύσει τήν προσοχήν τῆς μήν Ἰουδαϊκῆς Κοινότητος διά μίαν ἀντιμετώπισιν τοῦ Shoah.
Tό 1908 ζωγραφίζει τήν μορφήν τοῦ Κυρίου καί ἐβίωσε τά ἀντισημιτικά γεγονότα εἰς τήν Τσαρικήν Ρωσίαν.
Δέν θά ἐλάμβανε δε τις σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν τάς ἐμπειρίας του, ἐάν δέν ἐθεώρει αὐτάς ὡς ὑπόμνημα τῆς συγχρόνου κρίσεως ἐν Οὐκρανίᾳ πρότερον προγραμματισθείσης, καί τῆς Corona – virus τοιαύτης.
Παρά δέ ὅτι εἶδεν μακρόθεν τήν καταστροφήν τῆς πατρίδος του, τήν πλήρην διάλυσιν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, καί τήν μεγάλην του προσφοράν ὡς εἰς τό “κόσμον ἐν ταραχῇ” δέν θά ἐδικαιοῦτο νά ἐπιρρίψει τίς εἰς τόν Chagall, ὅτι καί μεταξύ τῶν ἔργων του (1930 – 1940) διαρκῶς ὑπάρχουν φωτειναί στιγμαί.
Εἰς τήν Γερμανίαν ἧτο ἰδιαιτέρως ἀγαπητός, διότι ἐθεωρεῖτο ὡς “συμφιλιωτής”, καί διότι ἀνέστησε τόν Χασιδικό Ἰουδαϊσμόν διά τῶν ἔργων του, ὁ ὁποῖος φυσικῶς εἶχεν μείνει ξένος εἰς τό κοινόν[1].
[1] A. Strotmann, Wunde Welt, Publik-Forum 24 (1922), 45-47.