Του πολιού Άρχοντα της Μ.τ.Χ.Ε., Καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Μία από τις οδυνηρότερες δοκιμασίες του 20ου αιώνα πληρώθηκε, κατά την δεύτερη δεκαετία του, ακριβά από τους λαούς της Ευρώπης και ήταν ο τραγικός Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε αυτόν μπλέχτηκαν οι λεγόμενες κεντρικές Δυνάμεις της Ευρώπης μαζί με την Τουρκία καθώς και οι δυτικές Αγγλοσαξωνικές Δυνάμεις σε εξοντωτικές συρράξεις που κατέληξαν το 1918 στην σύναψη στη νήσο Λήμνο της Ανακωχής του Μούδρου που έφερε και το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με αναρίθμητα θύματα πολέμου και γενοκτονιών από τις ευρεσιτεχνίες των εξοντώσεων αλλήλων. Τότε οι διαχειριστές των τυχών των εθνών και πάλιν αναλογίσθηκαν πως οι πόλεμοι αφήνουν όχι μόνον αθεράπευτες πληγές στους διαπλεκόμενους, αλλά για χρόνια, όπως οι σεισμοί και οι κατακλυσμοί σκεπάζουν με δυστυχίες και τις γειτονικές χώρες και πρέπει να αντιμετωπίζονται συλλογικά από το σύνολον της ανθρωπότητος.
Τότε έδιδε την ευκαιρία η συνεργασία των εκπροσώπων των εθνών στο Παρίσι, για την σύνταξη της «Συνθήκης των Βερσαλλιών» και με την αμερικανική πρωτοβουλία το 1920 συγκροτήθηκε ένας νέος σύνδεσμος κρατών που κλήθηκε «Κοινωνία των Εθνών» (αγγλικά η «League of Nations»). Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια διακρατικής συνεννοήσεως του κόσμου πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, όπως ήταν τότε η πρόληψη του πολέμου, ο αφοπλισμός, η διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας καθώς και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στα πλαίσια αυτών και η «Επαναστατική Επιτροπή» που ανέλαβε την διακυβέρνηση του «Ελληνικού Έθνους», συγκατατέθηκε να συνέλθει και η ειρηνική διάσκεψη προς διευθέτηση των ζητημάτων της Μικρασιατικής συρράξεως του τέλους Αυγούστου του 1922 και των προκληθέντων ζητημάτων των συνόρων και της προκληθείσης «Μετοικεσίας» του Ορθόδοξου Μικρασιατικού πλήθους προς στις δυτικές περιοχές του ελληνικού κράτους από τον Έβρου μέχρι την Γαύδο.
Με την αρχική συμμετοχή των άμεσα εμπλεκόμενων οκτώ κρατών στον τραγικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα εξ όσων κρατών υπέστησαν τις συνέπειες αυτού του πολέμου, συνήλθε από τις 20 Νοεμβρίου 1922 μέχρι τις 24 Ιουλίου 1923 στην ιστορική αίθουσα του Πανεπιστημίου της Λωζάννης της Ελβετίας η «Ειρηνευτική Διάσκεψη». Αυτή αποτελείτο εκ των εκπροσώπων των εμπόλεμων κρατών υπό την προεδρία του λόρδου Γεωργίου Curzon υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας και έμπειρου διπλωμάτη ενώ την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος που είχε άλλοτε υπογράψει την «Συνθήκη των Σεβρών» που μας έδιδε την ευρωπαϊκή Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου. Εκπρόσωποι της Τουρκίας ήταν ο Ισμέτ πασάς και ο Τουρκολαζός Ριζά Νούρ, άσπονδοι και ανιστόρητοι Νεότουρκοι κατά του Ελληνισμού. Οι εργασίες της διεξήχθησαν απ’ αρχής με πολλές δυσκολίες σε δύο φάσεις και κράτησαν επί οκτάμηνον, προς επίλυση προβλημάτων και την σύνταξη των σχετικών συμβάσεων από τις τρεις επιτροπές της που εργάσθηκαν φιλότιμα κατά τα διεθνώς κρατούντα. Την μακρότερη συζήτηση προκάλεσε η προσπάθεια των Νεότουρκων αντιπροσώπων να εμπλέξουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην «Ανταλλαγή των εκατέρωθεν πληθυσμών». Όμως η δολοπλοκία αυτή συνάντησε την καθολική αντίδραση των κρατικών αντιπροσωπειών. Οι Τούρκοι επεδίωκαν τον ξεριζωμό της Μητέρας Εκκλησίας της Ανατολικής Ευρώπης από την κοιτίδας της που ιδρύθηκε προ 17 αιώνων! Τότε παρενέβη ο λόρδος Κώρζον και μίλησε για την Ιστορία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης, κατά τα τελευταία πεντακόσια χρόνια και είπε: ότι είναι ένα των σεβασμιώτερων θρησκευτικών θεσμών της γής και ηθικά στηρίζεται από όλη την ανθρωπότητος και δεν μεταφέρεται, ούτε και καταργείται με αποφάσεις κάποιας πρόσκαιρης εξουσίας, όπως διδάσκει η Ιστορία.
Η «Συνθήκη της Λωζάννης» παγίωσε τα σύνορα της Ελλάδος και κατοχύρωσε την προστασία των θρησκευτικών δικαιωμάτων των Μειονοτήτων που παρέμειναν εντός του γειτονικού κράτους ειδικά μετά την ανταλλαγήν των πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος Η διατήρηση των Μειονοτήτων αυτών παρέμεινε ως γέφυρα φιλίας για συνεργασία και όχι ως «αιτία πολέμου» μεταξύ των κατοίκων του κοινού πλανήτη της γής όπως προκαλεί ο ξέφρενος εθνικισμός.
Η Άγκυρα από το 1923 επανειλημμένα με διάφορους δόλιους τρόπους παρασπόνδησε καταπατώντας τις ρητές συμφωνίες που υπέγραψε Έτσι η πληθυσμιακή Μειονότητα των Ελληνορθοδόξων που το 1925 ανερχόταν σε 160.000 κατήντησε μέσα σε ένα αιώνα μόνο σε δύο εκατοντάδες χριστιανών ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι μουσουλμάνοι στην Ροδόπη. Με ιταμό προκλητικό τρόπο η Άγκυρα επανειλημμένα παραβίασε τα άρθρα 37-40 της «Συνθήκης της Λωζάννης» με σωρεία διοικητικών αποφάσεων. Παράδειγμα οι καταργήσεις το 1927 της αυτονομίας της τοπικής αυτοδιοικήσεως και της μειονοτικής εκπαιδεύσεως και η πατρογονική ιδιοκτησία στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου προς σταδιακή εξόντωση του ομογενούς στοιχείου που έπρεπε τότε η Άγκυρα να καταγγελθεί στην «Κοινωνία των Εθνών». Ο Κεμάλ τότε κατάλαβε την συμβολή του Μειονοτικού εμπορικού κόσμου στην οικονομική ανάπτυξη της νέας Τουρκίας και ζητά από τον Βενιζέλο την υπογραφή συμφώνου ελληνοτουρκικής φιλίας. Τότε η Ελλάδα επίσημα ζητά από την Άγκυρα δήλωση: «αν τελείωσαν οι τουρκικές διεκδικήσεις από την χώρα μας».
Τότε η Άγκυρα διαβεβαιώνει γραπτά την Αθήνα «ότι δεν υφίσταται πλέον καμμιά άλλη διεκδίκηση της Τουρκίας από την Ελλάδα» και τότε προχώρησε ο Βενιζέλος στην υπογραφή στις 10 Ιουνίου 1930 του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου φιλίας στην Άγκυρα που άνοιξε η νέα περίοδο καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Στις 20 Ιουλίου 1936 υπογράφεται η «Συνθήκη του Μοντρέ» που ρυθμίζει το καθεστώς των «Στενών του Ελλησπόντου» και παράλληλα εξοπλίζονται εκατέρωθεν τόσον η τουρκική πλευρά όσο και η ελληνική πλευρά τα νησιά της Σαμοθράκης και της Θάσου. Έτσι ισομερώς ελέγχεται πλήρως η όλη περιοχή από την Τουρκία και την Ελλάδα. Φυσικό ήταν όταν οι Τούρκοι συνέστησαν την «Στρατειά του Αιγαίου» στην δυτική πλευρά των Μικρασιατικών ακτών και οι Έλληνες κατά την «Συνθήκη του Μοντρέ» νόμιμα να εξοπλίσουν τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και όταν οι Τούρκοι απέκτησαν αποβατικά σκάφη, τότε παύουν τα επιχειρήματα των πολεμοχαρών Νεότουρκων γιατί απέδειξαν τους λογισμούς τους με την επέμβαση το 1974 στη Κύπρο προς κατάληψη ξένων εδαφών!
Δυστυχώς στις 10 Νοεμβρίου 1938 κατέρρευσε σε ηλικία 57 ετών από κίρρωση του ύπατος ο Μουσταφάς Κεμάλ που θέλησε να εκσυγχρονίσει την χώρα του. Όμως τον διαδέχθηκε ο Ισμέτ Ινονού που ήταν δέσμιος των φυλετικών του προκαταλήψεων κατά της Ρωμιοσύνης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατέστρεψε κάθε συνεργασία Τουρκίας και Ελλάδος. Αυτός πίστευε στην πλήρη ανατροπή της «Συνθήκης της Λωζάννης» από τον Χίτλερ.
Εκμεταλλευόμενος ο Ισμέτ πασάς την κατοχή της Ελλάδος από τους Ναζί τον Απρίλιο του 1941 άρχισε κακουργίες κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της εκεί Ελληνικής Μειονότητος. Στις 8 Μαΐου 1941 με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας στράτευσε 30 ηλικίες 25-45 ετών στα τάγματα εργασίας «Amele Taburu» και τα έστειλε στην Ανατολία για να τις εξαφανίσει παραβιάζοντας το 37 άρθρο της Συνθήκης της Λωζάννης. Επειδή όλα τα μετέχοντα μέλη των κρατών στην Λωζάννη κράτη απέρριψαν την εμπλοκή του θεσμικού κέντρου των Ορθοδόξων με την «Ανταλλαγή των πληθυσμών», ο εκδικητικός αυτός κυβερνήτης βαρύνεται για την τρομερή πυρκαϊά του Σεπτεμβρίου του 1941 στο Φανάρι. Τότε έκαυσε το κεντρικό ξύλινο κτήριο των Πατριαρχείων κάτι που δεν διευκρινίστηκε ποτέ η αιτία του επί μισό αιώνα! Το Πατριαρχείο επιβίωσε ως ιερός θεσμός στεγαζόμενο μόνον στα πέτρινα οικήματα μέχρι το 1989 που ανεγέρθηκε το νέο Πατριαρχείο από την οικογένεια Αγγελόπουλου. Το 1942 εξορίζουν τον Χαλκηδόνος Μάξιμο στην Προύσα μήπως κάμψουν κάθε αντίσταση του Κλήρου για τά μέτρα κατά της εκεί Ομογένειας και τον Νοέμβριο της επιβάλλεται το αισχρότατο οικονομικό νόμο της εφάπαξ φορολογίας της περιουσίας γνωστό ως «Narlik Vargisi».
Στο τέλος όμως του πολέμου σταμάτησε τον διωγμό της Μειονότητος και θρασύτατα εμφανίστηκε ο συνεργάτης του Γερμανού πρεσβευτή Φόν Πάπεν ως «σύμμαχος» των νικητών του πολέμου, επιβεβαιώνοντας την ιστορική αλήθεια πως λαός προερχόμενος από «μαζική ορδή» δύσκολα ξεχνά την καταγωγή του και επιβιώνει με αρπαγές εδαφών και λεηλασίες και ποτέ δεν σέβεται τις γραπτές συμφωνίες και την διεθνή έννομη τάξη και πάντα καιροσκοπεί ως στυγερός άρπαγας και μίσθαρνος κατακτητής, πάντα δε ως ξένος στον ανθρωπισμόν και τα ευρωπαϊκἀ ιδεώδη. Ως λαός με πολυφυλετικές ρίζες γίνεται συνήθως παίγνιο αδίστακτων και ανεγκέφαλων εξουσιαστών και συνεχίζει τον χλευασμό της ανθρωπότητος!
Στις 14 Μαΐου 1950 το νεοσύστατο πολιτικό κόμμα των «Δημοκρατικών» συγκέντρωσε την μέγιστη πλειονοψηφία της «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας στα χέρια του Τζ. Μπαγιάρ και του Α. Μεντερές. Αυτό επετεύχθηκε με την συμπαράσταση της Ρωμαίϊκης Μειονότητος και επανήλθε το «Σύμφωνο Ελληνοτουρκικής Φιλίας» του 1930.
Αντηλλάγησαν επίσημες επισκέψεις των Βασιλέων και του Τούρκου Προέδρου και πάλι δραστηριοποιήθηκε η Ελληνοτουρκική συνεργασίας. Πρόσφατα έγραψα σχετικά άρθρα οι συνεχείς επανεκλογές των Δημοκρατικών ενόχλησαν το παλαιό κατεστημένο που εκμεταλλεύθηκε λάθη του πρωθυπουργού Μεντερές και το σκοτεινό παρασκήνιο οργάνωσε τους «Λαϊκούς», τους «Γκρίζους λύκους», τους «στρατοκράτες» και λοιπούς διεκδικητές της εξουσίας και οργάνωσαν επιτήδεια τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 που υπηρέτησαν, όπως φάνηκε τον ίδιο αρνητικό ρόλο Ισμέτ Ινονού εναντίον της «Συνθήκης της Λωζάννης» με ραδιουργίες και την σύμπραξη της ΜΙΤ. Τότε βρήκαν τον τραγικό θάνατο 16 Έλληνες μειονοτικοί και ένας 90χρονος ιερέας που κάηκε ζωντανός και άλλοι 32 τραυματίστηκαν ενώ 200 Ελληνίδες εβιάστηκαν καθώς και μικρά κοριτσάκια! Τότε 4348 καταστήματα καταστράφηκαν και 1.300 σπίτια λεηλατήθηκαν, 21 εργοστάσια αφανίστηκαν. Το βαρύτατο πλήγμα δέχθηκαν 73 εκκλησίες και βυζαντινά μνημεία και 8 Κοιμητήρια βεβηλώθηκαν και έκλεισαν τον Ομογενή Τύπο. Τότε μάλιστα απηγόρευσαν και πάσα επισκευή σε εκκλησία και ευαγή πατριωτικό οίκο και σχολείο κ.ά. Εν τούτοις όμως το Πατριαρχείο βρήκε τους τρόπους να θεραπεύσει τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τους κατευθυνόμενους και αδίστακτους κακοποιούς. Τότε σε επισκευές αναλώθηκαν τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στην Αμερική από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα για να ανεγερθεί πάλι το πυρποληθέν Πατριαρχείο στο Φανάρι!
Τα επί εκατονταετία άθλια πεπραγμένα της Άγκυρας προς απραξία της «Συνθήκης της Λωζάννης», αν εξεταστούν είναι θλιβερά για την ανθρωπότητα. Το Βρεττανικό στέμμα την αρχή του 20ου αιώνα ίσως καλώς σχεδίασε ότι οι τουρκικοί πληθυσμοί πρέπει να υποστούν την τύχη των λαών των Βαλκανίων και να μοιραστούν για να ομονοήσουν, προκόψουν και ειρηνεύσουν.
Τότε πρότειναν η Άγκυρα ως πρωτεύουσα να κρατήσει τα τέσσερα βιλαέτια και η Ευρωπαϊκή γή της Θράκης να μείνει ελεύθερη και ο Πόντος να γίνει η χώρα των Τραπεζούντιων, των Λαζών και των Ρυσίων, ενώ η Ανατολία να αποδοθεί στις εκεί γύρω φυλές που επί χρόνια μάχονται για την ελευθερία τους. Ίσως τότε τέλος σταματήσουν οι «Παντουραννικές» ψευδολογίες που καταδολιεύουν τον αρχαιότατον Μικρασιατικόν Πολιτισμόν.
Α.Π.