Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Στο Αποστολικό ανάγνωσμα, το οποίο έχει ορισθεί να διαβάζεται στη μνήμη του Οσίου Παϊσίου μεταξύ άλλων λέει: “Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια.”(Γαλ. 5, 22-23)[1]
Με αυτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ήταν κεκοσμημένος ο Γέροντας Παΐσιος, γι’ αυτό και η Αγία μας Εκκλησία μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έγραψε το όνομα του στις δέλτους των αγίων και στο συναξάριό του διαβάζουμε: “Τη δωδεκάτη του αυτού μηνός, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών, Παϊσίου του νέου του Αγιορείτου, τελειωθέντος εν ειρήνη, εν έτει χιλιοστώ εννεακοσιοστώ ενενηκοστώ τετάρτω (1994).” Υπήρχε, ζούσε σ’ αυτό τον κόσμο ο Άγιος μέχρι το 1994. Χρονολογία καθόλου μακρινή, αλλ’ αντιθέτως σύγχρονη, που μας δείχνει ότι ναι, και στην εποχή μας υπάρχουν άγιοι!
Απορίας άξιο για πολλούς. Στην εποχή μας άγιοι, είναι δυνατόν; Βεβαίως και είναι δυνατόν. Όσο κι αν η κοινωνία μας έχει διαβρωθεί, όσο κι αν το καλό έχει υποχωρήσει, όσο κι αν το αγαθό στραγγαλίζεται, δεν έπαψε να υπάρχει η Χάρης του Θεού. “Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις.” (Όπου η αμαρτία φάνηκε στο αληθινό τρομακτικό της μέγεθος, εκεί η χάρη του Θεού την υπερκάλυψε με το παραπάνω).
Παρακολουθώντας τον βίο του θα διαπιστώσουμε ότι δεν διαφέρει και πολύ από τον δικό μας βίο, τη δική μας ζωή. Όμοια σε πολλά σημεία λοιπόν η ζωή του με τη δική μας, η δική του όμως εξολοκλήρου διδακτική, αγία.
Στα Φάρασα της αγιοτόκου γης της Καππαδοκίας, της Μικράς Ασίας, στις 25 Ιουλίoυ 1924 ο πρόεδρος του χωριού Πρόδρομος Εζνεπίδης και η σύζυγος του Ευλαμπία απόκτησαν νέο μέλος στην οικογένειά τους, ένα νεογέννητο αγοράκι. Οι καιροί δύσκολοι, τα προβλήματα πολλά. Ήδη είχε υπογραφεί η συνθήκη της Λωζάννης βάσει της οποίας ήταν υποχρεωτική η ανταλλαγή κατοίκων της Καππαδοκίας και η μετοίκισή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα. Η οικογένεια Εζνεπίδη λοιπόν, μαζί με άλλους, έπρεπε να φροντίσουν από μόνοι τους τον ξεριζωμό τους, για να μην υποστούν αφανισμό. Γνωρίζοντας αυτή τη σκληρή πραγματικότητα πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι φρόντιζαν, πριν από το ταξίδι του ξεριζωμού να βαπτίσουν τα παιδιά τους πριν πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς για τη μεγάλη χερσόνησο, την πολυαγαπημένη μεγάλη μάννα τους την Ελλάδα για ένα νέο ξεκίνημα.
Στα Φάρασα, στα αγιοχώματα της Καππαδοκίας, στο ναό των Αγίων Βαραχησίου και Ιωνά, αμέσως μετά την τελευταία Θεία Λειτουργία, όλα είναι έτοιμα για τις βαπτίσεις των παιδιών. Η ατμόσφαιρα βαριά, όχι από την αυγουστιάτικη ζέστη, αλλά από τον πόνο του ξεριζωμού, που σε λίγο θα άρχιζε. Μια βδομάδα λοιπόν, πριν οι Φαρασιώτες φύγουν κυνηγημένοι για την Ελλάδα, στις 7 Αυγούστου 1924, βαπτίζεται ο νεογέννητος Εζνεπίδης, από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος τον ονόμασε Αρσένιο, δίδοντας του το δικό του όνομα.
Η σχέση του Οσίου με τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή είναι πραγματικά συγκλονιστική. Ο ίδιος συγγράφοντας το βίο του Αγίου Αρσενίου αναφέρει: “Μεγάλη υποχρέωση αισθάνομαι στον Πατέρα Αρσένιο, τόσο για τ’ όνομά του που μου’ δωσε, μαζί με τις άγιες του ευχές στην κολυμβήθρα, όσο και αργότερα, μικρός, που θήλαζα στα λίγα του βιβλία”.
Ο ξεριζωμός οδήγησε την οικογένεια του μικρού Αρσένιου στον Πειραιά και από κει στην Κέρκυρα, όπου έμεινε ενάμιση χρόνο, για να καταλήξει στη συνέχεια στην Κόνιτσα. Ο ίδιος γράφει: “Με φέρανε στην αγαπημένη μας Μητέρα Ελλάδαν 40 ημερών προσφυγόπουλο. Εμεγάλωσα στην νυν Ηρωικήν Πατρίδα μου Κόνιτσα”. Εκεί στην Κόνιτσα ο μικρός Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό με βαθμό οχτώ και διαγωγή κοσμιωτάτη.
Από τα παιδικά του χρόνια ο Αρσένιος εμπνεόταν από το φόβο και την αγάπη προς το Θεό. Όσο περνά ο καιρός η καρδιά του φλέγεται από το θείο πόθο της ασκήσεως. Γι’ αυτό και αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό, σε νεαρή ηλικία, μόλις 26 ετών ο Αρσένιος βρίσκεται, για πρώτη φορά, το 1950, στο Άγιον Όρος για να μονάσει. Το 1956 χειροθετήθηκε μοναχός και πήρε το όνομα Παΐσιος. Έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και στην υπέρμετρη άσκηση. Το 1958 εγκαταστάθηκε στο Στόμιο Κονίτσης απ’ όπου έφυγε για το Όρος Σινά, όπου έμεινε στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Εκεί εργάστηκε ως ξυλουργός. Έφτιαχνε ξύλινους σταυρούς τους οποίους πουλούσε στους προσκυνητές και με ό,τι κέρδιζε έκανε φιλανθρωπίες στους Βεδουΐνους. Το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος, όπου το ασκητήριό του έγινε πόλος έλξης των πονεμένων και των αδυνάτων και όχι μόνο. Πάντοτε στοργικός και καρτερικός Πατέρας τους δεχόταν όλους, όσοι τον επισκέπτονταν και σε όλους σκορπούσε χάρη και παρηγοριά. Ο λόγος του ήταν θεϊκό βάλσαμο στις ψυχές των πονεμένων Χριστιανών. Ο Γέροντας Παΐσιος δεν ήταν μορφωμένος, με την κοσμική έννοια. Όταν γράφει κάνει ορθογραφικά λάθη, όταν μιλάει, δεν διακρίνεται για τη ρητορική του δυνατότητα. Ωστόσο όμως ήταν ένας δεινός θεολόγος της εμπειρίας. Συνήθεια του Οσίου, όπως και όλων των αγιορειτών πατέρων, ήταν η φιλοξενία του επισκέπτη, ένα λουκούμι και νερό κρύο μικρή προσφορά, μεγάλης αγάπης που έδειχνε την ευαισθησία του Μοναχού, του Γέροντα Παϊσίου.
Το 1966 η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά και γι’ αυτό χρειάστηκε να εισαχθεί στο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης “Παπανικολάου”, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Κατά το διάστημα της ανάρρωσής του φιλοξενήθηκε στη Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Κι εδώ συνεχίζει να δέχεται τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Ακόμα κι όταν απουσίαζε, φρόντιζε να υπάρχει το κουτί με τα λουκούμια, η βρυσούλα με το νερό και η επιγραφή που προέτρεπε “ευλογία να τρώτε.”
Το 1967 επανακάμπτει στο Όρος. Με σκληρή προσωπική εργασία δημιούργησε ένα κελί στην εγκαταλελειμμένη σκήτη της Παναγούδας. Η φήμη του ως πνευματικού “δασκάλου” είχε ήδη εξαπλωθεί, γι’ αυτό και δεχόταν πάρα πολλές επισκέψεις από ανθρώπους προβληματισμένους και πονεμένους που ζητούσαν τη στήριξή του.
Ο Γέροντας Παΐσιος δεν ζούσε για τον εαυτό του, αλλά συνυπήρχε και αγωνιζόταν για τους άλλους. Όλ’ αυτά τον έκαναν γνωστό απ’ άκρου σε άκρο στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο ολόκληρο και όλοι ήδη τον ευλαβούνταν ως άγιο. Αυτή ήταν και η μεγάλη του δυσκολία. Έκανε μεγαλύτερο αγώνα για να αποφεύγει τους ανθρώπινους επαίνους. Η μόνη λύση ήταν να κάνει κάπου-κάπου τον διά Χριστόν σαλόν και να παρουσιάζεται αντίθετος απ’ αυτό που ήταν, με προσποιητές ιδιοτροπίες. Για να μην τον λένε πράο έκανε τον θυμωμένο. Για να μην τον λένε νηστευτή έκανε το λαίμαργο και άλλα παρόμοια.
Στα τέλη του 1993 εμφανίστηκαν και πάλι προβλήματα με την υγεία του, τα οποία αρνούνταν να αντιμετωπίσει με τη βοήθεια της ιατρικής επιστήμης λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “όλα θα βολευτούν με το χώμα”. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος για να πάει στο Γυναικείο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου βρίσκονται τα λείψανα του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη, για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου στις 10 Νοεμβρίου. Η επιδείνωση της αρρώστιας του είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε όγκος στο παχύ έντερο. Για το λόγο αυτό χειρουργήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1994 και τέλη Ιουνίου έμαθε από τους γιατρούς ότι τα περιθώρια ζωής εξαντλούνταν σε 2-3 βδομάδες. Θεωρώντας ως επίσκεψη Θεού την κατάσταση αυτή της υγείας του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα, παρά τους φρικτούς πόνους.
Την Δευτέρα 11 Ιουλίου κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του και την επαύριον Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 κοιμήθηκε ειρηνικά. Η ταφή του έγινε στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής όπου και μέχρι σήμερα υπάρχει ο τάφος του.
Την Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπό την προεδρία του Παναγιοτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη κυρίου Βαρθολομαίου κάνοντας ομόφωνα δεχτή εισήγηση της Κανονικής Επιτροπής ενέγραψε στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας το μοναχό Παΐσιο τον Αγιορείτη και όρισε η μνήμη του να τελείται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πληθώρα γεγονότων που βεβαιώνουν την αγιότητα του, κι αν δεν το κάνουμε αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, επιθυμούμε να τονισθεί η ανθρώπινη πλευρά του Αγίου. Να συνειδητοποιήσουμε όλοι πως η ζωή του Αγίου Παϊσίου έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να έχει η ζωή του καθενός από εμάς. Σε τι διαφέρει ο Όσιος Παΐσιος; Θυσίαζε ώρες πολλές για να ακούει προβλήματα, να σηκώνει το σταυρό των συνανθρώπων του παίρνοντας τον πόνο τους και κάνοντας τον δικό του. Συμβούλευε, ενίσχυε, μετάγγιζε χαρά. Δεν ήταν μόνο ο λόγος του, αλλά κυρίως η προσευχή του, η αγαπητική του διάθεση και το θυσιαστικό του φρόνημα απέναντι στον πόνο των ανθρώπων.
Ο Όσιος Παΐσιος, ο Γέροντας του καιρού μας, αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας. Όλη του η ζωή αποπνέει άρωμα αγιότητος. Όλο του το βίο τον εκδαπάνησε στο να στηρίζει τους αδυνάτους και να προσεύχεται αδιάκοπα.
Ο Όσιος Παΐσιος αποτελεί λαμπρό αστέρι στο ολόφωτο στερέωμα των αγίων μας.
Είναι ο “εν εσχάτοις καιροίς” δικός μας άνθρωπος, ο οποίος αξιώθηκε αγιότητος.
Είναι ο οδηγός μας στον ασφαλή δρόμο του Ευαγγελίου.
Είναι ο δάσκαλος των Λόγων του Κυρίου.
Είναι ο συνοδός μας στο δρόμο της σωτηρίας.
Είναι ο επίγειος άγγελος και ο ουράνιος άνθρωπος.
Είναι το στήριγμα μας στα σκαμπανεβάσματα της ζωής.
Είναι η παρηγοριά μας στα βιοτικά προβλήματα.
Είναι ο φίλος, ο πατέρας ο αδελφός μας, ο γνήσιος, ο ξεκάθαρος, ο τίμιος, ο άγιος.
Είναι η απόδειξη πως η αγιότητα είναι η υψίστη δωρεά του Θεού στον άνθρωπο.