Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο κληρικός της Εκκλησίας της Ρωσίας Διονύσιος Σλιόνοφ, καθηγούμενος της ιεράς μονής Αγίου Ανδρέου του Στρατηλάτη, καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας και διευθυντής του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, δημοσίευσε τον Απρίλιο του 2023 ένα κείμενο με τίτλο: «Κριτική της θεωρίας περί πρωτείου τιμής και εξουσίας εξ απόψεως της ορθοδόξου Eκκλησιολογίας». Ένα κείμενο προγραμματικών αρχών της Ρωσικής Εκκλησίας για το ζήτημα του «πρωτείου τιμής» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σε εκείνο το κείμενο του ηγουμένου Διονυσίου Σλιόνοφ απαντήσαμε, επειδή υπήρχε και ειδική αναφορά σε μας, αλλά και παραπομπές στο Φως Φαναρίου. Δείτε την απάντηση μας ΕΔΩ.
Φαίνεται, όμως, πως ο Ρώσος καθηγούμενος και καθηγητής, πήρε εργολαβία την «αποδόμηση», από πλευράς Ρωσικής Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Έτσι, δημοσίευσε, στη συνέχεια το κείμενο με τον τίτλο: «Το «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς…» του 28ου κανόνα της εν Χαλκηδόνι Συνόδου και οι ερμηνείες αυτού».
Στον επίλογο του κειμένου του ο ηγούμενος Διονύσιος Σλιόνοφ αναφέρεται και πάλι στην ελαχιστότητά μας, ως εξής:
«Ένας από τους κορυφαίους δημοσιολόγους της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ο Π. Ανδριόπουλος αποκάλυψε στις 8 Ιανουαρίου 2022 ένα ενδιαφέρον γεγονός. Επί πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη οι ενορίες στην Αφρική πέραν των ορίων των τριών αρχαίων περιοχών, που καθορίσθηκαν από τον 6ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ως δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (Αίγυπτος, Λιβύη και Πεντάπολη), υπάγονταν θεωρητικά στον Οικουμενικό Πατριάρχη ως «βάρβαροι», αλλά εκ των πραγμάτων παραχωρήθηκαν από αυτόν στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Πριν από 20 χρόνια η κατάσταση αυτή de facto νομιμοποιήθηκε ως de jure. Στις 23 Οκτωβρίου 2001 ο Οικουμενικός Πατριάρχης απένειμε Τόμο στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για τη δικαιοδοσία εφ’ όλης της Αφρικής. Τοιουτοτρόπως, μόνον από τις 23 Οκτωβρίου 2001 εμφανίσθηκε η νόμιμη κανονική μορφή δικαιοδοσίας του Πατριάρχη Αλεξανδρείας επί του εδάφους όλης της αφρικανικής ηπείρου. Η προ εικοσαετίας πράξη αποτυπώνει όχι τόσο την αρχαία πρακτική, όσο τις πρωτοφανείς και παγκόσμιες αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίες άρχισαν να διαμορφώνονται και να αναπτύσσονται δυναμικά τον 20ό αι. μετά το 1923. Άλλωστε στον 28ο κανόνα της εν Χαλκηδόνι Συνόδου γινόταν λόγος μόνον περί βαρβάρων των τριών διοικήσεων, αλλά όχι και περί βαρβάρων στη διοίκηση της Αιγύπτου».
Αυτό που για τον ηγούμενο Διονύσιο Σλιόνοφ χαρακτηρίζεται ως «πρωτοφανείς και παγκόσμιες αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως», δεν είναι άλλο παρά η τήρηση της κανονικής και αρχαίας τάξης της Εκκλησίας, όπως φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Το άκρως προβληματικό και εξόφθαλμα αντικανονικό είναι η εισβολή του Πατριαρχείου Μόσχας στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, με τη μορφή, μάλιστα «Πατριαρχικής Εξαρχίας».
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος Β’, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για το πότε Οικουμενικός Πατριάρχης θα συγκαλέσει μία Σύναξη των Προκαθημένων, είπε επί λέξει: «Είναι προσωπική απόφαση του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου ως η κεφαλή των Ορθοδόξων όποτε το κρίνει θα το κάνει γιατί ο Θεός του έχει δώσει σοφία».
Ο Προκαθήμενος του Δευτερόθρονου Πατριαρχείου της Ορθοδοξίας, μας παραπέμπει, με αυτή την απάντηση, στην σημαντική επισήμανση του μεγάλου Νικολάου Αφανάσιεφ (Afanassief) ο οποίος, αν και αρνείται το πρωτείο του Οικουμενικού Θρόνου, γράφει:
«Αν υποτεθεί ότι οι αρχηγοί των αυτοκεφάλων εκκλησιών συμφωνούν στο να επιτρέψουν σε έναν πατριάρχη να συγκαλέσει μία οικουμενική σύνοδο, τότε η πράξις τους θα σήμαινε πως αναγνωρίζουν αυτόν τον πατριάρχη ως πρώτον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και συνεχίζει: Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: αν οι αυτοκέφαλες εκκλησίες είχαν αναγνωρίσει το δικαίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να συγκαλεί [Οικουμενική ή Πανορθόδοξο Σύνοδο] τότε θα είχαν ταυτοχρόνως αναγνωρίσει και το πρωτείο του στην Ορθόδοξη Εκκλησία (ibid)».
Αυτό έγινε πάλιν και πολλάκις. Πέρα από την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας στην Κρήτη, πολλές συνάξεις προκαθημένων πραγματοποιήθηκαν επί πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, με τη συμμετοχή και των Πατριαρχών Μόσχας. Επομένως, το «πρωτείο» του Οικουμενικού Πατριάρχου, που ενοχλεί την σημερινή Εκκλησία της Ρωσίας, έχει επικυρωθεί από την ίδια την Ρωσική Εκκλησία, πέρα από τα Δίπτυχα, που βέβαια είναι η αδιαμφισβήτητη πηγή του «πρωτείου».
Επίσης, τα φληναφήματα του ηγουμένου Διονυσίου Σλιόνοφ περί του «εκκλήτου», που αποτελεί κανονικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου, κονιορτοποιούν οι ομοεθνείς του κληρικοί (Ρώσοι, Λιθουανοί κ.α.), οι οποίοι συνεχώς προσφεύγουν στο Φανάρι για να αποκατασταθούν στην ιερωσύνη, την οποία τους στέρησε η Εκκλησία της Ρωσίας, μόνο και μόνο επειδή δεν ενστερνίστηκαν την «θεολογία του πολέμου» που έχει εισάγει η Μόσχα.
Τα παραπάνω αποτελούν μια εν τοις πράγμασιν απάντηση στα όσα γράφει στο τρίτο κείμενό του ο ρώσος κληρικός Διονύσιος Σλιόνοφ, με τίτλο: «Ποιος είναι η Κεφαλή;»
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στα τρία κείμενά του ο ηγούμενος χρησιμοποιεί ως «βιβλιογραφία» – και εις επίρρωσιν των θέσεών του – και τους εν Ελλάδι ένθερμους εκφραστές του ρωσικού αφηγήματος: εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», ο αποτειχισμένος κληρικός Θεόδωρος Ζήσης (μετά του υιού του, μοναχού Σεραφείμ), ο κληρικός της Μητροπόλεως Πατρών Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, ο αγιορείτης Λουκάς Γρηγοριάτης κ.α.
Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο Χριστός είναι κεφαλή της Εκκλησίας, όπως μας επαναλαμβάνουν οι ρώσοι και οι ομόφρονές τους. Αν είναι δυνατόν! Αλλά, φαίνεται ότι ο «εκκλησιολόγος» της Μόσχας αμφισβητεί κατ’ ουσίαν το γεγονός της υπάρξεως πρώτου ως ορατής κεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Χρησιμοποιεί το επιχείρημα ότι ο Χριστός είναι κεφαλή της καθόλου Εκκλησίας, χωρίς να διερωτηθεί για το γεγονός ότι εάν υπάρχει κεφαλή σε περιφερειακό επίπεδο (ο πρώτος μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας) γιατί να μην υπάρχει και σε παγκόσμιο επίπεδο; Δεν είναι λογικό να παραδεχόμαστε ότι υπάρχουν κεφαλές σε τοπικό (επίσκοποι) και περιφερειακό επίπεδο και όχι σε παγκόσμιο! Είναι άλλωστε κοινώς αποδεκτό το εκκλησιολογικό αξίωμα του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου ότι κάθε επίσκοπος κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας είναι ορατή κεφαλή της καθολικής Εκκλησίας! Ο μοσκοβίτης «εκκλησιολόγος» χρησιμοποιεί το επιχείρημα ότι ο Χριστός είναι κεφαλή της Εκκλησίας με ένα πολεμικό και μή κριτικό τρόπο!
Ενώ παραδέχεται το γεγονός ότι «στην όψιμη Βυζαντινή θεολογία θεωρείτο αποδεκτή η προσφώνηση του Πατριάρχη ως κεφαλή, αλλά μόνο ως τύπος της αυθεντικής κεφαλής του Σωτήρα Χριστού», παραπέμπει αμέσως μετά στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο, ο οποίος χαρακτήριζε την Οικουμενική Σύνοδο κεφαλή του Πάπα και των Πατριαρχών και θεωρούσε όλους τους Πατριάρχες κεφαλές και Αρχιποιμένες καθώς και τους πέντε Πατριάρχες κεφαλή. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα επιχειρήματά του ρώσου ηγουμένου είναι τουλάχιστον ασύνδετα…
Το γεγονός ότι ὁ Κωνσταντινουπόλεως είναι κεφαλή σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αδιαμφισβήτητο κανονικό γεγονός, αποκρυσταλλωμένο και μαρτυρούμενο στην κανονική παράδοση και τα κανονικά κείμενα, (βλ. για παράδειγμα τον Νομοκάνονα, στον οποίο αναφέρεται ότι ο Κωνσταντινουπόλεως είναι η κεφαλή όλων των Εκκλησιών και πρόεδρος των άλλων Πατριαρχών) μάλιστα δε και στο κείμενο του Τόμου ανύψωσης του Μητροπολίτου Μόσχας σε Πατριάρχη. Το υπενθυμίζουμε στον ρώσο «εκκλησιολόγο»: «ὡς κεφαλήν καί ἀρχήν ἔχῃ αὐτός (ὁ Πατριάρχης Μόσχας) τόν Ἀποστολικόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ὡς καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι».
Το ότι συνδέει την έννοια της κεφαλής και του πρωτείου στην Εκκλησία με τον Χριστό, τούτο υπονοεί ότι το πρωτείο έχει χριστολογική βάση και θεμελίωση και υπάρχει θείῳ δικαίῳ, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος απορρίπτει ασυζητητί οιαδήποτε θεολογική θεμελίωση του πρωτείου και θεωρεί τις θέσεις του αείμνηστου Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ότι το πρωτείο έχει θεολογική θεμελίωση, ως αιρετικές (sic)!
Ο Κωνσταντινουπόλεως ως κεφαλή δεν ασκεί πρωτείο εξουσίας, αλλά πρωτείο διακονίας της ενότητας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και πάντοτε σε συνοδικό πλαίσιο. Το δικαίωμα του εκκλήτου δεν υπονοεί κάποιου είδους παπική εξουσία επί των άλλων τοπικών Εκκλησιών, διότι όπως αναφέρει σχετικά ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος:
“Ἡ ἐν Χαλκηδόνι ἁγία Σύνοδος διά τῶν εἰρημένων κανόνων αὐτῆς 9ου και 17ου δέν ἐξαναγκάζει τούς ἐπισκόπους καί κληρικούς, τούς δυσηρεστημένους πρός τόν ἴδιον αὐτῶν μητροπολίτην, ἀπαραιτήτως νά ἀποτείνωνται πρός τό κριτήριον τοῦ Θρόνου τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, παρακάμπτοντες τό κριτήριον τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως, ἀλλ’ ἐπαφίησι τοῦτο εἰς τήν ἐλευθέραν αὐτῶν γνώμην καί προαίρεσιν, οὐδέ παρέχει εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως τό δικαίωμα, ὅπως ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας καί αὐθαιρέτως ἀναμιγνύηται εἰς δικαστικάς ὑποθέσεις κληρικῶν, ἐπισκόπων καί μητροπολιτῶν ἄλλων περιοχῶν καί τοῦτο ἐκ σεβασμοῦ ἀκριβῶς πρός τήν τάξιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί διά νά μή δώσῃ ἀκριβῶς ἀφορμήν πρός βιαίαν ἀνάμιξιν τοῦ Κωνσταντινουπόλεως εἰς τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν ἄλλων”[1]
Είναι, επίσης, εξίσου σημαντικά τα όσα σημειώνει περί της φύσης και του σκοπού της λειτουργίας αυτού του δικαιώματος:
“Τό ἰδιαίτερον τοῦτο προνόμιον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως οὐδόλως σημαίνει τήν ἀπό μέρους αὐτοῦ παραβίασιν τῶν δικαίων τῶν λοιπῶν θρόνων, διότι οὗτος, διαπνεόμενος πάντοτε ὑπό τοῦ πνεύματος τῆς ἑνότητος τῶν ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ, ἐποιεῖτο χρῆσιν τοῦ προνομίου τούτου μόνον ἐν περιπτώσει, καθ’ἥν οἱ ἐνδιαφερόμενοι, κατ’ἰδίαν αὐτῶν ἐπιθυμίαν ἀπηυθύνοντο πρός τόν θρόνον αὐτοῦ δι’ἐκθέσεων, ἀναλύοντες τά παράπονα αὐτῶν”[2]
“Καί ἐάν ἔτι δεχθῶμεν”, επισημαίνει ο ίδιος Μητροπολίτης “ὅτι οἱ κανόνες 9ος καί 17ος εἶναι ὄντως ἀσαφεῖς, ποῖος ἄραγε δύναται νά ἑρμηνεύσῃ ὀρθῶς τό περιεχόμενον καί νά ἀποδώσῃ καί νά ἀποκαταστήσῃ τό γνήσιον αὐτῶν πνεῦμα; Μονομερεῖς καί αὐθαίρετοι κρίσεις ἀνθρώπων ἤ ἡ συνεχής καί ἀδιάκοπος πρᾶξις τῆς ἐκκλησίας, ἐν ᾗ ἀποτυποῦται ἡ κανονική αὐτῆς συνείδησις, τό πλέον δηλαδή εὐαίσθητον καί αὐθεντικόν κριτήριον τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τῶν κανόνων;”[3]
Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι από κανονικής και ιστορικής σκοπιάς το πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι απλό πρωτείο τιμής, αλλά εμπεριέχει δικαιώματα, αρμοδιότητες και ευθύνες, πάντοτε ασκούμενο σε συνοδικό πλαίσιο! Ουδεμία δυσαρμονία υπάρχει μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας. Εάν το πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως ήταν πρωτείο εξουσίας και κυριαρχίας δεν θα υπήρχαν σήμερα ούτε παλαίφατα Πατριαρχεία, ούτε Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ούτε φυσικά και η Εκκλησία Ρωσίας, ούτε ερασιτέχνες θεολόγοι και εκκλησιολόγοι αυτής, οι οποίοι περιφρονητικά αμφισβητούν με έωλα επιχειρήματα το πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως, πρωτείο διακονίας της ενότητας των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Όμως, ενώ αρέσκεται στα περί πρωτείου, ο ρώσος καθηγούμενος, αγνοεί (;) την ξεχωριστή εργασία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας κ. Μαξίμου, για το θέμα, που έχει διεθνή απήχηση. Τον παραπέμπω προς μελέτην: Maximos Vgenopoulos, Primacy in the Church from Vatican I to Vatican II: An Orthodox Perspective. Foreword by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew. (DeKalb: Northern Illinois University Press), 2013. ISBN: 978-0-87580-473-6.
Η μελέτη του Σηλυβρίας Μαξίμου έρχεται να δικαιώσει τόσο το πρωτείο του ανά την οικουμένη πρώτου (πρβλ., σελ. 42, 67, 69, 91, 123, 130, 132, 135 και κυρίως 136), όσο και την αναγωγή του πρωτείου στον Θεό Πατέρα. Διαβάζουμε, παραδείγματος χάριν, στην σελίδα 129 πως:
The overall context in which the relation between the primate and the synod should be placed is a trinitarian one, i.e., the commnional life of the Holy Trinity. The very existence of the ministry of the primate is also a reflection of the life of the Holy Trinity, for, as we have just seen, Zizioulas says that the person through whom the communion of the Holy Trinity becomes unity is the Father.
Για τον Αρχιμ. Διονύσιο Σλιόνοφ, από το θέμα του «πρωτείου» του Οικουμενικού Πατριάρχου «εξαρτάται η ενότητα της οικουμενικής Ορθοδοξίας, η οποία ήδη πορεύεται την ακανθώδη οδό διαμαχών και διαιρέσεων». Εμείς, όμως, του θυμίζουμε, ότι το «πρωτείο» του Οικουμενικού Πατριάρχου είναι εκκλησιολογική υπόθεση, ενώ το «πρωτείο» του Μόσχας υπόθεση πολέμου! Κι αυτό είναι τραγικό για την ρωσική Ορθοδοξία.
[1] Σάρδεων Μαξίμου, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἱστορικανονική Μελέτη, Ἔκδοσις Β’, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1989. σ.140.
[2] Σάρδεων Μαξίμου, ὅ.π.,σ.211.
[3]Σάρδεων Μαξίμου, ὅ.π.,σ.207.