15 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Ο Άρχων Αριστείδης Πανώτης για τη μνήμη των Πρωτοθρόνων Πέτρου και Παύλου

Η μαρτυρία Πέτρου και Παύλου θεμέλιο της Εκκλησίας                                                           Του πολιού Άρχοντος  Αριστείδη Πανώτη

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, πριν καταστήσει  την πόλη του Βυζαντίου Βασιλεύουσα, θέλησε ως μονοκράτορας να διασφαλίσει την ενότητα    της  αυτοκρατορία του και καλύτερα να  αναδιοργανώσει στρατιωτικά και εκκλησιαστικά το κράτος του. Γι’ αυτό  επιδίωξε να χωρίσει την στρατιωτική και  πολιτική εξουσία από την ευσέβεια του λαού,  ώστε να μην συνυπάρχουν αυτές στα ίδια χέρια. Πρώτα θέλησε να καταστήσει απόλυτα σύμφωνους τους επισκόπους στην παγίωση της χριστιανικής Πίστεως προς θεσμοθέτηση της «Μονοθεΐας»,  αρχίζοντας από τον καθορισμό του «Ενός Δημιουργού Πατέρα», του ορατού και του αόρατου κόσμου. Τα επόμενα έξι άρθρα συνεχίζουν να ιστορούν το Μυστήριον του «Λόγου του Θεού» που «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού ως μονογενούς παρά του πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω.α΄14). Αυτό θεσμοθετήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 από τους επισκόπους της  Α΄ Οικουμενικής Συνόδου  στο κοινό «Σύμβολο Πίστεως» ως η βασική αποστολική αλήθεια της Εκκλησίας. Ήταν τα χρόνια που απειλούσε την ενότητα της Εκκλησίας ο «Αρειανισμός», ο οποίος μάλιστα  ερχόταν δυναμικά να εισβάλει ως προσήλυτος από  τον βαρβαρικό λαό των Γότθων και επεδίωξε δια της στρατιωτικής ισχύος του να τον επιβάλει βίαια στην Ευρώπη! Η Οικουμενική αυτή Σύνοδος ταυτόχρονα υιοθετεί προς περιφρούρηση της ενότητος της Εκκλησίας, λόγω της τεράστιας αναπτύξεώς των τοπικών Εκκλησιών και το κρατικό σύστημα των «Δικαιοδοσιών» στην Αυτοκρατορία και οριστικά θεσμοθετεί την αιώνια «Τάξη των Διπτύχων» των τεσσάρων Αποστολικών θρόνων, της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων και το σύνολον των είκοσι (Κ-20) κανονικών της αποφάνσεων.

Ο Κύριος παραδίδει την Εκκλησία του στην δυάδα του Πέτρου και του Παύλου. Ανάγλυφο εκ σαρκοφάγου του 3ου αιώνα.  Μουσείο Λατερανού, Ρώμη

Ο Μ. Κωνσταντίνος  απεβίωσε ως  χριστιανός  στις 22 Μαΐου του 337 και τον διαδέχθηκαν οι τρεις γιοί του Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος και Κώνστας, που μεταξύ τους ξέσπασε ανταγωνισμός. Ο πρώτος βασίλευσε μέχρι το 361, ο δεύτερος εξέλιπε το 340 και ο τρίτος το 350. Έτσι περιήλθε ο θρόνος στα εξαδέλφια τους τον Γάλλο, ο οποίος και σκοτώθηκε το 354 και παρέμεινε μοναδικός Καίσαρας ο Ιουλιανός. Αυτός ήταν υπέρ της παγανιστικής λατρείας και κλήθηκε από τους πολεμίους του ο «Παραβάτης» γιατίεκ νεότητός του  παλινδρόμησε στον «Πολυθεΐσμό». Όμως στην πραγματικότητα πίστευε,  όπως τοτε και πολλές πλούσιες  οικογένειες της Ρώμης,  στην Μανιχαϊκή «Ηλιολατρεία»1. Σε μάχη όμως με τους Πέρσες το 363 ο Ιουλιανός πληγώθηκε θανάσιμα και απεβίωσε. Κατ’ απαίτηση του Στρατού τον διαδέχθηκε ο στρατηγός-φρούραρχος της Αυλής του Ιοβιανός που ήταν όμως πιστός στο «Σύμβολο  της Νικαίας».  Όμως και αυτός σύντομα απήλθε και πάλι ο Στρατός ανύψωσε τους δύο αδελφούς, τον Βαλεντιανό Α΄ και τον Ουάλη σε αυτοκράτορες. Ο μεν πρώτος ήταν πιστός στο «Σύμβολο της Νικαίας» και ανέλαβε την δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας και απεβίωσε το 375, ενώ ο δεύτερος ανέλαβε την Ανατολή και απεβίωσε ως Αρειανός το 378. Αυτούς τους διαδέχθηκαν ο Γρατιανός και ο Θεοδόσιος, ο οποίος μάλιστα ήταν έμπειρος στην αντιμετώπιση των βαρβάρων εισβολέων που επιδίωκαν την διάλυση της  αυτοκρατορίας.

Ο Μέγας Θεοδόσιος ήταν από τους κατηχούμενος που ενδιαφερόταν για την καθαρότητα της πίστεώς του.  Μάλιστα όταν εκλέχτηκε  Αύγουστος της Ανατολής βαπτίστηκε στην Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο της  Ασχόλιο, απόλυτα πιστόν στο «Σύμβολο Πίστεως» της Νικαίας. Ο Θεοδόσιος ευφυέστατος το 380  δημοσίευσε Διάταγμα με το οποίο καθιέρωσε την «προσωπική του πίστη» που ήταν  εκείνη που απόλυτα δεχόταν και ο Ίβηρας συμπατριώτης του επίσκοπος Ρώμης Δάμασος εκ της Ισπανίας, όπου είχε εκ παραδόσεως στερεωθεί η αρχαία αποστολική πίστη της δυάδος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που  το 64-67 επί  Νέρωνος πρόσφεραν το αίμα τους για την χριστιανική πίστη στη Ρώμη και δέχθηκαν για τους κόπους των τους στεφάνους της οικουμενικής αναγνωρίσεως ως άξιοι αθανάτου δόξης.Η τοπική Εκκλησία της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους, εγνώριζε πού ακριβώς ήταν τα μνημεία τους του μεν Πέτρου στην Νεκρόπολη παρά το Βατικανό και του Παύλου    σε φιλικό του αγρόκτημα «Έξω των τειχών» της  Ρώμης όπου το 384 τρίς αυτοκράτορες ο Βαλεντινός, ο Θεοδόσιος και ο Αρκάδιος καθίδρυσαν την περίφημη πεντάκλιτη βασιλική που τον 4ον κάτω από το κιβώριο τοποθετήθηκε η μαρμάρινη πλάκα με την ένδειξη  Paulus Mart. Όταν τα ιερά σκηνώματα των Αποστόλων υφίσταντο την  φθορά στη γη κατά την αρχαία  συνήθεια λαών της Ανατολής για να διασφαλιστούν «ανακομίζοντο» σε λάρνακες και για μην βεβηλωθούν, λόγω των διωγμών, απεκρύβησαν  στις υπόγειες νεκροπόλεις των Κατακομβών. 

Ο Μ. Θεοδόσιος όταν ανέλαβε την βασιλεία στην Ανατολή επιδίωξε τηνεκκαθάριση της συγκεχυμένης ατμόσφαιρας πίστεως που επικρατούσε  στην βασιλεύουσα την εποχή του Ουάλη. Τότε  επίσημα εδήλωσε την  πίστη του στην Ισότιμη Θεία Τριάδα του Ενός Θεού, όπως εδίδασκαν  οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Ο Πέτρος είναι ο «αυτόπτης» του κενού μνημείου, που διεπίστωσε ότι κατά την Ανάσταση εκεί έμειναν «τα οθόνια και το σουδάριον κείμενα μόνα» (Ιω. κ΄ 4-10) και εκ τούτου ο Κηφάς-Πέτρος είναι ταυτόχρονα και ο πρώτος πειστικός ομολογητής  της Αναστάσεως ενώπιον των Ιουδαίων (Πράξ. β΄. 24,31). Ο δε Παύλος είναι ο «κατ’ εξοχήν» ερμηνευτής  της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου  (Α΄Κορ. ιε΄. 12 κ.ά). Μάλιστα με ιδιοφυή δε τρόπο έδειχνε τι πρέπει να προστατεύει υποχρεωτικά ο αυτοκράτορας. Γι’ αυτό υπέγραψε  διάταγμα που οφείλουν να ακολουθούν όλοι οι νομοταγείς πολίτες του έτσι καθόρισε ότι η επίσημη πίστη  της Αυτοκρατορίας είναι εκείνη που παρέδωσε στην Εκκλησία η ιερή δυάδα του Πέτρου και του Παύλου. Προκειμένου δε να συμπληρώσει το «Σύμβολο της Πίστεως» της Νικαίας συνεκάλεσε το 382 στην Κωνσταντινούπολη Γενική Σύνοδο εκ των 150 επισκόπων κυρίως της Ανατολής προς οριστική διατύπωση της διδαχής «περί της Θεότητος του Αγίου Πνεύματος» των υπόλοιπων επτά άρθρων της πίστεως όλης της Χριστιανοσύνης και οι Πατέρες θέσπισαν και τους οκτώ (Η-8)  ιερούς κανόνες μεταξύ τον 1ον   κανόνα που επικυρώνει την καθορισθείσα  πίστη  στην Νίκαια της Βιθυνίας και τον 2ον  κανόνα που προφυλάσσει τις κανονικά καθωρισμένες Δικαιοδοσίες της Εκκλησίας από τους αυτόκλητους «επιβάτες» επισκόπους άλλων Εκκλησιών και ο  3ος  κανόνας που αποδίδει την «ισοστασία αποστολική τιμή των Πρεσβείων του επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης» και στον αρχιεπίσκοπο της πόλεως του Κωνσταντίνου. Τα «Πρεσβεία» αυτά εμπεριέχουν όλην την αρχαίαν αποστολικήν παράδοσιν που παραδόθηκε προφορικά και καταγράφηκε πιστά και συνειδητά με την αλυσίδα της διαδοχής των κανονικά εκλεγέντων και χειροτονηθέντων επισκόπων της Ρώμης. Το κύρος του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου κληρονομήθηκε από τον «Πρώτο» της Εκκλησίας της Ρώμης και αυτό υπήρξε πολύ πλέον βαρυσήμαντο για την Μία Εκκλησία του Χριστού και αυτό δεν ανατέθηκε στα Ιεροσόλυμα, στην Αντιόχεια ή στην Αλεξάνδρεια, αλλά καταλληλότερος κρίθηκε ως «Πρώτος» ο αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης ως εγγύτερος με τον τότε βαρβαρικόν κόσμον2.   Ο Ρώμης Άγιος Δάμασος από μακρού χρόνου ερευνούσε  τα  της αποστολικής κληρονομίας του και ασχολήθηκε με την συγκέντρωση εγγράφων και αποφάσεων των προκατόχων του ώστε να συναγάγει εξ των πεπραγμένων τους  χρήσιμες γνώσεις περί των δικαίων και των ποιμαντικών ζητημάτων τους και ο θαυμασμός του προς το παρελθόν τον ώθησε να ανέλαβε το σπουδαίο έργο της ανακαινίσεως  των Κατακομβών της Ρώμης. Ιδιαίτερα πρόσεξε  τα κληρονομηθέντα «Πρεσβεία» από τους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους του για την πρωτόθρονη  Εκκλησία του, όχι μόνον τα διασφαλίζοντα  την  ακρίβεια της πίστεως στην Αποκάλυψη του Ιηστού Χριστού, αλλά και εκείνα διατάραξαν την ενότητα της Μίας Εκκλησίας. Τα «Πρεσβεία»   δεν είναι μόνον χρήσιμα  για την τάξη στη θεία λατρείας,  αλλά  προ πάντων εκ του παρελθόντος  πως πρέπει να  περιφρουρείται η ενότητα της Εκκλησίας. Η διάσωση της αρχαϊκής «Αποστολικής Παραδόσεως» ήταν η αφορμή  που ο Ρώμης Δάμαστος δέχθηκε αδιαμαρτύρητα τον μερισμόν του «Πρωτείου» του στην Ανατολή και μάλιστα στον αρχιεπίσκοπο της Νέας Ρώμης. Το καιρό εκείνο δεν υπήρχε η δυνατότητα επιστασίας της εκκλησιαστικής καταστάσεως στην Ανατολή, δεδομένου ότι ήταν δύσκολη η τιθάσευση των βαρβαρικών φυλών που ζούσαν ως ορδές και απείθαρχες φυλές στα όρια των πολιτισμένων λαών και επεδίωκαν να τους κατακτήσουν δημιουργώντας συνεχώς απειλή.

Το ενδιαφέρον του Ρώμης Δάμασου για να αντλεί η Εκκλησία πολλαπλά παραδείγματα εκ της παλαιοχριστιανικής εποχής  και να δοξάζεται το κοινό ένδοξο παρελθόν της, αποτελεί πλέον σήμερα κατάσταση παγχριστιανική για να  συνεχισθεί ο διάλογος των Εκκλησιών και να απομακρυνθούν οι πολιτικές σκοπιμότητες άλλων εποχών διαστάσεων. Όσοι πραγματικά ομοδοξούν εν Χριστώ και δεν παρασύρονται από αλλότρια πολιτικά θελήματα αντιλαμβάνονται πόσον πολύτιμη ήταν η συμβολή  του  πάπα Δάμασου στην έρευνα της εκκλησιαστικότητος των χρόνων των Κατακομβών της Ρώμης για την  Εκκλησία. Οι Κατακόμβες επί πολλούς αιώνες πρό του σχίσματος έφερναν κοντά τους χριστιανούς. Το ύπατο αξίωμα του «Πρώτου»  επισκόπου και πάλι μπορεί  δια του διαλόγου να συντελέσει στην δὀξα της Εκκλησίας.3 «Οι  ημέρες  του Πέτρου, και οι ημέρες του Παύλου αποτελούν τον εσώτατο θησαυρό της καρδιακής πίστεως της κηρύττουσας τον Χριστόν», κατά τον αρχιεπίσκοπο Μιλάνου ιερό Αμβρόσιο (339-397) και τούτο διότι ο βίος της ιερής δυάδος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου διακηρύττει αυτά υποτεταγμένος στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού (Migne P. L. 16,313).  

Α.Π. 

1. Πίστευε στον περσικό  συγκρητισμό του Μανιχαίου ή Μάνη (216-277) που ανεμίγνυε στοιχεία του «Παρσισμού», του «Βουδισμού» με την χριστιανική διδασκαλία.  Από προσωπική  ιδιοσυγκρασία ήταν ενάντιος στην Εκκλησία κτίζοντας Ηλιακά ειδωλεία και  καταδιώκοντας σε εξορίες τους ηγέτες των ιεραποστολικών  αποστολικών θρόνων της  Ρώμης, της Αλεξάνδρειας κ.α. Ο «Μανιχαϊσμός» στα Ρωμαϊκά χρόνια έλαβε χθόνια σημασία και γέμισαν οι Κατακόμβες των ειδωλολατρών με θυρίδες διαφυλάξεως των οστών των αποθανόντων πλούσιων Ρωμαίων. Βλ. Ivanna Della Portella. Subterra nean Roma. 2120. p.275.

2.  Όμως το κύρος του «Πρώτου» φαίνεται να ομοίαζε με εκείνο  που είχαν ο Αδελφόθεος  Ιάκωβος, ο Πέτρος-Κηφάς και ο Ιωάννης   που αποκλήθηκαν στην αποστολική γλώσσα Στύλοι της Εκκλησίας (Γαλ. β΄ 9) και η διακονία του Στύλου θεωρείται  κατάλληλη για να διαφυλάσσει την Ενότητα της Εκκλησίας και όταν μάλιστα αυτή χρειάζεται για να  αποδοθεί η ανώτατη δικαστική κρίση  της «Εκκλήτου», όπως είναι η σύσταση νέων επισκοπών  και οι εκλογές και οι  εγκρίσεις χειροτονιών και η σύσταση αποστολών και εξαρχιών κτλ. 

3. Βλέπε στο ειδικό Αlbum του 1930 της συνοδείας των  Τραππιστών που εκδόθηκε με την συνεργασία των πρώτων ειδικών αρχαιολόγων των Ρωμαϊκών Κατακομβών μαθητών του G. B. De-Rossi περί της κατακόμβης  του Αγίου Καλλίστου της παρά την «Αρχαία οδό» 52 όπου διασώζονται η επιγραφή του πάπα Δάμασου και πλήθος φωτογραφιών. Για το παρεκκλήσιο «των Ελλήνων» της κατακόμβης της Πρισκίλλης και των πέριξ του πρώτων εικόνων της Χριστιανικής Τέχνης : βλέπε Sandro  Carletti. Les. Catacombes de Priscille. Cite du Vatican. 1982  p.61. C.Kaufmann. Handbuch der shristlichen Archaologie. Paderborn. 1922 p.55. 7. MANSI, Concll. v. 8 st;hlh 116

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ