Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Το φαινόμενο γυναίκες να ασκούνται ως άντρες σε αντρικά μοναστήρια απαντάται πολύ νωρίς στην Εκκλησία, ήδη σε βίους αγίων του 3ου αιώνα, παρ’ ότι το φαινόμενο είναι σε έξαρση κυρίως από τον 5ο-7ο αιώνα στη μοναστική Αίγυπτο.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο ακραίο, ειδικά για τη σημερινή λογική, αλλά παρουσιαζόμενο «φυσιολογικά» στα συναξάρια.
Οι βίοι αυτοί είναι πολυκύμαντοι, με κινηματογραφική πλοκή, θα λέγαμε σήμερα. Οι γυναίκες που μεταμφιέζονται σε άντρες ποθώντας τον έντονο ασκητικό βίο είναι παρθένες, θυγατέρες, σύζυγοι, πριγκίπισσες, αμαρτωλές, αλλά και αγνές. Κοινό χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης απόφασής τους είναι η ανυποχώρητη αποφασιστικότητά τους να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να μιμηθούν τον Χριστό μέσα από τη γυναικεία τους φύση, χωρίς κάποια διάθεση παιχνιδιού με το φύλο ή κάποια σύνδεση με τον ανδρικό συναισθηματικό κόσμο. Ως επί το πλείστον δεν αποκαλύπτουν ποτέ την πραγματική τους ταυτότητα παρά μόνο μετά τον θάνατό τους, όταν πλέον έχουν καθαγιασθεί.1
Ανάμεσα σ’ αυτές τις μονάστριες που ασκήτεψαν ως άνδρες είναι οι αγίες Ευγενία της Ρώμης, Αθανασία της Αντιοχείας, Απολλιναρία η Συγκλητική, Μαρία/Μαρίνος, Πελαγία της Αντιοχείας, Θεοδώρα της Αλεξανδρείας, Ματρώνα της Πέργης, Αναστασία η Πατρικία, Δοσιθέα του Κιέβου κ.ά.
Το χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι τα κάθε λογής στερεότυπα καταρρίπτονται από τους ίδιους τους βίους των γυναικών αυτών. Η ήδη υπάρχουσα οικογένεια, για παράδειγμα, έρχεται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο ποθούμενο της άσκησης.
Στους βίους των Γυναικών-Μοναχών αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από τον μεγάλο τους πόθο και την ανάγκη τους να φροντίσουν για τη σωτηρία της ψυχής τους διαφεύγοντας την καταστολή και την χαλιναγώγηση που τους ασκεί η κοινωνία, ξεφεύγοντας από το οικογενειακό τους περιβάλλον που τους αντιστέκεται, αλλά και καλύπτοντας την ανάγκη τους για προστασία κατά την οδοιπορία. Προφανώς, το ανδρικό μοναστήρι παρουσιάζεται ως ένα ασφαλές καταφύγιο, όπου θα μπορούν να ζουν ελεύθερες. Σε άλλες περιπτώσεις, η προσωπική σωτηρία της ψυχής συνοδεύεται από την ανάγκη τους να μην αποχωριστούν αγαπημένα τους πρόσωπα ή από την επιθυμία τους να απαλλαγούν από την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή τους, κρύβοντας τη θηλυκότητά τους για την οποία ντρέπονται. Οι συγγραφείς των βίων τους παρουσιάζουν την είσοδό τους σε ανδρικά μοναστήρια ως τον μόνο δυνατό τρόπο να ακολουθήσουν μια μοναστική ζωή.
Αν τα επεισόδια αυτά είναι όντως πραγματικά, θα πρέπει ενδεχομένως να ιδωθούν όχι μόνο από την ανάγκη των γυναικών να ξεφύγουν από μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, αλλά ακριβώς από την απόλυτη ανάγκη να «σκληραγωγηθούν» σωματικά και πνευματικά στο όνομα του Χριστού. Στα ανδρικά μοναστήρια τα Τυπικά ήταν αυστηρότερα από αυτά των γυναικείων μοναστηριών. Επιπλέον, οι ανδρικές μονές βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές αποκομμένες από τον κόσμο, σε αντίθεση με τις γυναικείες μοναστικές κοινότητες, που χτίζονταν σε αστικές τοποθεσίες, οι οποίες κρίθηκαν ασφαλέστερες από την ύπαιθρο για το αδύναμο φύλο. Επομένως, η σκληρότερη άσκηση και η απόλυτη ηρεμία με την αποκοπή των κοινωνικών δεσμών θα μπορούσαν ίσως να δώσουν μια απλή εξήγηση της απόφασης των γυναικών αυτών. Η αφοσίωση στον Θεό και η πνευματική χάρη για την ανάκτηση του «χαμένου παραδείσου» ήταν το ύψιστο αγαθό.
«Οι περισσότερες από αυτές εμπλέκονται στην πορεία του βίου τους ως άνδρες μοναχοί σε επιπλοκές που διαταράσσουν τη μοναστική τους ζωή και τη θέτουν στον κίνδυνο της αποκάλυψης. Η Μαρία/Μαρίνος κατηγορείται για βιασμό και για την πατρότητα ενός παιδιού. Η Ιλαρία μετά τη μεταμφίεσή της ως άνδρας μοναχός ονόματι Ιλάριος, καλείται να θεραπεύσει τη δαιμονισμένη αδελφή της και προκαλούνται ερωτήματα για την ασυνήθιστη επίδειξη αγάπης που της δείχνει. Στο βίο της Απολλιναρίας, το ίδιο σενάριο περιπλέκεται από τη δαιμονική ψευδαίσθηση της εγκυμοσύνης της αδελφής για την οποία η Απολλιναρία ως άνδρας μοναχός αρχικά κατηγορείται. Η Ευγενία, η Σωσάννα και η Θεοδώρα αντιστέκονται στις ανήθικες προτάσεις γυναικών που τις επισκέπτονται, με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν από αυτές τις γυναίκες και να οδηγηθούν σε δικαστήριο για να υποστηρίξουν τον εαυτό τους ενάντια στις κατηγορίες. Στο βίο της Θεοδώρας, η γυναίκα κατήγορος μένει έγκυος από άλλον άνδρα και κατηγορεί τη Θεοδώρα ότι είναι ο πατέρας του παιδιού της, ένα σενάριο που μας παραπέμπει και στην ιστορία της Μαρίας/Μαρίνου»2.
Οι γυναίκες αυτές βρίσκονται ουσιαστικά αντιμέτωπες με την επιλογή είτε να αρνηθούν τις κατηγορίες είτε να τις αποδεχθούν. Κάθε επιλογή συνεπάγεται oρισμένους κινδύνους και τις ακόλουθες συνέπειες. Η ζωή τους ως ανδρών μοναχών έρχεται σε σοβαρότατο κίνδυνο αφού, για να αποδείξουν ότι οι κατηγορίες είναι αναληθείς, θα πρέπει να αποκαλύψουν το γυναικείο τους φύλο.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι γυναίκες αναγκάζονται να αποκαλύψουν δημόσια το φύλο τους, εγκαταλείποντας εντέλει τα μοναστήρια τους, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις αναγκάζονται να εγκαταλείψουν παντελώς τη μοναστική τους ζωή ως άνδρες μοναχοί. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις εκείνες όπου η ταυτότητα της αγίας παραμένει κρυφή μέχρι τον θάνατό της και αποκαλύπτεται κατά την ετοιμασία του αγίου σώματος για ταφή από τους αδελφούς μοναχούς, όπως στην περίπτωση της Μαρίας/Μαρίνου.
Όπως αποδεικνύεται από τα κείμενα των βίων των Γυναικών-Μοναχών, οι αγίες που έλαβαν ανδρικά ενδύματα ασκούν και τα δύο φύλα. Aυτό γίνεται πιο εντυπωσιακό στις περιπτώσεις εκείνες των ηρωίδων που σε κάποιο σημείο της αφήγησης εγκαταλείπουν τη ζωή ως άνδρες μοναχοί και γίνονται και πάλι γυναίκες αλλάζοντας απλώς την εμφάνισή τους. Μπορούμε να δεχθούμε ότι οι βίοι αυτοί αντικατοπτρίζουν ένα πραγματικό γεγονός.
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη αυτών των γυναικών και τον τρόπο που επέλεξαν να μονάσουν. Ενδέχεται, όμως, κάποιοι από αυτούς τους βίους να αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας συντακτών που στηρίχθηκαν σε πραγματικά γεγονότα ή σε προγενέστερους βίους, χρησιμοποιώντας τους ως μοντέλα συγγραφής. Ενδέχεται κάποιοι από αυτούς τους βίους να διατηρήθηκαν στη λαϊκή προφορική παράδοση και να καταγράφηκαν σε μια άγνωστη χρονική περίοδο. Χάνεται κανείς στην αμφισβητούμενη γνησιότητα των ιστοριών αυτών, στις διφορούμενες μαρτυρίες, στα κενά του χρόνου, στις σκολιές ατραπούς της θρησκευτικής διαμάχης, στα μυστικά μοναστηριών και εκκλησιαστικών χώρων. Ίσως να μην μπορέσουμε να απαντήσουμε οριστικά στο αν η περιπέτεια των αγίων αυτών είναι μια πραγματική ιστορία ή ένας προκλητικός μύθος, μπορούμε όμως με απόλυτη σιγουριά να υποστηρίξουμε ότι οι ιστορίες αυτές δεν έμειναν ποτέ χωρίς ανάγνωση.
Μια ξεχωριστή περίπτωση, για παράδειγμα, είναι οι άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία, που ήταν ανδρόγυνο στη Μεγάλη Αντιόχεια των μέσων του 6ου αιώνα μ.Χ. Ήταν πιστοί και φιλόχριστοι και ελεήμονες. Απέκτησαν δύο παιδιά, τα οποία πέθαναν ταυτόχρονα σε μία μέρα σαν είχαν φτάσει στην ηλικία των δώδεκα χρόνων. Αποφάσισαν οι γονείς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να φύγουν για τους Αγίους Τόπους. Κατέληξαν στην Αίγυπτο, ο Ανδρόνικος σε ανδρικό μοναστήρι και η Αθανασία σε γυναικείο. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν τυχαία. Η Αθανασία αναγνώρισε τον άνδρα της, αλλά όχι εκείνος τη γυναίκα του, «επειδή και εμαράνθη το κάλλος αυτής από την πολλήν άσκησιν, και εφαίνετο ωσάν αράπης», όπως λέγει ο Συναξαριστής.3 Τελικά ο Ανδρόνικος αποφασίζει με την ευχή του Γέροντά του να συνασκητέψει με τον Αθανάσιο, δηλαδή τη γυναίκα του Αθανασία, η οποία του είχε παρουσιαστεί ως άνδρας μοναχός. Ασκήτεψαν μαζί δώδεκα χρόνια. Και όταν εκοιμήθη ο αββάς Αθανάσιος, βρέθηκε ένα πινακίδιο κατά την ώρα της ταφής που έλεγε ότι «ήτον η γυναίκα του Aνδρονίκου, η αοίδιμος Aθανασία. Eπληροφορήθησαν δε τούτο, και όταν εκήδευον αυτήν. Eυρέθη γαρ, ουχί ανήρ, αλλά γυνή».
Ένας παντελώς παράδοξος βίος ενός αγίου ανδρογύνου, που τινάζει στον αέρα κάθε «λογική» ευσεβείας όπως τη γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Γιατί να μη μείνουν στην αρχική «φυσιολογική» κατάσταση; Ο Ανδρόνικος στο ανδρικό και η Αθανασία στο γυναικείο μοναστήρι;
Γιατί να συναντηθούν και να αποφασίσουν να ασκητέψουν μαζί, όταν μάλιστα η Αθανασία γνώριζε ότι αυτός ήταν ο άνδρας της, ενώ απέκρυπτε, με την ανδρική μεταμόρφωσή της, από εκείνον την αλήθεια; Ποιο άραγε είναι το νόημα αυτής της ακραίας ξενιτείας;
Ο Συναξαριστής διευκρινίζει πως ήδη από τότε που γέννησαν τα παιδιά τους «ο ένας εις τον άλλον δεν ήγγισαν. Aλλ’ επέρνων την ζωήν τους και οι δύω με σωφροσύνην και με προσευχάς». Τι τους εμπόδιζε να περάσουν κατ’ αυτόν τον σεμνό τρόπο και το υπόλοιπο του βίου τους;
Γιατί η Αθανασία να αποκρύπτει όχι μόνο την ταυτότητά της, αλλά και το φύλο της από τον ίδιο της τον άνδρα και να φροντίσει να αποκαλυφθεί το φύλο της μετά τον θάνατό της;
Κι ακόμα κάτι παράδοξο: Έγινε φιλονικία μεταξύ των μοναχών για το πού θα ταφεί ο Ανδρόνικος. «Mόλις δε και μετά βίας κατέπαυσεν ο Aββάς Δανιήλ την φιλονεικίαν αυτών, ειπών, ότι πρέπει να ενταφιασθή εκεί εις το Oκτωκαιδέκατον μαζί με τον συναγωνιστήν του, την Oσίαν Aθανασίαν λέγω. Kαι ούτως ενταφίασαν αυτό εκεί, δοξάζοντες τον επί πάντων Θεόν».4
Πώς μπορεί να ερμηνεύσει η σύγχρονη θεολογία αυτά τα ακραία ασκητικά φαινόμενα;
«Οι Βίοι αγίων, γενικώς, τις τελευταίες δεκαετίες μελετώνται συχνότερα με βάση τις νέες μεθόδους έρευνας και προσεγγίζονται από πολλές, σύγχρονες οπτικές. Με τη διάδοση που γνωρίζουν οι gender studies, είναι αναμενόμενο οι Βίοι των γυναικών που μόνασαν μεταμφιεσμένες σε άνδρες να ανασύρονται από την αριθμητική τους μοναξιά και να γίνονται αντικείμενο μελετών με πολυάριθμες αφετηρίες. Η ξενόγλωσση βιβλιογραφία αριθμεί ήδη σημαντικό αριθμό σχετικών δημοσιεύσεων. Αναμφίβολα οι συγκεκριμένοι Βίοι προσφέρουν και προσφέρονται για πολλές, συνθετικές και πολυεπίπεδες προσεγγίσεις».5
Διαβάζοντας κανείς τους βίους των Γυναικών-Μοναχών γεννάται το εύλογο ερώτημα: Ήταν δυνατόν οι αγίες αυτές να κρύψουν το φύλο τους και να διαφύγουν την προσοχή και την αντίληψη των υπολοίπων μοναχών; Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι κατά την πρώιμη χριστιανική περίοδο η ύπαρξη και η μεγάλη διάδοση στο Βυζάντιο του θεσμού του ευνουχισμού, αλλά και η ύπαρξη διπλών μοναστικών κοινοτήτων μέχρι και τον 8ο αιώνα περίπου –και γενικότερα η όλη διαμόρφωση των μοναστικών κοινοτήτων– θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξηγήσουν εν μέρει την παρουσία των γυναικών αυτών σε ανδρικές μοναστικές κοινότητες και την αποφυγή να γίνουν αντιληπτές.
Σε αυτούς τους βίους συναντούμε και ευνούχους, οι οποίοι συνοδεύουν συχνά τις γυναίκες στα ανδρικά μοναστήρια και παίζουν κάποιο ρόλο στην όλη διήγηση. Οι ευνούχοι στο Βυζάντιο είχαν καθιερώσει, ως γνωστόν, ένα τρίτο φύλο ως άνδρες με προνομιακή πρόσβαση στις γυναίκες· δεν συνιστούσαν απειλή ούτε για την εξουσία του κυρίου τους ούτε για την αγνότητα της κυρίας τους. Κατείχαν τις υψηλότερες θέσεις στην αυλή του αυτοκράτορα, ενώ ταυτοχρόνως είχαν παρουσία στον στρατό και στην Εκκλησία. Οι «αγένειοι άνδρες», άγαμοι ως ήταν, κατείχαν επίσης σημαντικές θέσεις στον εκκλησιαστικό χώρο, ενώ είχαν διαμορφωθεί και μοναστικές κοινότητες αποκλειστικά για αυτούς.
Οι αγίες Γυναίκες-Μοναχοί, λοιπόν, γίνονται δεκτές στα μοναστήρια και μένουν απαρατήρητες, καθώς η σωματική τους αδυναμία, το αγένειο πρόσωπό τους, η λεπτότητα της φωνής τους και άλλα γυναικεία χαρακτηριστικά είναι στοιχεία που προσδιορίζουν και τους ευνούχους· ο ευνουχισμός τους σε μικρή ηλικία δεν επέτρεψε στο σώμα τους να λάβει τη δέουσα ανάπτυξη και διάπλαση. Έτσι, οι Γυναίκες-Μοναχοί θα μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν άνδρες ευνούχοι· πρόκειται για μια επισήμανση που εντοπίζεται σε αρκετούς βίους.
Η ύπαρξη του θεσμού του ευνουχισμού σε μια ιστορική περίοδο προσέφερε ευνοϊκό έδαφος για το φαινόμενο των Γυναικών-Μοναχών· ένα φαινόμενο που ευδοκίμησε ακριβώς την περίοδο των πρωτοχριστιανικών χρόνων και της πρωτοβυζαντινής εποχής, όταν εκ παραλλήλου σημειωνόταν άνθηση του θεσμού του ευνουχισμού στην κοινωνία.
Ο αρχαιότερος βίος των γυναικών που ενδύθηκαν ανδρικά ρούχα και μόνασαν σε ανδρικά μοναστήρια είναι αυτός της αγίας Ευγενίας που μετονομάστηκε σε Ευγένιο.6
Εδώ υπάρχουν πολλά θαυμαστά και παράδοξα, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι πρόκειται για μια διήγηση που αφορά στις αρχές του 3ου αιώνα, όταν ακόμα ο μοναχισμός δεν είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ.
Διαβάζουμε, λοιπόν, στον βίο της ότι: «Τῷ δὲ ἐνιαυτῷ τῷ τρίτῳ ἐν τοιαύτῃ ἀναστροφῇ καὶ πολιτείᾳ διαγόντων αὐτῶν, ὁ ἀρχιμανδρίτης τελειωθείς, πρὸς Κύριον ἀπῆλθεν, οὗτινος μετὰ τὴν ἀποβίωσιν πᾶσιν ἤρεσεν τοῖς ἀδελφοῖς, ἵνα ἡ μακαρία Εὐγενία τῆς ἡγουμενίας ἄρχηται» (Α΄, §11).7
Η αγία Ευγενία πήγε στο ανδρικό μοναστήρι σε ηλικία δεκαέξι ετών και ανέλαβε την ηγουμενία της Μονής μετά από τρία χρόνια παραμονής, σε ηλικία δηλαδή δεκαεννέα ετών.
Η εκλογή της αγίας Ευγενίας ως ηγουμένου θα μπορούσε, κατά μία εκδοχή, να εξηγηθεί με βάση τον Βίο του αγίου Αντωνίου. Ο άγιος Αθανάσιος, μνημονεύοντας την αδελφή του αγίου Αντωνίου, την οποία ο άγιος Αντώνιος παρέδωσε στις παρθένες της πόλεως, σημειώνει ότι αυτός «ἔχαιρεν […] βλέπων […] τὴν ἀδελφὴν γηράσασαν ἐν παρθενίᾳ, καθηγουμένην τε καὶ αὐτὴν ἄλλων παρθένων». O όρος καθηγουμένη δείχνει εδώ την πνευματική εξουσία της αδελφής του αγίου Αντωνίου, η οποία έδινε τις πνευματικές της συμβουλές και στις άλλες παρθένες και δεν πρόκειται για την ηγουμένη στο κοινόβιο. Συνεπώς, κάτι ανάλογο μπορούμε να υποθέσουμε και για την Ευγενία, η οποία προφανώς ασκήτευσε στα περίχωρα της πόλεως, όπου υπήρχαν και πολλοί άλλοι ασκητές, οι οποίοι κάποια στιγμή την αναγνώρισαν ως πνευματικό τους οδηγό.
Η ιστορία της αγίας Ευγενίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα «ευσεβές μυθιστόρημα» που καλύπτει ένα από τα πιο αγαπητά θέματα των προμηθευτών της εποικοδομητικής φαντασίας.
Παρ’ όλα αυτά η αγία Ευγενία αναδεικνύεται ηγούμενος, μετά τον θάνατο του αββά, ο οποίος «ηγείτο των αδελφών». Πώς, αλήθεια, ο Θεός επέτρεψε κάτι τέτοιο; Και πώς είμαστε σίγουροι ότι δεν είχε και μια μορφή ιερωσύνης; Όταν, μάλιστα, ως μοναχή/ός διακονούσε τους πάντες και τα πάντα; Και συνέχισε και επηύξησε τη διακονία της ως ηγούμενος.
Διαβάζουμε στο συναξάρι:
«Τῷ τρίτῳ τοίνυν ἔτει μετὰ τὴν ἐπίσκεψιν αὐτῆς, ὁ ἀββᾶς, ὃς ἡγεῖτο τῶν ἀδελφῶν τῶν ἐν τῷ μοναστηρίῳ, μετῆλθεν πρὸς τὸν Κύριον. Οἷς μετὰ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ πᾶσιν ἤρεσεν τὴν μακαρίαν Εὐγενίαν ἑαυτοῖς ἐπιλέξασθαι εἰς ἡγούμενον. Τότε ἡ μακαρία Εὐγενία φοβουμένη ὅτι θηλεία ὑπῆρχεν καὶ ὅτι παρὰ τὸν κανόνα τοῖς ἀνδράσιν ἡγεῖσθαι ἐτυποῦτο, παρῃτεῖτο, καὶ πάλιν φοβουμένη μὴ πάντων παρακαλούντων ὁμοψύχως παρακούσειεν αὐτῶν, ἔφη πρὸς αὐτούς· “Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἵνα τὰ Ἅγια Εὐαγγέλια ἔλθωσιν εἰς τὸ μέσον”. Προκομισθέντων τοίνυν τῶν Ἁγίων Εὐαγγελίων, ἔφη πρὸς αὐτούς· “Ὅτε τοῖς χριστιανοῖς ἐκλεκτέον τί ἐστιν, ὁ Χριστὸς πρῶτον ὀφείλει ἀκουσθῆναι. Ἴδωμεν τοίνυν ἐν ταύτῃ τῇ ἐκλογῇ ὑμῶν τί αὐτὸς προστάσσει, ἵνα καὶ τῷ ὑμετέρῳ κελεύσματι εἴξωμεν καὶ ταῖς αὐτοῦ νουθεσίαις προσέχωμεν”. Καὶ ἀναπτύξασα τὸ εὐαγγέλιον ἤρξατο ἀναγινώσκειν καὶ εὗρεν τὸ κεφάλαιον, ἐν ᾧ γεγραμμένον ἦν· “Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες εὐεργέται καλοῦνται· ἐν ὑμῖν δὲ οὐχ οὕτως ἔσται, ἀλλ’ εἴ τις θέλει ἐν ὑμῖν μείζων εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος».
Καὶ τούτων ἀναγνωσθέντων εἶπεν ἡ μακαρία· “Ἰδοὺ τῷ ὑμετέρῳ κελεύσματι καταδέχομαι τὴν φροντίδα ταύτην καὶ τοῦ Κυρίου τὰ προστάγματα ἀκούων ἔσχατον ἑαυτὸν τῆς ὑμετέρας ἀγάπης καθιστῶ”. Τούτων οὕτως λεχθέντων ὑπ’ αὐτῆς, χαρὰ μεγάλη ἐγένετο ἐν αὐτοῖς.
Αὕτη δὲ πᾶν ἔργον τοῦ μοναστηρίου, ὅπερ αἱ θήλειαι ἔθος ἔχουσιν ποιεῖν, ἀνεδέξατο, σχίζουσα ξύλα, ὕδωρ βαστάζουσα, φιλοκαλοῦσα καὶ καθεξῆς τὰ λοιπά. Ἐν τούτῳ οὖν τῷ τόπῳ τὸ κατοικητήριον αὐτῆς ἐξελέξατο, ἐν ᾧ ὁ θυρωρὸς τοῦ μοναστηρίου ἔμενεν, ἵνα καὶ ἐν τούτῳ ἐλαχιστοτέραν πάντων ἑαυτὴν ἀποδείξῃ. Ἐν δὲ τῇ μεταλήψει τῶν ἀδελφῶν μεγάλως ἐφρόντιζεν καὶ ἐν τῷ ψάλλειν τῷ Θεῷ τὴν ἀκολουθίαν ἐφύλαττεν, τρίτην, ἕκτην, ἐννάτην, τὰς ἑσπερινὰς καὶ ἑωθινὰς ὥρας καὶ οὕτω μετὰ ἀκριβείας ἐφύλαττεν, ὡς δοκεῖν αὐτὴν παρὰ τῷ Θεῷ ἀλλoτρίαν γεγονέναι εἴγε μιᾶς εὐχῆς ἀμελήσειεν».8
Εδώ βλέπουμε την αδιάλειπτη λειτουργική παρουσία της Αγίας ως ηγουμένης. Βέβαια, την εποχή που έζησε η Αγία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα τόσο συστηματικά η λατρευτική ζωή ώστε να γίνεται λόγος για την ακολουθία των Ωρών (τρίτη, έκτη, ενάτη). Φαίνεται πως το κείμενο απηχεί μεταγενέστερες καταστάσεις.
Η αγία δηλαδή σύμφωνα με τη χριστιανική ορολογία διακονεί τους μοναχούς της Μονής, αν και ως ηγουμένη δεν είχε καμία ευθύνη να επιδίδεται σε αυτά τα θελήματα. Διακονία είναι η υπηρεσία, η εκτέλεση ενός καθήκοντος και είτε εννοείται ως η εξυπηρέτηση του πλησίον μέσα στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης και αυτοθυσίας είτε δηλώνει το ειδικό αξίωμα του διακόνου.9
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο ηγούμενος της Μονής φέρει τον τίτλο του αρχιμανδρίτη. Ο αρχιμανδρίτης είναι μοναστικός όρος που εμφανίζεται αρχικά τον 4ο αιώνα στη Συρία στα πρώιμα χρόνια του μοναχισμού (4ος-6ος αι.) έχοντας την ίδια ερμηνεία με τον «Ηγούμενο», που κατέχει την υψηλότερη θέση σε ένα μοναστήρι. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, ο όρος αρχιμανδρίτης χρησιμοποιείτο αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, ιδιαίτερα για να δηλώσει τον ηγούμενο της Μονής Δαλμάτου. Στην εποχή του Ιουστινιανού Α΄ ωστόσο, ο όρος ηγούμενος άρχισε να αντικαθιστά τον όρο αρχιμανδρίτης, αν και παρέμεινε σε χρήση μέχρι τον 10ο αιώνα όπως η ονομασία των ηγουμένων των λίγο μεγαλύτερων μοναστηριών. Από τον 6ο αιώνα και έπειτα, ο όρος χρησιμοποιήθηκε και διαφορετικά.10
Στην κατηγορία των Γυναικών-Μοναχών συναντούμε και άλλες περιπτώσεις αγίων γυναικών που έλαβαν για κάποιο χρονικό διάστημα την ηγουμενία της ανδρικής Μονής, όπως η αγία η Ευφροσύνη η Νέα, που έζησε κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή.11 Εξάλλου, στην ίδια εποχή τοποθετείται και η μεσαιωνική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας, που έγινε ιδιαίτερα γνωστή από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη.
Η οσία Ευφροσύνη η εν Κωνσταντινουπόλει έζησε τον 9ο αιώνα και τον βίο της συνέγραψε ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος. Φέροντας ανδρικά ενδύματα και αυτοαποκαλούμενη Ιωάννης, διέπλευσε τον Βόσπορο και επί δεκαπενταετία κοινοβίασε σε ένα από τα ανδρικά μοναστήρια του Ευξείνου Πόντου. Σύμφωνα με τον βίο της, «διακονούσε παντού ακούραστα. Αντλούσε νερό από το πηγάδι και το μετέφερε στους ώμους για τις ανάγκες του μοναστηριού. Έσχιζε ξύλα και τα μετέφερε στο μαγειρείο, είχε την ευθύνη για την τράπεζα και έτρεχε στον κήπο να ποτίσει τα λάχανα»!12 Πραγματική διακόνισσα!
Όταν εκοιμήθη ο ηγούμενος της Μονής, οι αδελφοί τον ψήφισαν ηγούμενο: «και της καθ’ αυτούς μονής προστάτην αναδείξαι ψηφίζονται μετά την του καθηγεμόνος αυτών προς Θεόν εκδημίαν».
Όμως η αγία δεν μπορούσε να αντέξει τέτοιο βάρος και… απέδρασε νύχτα! Άρα φαίνεται πως ο Ιωάννης/Ευφροσύνη δεν άσκησε την ηγουμενία, αλλά αναχώρησε για την έρημο για μεγαλύτερη άσκηση.
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτό το «ψηφίζονται προστάτην αναδείξαι» αφορά στο γεγονός πως στην εκλογή του ηγουμένου μετέχουν κανονικώς όλοι οι μοναχοί του μοναστηρίου. Επειδή δε η εκλογή πρέπει να γίνεται υπό των εκλογέων μοναχών εν πλήρει συνειδήσει της ευθύνης τους ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας, οι εκλογείς διαβεβαιώνουν ότι προβαίνουν στην εκλογή ευσυνειδήτως και άνευ υστεροβουλίας ή πάθους.13 Επομένως, η εκλογή του Ιωάννη/Ευφροσύνης ήταν μια συνειδητή εκλογή με μοναδικό κριτήριο την πνευματική υπόστασή του.
Συμπερασματικά: Οι άγιες γυναίκες που μόνασαν σε ανδρικά μοναστήρια ήταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διακόνισσες. Είτε διακονώντας τις ανάγκες των αδελφών είτε αναλαμβάνοντας την ηγουμενία. Ο πόθος της ασκήσεως σήμαινε διακονία στον υπερθετικό βαθμό.
Επειδή, όμως, το φαινόμενο παραμένει «τεράστιο και εξαίσιο», ταιριάζει περισσότερο, από οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, μια ποιητική απόδοσή του, την οποία μου προσέφερε ο φίλος ποιητής π. Παναγιώτης Καποδίστριας όταν πραγματοποιήσαμε στην Αθήνα (28.11.2018) μια μουσικοποιητική εκδήλωση με αυτό το θέμα.
ΚΟΙΝΟΒΙΟ
Φυλομετρώντας φύλλο-φύλλο τις φιλίες
αναρωτιέσαι πάλι
πώς ερμηνεύονται οριζοντίως οι γραφές
ή το κουκούλι των λυγμών ξηλώνεται
πώς παροξύνεται το κάλλος
και περισπάται η αντοχή
ή πώς
τα τεριρέμ αυτά χωράνε στο κρυπτόλεξο καθέτως
ευρέθη γαρ, ουχί ανήρ, αλλά γυνή
και με τις κόρες των ματιών κατεσταλμένες
ευρέθη δάκρυ στάζουσα
μ’ όλα τα αίματα μαραγκιασμένα
ξεφυλισμένη βρέθηκε ξενιτεμένη εσαεί–
Στον εμφύλιο αυτόν ηττάται κάθε νίκη. 14
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Ευγενία Ζούκοβα, Μονάστριες που ασκήτεψαν σε ανδρικά μοναστήρια, Υμναγιολογικά Κείμενα και Μελέτες 10, Αρμός, Αθήνα 2006.
2. Στέφανη Αψερού, Το αγιολογικό dossier της Αγίας Ευγενίας (BHG 607w-607z), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2017, σ. 205.
3. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τόμ. Α´, Δόμος, Αθήνα 2005.
4. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ό.π., Συναξάρι θ΄ Οκτωβρίου.
5. Ευαγγελία Ν. Αμοιρίδου, βιβλιοκρισία: Crystal Lynn Lubinsky, Removing Masculine Layers to Reveal a Holy Womanhood. The Female Transvestite Monks of Late Antique Eastern Christianity, Studia Traditionis Theologiae – Explorations in Early and Medieval Theology 13, Brepols, Tournhout 2013, Βυζαντιακά 31 (2014), σ. 245-249.
6. Στέφανη Αψερού, ό.π., σ. 205.
7. Στέφανη Αψερού, ό.π., σ. 45.
8. Στέφανη Αψερού, ό.π., σ. 345-347.
9. Βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. Δ΄, διακονία, 1140.
10. Στέφανη Αψερού, ό.π., σ. 410.
11. Βλ. Vita Euphrosynae Iunior (BHG 627), AASS Nov. III. (1910), 865D.
12. Άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος, Βίος και Πολιτεία της Οσίας Ευφροσύνης της εν Κωνσταντινουπόλει, εισαγωγή, νεοελληνική απόδοσις, σχόλια υπό των πατέρων της Ιεράς Μονής Παναγίας της Χρυσοποδαριτίσσης εις Νεζερά Πατρών, Αθήνα 1998, σ. 44.
13. Άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος, ό.π., σ. 193-194.
14. Παναγιώτης Καποδίστριας, Λευκότερος καίγεσαι, Μορφωτικό Κέντρο Λόγου «Αληθώς», Ζάκυνθος 2019, σ. 52.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο “Χριστιανές γυναίκες στην αγία τράπεζα: Μελέτες για την αναβίωση του θεσμού των Διακονισσών” Εκδόσεις Αρμός (2022).
Female Angels:
Holy Women Deacons who Lived as Monks in Male Monasteries
Panagiotis A. Andriopoulos
The phenomenon of women practicing ascetic life as men in male monasteries occurs very early in the Church; already in the lives of saints of the 3rd century, although the phenomenon is on the rise mainly from the 5th-7th century in monasteries of Egypt.
This is an extreme phenomenon, especially for today’s logic, but is presented as a “normal” phenomenon in synaxaria.
These lives are varied, with a cinematic plot, we would say today. Women who disguise themselves as men, longing for an intense ascetic life, are virgins, daughters, wives, princesses, sinners, but also ethically pure women. A common feature of their particular decision is their uncompromising determination to do whatever is possible to imitate Christ through their feminine nature, without any disposition to play with sex or any connection to the male emotional world. For the most part they never reveal their true identities until after their death, when they have been sanctified.[1]
Among those women that followed ascetic life as male monks are Saints Eugenia of Rome, Athanasia of Antioch, Apollinaria the Senate, Mary/Marinos, Pelagia of Antioch, Theodora of Alexandria, Matrona of Perga, Anastasia of Patricia, Dosithea of Kyiv etc.
The characteristic here is that all kinds of stereotypes are broken by the very lives of these women. The existing family, for example, comes second to the desire for ascetic life.
In the lives of the Nuns, this is reflected through their great desire and need to take care of the salvation of their souls, escaping the repression and restraint of society, escaping from their family environment that resists them, but also meeting their need for protection when traveling. Obviously, the convent is presented as a safe haven, where they can live free. In other cases, the personal salvation of their soul is accompanied by their need not to leave their loved ones or their desire to get rid of their previous sinful life, hiding their femininity of which they are ashamed. The authors of their lives present their entry into male monasteries as the only possible way to follow a monastic life.
If these episodes are real, they may have to be seen not only as a need of a woman to escape a male-dominated society, but precisely as the absolute need to be “hardened” physically and spiritually in the name of Christ. Male monasteries have normally a stricter typicon than the nunneries. In addition, the male monasteries were located in remote areas cut off from the world, unlike the nunneries, which were built in urban locations, which were considered safer than the countryside for the weaker sex. Therefore, the hardest exercise and the absolute calm with the severance of social ties could perhaps give a simple explanation of the decision of these women. Devotion to God and spiritual grace to regain the “lost paradise” was the highest target.
“Most of them are involved in the course of their lives as male monks in complications that disrupt their monastic life and put it at risk of revelation. Maria / Marinos is accused of rape and paternity of a child. Hilaria, after disguising herself as a male monk named Hilarios, is called upon to heal her demonized sister, and questions arise about her unusual display of love. In the life of Apollinaria, the same scenario is complicated by the demonic illusion of the sister’s pregnancy for which Apollinaria as a male monk is initially blamed. Eugenia, Susanna and Theodora resist the immoral proposals of the women who visit them, as a result of which they are accused by these women and taken to court to defend themselves against the accusations. In Theodora’s life, the woman accuser becomes pregnant by another man and accuses Theodora of being the father of her child, a scenario that also refers us to the story of Maria/Marinos.”[2]
These women are essentially faced with the choice of either denying or accepting the accusations. Each choice entails certain risks and the following consequences. Their lives as male monks are in grave danger as, in order to prove that the accusations are untrue, they will have to reveal their female gender. In some cases, women are forced to reveal their gender publicly, eventually leaving their monasteries, while in other cases they are forced to abandon their monastic life altogether as male monks.
There are of course other cases, where the identity of the saint remains hidden until their death and is revealed during the preparation of the holy body for burial by their monk brothers, as in the case of Mary/Marinos.
As evidenced by the texts of the lives of the Women-Monks, the saints who received men’s clothing were exercising ascetically both sexes. This becomes even more striking in those cases of the heroines who at some point in the narrative leave life as male monks and become women again simply by changing their appearance.
Critically speaking, we can accept that these lives reflect real events. We can recognize the existence of these women and the way they chose to follow ascetic life It is, however, also possible that some of these lives are figments of the imagination of their authors who may have relied on historical facts or on previous lives, using them as writing models. Some of these lives may have been preserved in popular oral tradition and recorded at an unknown time. The researcher is lost in the questionable authenticity of these stories, in the ambiguous testimonies, in the gaps of time, in the schools of paths of religious controversy, in the secrets of monasteries and ecclesiastical spaces. We may not be able to answer definitively whether the adventure of these saints is a true story or a provocative myth, but we can say with absolute certainty that these stories were never left unread.
A special case, for example, are Saints Andronikos and Athanasia, who were androgynous in Greater Antioch in the middle of the 6th century AD.
They were faithful, benevolent and merciful. They had two children, who died at the same time in one day when they had reached the age of twelve. The parents decided to leave their homeland and go to the Holy Land. They ended up in Egypt, Andronikos in a male monastery and Athanasia in a nunnery. At some point they met by chance. Athanasia recognized her husband, but he did not recognize his wife, “because her beauty was diminished by much exercise, and she looked like an Arab,” as the Synaxarion says.[3]
Finally, Andronikos decides, with the wish of his Elder, to associate with Athanasios, that is, his wife Athanasia, who had been introduced to him as a male monk. They practiced ascetic life together for twelve years. And when Abbot Athanasios fell asleep, a plaque was found at the time of the burial that said that the late Athanasia was Andronikos’ wife. They were informed of this, only when they buried her. It was found, not a man, but a woman.[4]
A completely paradoxical life of a holy androgynous, which shakes in the air every “logic” of piety as we know it today. Why not stay in the original “normal” state? Andronikos in the male monastery and Athanasia in the nunnery? Why should they meet and decide to practice ascetic life together, when in fact Athanasia knew that he was her husband, hiding from him her true identity with her masculine transformation? What is the meaning of this extreme xeniteia (exile)?
The Synaxaristis clarifies that since they gave birth to their children “they did not touch each other. But both of them live their lives with wisdom and prayer.”[5] What prevented them from spending the rest of their lives in this modest way? Why should Athanasia hide not only her identity, but also her gender from her own husband and make sure that her gender is revealed after her death?
And still another paradox: There was a quarrel between the monks over where Andronikos will be buried. “Abbas Daniel barely stopped their quarrel, saying that he should be buried there in the Eighteenth with his rival, Ossian Athanasian. And so they buried it there, glorifying God above all.”[6]
How can modern theology interpret these extreme ascetic phenomena?
“The Lives of Saints, in general, in recent decades have been studied more often based on new research methods and approached from many, modern perspectives. With the spread of gender studies, it is expected that the Lives of women who have been consecrated in disguise as men will be pulled out of their numerical loneliness and become the subject of studies with numerous starting points. The foreign language literature already has a significant number of relevant publications. Undoubtedly, these Lives are offered for many, synthetic and multi-level approaches.”[7]
Reading the lives of the Women-Monks, a reasonable question arises: Was it possible for these saints to hide their gender and escape the attention and perception of the other monks? We must keep in mind that during the early Christian period the existence and widespread use of the institution of eunuchs in Byzantium; also the existence of dual monastic communities until about the 8th century, which in view of the whole formation of monastic communities could possibly partially explain the presence of these women in male monastic communities and to avoid being recognized.
In these lives we also meet eunuchs, who often accompany women in male monasteries and play a role in the whole narrative. The eunuchs in Byzantium had, as is well known, established a third sex as men with privileged access to women; they posed no threat to either their master’s power or their mistress’s chastity. They held the highest positions in the court of the emperor, while at the same time they had a presence in the army and in the Church. These “non-bearded men”, unmarried as they were, also held important positions in the ecclesiastical space, while monastic communities had been formed exclusively for them.
The Holy Women-Monks, therefore, are accepted in the monasteries and remain unnoticed, as their physical weakness, their non-bearded face, the subtlety of their voice and other feminine characteristics are elements that determine the eunuchs, whose castration at a young age did not allow their body to receive proper growth and physique. Thus, nuns could easily be considered male eunuchs; this is a mark found in many lives.
The existence of the institution of castration in a historical period provided favorable ground for the phenomenon of Women-Monks; a phenomenon that flourished precisely in the period of early Christianity and the early Byzantine era, when at the same time the institution of castration flourished in society.
The oldest Vita of women who wore men’s clothes and followed ascetic life in male monasteries is that of St. Eugenia who was renamed Eugene.[8]
In her Vita there are many wonders and paradoxes, considering that this is a story about the beginning of the 3rd century, when monasticism had not fully developed yet.
We read in her vita that:
Τῷ δὲ ἐνιαυτῷ τῷ τρίτῳ ἐν τοιαύτῃ ἀναστροφῇ καὶ πολιτείᾳ διαγόντων αὐτῶν, ὁ ἀρχιμανδρίτης τελειωθείς, πρὸς Κύριον ἀπῆλθεν, οὗτινος μετὰ τὴν ἀποβίωσιν πᾶσιν ἤρεσεν τοῖς ἀδελφοῖς, ἵνα ἡ μακαρία Εὐγενία τῆς ἡγουμενίας ἄρχηται»[9]
Saint Eugenia went to the male monastery at the age of sixteen and became Abbot the Monastery after three years of residence, at the age of nineteen. The election of St. Eugenia as Abbot could, according to one version, be explained on the basis of the Life of St. Anthony. Saint Athanasios, mentioning the sister of Saint Anthony, to whom Saint Anthony handed over the virgins of the city, notes that he “ἔχαιρεν […] βλέπων […] τὴν ἀδελφὴν γηράσασαν ἐν παρθενίᾳ, καθηγουμένην τε καὶ αὐτὴν”. The term καθηγουμένη here indicates the spiritual authority of St. Anthony’s sister of, who gave her spiritual advice to the other virgins and is not the abbess in the convent. Therefore, something similar can be assumed for Eugenia, who apparently practiced on the outskirts of the city, where there were many other ascetics, who at some point recognized her as their spiritual guide.
The story of St. Eugenia could be described as a “pious novel” that covers one of the most beloved topics of constructive fantasy suppliers.
Nevertheless, Saint Eugenia became Abbot, after the death of the male Abbot, who “led the brothers”. How, then, did God allow such a thing? And how can we be sure that she did not receive some sort of priesthood? Especially when, in fact, as a nun s/he served (diaconically) everyone and everything? Even when she continued and augmented her diaconate as an Abbot?
When we read the synaxarion,[10] we are encountered with many diaconal expressions.
Here we see the uninterrupted liturgical presence of a female Saint as Abbess. Of course, at the time when the Saint lived, the worship life had not yet developed so systematically that there is a lot of discussion about the sequence of the Hours (third, sixth, ninth). It seems that the text reflects later situations.
In other words, according to Christian terminology, the saint served the monks of the Monastery, although as an Abbess she had no responsibility to indulge in these tasks. Ministry is the service, the performance of a duty and is either understood as the service of one’s neighbor in the spirit of Christian love and self-sacrifice or declares the special office of the diaconate.[11]
Note here that the Abbot of the monastery bears the title of archimandrite. Archimandrite is a monastic term that first appears in the 4th century in Syria in the early years of monasticism (4th-6th century) having the same meaning as the term “Abbot”, who holds the highest position in a monastery. According to some scholars, the term archimandrite was originally used in Constantinople, especially to denote the Abbot of the Dalmatian Monastery. In the time of Justinian I, however, the term Abbot began to replace the term archimandrite, although it remained in use until the 10th century as the name of the abbots of slightly larger monasteries. From the 6th century onwards, the term was used differently.[12]
In the category of Women-Monks we find other cases of holy women, who for some time became Abbots of a male Monastery, such as Saint Euphrosyne the Younger, who lived during the mid-Byzantine era.[13] Besides, medieval history is placed in the same period. of Papissa Ioanna, who became especially famous from the novel of the same name by Emmanuel Roidis.
Saint Euphrosyne in Constantinople lived in the 9th century and her life was written by Saint Nikiforos Kallistos Xanthopoulos. Wearing men’s clothes and self-proclaimed John, she sailed across the Bosphorus and for fifteen years followed ascetic life in one of the male monasteries of the Black Sea. According to her vita, “she served everywhere tirelessly. She pumped water from the well and carried it on his shoulders for the needs of the monastery. She tore wood and carried it to the kitchen, she was in charge of the bank and ran to the garden to water the sprouts! ”[14] A real deaconess!
When the Abbot of the monastery fell asleep, the brothers voted her/him Abbot.[15] But the saint could not bear such a weight and…she escaped at night! So, it seems that John/Euphrosyne did not exercise the abbotship, but left for the desert for a greater ascetic life.
It is worth noting that this “voted her as protector” refers to the fact that all the monks of the monastery normally participated in the election of their abbot. And because the election used to be held by the monks in full awareness of their responsibility toward God and the Church, the voters assured that they were voting conscientiously and without reluctance or passion.[16] Therefore, the election of John/Euphrosyne was an election with the sole criterion of her/his spiritual being.
Conclusion: The holy women who consecrated in male monasteries were in one way or another deacons. Either by serving the needs of the brothers or by taking over the abbotship. Their desire for ministry meant diaconia in the superlative degree.
However, because the phenomenon remains “huge and exquisite”, it fits more, than any other interpretation, a poetic performance, which was offered to me by my friend the poet Fr. Panagiotis Kapodistrias when we held a music event in Athens (28.11.2018) with this subject.
CENOBION
Browsing leaf-by-leaf friendships
you wonder again
how the scriptures are interpreted horizontally
or the tear cocoon is removed
how beauty is exacerbated
and endurance permeates
or how these terirems fit into the cryptocurrency vertically
for she found, not a man, but a woman
and with the pupils of the eyes repressed
found dripping tear
with all the blood withered
found without leafs
expatriate for ever–
In this civil war, every victory is defeated.[17]
[1] See Eugenia Zoukova, Monasteries that practiced asceticism in male monasteries, Hymnological Texts and Studies 10, Armos, Athens 2006.
[2] Stefani Apserou, The hagiological dossier of Agia Eugenia (BHG 607w-607z), doctoral dissertation, Ioannina 2017, p. 205.
[3] «επειδή και εμαράνθη το κάλλος αυτής από την πολλήν άσκησιν, και εφαίνετο ωσάν αράπης». Saint Nicodemus of Mount Athos, Synaxarion of October, in Synaxaristis of the twelve months of the year, vol. I, Domos, Athens 2005.
[4] «ήτον η γυναίκα του Aνδρονίκου, η αοίδιμος Aθανασία. Eπληροφορήθησαν δε τούτο, και όταν εκήδευον αυτήν. Eυρέθη γαρ, ουχί ανήρ, αλλά γυνή». Ibid.
[5] «ο ένας εις τον άλλον δεν ήγγισαν. Aλλ’ επέρνων την ζωήν τους και οι δύω με σωφροσύνην και με προσευχάς». Ibid.
[6] St. Nikodime Agioreitis, op. cit., Synaxarion of October.
[7] Evangellia N. Amoiridou, “Bookreview: Crystal Lynn Lubinsky, Removing Masculine Layers to Reveal a Holy Womanhood. The Female Transvestite Monks of Late Antique Eastern Christianity, Studia Traditionis Theologiae – Explorations in Early and Medieval Theology 13, Brepols, Tournhout 2013,” Βυζαντιακά 31 (2014), pp. 245-249.
[8] Stefani Apserou, The hagiological dossier of Agia Eugenia, p. 205.
[9] Α΄, §11. Ibid., p. 45.
[10] «Τῷ τρίτῳ τοίνυν ἔτει μετὰ τὴν ἐπίσκεψιν αὐτῆς, ὁ ἀββᾶς, ὃς ἡγεῖτο τῶν ἀδελφῶν τῶν ἐν τῷ μοναστηρίῳ, μετῆλθεν πρὸς τὸν Κύριον. Οἷς μετὰ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ πᾶσιν ἤρεσεν τὴν μακαρίαν Εὐγενίαν ἑαυτοῖς ἐπιλέξασθαι εἰς ἡγούμενον. Τότε ἡ μακαρία Εὐγενία φοβουμένη ὅτι θηλεία ὑπῆρχεν καὶ ὅτι παρὰ τὸν κανόνα τοῖς ἀνδράσιν ἡγεῖσθαι ἐτυποῦτο, παρῃτεῖτο, καὶ πάλιν φοβουμένη μὴ πάντων παρακαλούντων ὁμοψύχως παρακούσειεν αὐτῶν, ἔφη πρὸς αὐτούς· “Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἵνα τὰ Ἅγια Εὐαγγέλια ἔλθωσιν εἰς τὸ μέσον”. Προκομισθέντων τοίνυν τῶν Ἁγίων Εὐαγγελίων, ἔφη πρὸς αὐτούς· “Ὅτε τοῖς χριστιανοῖς ἐκλεκτέον τί ἐστιν, ὁ Χριστὸς πρῶτον ὀφείλει ἀκουσθῆναι. Ἴδωμεν τοίνυν ἐν ταύτῃ τῇ ἐκλογῇ ὑμῶν τί αὐτὸς προστάσσει, ἵνα καὶ τῷ ὑμετέρῳ κελεύσματι εἴξωμεν καὶ ταῖς αὐτοῦ νουθεσίαις προσέχωμεν”. Καὶ ἀναπτύξασα τὸ εὐαγγέλιον ἤρξατο ἀναγινώσκειν καὶ εὗρεν τὸ κεφάλαιον, ἐν ᾧ γεγραμμένον ἦν· “Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες εὐεργέται καλοῦνται· ἐν ὑμῖν δὲ οὐχ οὕτως ἔσται, ἀλλ’ εἴ τις θέλει ἐν ὑμῖν μείζων εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος».
Καὶ τούτων ἀναγνωσθέντων εἶπεν ἡ μακαρία· “Ἰδοὺ τῷ ὑμετέρῳ κελεύσματι καταδέχομαι τὴν φροντίδα ταύτην καὶ τοῦ Κυρίου τὰ προστάγματα ἀκούων ἔσχατον ἑαυτὸν τῆς ὑμετέρας ἀγάπης καθιστῶ”. Τούτων οὕτως λεχθέντων ὑπ’ αὐτῆς, χαρὰ μεγάλη ἐγένετο ἐν αὐτοῖς.
Αὕτη δὲ πᾶν ἔργον τοῦ μοναστηρίου, ὅπερ αἱ θήλειαι ἔθος ἔχουσιν ποιεῖν, ἀνεδέξατο, σχίζουσα ξύλα, ὕδωρ βαστάζουσα, φιλοκαλοῦσα καὶ καθεξῆς τὰ λοιπά. Ἐν τούτῳ οὖν τῷ τόπῳ τὸ κατοικητήριον αὐτῆς ἐξελέξατο, ἐν ᾧ ὁ θυρωρὸς τοῦ μοναστηρίου ἔμενεν, ἵνα καὶ ἐν τούτῳ ἐλαχιστοτέραν πάντων ἑαυτὴν ἀποδείξῃ. Ἐν δὲ τῇ μεταλήψει τῶν ἀδελφῶν μεγάλως ἐφρόντιζεν καὶ ἐν τῷ ψάλλειν τῷ Θεῷ τὴν ἀκολουθίαν ἐφύλαττεν, τρίτην, ἕκτην, ἐννάτην, τὰς ἑσπερινὰς καὶ ἑωθινὰς ὥρας καὶ οὕτω μετὰ ἀκριβείας ἐφύλαττεν, ὡς δοκεῖν αὐτὴν παρὰ τῷ Θεῷ ἀλλoτρίαν γεγονέναι εἴγε μιᾶς εὐχῆς ἀμελήσειεν». Ibid., pp. 345-347.
[11] See ΘΗΕ (Religious and Ethical Encyclopedia), vol. IV΄, διακονία, 1140.
[12] Stefani Apserou, op. cit.,p. 410.
[13] See Vita Euphrosynae Junior (BHG 627), AASS Nov. III (1910), 865D.
[14] Saint Nikiforos Kallistos the Xanthopoulos, Βίος και Πολιτεία της Οσίας Ευφροσύνης της εν Κωνσταντινουπόλει (Life and Gehavor of St. Euphrosyne of Constantinople), Introduction, modern Greek translation, comments by the fathers of the Holy Monastery of Panagia Chryssopodaritissa (of Golden Legs) in Nezera, Patras, Athens 1998, p. 44.
[15] «και της καθ’ αυτούς μονής προστάτην αναδείξαι ψηφίζονται μετά την του καθηγεμόνος αυτών προς Θεόν εκδημίαν” (ibid.)
[16] Ibid., pp. 193-194.
[17] Panagiotis Kapodistrias, More white, you are burned, Cultural Education Center Alithos, Zakynthos 2019, p. 52.
Γυναίκες που μόνασαν ως άντρες
Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον θεολόγο και συγγραφέα Παναγιώτη Ανδριόπουλο για μια παράξενη πραγματικότητα που διασώζουν οι βίοι αγίων και τα συναξάρια.
“Θήλεις άγγελοι” είναι ο τίτλος του κειμένου του Παναγιώτη Ανδριόπουλου με θέμα τις γυναίκες που μόνασαν σε ανδρικά μοναστήρια. Το κείμενο περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Χριστιανές γυναίκες στην αγία τράπεζα – Μελέτες για την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός σε επιμέλεια των Σπυριδούλας Αθανασοπούλου-Κυπρίου, Αικατερίνης Δροσιά και Αντωνίας Κυριατζή.
«Χριστιανές γυναίκες στην αγία τράπεζα – Μελέτες για την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών» Όλα τα κείμενα του τόμου παρουσιάστηκαν σε συνέδριο με θέμα την επιστροφή των γυναικών στη λειτουργία, κάτι που γίνεται σήμερα μόνο στην προτεσταντική εκκλησία.
Στο podcast γίνεται λόγος επίσης για τους ευνούχους στα μοναστήρια, τη θηλυκότητα, την απόκρυψη φύλου, τη διεμφυλικότητα και το πώς οι «βίοι αγίων» των γυναικών που μόνασαν ως άνδρες αποτελούν ύλη των σημερινών σπουδών φύλου (gender studies).