Μισμαγιά, ήτοι ανθολογία Φαναριώτικης ποίησης.
Οι μισμαγιές καταρτίζονται, κυκλοφορούν και διαδίδονται στην Πόλη, τη Σμύρνη και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και εν γένει σε όλα τα αστικά κέντρα όπου άνθισαν οι ελληνικές κοινότητες στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για χειρόγραφα τετράδια με διάρθρωση ανθολογιών ποικίλης ποιητικής ύλης, στα οποία, τις περισσότερες φορές, τηρείται ο κανόνας της ανωνυμίας. Περιλαμβάνουν αφενός εκτενή στιχουργήματα και αφετέρου φαναριώρικα τραγούδια. Σχετικά με τη λέξη μισμαγιά, ο Ν. Βέης επισημαίνει ότι ως τις μέρες του (1942) ακούγεται από το στόμα των Μικρασιατών προσφύγων.
Οι Φαναριώτες στιχουργούν με επίμονες και σχεδόν μονότονες ομοιοκαταληξίες, που δρουν κυρίως μνημοτεχνικά: μικρές παραλλαγές που συνεργάζονται σε ένα σύστημα ομοιοκαταληξίας, το οποίο τείνει προς την επανάληψη και όχι προς την ποικιλία. Χαρακτηριστικό που κάνει, βέβαια, μονότονη την ανάγνωση αλλά και ανταποκρίνεται έξοχα στον αρχικό προορισμό τους, το τραγούδι.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αρκετοί μουσικοί ασχολήθηκαν με το είδος αυτό και μας έδωσαν τις δικές τους μουσικές εκδοχές στις παραδοσιακές – ως επί το πλείστον – μελοποιήσεις.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, μια ιδιαίτερη προσέγγιση του Μιχάλη Νικολούδη (από τον δίσκο του Balkan voices1) σ’ ένα άσμα που λέει τα εξής:
Ἄχ, εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τῶν ματιῶν σου ἡ βολή / βάι ἔξαφνα καὶ παρ’ ἐλπίδα ἄναψε καὶ πυρπολεῖ. // Ἀπορῶ τὸ τί θὰ γένω εἰς μιὰ τέτοια φωτιά, / ἄχ, τῶν δακρύων μου ἡ ρύσις, ἱκανὴ δὲν εἶναι πιά. // Ἄχ, ρίψετε, γλυκά μου μάτια, λοιπὸν ἕνα τέτοιο νερόν, /καὶ δροσίσετ’ ἕνα σῶμα, ὁποὺ εἶν’ γιὰ σᾶς νεκρόν.
Ερμηνεύει η Δάφνη Πανουργιά.
Και το “Ερωτικόν αηδόνι” από τη συλλογή Μισμαγιά που επιμελήθηκε ο Πέτρος Ταμπούρης, πάλι με την Δάφνη Πανουργιά.