Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Πρό ολίγων ημερών δημοσιεύθηκε άρθρο μου υπό τον τίτλο: «Μπορεί μία Πανορθόδοξη Σύνοδος να επαναφέρει την κανονική τάξη;», στο οποίο προσπάθησα να εξηγήσω τους λόγους, για τους οποίους δεν είναι νομοκανονικώς αλλά και πραγματικώς εφικτό να συγκληθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος με σκοπό την επίλυση του Ουκρανικού Ζητήματος.
Σήμερα, θα απαντήσω στο ερώτημα, αν το άλλο συνοδικό όργανο με πανορθόδοξη εμβέλεια, δηλαδή η Σύνοδος των Προκαθημένων ή άλλως πως η Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, μπορεί να επιλύσει το εν λόγω ζήτημα και με ποιόν τρόπο.
Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα, θα πρέπει να δούμε την έκταση της αρμοδιότητας του συγκεκριμένου οργάνου.
Κατ’ αναλογίαν προς όσα ισχύουν για την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου και της συνόδου της Αυτοκέφαλης, η σύνοδος των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών είναι αρμόδια για τη συζήτηση θεμάτων, που έχουν εκφύγει των γεωγραφικών ορίων της αρμοδιότητας της συνόδου κάποιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας και έχουν «εισέλθει» στα όρια κανονικής δικαιοδοσίας μιας ή περισσοτέρων των υπολοίπων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Άρα, ομιλούμε για πρόβλημα μείζονος σημασίας, αφού οι κανονικές συνέπειες του έχουν επέλθει εντός των γεωγραφικών ορίων περισσοτέρων της μίας Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Στην περίπτωση του Ουκρανικού Ζητήματος, το «πρόβλημα» συνίσταται στην άσκηση εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενός κανονικού δικαιώματος και μίας αρμοδιότητας, που προβλέπεται από το Κανονικό Δίκαιο. Η διαπίστωση αυτή, γεννά το ερώτημα: Συνιστά πρόβλημα η άσκηση από συνοδικό όργανο μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας αρμοδιότητας – που στην περίπτωση μας είναι η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος – η οποία προβλέπεται από το Κανονικό Δίκαιο και αναγνωρίζεται και από τις άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες; Διότι, ας μην ξεχνούμε, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την περίπτωση της Ουκρανικής Εκκλησίας, ακολουθείται ανέκαθεν απαραλλάκτως για την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος αναντιρρήτως από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Η απάντηση θα είναι σαφώς και κατηγορηματικώς, όχι. Διότι, όταν αναφερόμαστε σε ζήτημα «μείζονος σημασίας», το οποίο πρέπει να επιλυθεί:
Πρώτον, αυτό το ζήτημα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αντικανονική συμπεριφορά και όχι ως κανονική. Και τούτο διότι, όταν πρόκειται για κανονική συμπεριφορά, τα αποτελέσματα αυτής – εφόσον υπερβούν τα όρια κανονικής δικαιοδοσίας μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας – συνιστούν συνέπειες, που χρήζουν όχι παρεμβάσεως αλλά αποδοχής από την όλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δεύτερον, εννοούμε, ότι η αντικανονική αυτή συμπεριφορά επέφερε το αυτονοήτως αντικανονικό αποτέλεσμα της κατά πρώτο λόγο και κυρίως εντός της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στης οποίας τα γεωγραφικά όρια δημιουργήθηκε. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε πώς αυτό το μη επελθόν αποτέλεσμα θα επέλθει σε άλλη Αυτοκέφαλη Εκκλησία;
Τρίτον, εννοούμε, ότι το αντικανονικό αυτό αποτέλεσμα θα πρέπει περαιτέρω να υπερβεί τα όρια της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, εντός της οποίας προέκυψε, και να εισέλθει στα όρια μίας ή περισσοτέρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Από τη στιγμή λοιπόν, που η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία συνιστά άσκηση αρμοδιότητας και όχι αντικανονική συμπεριφορά, τότε δεν έχουμε ως συνέπεια και αντικανονικό αποτέλεσμα. Και αφού δεν έχουμε αντικανονικό αποτέλεσμα, δεν έχουμε εξαγωγή κανονικού προβλήματος στην κανονική δικαιοδοσία άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Οπότε δεν έχουμε και ζήτημα «μείζονος σημασίας». Και αφού δεν έχουμε ζήτημα «μείζονος σημασίας», δεν θεμελιώνεται αρμοδιότητα της Συνόδου των Προκαθημένων να επιληφθούν του θέματος.
Άλλωστε και η ίδια η πραγματικότητα ενισχύει την άποψη αυτή. Πώς; Θα σας εξηγήσω αμέσως. Στην πράξη, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως άσκηση κανονικής αρμοδιότητας επιφέρει ένα και μόνο αποτέλεσμα, την αυτοδίκαιη ισχύ της έναντι πάντων από την στιγμή της λήψεώς της. Συνεπώς, δεν μπορεί η ίδια εκ των πραγμάτων να προκαλέσει καμία αντικανονική συνέπεια.
Η δε άρνηση ευαρίθμων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών να αποδεχθούν την αυτοδικαίως ισχύουσα απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνιστά δική τους αυτοτελή αντικανονική ενέργεια και όχι αποτέλεσμα της εκδοθείσης αποφάσεως. Άλλωστε, και αν ήθελε να θεωρηθεί, ότι η συμπεριφορά των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών αποτελεί συνέπεια της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τότε θα έπρεπε οι συνέπειες αυτής της αποφάσεως να επέλθουν πρώτα και απαραιτήτως εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μετά να «περάσουν» στις άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Συνέβη όμως κάτι τέτοιο; Εγώ ξέρω πως όχι. Εσείς;
Συμπέρασμα: το Ουκρανικό Ζήτημα δεν είναι ζήτημα «μείζονος σημασίας», οπότε δεν θεμελιώνεται και η αρμοδιότητα συγκλήσεως Συνόδου Προκαθημένων.
Όλα αυτά σωστά. Όμως, από τη μία πλευρά, το πρόβλημα υπάρχει και δυστυχώς διαιωνίζεται και πιθανόν διογκώνεται κατά τρόπο βουβό και σιωπηρό. Από την άλλη πλευρά, δε, πλευρά, υπάρχει ο θεσμός της συνοδικότητας, ως το αντίβαρο και ο μόνος κατά την γνώμη μου δρόμος για την άρση του υφισταμένου διχασμού. Το ερώτημα, όμως, είναι, πώς μπορεί να εισφέρει η συνοδικότητα στην άρση αυτής της αποστάσεως μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών;
Η απάντησή μου είναι η εξής: Σύγκληση Συνόδου Προκαθημένων αλλά σε τελείως διαφορετική βάση, από αυτήν που πιθανόν εννοούν οι διαφωνούσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Τι εννοώ; Εννοώ, ότι η Σύνοδος δεν θα συγκληθεί, για να «καθίσει» στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την περί αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Και εξηγώ, τι εννοώ και ποια είναι η πρότασή μου, καθιστώντας σαφές, ότι η πρόταση που ακολουθεί είναι η προσωπική μου άποψη και δεν εκφράζει σε καμία περίπτωση τον Οικουμενικό Πατριάρχη ή οποιαδήποτε Αυτοκέφαλη Εκκλησία:
Καταρχήν, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακοινώνει τη σύγκληση Συνόδου Προκαθημένων με τα εξής θέματα:
Α) Ουκρανικό ζήτημα: Ανάπτυξη ενστάσεων παροχή επεξηγήσεων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Β) Παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδείας
Γ) Αντιποίηση αρμοδιότητας περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το Πατριαρχείο Σερβίας
Δ) Αναθεώρηση του Κανονισμού Λειτουργίας της Πανορθόδοξης Συνόδου
Ε) Σύνταξη Κανονισμού λειτουργίας Συνόδου Προκαθημένων.
Στη συνέχεια, η Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα ζητήσει από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που διαφωνούν με το παραχωρηθέν αυτοκέφαλο καθεστώς στην Ουκρανική Εκκλησία, να καταθέσουν εγγράφως εντός συγκεκριμένης προθεσμίας τις ενστάσεις τους επί του παραχωρηθέντος αυτοκεφάλου. Και τούτο, διότι κατά την άποψή μου το να τα λές είναι εύκολο, το να τα γράφεις είναι δύσκολο.
Οι έγγραφες αυτές ενστάσεις, αφού κατατεθούν, θα κοινοποιηθούν σε όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ούτως ώστε κάθε Εκκλησία να έχει πλήρη εικόνα των θέσεων και απόψεων των υπολοίπων.
Με την λήξη της ταχθείσης – ή τυχόν παραταθείσης – προθεσμίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακοινώνει την ημερομηνία συγκλήσεως της Συνόδου των Προκαθημένων.
Η πρόσκληση για την συμμετοχή στις εργασίες της Συνόδου θα απευθυνθεί σε όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Και βεβαίως, η σκέψη όλων πάει σε ένα ερώτημα: Θα προσκληθεί και ο Μητροπολίτης Κιέβου; Η απάντηση μου είναι η εξής: ο Οικουμενικός Πατριάρχης οφείλει να καλέσει όλους τους Προκαθημένους όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, καθόσον η συζήτηση του θέματος δεν γίνεται, για να κριθεί το κανονικό ή αντικανονικό της παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου στην Ουκρανική Εκκλησίας αλλά για να δοθούν οι αναγκαίες εξηγήσεις, ώστε να λυθεί η κατά τη γνώμη μου η δημιουργηθείσα κανονική παρεξήγηση. Το αν ο Μητροπολίτης Κιέβου κρίνει, είτε ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία του κατά τη συζήτηση του θέματος, που τον αφορά είτε ότι πρέπει να απέχει από την συμμετοχή του στη συγκεκριμένη συζήτηση, είναι προσωπικό του θέμα.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι Προκαθήμενοι Αυτοκεφάλων Εκκλησιών δεν προσεκάλεσαν ακόμη ή δεν συνεχάρησαν τον Μητροπολίτη Κιέβου, δεν επηρεάζει την κανονική του κατάσταση και υπόσταση. Από της εκλογής του, ο Μητροπολίτης Κιέβου είναι ο νόμιμος Προκαθήμενος της Ουκρανικής Εκκλησίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, μόνο η αποχή ορισμένων Προκαθημένων από την αποστολή συγχαρητήριας επιστολής ή την απεύθυνση προσκλήσεως στον Μητροπολίτη Κιέβου αφορά μόνο στους ίδιους, ως μονομερής από την πλευρά τους άρνηση πράξεως «κανονικής» φιλοφρονήσεως και «κανονικής» επικοινωνίας χωρίς όμως κανονικές συνέπειες για τον Μητροπολίτη Κιέβου. Άλλο ζήτημα είναι, ότι παραλλήλως η άποψη τους περί αντικανονικής παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου στην Ουκρανική Εκκλησία, αμφισβητεί ευθέως την κανονική και αποκλειστικού χαρακτήρα αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνιστά για τον λόγο αυτόν κανονική παράβαση.
Αν τώρα, ορισμένοι Προκαθήμενοι αρνηθούν την πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη, αυτό θα σημαίνει ότι:
α) δεν θα συμμετάσχουν σε μία Σύνοδο, που οι ίδιοι επεδίωκαν να συγκληθεί, οπότε θα απωλέσουν την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους αλλά και να λάβουν τις σχετικές εξηγήσεις, επιδεικνύοντας συμπεριφορά αντιφατική προς προγενέστερη δική τους.
β) δεν θα γίνουν συγκοινωνοί των εξελίξεων αλλά και της συζητήσεως και επιλύσεως σημαντικών ζητημάτων, που αφορούν και στους ίδιους. Με άλλες λέξεις, θα μείνουν εκτός παιχνιδιού.
Όπως και να έχει το πράγμα, η απόφαση είναι του καθενός Προκαθημένου και της κάθε μίας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Και η σύγκληση μίας τέτοιας Συνόδου θα έθετε τους πάντες προ των ευθυνών τους απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεματοφύλακα της ενότητας και της κανονικής παραδόσεως και στα εκατομμύρια των πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διότι η Σύνοδος θα συνεδριάσει κανονικώς και θα λάβει αποφάσεις επίσης κανονικώς, όσοι Προκαθήμενοι και αν λάβουν μέρος, αφού κρατεί «η των πλειόνων ψήφος», υπολογιζομένη επί των παρόντων.
Και τα πρακτικά αυτής της Συνόδου θα είναι εγκυρότατα μόνο με τις υπογραφές των παρόντων, των απόντων Προκαθημένων υποχρεουμένων – και όχι δικαιουμένων – να μην τα υπογράψουν, αφού δεν επιτρέπεται να βεβαιώσουν το αληθές αυτών που δεν είδαν και δεν άκουσαν. Και όσοι δε εκ των Προκαθημένων επιλέξουν τυχόν να μην συμμετάσχουν, θα πρέπει να βρουν σοβαρό λόγο για να δικαιολογήσουν την απουσία τους.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, επειδή ανέκαθεν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα, οι Πατέρες της Εκκλησίας ως λίαν πρακτικοί, μερίμνησαν ώστε να θωρακίσουν τον θεσμό των Συνόδων και να διασφαλίσουν την ορθή λειτουργία του συνοδικού συστήματος.
Και τι έκαναν; Θέσπισαν την αρχή της πλειοψηφίας στην λήψη των αποφάσεων και καθόρισαν συγκεκριμένους λόγους, που καθιστούσαν κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένη την απουσία των επισκόπων από τις εργασίες της Συνόδου.
Εύχομαι, λοιπόν, αυτή η πρακτικότητα να επικρατήσει και σήμερα.