Μπορεί μία Πανορθόδοξη Σύνοδος να επαναφέρει την κανονική τάξη;
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε
Διάβασα προσφάτως στο Διαδίκτυο την από 11ης Μαρτίου 2023 Δήλωση της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Αλβανίας, από την οποία Δήλωση προκύπτουν οι δύο κομβικές διαπιστώσεις της ανωτέρω Αυτοκέφαλης Εκκλησίας:
α) ότι η Ορθοδοξία τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει «επώδυνα εκκλησιαστικά προβλήματα».
β) ότι η επίλυση αυτών μπορεί να γίνει από Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Επειδή, περαιτέρω, στην συγκεκριμένη Δήλωση, αναφέρεται σαφώς, ότι η Εκκλησία της Αλβανίας θα προσφύγει στην Πανορθόδοξη Σύνοδο – ως το μόνο αρμόδιο όργανο – καταθέτοντας την «υπεύθυνη άποψη» της, θα ήθελα – πριν συμβεί αυτή η ενέργεια της Εκκλησίας της Αλβανίας – να περιγράψω το ισχύον και πραγματικό νομοκανονικό περιβάλλον, ώστε η Εκκλησία αυτή να λάβει τις ορθότερες δυνατόν αποφάσεις. Και το κάνω αυτό, διότι είμαι πεπεισμένος, ότι η Εκκλησία της Αλβανίας ουδέποτε απομακρύνθηκε από την πάγια θέση της για την διατήρηση της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και την στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ας δούμε λοιπόν, πώς έχει η κατάσταση:
Καταρχήν, θα πρέπει να δούμε ποια είναι τα «επώδυνα εκκλησιαστικά προβλήματα».
Λοιπόν, τα προβλήματα αυτά, εάν τα πάρουμε κατά χρονολογική σειρά, είναι, αυτή την στιγμή που μιλάμε, τρία τον αριθμό:
- Η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, μέσω της αρνήσεως εκ μέρους της πλειοψηφίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών να αναγνωρίσουν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
- Η αμφισβήτηση της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας από το Πατριαρχείο Μόσχας διά της εισπηδήσεως του δευτέρου στην κανονική δικαιοδοσία του πρώτου και
- Η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος μέσω της αντικανονικής παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην «Μακεδονική Εκκλησία» από το Πατριαρχείο Σερβίας.
Τα συγκεκριμένα θέματα, θα είναι εκτός απροόπτου, και αυτά, τα οποία θα θέσει υπόψιν της Γραμματείας της Πανορθόδοξης Συνόδου υποθέτω η Εκκλησία της Αλβανίας.
Μπορεί όμως να υπάρξει κοινή κατάθεση των εν λόγω θεμάτων στην Γραμματεία της Πανορθόδοξης Συνόδου ή κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε υπόνοιες αντιφάσεως μεταξύ των προς συζήτηση θεμάτων;
Θα το δούμε τώρα αμέσως.
Όπως είναι παγκοίνως γνωστό, η Εκκλησία της Αλβανίας συγκαταλέγεται μεταξύ των Εκκλησιών, που δεν αναγνωρίζει την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Τούτο σημαίνει, ότι αμφισβητεί ευθέως την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί της συγκεκριμένης διαδικασίας, ασχέτως αν αυτή αφορά στον τύπο της διαδικασίας είτε στην ουσία της.
Από την στιγμή, λοιπόν, που είναι δεδομένη η ανωτέρω άποψη της Εκκλησίας της Αλβανίας, τι θα υποστηρίξει ως προς το υπ’ αριθ. 3 θέμα, που αφορά στην εκ μέρους του Πατριαρχείου Σερβίας αμφισβήτηση της παραπάνω αρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου;
Εάν συνταχθεί με την ορθή άποψη, ότι η ενέργεια του Πατριαρχείου Σερβίας να παραχωρήσει αυτοκέφαλο καθεστώς στην «Μακεδονική Εκκλησία» είναι αντικανονική, τότε έρχεται σε αντίφαση με την θέση της ως προς το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας. Και τούτο, διότι δεν γίνεται στην μία περίπτωση («Μακεδονική Εκκλησία») να αναγνωρίζεις την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος και στην άλλη περίπτωση (Ουκρανική Εκκλησία) όχι. Αν συμβεί αυτό, τότε υπάρχει αντίφαση.
Αν αντιθέτως η Εκκλησία της Αλβανίας θεωρήσει, ότι ορθώς έπραξε το Πατριαρχείο Σερβίας, τότε παρατηρείται μεν πλήρης συμφωνία ως προς τις θέσεις της Εκκλησίας της Αλβανίας και για τα δύο θέματα (Ουκρανία και «Μακεδονική Εκκλησία») αλλά αμφότερες οι θέσεις είναι αντίθετες με τους ιερούς κανόνες.
Επειδή όμως ήδη η Εκκλησία της Αλβανίας με το Ανακοινωθέν της 24ης Φεβρουαρίου 2023 εκθύμως χαιρέτισε την από 9 Μαΐου 2022 απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την «Μακεδονική Εκκλησία», δήλωσε δε ότι « ἀναμένει τήν ὁριστικήν ῥύθμισιν τοῦ καθεστῶτος τῆς αὐτοκεφαλίας καί τό ἀκριβές ὄνομα τῆς νέας τοπικῆς Ἐκκλησίας παρά τοῦ ἁρμοδίου Σεπτοῦ Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη και αυτονόητη η αντίθεση της προς την ενέργεια του Πατριαρχείου Σερβίας να παραχωρήσει αυτοκέφαλο καθεστώς στην «Μακεδονική Εκκλησία». Οπότε, δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ναι μεν το «σεπτό κέντρο», δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι αρμόδιο για την «Μακεδονική Εκκλησία», δεν είναι όμως αρμόδιο για την Ουκρανική Εκκλησία; Ιδού το ερώτημα.
Αν τώρα βάλουμε στη συζήτηση και το υπ’ αριθ. 2 θέμα, δηλαδή την εισπήδηση του Πατριαρχείου Μόσχας στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Η εισπήδηση είναι κάτι παραπάνω από πασιφανής και αδιαμφισβήτητη. Και όλες οι Εκκλησίες το αναγνωρίζουν, έστω και αν δεν το δηλώνουν ρητώς. Αυτό το αποδέχεται εμμέσως πλην σαφώς και το Πατριαρχείο Μόσχας, αφού η κίνηση του αυτή αποτελεί αντίκτυπο και συνέπεια της αποφάσεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας. Ουσιαστικώς, το Πατριαρχείο Μόσχας επικαλείται «νόμιμη άμυνα» σε «παράνομη προσβολή» της δικής του κανονικής δικαιοδοσίας από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Και στο θέμα αυτό ποια είναι η άποψη της Εκκλησίας της Αλβανίας; Όπως προκύπτει από την Δήλωση της 11ης Μαρτίου 2023, η Εκκλησία της Αλβανίας δεν συμφωνεί – και ορθώς – με τις ενέργειες εισπηδήσεως του Πατριαρχείου Μόσχας, αφού υποστηρίζει ότι «Τα επώδυνα εκκλησιαστικά προβλήματα που έχουν ανακύψει τα τελευταία χρόνια και προσφάτως στην Αφρική, …, δεν λύνονται με τη μέθοδο των αλυσιδωτών αντιποίνων από συγκεκριμένες Εκκλησίες και με τη συλλογή συναινέσεων από τις υπόλοιπες δια των μέσων μαζικής ενημερώσεως». Εάν θεωρηθεί, λοιπόν, ότι όντως η Εκκλησία της Αλβανίας αναγνωρίζει την αυταπόδεικτη εισπήδηση του Πατριαρχείου Μόσχας στην επικράτεια του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τότε αναγκαστικώς απορρίπτει και την θεωρία του Πατριαρχείου Μόσχας περί «νόμιμης άμυνας», δηλαδή την βάση πάνω στην οποία στηρίζει το Πατριαρχείο Μόσχας την κατά την άποψη του «κανονικότητα» της εισπηδήσεως του στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Συνεπώς, εν ολίγοις, αν η Εκκλησία της Αλβανίας θεωρεί ως αντικανονικές ενέργειες, δηλαδή «εισπήδηση», όλες τις ενέργειες του Πατριαρχείου Μόσχας εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τότε αυτές οι ενέργειες δεν συνιστούν – κατά την Εκκλησία της Αλβανίας – κανονικού χαρακτήρα «νόμιμη άμυνα» του Πατριαρχείου Μόσχας και συνεπώς η Εκκλησία της Αλβανίας απορρίπτει εμμέσως πλην σαφώς και την διασύνδεση των ενεργειών αυτών με το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας. Άρα, από την στιγμή που η Εκκλησία της Αλβανίας θεωρεί, ότι οι ενέργειες του Πατριαρχείου Μόσχας εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας δεν συνιστούν «νόμιμη άμυνα» αλλά εισπήδηση (κανονικό παράπτωμα), τότε αρνείται ως «νόμιμο – κανονικό» και τον λόγο που δικαιολογούσε τις ενέργειες αυτές του Πατριαρχείου Μόσχας ως «νόμιμη άμυνα».
Συμπερασματικώς, αφού η Εκκλησία της Αλβανίας δέχεται:
α) ότι δεν ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας η αρμοδιότητα να παραχωρήσει Τόμο αυτοκεφάλου καθεστώτος στην «Μακεδονική Εκκλησία»,
β) ότι δεν είναι «νόμιμη άμυνα» αλλά αντίποινα οι ενέργειες του Πατριαρχείου Μόσχας έναντι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας,
τότε είναι αντιφατικό να υποστηρίζει την αντικανονικότητα του αυτοκεφάλου της Ουκρανικής Εκκλησίας. Η δε αυτή αντίφαση καθιστά δυσχερή – αν όχι επίσης αντιφατική – τη σώρευση των τριών αυτών θεμάτων σε ένα κοινό αίτημα, απευθυνόμενο προς την Γραμματεία της Πανορθόδοξης Συνόδου, αφού τα δύο εκ των τριών θεμάτων (το δεύτερο και το τρίτο) αναιρούν το πρώτο.
Αλλά ακόμη και αν παραθεωρήσουμε τα παραπάνω, και δεχθούμε, ότι είναι δυνατή η σώρευση και των τριών θεμάτων, το ερώτημα που τίθεται είναι: η σύγκληση πανορθόδοξης συνόδου είναι νομοκανονικώς βάσιμη και συνεπώς πραγματοποιήσιμη;
Η σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου διέπεται από τον Κανονισμό λειτουργίας της. Ειδικότερα, συμφώνως προς το άρθρο 1 «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, …. καί συγκαλεῖται ὑπό τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συμφρονούντων καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασῶν τῶν ὑπό πάντων ἀνεγνωρισμένων κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,…».
Από την διάταξη αυτή προκύπτουν τα εξής:
Α) η σύγκληση της Συνόδου γίνεται από τον Οικουμενική Πατριάρχη,
Β) με τη σύμφωνη γνώμη των προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών,
Γ) που είναι αναγνωρισμένες από όλους.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και αν δούμε το θέμα ρεαλιστικώς, μπορεί να συγκληθεί Πανορθόδοξη σύνοδος; Ιδού τα ερώτημα. Λοιπόν, ας εφαρμόσουμε τον Κανονισμό με βάση τα προαναφερθέντα εκτενώς δεδομένα:
Υποτεθείσθω, λοιπόν, ότι η Εκκλησία της Αλβανίας θέτει τα παραπάνω θέματα υπόψιν της Γραμματείας της Πανορθόδοξης Συνόδου και ζητεί την σύγκλησή της.
Για να συγκληθεί μία Πανορθόδοξη Σύνοδος υπάρχει προδικασία και κύρια διαδικασία.
Η προδικασία προκύπτει από το άρθρο 2 του Κανονισμού για την Πανορθόδοξη Σύνοδο, όπου ορίζεται ότι: «Ἡ σύγκλησις τῆς Συνόδου ἐξαγγέλλεται διά τῶν καθιερωμένων Πατριαρχικῶν Γραμμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός πάντας τούς Προκαθημένους τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, διά τῶν ὁποίων:
α) ἀναγγέλλεται ἡ περάτωσις τῆς πανορθοδόξως ἀποφασισθείσης προσυνοδικῆς προετοιμασίας τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Συνόδου….,.
Συνεπώς, πριν συγκληθεί η Πανορθόδοξη Σύνοδος, υπάρχει υποχρεωτική προδικασία, η οποία συνίσταται στην σύγκληση Προσυνοδικών Διασκέψεων, οι οποίες θα προετοιμάσουν τα θέματα της ημερησίας διατάξεως της Συνόδου. Αυτό σημαίνει, καταρχήν, ότι η Εκκλησία της Αλβανίας – ακόμη και αν καταθέσει τα θέματα, που θεωρεί, ότι πρέπει να συζητηθούν από την Πανορθόδοξη – δεν είναι αυτή που θα προσδιορίζει την θεματολογία της Συνόδου. Ένα λοιπόν το κρατούμενο.
Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψιν, πόσο διήρκεσε η προδικασία των Προσυνοδικών για την Πανορθόδοξη στο Κολυμπάρι το 2016, καταλαβαίνουμε όλοι νομίζω, ότι μία νέα Πανορθόδοξη δεν πρόκειται να συγκληθεί στην καλύτερη περίπτωση πριν το 2070. Αυτό θα έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα την διατήρηση των τριών θεμάτων ως εκκρεμοτήτων για μισό αιώνα ακόμη τουλάχιστον. Δύο λοιπόν τα κρατούμενα.
Επίσης, τα κείμενα που θα καταρτισθούν από τις Προσυνοδικές Διασκέψεις, που θα περιλαμβάνουν και τα προς συζήτηση στην Σύνοδο θέματα, θα πρέπει να τύχουν της ομόφωνης εγκρίσεως, όπως προκύπτει από το άρθρο 8 εδάφιο β΄ του Κανονισμού, όπου ορίζεται ότι «…,δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσαχθοῦν εἰς τήν Σύνοδον πρός συζήτησιν τά μή ὁμοφώνως ἐγκριθέντα ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ἤ τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθημένων ἤ νέα θέματα…». Εάν λάβουμε υπόψιν ότι:
Α) το Πατριαρχείο Μόσχας δεν θα συναινούσε στην συμπερίληψη μεταξύ των θεμάτων της εισπηδήσεως του στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας,
Β) το Πατριαρχείο Σερβίας δεν θα συναινούσε στη συμπερίληψη μεταξύ των θεμάτων της αντικανονικής του συμπεριφοράς ως προς την έκδοση τόμου αυτοκεφάλου για την «Μακεδονική Εκκλησία»,
Γ) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και οι Εκκλησίες Κύπρου και Ελλάδος δεν θα συμφωνούσαν στην συμπερίληψη μεταξύ των θεμάτων του αυτοκεφάλου της Ουκρανικής Εκκλησίας,
τότε νομίζω, ότι είναι σαφές, πως η βέβαιη έλλειψη ομοφωνίας θα οδηγούσε σε αδιέξοδο και σε μη κατάρτιση ημερησίας διατάξεως, και συνεπώς σε μη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου. Τρία λοιπόν τα κρατούμενα.
Τέλος, η αρμοδιότητα για την έναρξη της προδικασίας των Προσυνοδικών Διασκέψεων θα πρέπει – κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1 για την σύγκληση της Συνόδου – να αναγνωρισθεί στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Άρα, για να αρχίσουν όλα, θα πρέπει ο Οικουμενικός Πατριάρχης να κινήσει την διαδικασία για την προδικασία των Προσυνοδικών, οι οποίες θα καθορίσουν τα θέματα, που θα συζητηθούν. Εξ όσων διαφαίνεται, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν προτίθεται να κινήσει μία τέτοια διαδικασία. Αλλά πέραν τούτου, υπάρχει τουλάχιστον μία Εκκλησία, το Πατριαρχείο Μόσχας, που εξαιρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη, γιατί τον θεωρεί σχισματικό, ανεξαρτήτως βεβαίως ότι αυτή η κατηγορία είναι μόνο στα λόγια και δεν βασίζεται σε απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Οπότε, υπό αυτό το πρίσμα, αφού ούτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης επιθυμεί να κινήσει διαδικασία Προσυνοδικών Διασκέψεων, ούτε το Πατριαρχείο Μόσχας (τουλάχιστον) θα δεχόταν να κινήσει ο Παναγιώτατος μία τέτοια διαδικασία αλλά ούτε και ο Κανονισμός της Πανορθόδοξης προβλέπει εναλλακτική λύση για αυτές τις περιπτώσεις, είναι νομίζω ξεκάθαρο, ότι διαδικασία Προσυνοδικών Διασκέψεων δεν πρόκειται να κινηθεί. Τέσσερα λοιπόν τα κρατούμενα.
Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, η προδικασία για την Πανορθόδοξη Σύνοδο, όχι απλώς δεν πρόκειται να κινηθεί αλλά είναι και όνειρο απατηλό. Και αφού δεν πρόκειται να κινηθεί η προδικασία, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την σύγκληση της Πανορθόδοξης, είναι αυτονόητο, ότι δεν πρόκειται να κινηθεί ούτε η διαδικασία για την σύγκληση Πανορθόδοξης συνόδου. Για αυτόν τον λόγο, δεν θα μπώ και στην λογική, να αναλύσω τους λόγους, για τους οποίους είναι στην πράξη ανέφικτη και η σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου.
Έχοντας λοιπόν υπόψιν αυτά τα δεδομένα, έχω εδραία την πεποίθηση, ότι η Εκκλησία της Αλβανίας σφάλλει. Και σφάλλει βαρέως, καθόσον προτίθεται να ζητήσει την εκκίνηση μίας διαδικασίας, η οποία εξ ορισμού και βάσει του ισχύοντος Κανονισμού θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Και εφόσον θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αναπόδραστη συνέπεια της ενέργειας αυτής της Εκκλησίας της Αλβανίας θα είναι και η αδυναμία επιλύσεως των θεμάτων, για τα οποία θα ζητηθεί η εκκίνηση αυτής της αδιέξοδης διαδικασίας, αφού αυτά δεν πρόκειται να συζητηθούν τελικώς ποτέ. Επιπλέον, δε, θα δημιουργηθεί μείζων αναστάτωση, καθόσον θα υπάρξουν Εκκλησίες που θα ταχθούν υπέρ και Εκκλησίες που θα ταχθούν κατά μίας προτάσεως, η οποία θα είναι εκ των προτέρων αβάσιμη.
Επειδή όμως είμαι επίσης βέβαιος για τις ειλικρινείς προθέσεις της Εκκλησίας της Αλβανίας να θέσει υπό συζήτηση και προς επίλυση τα θέματα, που ταλαιπωρούν την ενότητα της Ορθοδοξίας, μήπως θα έπρεπε να ξανασκεφθεί την λύση, που προτίθεται να προτείνει και μεταβάλλοντας εν μέρει την πρόταση της, να εισηγηθεί μια άλλη μορφή Συνόδου ως όργανο κατάλληλο να επιληφθεί των προβλημάτων που ανέκυψαν;
Οπότε, όταν μία τέτοια πρόταση κατατεθεί, τότε θα εξετάσουμε αν είναι ή όχι πραγματοποιήσιμη. Έως τότε όμως, θα πρέπει να περιμένουμε, ελπίζοντας ότι η Εκκλησία της Αλβανίας θα λάβει σοβαρώς υπόψιν τα παραπάνω.