Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Έχει συγκλονίσει τον ανά την οικουμένη Ελληνισμό η τραγωδία που προκλήθηκε τις τελευταίες ώρες στην πατρίδα μας την Ελλάδα, με την σύγκρουση των δύο τρένων. Δεκάδες οι νεκροί, κυρίως νέοι στην ηλικία, το ίδιο και οι τραυματίες, χωρίς δυστυχώς να μπορεί να γίνει τελικός απολογισμός και για τους μεν και για τους δε μιας και είναι άγνωστος ακόμη ο αριθμός των αγνοουμένων.
Στην χριστιανική εμπειρία ο θάνατος παρουσιάζεται κατ΄αρχήν ως μεγάλη τραγωδία, ως οδυνηρή μεταφυσική καταστροφή, ως μυστηριώδης αποτυχία του ανθρώπινου προορισμού.
Πώς να μιλήσει κανείς και τι να πει στις οικογένειες και ιδιαιτέρως στους γονείς που πενθούν θρηνώντας για τα αγαπημένα τους παιδιά που πήραν το δρόμο τον μακρινό, τον χωρίς επιστροφή. Δεν θα τους ξαναμιλήσουν και δεν θα τα ξαναδούν σ’ αυτήν εδώ τη ζωή. Από μόνη της αυτή η ιδέα συντρίβει, «ματώνει», δημιουργεί πόνο, πολύ πόνο, γίνεται δίστομος ρομφαία που τους ξεσκίζει την καρδιά. Θα βρίσκουν ίσως αργότερα λίγη παρηγοριά με την επίσκεψη στον τάφο του παιδιού τους για να τον περιποιηθούν, να αφήσουν λίγα λουλούδια, να «μιλήσουν» μαζί του και ύστερα πάλι από την αρχή, με ένα μόνιμο γιατί σφηνωμένο στο μυαλό τους, στην καρδιά τους, στην ψυχή τους. «Γιατί «έχασαν» έτσι αναπάντεχα τον άνθρωπό τους. Γιατί να επιτρέπει ο Θεός να πεθαίνουν τόσο νέοι άνθρωποι!». Για όλους μας είναι ακατάληπτος και δύσκολα γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ο Θεός «άνισα τίθησιν ημίν του βίου τα πέρατα», όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, δεν δίνει σε όλους τον ίδιο χρόνο ζωής.
Όλα αυτά τα παραπάνω, η φροντίδα της κηδείας, η επιμονή να γίνουν όλα τέλεια, ο καλλωπισμός του τάφου δείχνουν κατά βάθος, ότι δεν πιστεύουμε πως ο άνθρωπός μας χάθηκε με τον θάνατό του. Αλλιώς ποια έννοια θα είχε ο στολισμός του τάφου; Τα λουλούδια που πηγαίνουμε στα μνήματα των νεκρών μας με καρδιά πονεμένη αλλά και φορτωμένη με αναμνήσεις, δεν τα προσφέρουμε στο άψυχο μάρμαρο, στην κρύα γη, αλλά στην ψυχή του αγαπημένου μας προσώπου που έχουμε θάψει εκεί. Ο Σωκράτης έχει πει: «Όταν έρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό συστατικό του, όπως του αρμόζει πεθαίνει, το αθάνατο όμως συστατικό του, η ψυχή, αποχωρίζεται και φεύγει».
Όσον αφορά τώρα στο ερώτημα: «Γιατί να επιτρέπει ο Θεός να πεθαίνουν τόσο νέοι άνθρωποι», την απάντηση μας την δίδει ο Όσιος Παΐσιος όταν λέει πως, ο Θεός παίρνει τον κάθε άνθρωπο στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, στον καταλληλότερο χρόνο δηλαδή, για την σωτηρία της ψυχής του. Μόνο που για τους οικείους συνήθως, δεν είναι ποτέ καλή αυτή η στιγμή.
Μακάρι ο Θεός γρήγορα να χαρίσει παρηγοριά και δύναμη σε όλους τους οικείους των θυμάτων της ανείπωτης αυτής σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών, να αναπαύσει τις ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών μας στην Ουράνιο Βασιλεία του και να παράσχει πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραυματιών.