Του Δρ. Συμεών Σολταρίδη
Τα μετόχια ιδρύθηκαν από κυρίαρχες Μονές διαφόρων περιοχών, κυρίως του Αγίου Όρους, Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, της Μονής του Κύκκου, της Μονής του Σινά κ.α. ιδιαίτερα στον Ελλαδικό χώρο και στην τότε γνωστή Οθωμανική επικράτεια με σκοπό τα μέλη που εκπροσωπούν τις Μονές ή τα Πατριαρχεία να βρίσκονται κοντά στην Υψηλή Πύλη και να διευθετούν θέματα που αφορούν τις Μονές ή τα Πατριαρχεία από τα οποία ιδρύθηκαν.
Άλλα ιδρύθηκαν για την διάδοση του μοναχικού πνεύματος, άλλα για την ενίσχυση των Μονών από όπου ιδρύθηκαν, άλλα για να διευκολύνουν την προσκυνηματική ροή από τις διάφορες περιοχές που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη ή τους Αγίους τόπους και άλλα για καθαρά ιδεολογικούς λόγους όπως παρατηρήθηκε το φαινόμενο με τους «κελιώτες» που σκοπό είχαν την διείσδυση της προπαγανδιστικής πολιτικής της Ρωσικής Εκκλησίας στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τα μετόχια τα οποία χωρίζονταν σε αγροτικά και αστικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανόρθωση της οικονομίας των κυρίαρχων μονών τους που με σταθερούς πόρους στήριζαν την συντήρηση και τον εξοπλισμό των μοναστηριών τους.
Στην έρευνα περί μετοχίων στην Κωνσταντινούπολη που κάναμε διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν δύο μετόχια της Μονής του Κύκκου στην Πόλη. Στην περιοχή του Γαλατά, όπου υπήρχαν και πολλά άλλα και στο Διπλοκιόνιο (Μπεσίκτας).
Αρχίσαμε την έρευνα αλλά δεν συναντούσαμε πουθενά τα παραπάνω μετόχια σε βιβλιογραφικές πηγές. Τελικά φανήκαμε τυχεροί και πληροφορηθήκαμε ότι ο Κωστής Κοκκινόφτας, διευθυντής του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής του Κύκκου στην Κύπρο είχε γράψει για τα εκτός Κύπρου μετόχια της Μονής και μεταξύ των άλλων αναφέρονταν και στα δύο της Κωνσταντινούπολης.
Επικοινωνήσαμε και αμέσως ο κ. Κοκκινόφτας ανταποκρίθηκε στο αίτημα μας και μας έστειλε την μελέτη του κάτι που μας υποχρεώνει δημόσια να τον ευχαριστήσουμε, η οποία είναι εμπεριστατωμένη και αναφέρεται με βάση τα λίγα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας στα δύο μετόχια τα οποία ο μεν Γαλατάς είναι προσκυνητάρι ενώ του Διπλοκιονίου είναι με Ναό.
Σχετικά με τα εκτός Κύπρου μετόχια της Μονής του Κύκκου ο Κωστής Κοκκινόφτας σημειώνει ότι είχε αρκετά σε διάφορες περιοχές, όπου κατοικούσαν μοναχοί από τον Κύκκο και αιτιολογεί την ίδρυση τους στην «πανορθόδοξη αίγλη της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου της Κυκκώτισσας».
Αναφέρει δε εκτός της Πόλης, μετόχια στην Σμύρνη, στην Αττάλεια, στην Προύσα, στην Έφεσο, στην Αμάσεια του Πόντου, στην Πάνορμο της Προποντίδας, στην Ανατολική Θράκη, στις περιοχές της Αδριανούπολης και Περίστασης.
Τελικά μέχρι τις αρχές του 20 αιώνα εκποιήθηκαν τα περισσότερα ή δημεύθηκαν και τελικά το τελευταίο του Διπλοκιονίου παραχωρήθηκε προφορικά από την Αδελφότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στις αρχές του 1930.
Μετόχι στον Γαλατά
Η αρχαία Ιουστινιανούπολη του 528 και μετέπειτα Συκώδης Ακτή υπήρξε από την προχριστιανική εποχή. Ο οικισμός του Γαλατά του οποίου η ονομασία λέγεται ότι προέρχεται από έναν Γαλάτη επιχειρηματία της εποχής και κατ’ άλλους από τους συγκεντρωμένους γαλατάδες , ήταν πάντοτε ένας δυναμικός Ρωμαίικος οικισμός εφόσον ήταν εμπορικός κόμβος, διακομιστικό λιμάνι, με δεκάδες Ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις , με εκατοντάδες Ρωμιούς που διέμεναν στην περιοχή γεγονός που δικαιολογεί τους 4 Ορθόδοξους Ναούς του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας της Καφατιανής, του Χριστού και του Αγίου Ιωάννη των Χίων καθώς και τα Ορθόδοξα Αγιορείτικα μετόχια του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Παντελεήμων, του Προφήτη Ηλία και 5 που ίδρυσαν οι Κελιώτες από το Άγιον Όρος, αν και στην ουσία δεν θα μπορούσαν να λεχθούν ως μετόχια αφού δεν είχαν ιδρυθεί από κυρίαρχες Μονές ή Σκήτες.
Επί πλέον η Κοινότητα διέθετε εκπαιδευτικά Ιδρύματα, όπως η Αστική Σχολή Γαλατά, ενώ τα όρια του Οικισμού αρχικά εμφανίζονταν από την περιοχή Γαλατά μέχρι την περιοχή Σισλί του Πέρα , η οποία με σχετικά Πατριαρχικά σιγίλια , ανάλογα με τον πληθυσμό των Ρωμιών που κατοίκησαν στις παραπάνω περιοχές άρχισαν κατά καιρούς να διαχωρίζονται και να ιδρύονται νέες Ρωμαίικες κοινότητες.
Όπως ήταν φυσικό η Μονή του Κύκκου θέλησε να ιδρύσει το εν λόγω μετόχι της στην περιοχή του Γαλατά, σε περιοχή σημαίνουσα και δυναμική. Στην σχετική του μελέτη ο Κωστής Κοκκινόφτας σημειώνει ότι το εν λόγω μετόχι μνημονεύεται από το 1719 και παραθέτει έγγραφο της εποχής εκείνης, ( βλ. Iω. Θεοχαρίδη, Oθωµανικά Έγγραφα 1572-1839, τ. B΄, ό.π., σ. 547).
Όπως όλα τα μετόχια, έτσι και αυτά ήταν ο συνδετικός κρίκος με το Φανάρι και την Υψηλή Πύλη . Επί πλέον προσπαθούσαν να έχουν έσοδα για να ενισχύουν τις μονές και σκήτες τους. Αυτό έκανε και το μετόχι του Κύκκου καθώς προμήθευε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα και αγόραζαν κεντήματα, άμφια, ξυλόγλυπτα , χρυσά και αργυρά αντικείμενα τα οποία απετέλεσαν τα πρότυπα των τεχνών που αναπτύσσονταν στην Κύπρο. Επίσης όπως σημειώνεται το «μετόχι του (Γαλατά) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην στελέχωση της Μονής με μορφωμένους κληρικούς αφού εχρησιμοποιείτο για την διαμονή των νεαρών μοναχών της». «Πολλοί, συνεχίζει ο κ. Κοκκινόφτας, από αυτούς είχαν σπουδάσει στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή , ενώ διέμειναν στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης κατά την διάρκεια των σπουδών τους. Πολλοί ήταν που σπούδασαν την βυζαντινή μουσική με το Πατριαρχικό ύφος αφού διετέλεσαν μαθητές του Φωκαέως και του Θόδωρου Παπαδόπουλου».
Είναι γνωστό ότι το μετόχι , όπως όλα τα μετόχια, διέθετε αριθμό δωματίων τα οποία ενοικιάζονταν και αποτελούσαν εισόδημα του μετοχιού και επί πλέον για την Μονή του Κύκκου. Για τις εργασίες που αποφασίστηκαν να γίνουν το 1859 χορηγήθηκαν χρήματα τα οποία όμως δεν επαρκούσαν και ο προϊστάμενος του μετοχιού Ιωακείμ δανείστηκε , όπως αναφέρει ο Κωστής Κοκκινόφτας για τα έργα από τον Κύπριο Ιερομόναχο Θεοδόσιο που κατοικούσε στην Πόλη. (πρβλ. Iωάννη Θεοχαρίδη, O Kώδικας 53 της Iεράς Mονής Kύκκου, Λευκωσία 2004, σ. 137).
Μετόχι στο Διπλοκιόνιο
Το Διπλοκιόνιο, Τουρκιστί Μπεσίκτας, βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου μεταξύ Γαλατά και Μεσαχώρου. Εύρωστη την παλαιά εποχή και οικονομικά ανθηρή η κοινότητα έχει δύο Ορθόδοξους Ναούς της Παναγίας μέσα στο τσαρσί και το Γενέθλιο της Θεοτόκου Παλαιού μπάνιου που βρίσκεται παραλιακά επί της λεωφόρου που συνδέει τον Γαλατά με τη Νέα συνοικία στον άνω Βόσπορο.
Λέγεται ιστορικά ότι όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1860 «οι ένοικοι των δωματίων του μετοχίου του Γαλατά δημιούργησαν προβλήματα στους κατοίκους, αυτοί τους κατάγγειλαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη ο οποίος απέστειλε σχετική επιστολή στον Ηγούμενο ο οποίος αποφάσισε να οικοδομήσει στο Διπλοκιόνιο νέο μετόχι με σκεπτικό να εκποιήσει το μετόχι του Γαλατά».
Για την ανοικοδόμηση του μετοχίου το οποίο εμπίπτει στα άρθρα των Φερμανιών Τανζιμάτ και Ισλαχάτ ζητήθηκε δάνειο συνολικά 750 οθωμανικών λιρών, ενώ η ανοικοδόμηση του ξεκίνησε το 1868. Η αποπληρωμή όμως ήταν δυσβάστακτη αφού τα έσοδα ήταν περιορισμένα.
Υπήρξε σκέψη το 1877 να νοικιαστούν και τα δύο μετόχια , να ανακληθεί ο προϊστάμενος τους, πράγμα όμως που δεν ευδοκίμησε γιατί όπως σημειώνει ο κ. Κοκκινόφτας «τελικά κρίθηκε ότι η παρουσία Κυκκώτη μοναχού στην Κωνσταντινούπολη ήταν αναγκαία για τα συμφέροντα της Μονής, για αυτό και ενοικιάστηκε μόνο εκείνο του Γαλατά, ενώ αυτό του Διπλοκιονίου αποτέλεσε πλέον τη μόνιμη έδρα του προϊσταμένου τους».
Το μετόχιο στο Διπλοκιόνιο περιελάμβανε μικρό παρεκκλήσι σε αντίθεση με το μετόχι του Γαλατά που διέθετε μόνο προσκυνητάρι και μοναστηριακά οικήματα τα οποία καταστράφηκαν στις 16/6/1891 σε πυρκαγιά . Η φωτιά έκαψε τα πάντα σε βαθμό ο τότε προϊστάμενος του μετοχιού απηύθυνε έκκληση μέσω του τύπου για να συνδράμουν και να ανοικοδομηθεί εκ νέου.( βλ. Bλ. Eυαγόρας, 19/3.7.1891 [= Kωστή Kοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον κυπριακό τύπο (1878-1899), Λευκωσία 1999, σ. 195]).
Διαβάζοντας την μοναδική σχετική μελέτη για τα δύο μετόχια στην Πόλη βλέπουμε ότι ο Γαλατάς κρίθηκε ασύμφορος με αποτέλεσμα να εκποιηθεί. Έτσι παρέμεινε στον Κύκκο μόνο το μετόχι του Διπλοκιονίου το οποίο διοικήθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Μελέτιο μέχρι τον θάνατο του το 1896.Περέμεινε δε κλειστό μέχρι το 1900. Από το 1900 διοικήθηκε από το νέο προϊστάμενο του Αρχιμανδρίτη Καλλίνικο ο οποίος το διοίκησε μέχρι το 1918, οπότε και πέθανε (Bλ. Eλευθερία, 8/21.12.1918 [= Kωστή Kοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον κυπριακό τύπο (1912-1920), Λευκωσία 2004, σ. 602]).
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή η Μονή του Κύκκου δεν απέστειλε άλλο μοναχό από την μονή, οπότε «ο ιερατικός προϊστάμενος της ενορίας του Διπλοκιονίου με επιστολή του στις αρχές του 1926 προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ΄ ζήτησε να του επιτραπεί να επαναλειτουργήσει το μετόχιο, γεγονός που θα συνέτεινε στη συντήρηση και την ανάπτυξη του». (Bλ. Φωνή της Kύπρου, 20.3.1926· Eλευθερία, 20.3.1926 [= Kωστή Kοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον κυπριακό τύπο (1921-1930), Λευκωσία 2006, σ. 357-358]).
Τελικά είναι γνωστό ότι η Αδελφότητα το 1930 παρεχώρησε το μετόχι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο «αφού η Μονή αδυνατούσε να το διαχειρίζεται» (πρβλ. . Θεόδουλου Kαλλίνικου, Mέγα Θεωρητικόν Εκκλησιαστικής Βυζαντινής Μουσικής, Κύπρος – Λευκωσία 1977-1981, σ. 123) .
Τα δύο μετόχια της Μονής του Κύκκου στην Πόλη πέρασαν στην ιστορία ως φυτώρια πνευματικά , που καλλιέργησαν τα γράμματα και την βυζαντινή μουσική, το Πατριαρχικό ύφος, την τέχνη που θα αποτελούσε πρότυπο στην Κύπρο και θα αποτελούσαν τον κρίκο σύνδεσης της μεγαλονήσου με την έδρα της Πρωτόθρονης Εκκλησίας.