19.4 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Σχόλια στην ομιλία του Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος “Κατηγορώ την υποκρισίαν”

Σκέψεις επί της Ομιλίας του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος «Κατηγορώ την Υποκρισίαν. Λόγος εις την Κυριακήν της Τυρινής» (8η Μαρτίου 1970).

Αρχ. Μελίτων Μπέλλος

Ο Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων, δίχως αμφιβολία, ανήκει στη χορεία των σπουδαίων Ιεραρχών της Μεγάλης Εκκλησίας. Μέσα από τα κείμενα τα οποία κατέλιπε διαπιστώνουμε όχι μόνο τον «ευφυή θεολογικό νου» αλλά και τον μεγάλο οραματιστή της ενότητας του διασπασμένου χριστιανισμού. Ο οικουμενικός χαρακτήρας της σκέψης του δεν είναι απλό ιδεολόγημα, αλλά έγνοια και τρόπος έκφρασης της ίδιας της Εκκλησίας.

Στη γνωστή ομιλία του Μητροπολίτη  Μελίτωνα «Κατηγορώ την Υποκρισίαν» η οποία εκφωνήθηκε τη Κυριακή της Τυρινής κατά τη Θ. Λειτουργία στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών (1970), μεταξύ άλλων σημαντικών διαπιστώσεων είναι: α) η απόρριψη φοβικών συνδρόμων απέναντι στη νεωτερικότητα με γόνιμο δημιουργικό διάλογο έχοντας ως βάση την υγιή έννοια της παράδοσης και β) η έξοδος της Εκκλησίας από την εσωστρέφεια σε ένωση εν Χριστώ με τις άλλες επί μέρους Εκκλησίες και Ομολογίες. Τα δύο αυτά μεγέθη στη σκέψη του Μητροπολίτη αποτελούν ένα κοινό μέτωπο στο οποίο η Εκκλησία με βάση την ακλινή της αυτοσυνειδησία καλείται να δώσει την δική της μαρτυρία.

Ο Ιεράρχης, έχοντας ως εφαλτήριο τη βιωματική του σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο  είναι ο φορέας και ο μάρτυρας που έχει διαφυλάξει αδιάσπαστα το θησαυρό της αποστολικής πίστης και παράδοσης, θα αναδείξει στην εν λόγω ομιλία το ρόλο που οφείλει να διαδραματίσει η Ορθοδοξία στο κατώφλι μιας νέας πραγματικότητας. Θα τονίσει τα εξής βαρυσήμαντα: «Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς την ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω όρους κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτειαν που ονομάζεται ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων».[1]  Είναι βαθιά η πεποίθηση του Ιεράρχη ότι η Εκκλησία προ πολλού βρίσκεται εντός νέου περιβάλλοντος που οδεύει προς την παγκοσμιοποίηση. Νέοι πολιτισμοί, γλώσσες, θρησκείες και καινοφανείς διδασκαλίες  εξελίσσονται και συναντώνται στο νέο περιβάλλον με απόπειρες ερμηνείας της ιστορίας και της μεταφυσικής. Μέσα σε αυτό το πολυπολιτισμικό περιβάλλον η Εκκλησία οφείλει να αρθρώσει δημιουργικό λόγο και να καταθέσει τη δική της πρόταση στα επιτακτικά προβλήματα των ανθρώπων. Το νέο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο αποτελεί πρόκληση για την Εκκλησία και τη Θεολογία της έχει αναπτύξει  εκτεταμένους  πνευματικούς  προσανατολισμούς όπως η εξάλειψη  του χαμηλού διανοητικού επιπέδου και αμάθειας του λαού, που μέχρι χθες ήταν  σύμμαχος της νάρκης της Εκκλησίας. Η γνώση προχωρεί ραγδαία. Αντίστοιχα η πνευματική αφύπνιση καταλαμβάνει όλο και περισσότερο την ανθρωπότητα, «εκβιάζουσαν την Εκκλησίαν να εξέλθη και αυτή εκ της νάρκης εις αφύπνισιν». Στα παραπάνω, δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι σήμερα η λατρευτική πράξη των ορθοδόξων είναι ακατανόητη. Ο Χαλκηδόνος, σε άλλη αναφορά του επισημαίνει ότι η «βυζαντινή τελετουργική μεγαλοπρέπεια και αμφίεση», καταλήγουν να είναι πράγματα κενά από τη στιγμή που δεν συνδέονται με τον άνθρωπο του σήμερα ο οποίος αδυνατεί να τα κατανοήσει. Η επανάπαυση σε εξωτερικά εκκλησιαστικά σχήματα τα οποία ο κόσμος τα απαξιώνει σε μεγάλο βαθμό αφού δεν νοηματοδοτούν τη ζωή του, αλλά και η παραπεμπτικότητα που έχουν αυτά σε μεσαιωνικά κοσμοείδωλα, καλούν την Εκκλησία να αναρωτηθεί με ειλικρίνεια αν ακόμη μπορεί να σκιαμαχεί εναντίον του νεωτερικού κόσμου. Μάλιστα, με την πρόφαση μίας ασύμμετρης με την καθημερινότητα παράδοσης, η οποία ευνοεί τη στατική παραδοσιαρχία και την εξιδανίκευση ενός αδιάκριτου παρελθόντος. Αντιλαμβανόμενος τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται  τοποθετείται υπέρ της «λύτρωσης» από την αντιπατερική στάση της ερμηνείας της Θείας Αποκαλύψεως μόνο σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Ο Μελίτων στοιχείται στη μακραίωνη πατερική Παράδοση η οποία προσλαμβάνει την εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα και «θεολογεί εκ νέου παρουσιάζοντας τον Χριστόν».[2] Όπως διαφαίνεται η  αγωνία του Μητροπολίτη  είναι η ιδεολογική αποφόρτιση και η προκατάληψη ως συνακόλουθα μιας μονοδιάστατης θρησκειοποιημένης Εκκλησίας, που σαφέστατα αντιτίθεται στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εξελισσόμενης νεωτερικής εποχής. Επομένως, αποτελεί επιβεβλημένη κίνηση της Εκκλησίας να δώσει το μήνυμα του Ευαγγελίου στο σημερινό κόσμο «όχι με νομοκρατικήν φαρμακίδειαν, φερ΄ειπείν, σωματιακήν αντίληψιν της Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού ζώντος εν τη Αναστάσει».[3]

Η ευελιξία της Εκκλησίας στις νέες απαιτήσεις δεν αποτελεί επιλογή, αλλά πεποίθηση του βαθύτερου νοήματος της εκκλησιαστικής ζωής που διαλέγεται δημιουργικά με τον άνθρωπο. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μελίτωνα, οι «αναρχικές» τάσεις των ανθρώπων της σύγχρονης εποχής, δεν είναι αντιφατικές με την ίδια την Εκκλησία, διότι, η ζωή της Εκκλησίας είναι αναίρεση του κατεστημένου και των τρόπων ζωής, που απαξιώνουν την πίστη της και τη γενικότερη κοσμοθεωρία της. Δεν είναι επομένως άσχετος ο συσχετισμός της Ορθοδοξίας και του Καρνάβαλου αφού ο τελευταίος «περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας» ζητά μέσα από το βαθύτερο κήρυγμα της Ορθοδοξίας τη μεταμόρφωση.[4]   

Η αντικατάσταση της αποστολικής μαρτυρίας από την αντικειμενική ασφάλεια και τη στατικότητα,  οδηγεί τον Ιεράρχη να προτρέψει σε αφύπνιση της ίδιας της Εκκλησίας  ως σώματος το οποίο καλείται να  αφήσει την  υποκριτική διάθεση και το πρόσχημα της εμμονής στην απονεκρωτική στασιμότητα που έχει ως υπόβαθρο τον δογματισμό και τη παραδοσιαρχία. Η παραφθορά και η αλλοίωση που προκαλείται από τη στάση αυτή είναι δυνατό να θεραπευθεί, τονίζει ο Χαλκηδόνος, μόνο αν αντιληφθεί η Εκκλησία ότι: «η  χθές παρήλθε προ πολλού, ούτε καν την σήμερον ζώμεν, μας προέλαβεν η μεθαύριον».[5]  Η συνειδητοποίηση των νέων διαστάσεων που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση μπορεί να λειτουργήσει απομυθευτικά και κριτικά, αποβάλλοντας τελικά την αδράνεια και την αδιαφορία που κρύβεται πίσω από το προσωπείο του «καλού χριστιανού» που αδιαφορεί για τα «φλέγοντα προβλήματα» του κόσμου. Με περισσή τόλμη στο κήρυγμα του θα τονίσει ότι ο Καρνάβαλος εν σχέση με την υπάρχουσα πραγματικότητα της εκκλησιαστικής κοινότητας τυγχάνει να είναι «ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών».[6]

Όλα τα παραπάνω δεν είναι άσχετα με την οικουμενική αποστολή της Ορθοδοξίας και το γενικότερο αίτημα της ένωσης του χριστιανικού κόσμου. Είναι γνωστό ότι  η Ορθόδοξη Εκκλησία, στηριζόμενη στην αυτοσυνειδησία της, με πρωτόβουλες  και πρωτοποριακές δραστηριότητες κυρίως εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου καλλιεργεί στους κόλπους της την οικουμενική ιδέα. Στη δραστηριοποίηση αυτή ο Χαλκηδόνος Μελίτων πρωτοστατεί ως Πρόεδρος των Πανορθοδόξων και Προσυνοδικών Διασκέψεων που οδήγησαν τελικά στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας (2016). Στις Διασκέψεις αυτές, όπως ο ίδιος ο Ιεράρχης μας πληροφορεί μέσα από το συγκεκριμένο  κήρυγμα του, επισημαίνει την αναγκαιότητα της συνυπάρξεως των χριστιανικών Εκκλησιών. Έχει  βαθιά πεποίθηση ότι καμία χριστιανική Εκκλησία και Ομολογία δεν θα επιζήσει από το επερχόμενο κύμα των αλλαγών της παγκόσμιας συνύπαρξης, αλλά μόνο ένας ενωμένος χριστιανισμός.[7]   

Με ρεαλισμό, τοποθετείται υπέρ μιας ενοποιητικής διαδικασίας της ορατής Εκκλησίας η οποία θα έχει ως απαραίτητα συστατικά στοιχεία, τα μυστήρια, τη δογματική πίστη και την ευαγγελική διακονία.  Όλα αυτά συνοψίζονται στην έκφραση του  Μητροπολίτη που ερμηνεύει το Ματθ. κγ΄, 37-38, επισημαίνοντας ότι «τα νοσσία θα επισυναχθούν υπό την όρνιθα, την Μητέρα Εκκλησία», αφού βεβαίως η Ορθοδοξία παρουσιάσει στον διηρημένο  χριστιανισμό με γενναιότητα τον Χριστό και  την  πραγματική έννοια της Εκκλησίας.[8]

Η δυναμική αυτή διάθεση σχετίζεται άμεσα με τη προσπάθεια της ενότητας των χριστιανικών Εκκλησιών κυρίως εντός των πλαισίων της Οικουμενικής Κίνησης και του Π.Σ.Ε. Όπως προκύπτει από την ομιλία του Μελίτωνος, το όραμα του είναι το άνοιγμα των ορθοδόξων Εκκλησιών και της θεολογίας ώστε μέσα από μία ευρύτερη προοπτική και σχέση-και όχι αντίθεση-να καλλιεργηθεί η ενότητα του χριστιανικού κόσμου.

Συνάμα, η ενεργή συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνηση δεν οριοθετείται μόνο στην υπέρβαση της τραγικής εκκλησιαστικής διασπάσεως αλλά, αναπτύσσεται σε έναν ευρύτερο στόχο, που είναι η αντιμετώπιση θεμελιωδών εννοιών της ζωής, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της μοναδικής ιερότητας του ανθρωπίνου προσώπου, η γεφύρωση του χάσματος  Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, με την ενεργοποίηση της παραδόσεως. Το αίτημα της ανακαίνισης και του προφητικού ρόλου της Ορθοδοξίας συνδέεται με τις μεγάλες αγωνίες του ανθρώπου για όλα εκείνα  που υποβιβάζουν την ποιότητα της ζωής του κόσμου.

Το οικουμενικό όραμα του Χαλκηδόνος Μελίτωνα υπαγορεύεται με τις προϋποθέσεις που τονίζει στη παρούσα ομιλία του. Προσωπικό βίωμα της Ανάστασης, με συγχώρηση, με νηστεία όχι απλώς μόνο κρέατος και ελαίου, και την υπέρβαση της υποκριτικής διάθεσης, τα οποία, οφείλουν να αντικατασταθούν με τη «θεία ελευθερία, εν πνεύματι και αληθεία πνεύματος».[9]   


[1] Χαλκηδόνια, σ. 457.

[2] Χαλκηδόνια, σ.459.

[3] Χαλκηδόνια, σ.459.

[4] Χαλκηδόνια, σ.457.

[5] Χαλκηδόνια, σ.457.

[6] Χαλκηδόνια, σ.457

[7] Χαλκηδόνια, σ.459.

[8] Χαλκηδόνια, σ.458-459.

[9] Χαλκηδόνια, σ.459.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ